Οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και το καταστροφικό παράδειγμα της Σουηδίας
του Δημήτρη Τσουκάλη
Από τη δεκαετία του ενενήντα η λέξη που ήταν πανταχού παρούσα στο δημόσιο λόγο ήταν η λέξη «κρίση». Η έννοια της λέξης κρίση δεν είχε ποτέ σαφές περιεχόμενο. Συνήθως η κρίση αποδίδονταν με μια περιγραφή των προβλημάτων και των παθογενειών σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής. Όλα αυτά τα προβλήματα αποδίδονταν στον «κρατισμό». Στη διεφθαρμένη κρατική διοίκηση, στο αναποτελεσματικό, σπάταλο, διεφθαρμένο και διογκωμένο κράτος, που, κατά τους διάφορους πρόθυμους αναλυτές των καναλιών, καταδυνάστευε και απομυζούσε τον ενάρετο και παραγωγικό ιδιωτικό τομέα
Από τη δεκαετία του ενενήντα άρχισε η πολιτική των «μεταρρυθμίσεων» και των «εκσυγχρονισμών». Όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι τράπεζες ιδιωτικοποιήθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Το Χρηματιστήριο έγινε το Ελντοράντο της «ισχυρής Ελλάδας».
Και ενώ η οικονομία, όλα αυτά τα χρόνια, «κάλπαζε» στους δείκτες, με ρυθμούς ανάπτυξης 5% το χρόνο, το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα κάλπαζαν επίσης ανεξέλεγκτα.
Τελικό αποτέλεσμα αυτής της «αντικρατικής» πολιτικής ήταν η ολοκληρωτική χρεοκοπία της χώρας και η παράδοση της στους πρόθυμους σωτήρες με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα για τους εργαζόμενους, την οικονομία και το μέλλον της χώρας.
Ο χώρος της Εκπαίδευσης όλα αυτά τα χρόνια δεν έμεινε αλώβητος. Πώς θα μπορούσε άραγε. Το πολιτικό σύστημα έδωσε τεράστια μάχη, κυρίως συκοφαντώντας τη δημόσια Εκπαίδευσης με όλους τους τρόπους, για να επιβάλει τις ίδιες πολιτικές και στην Εκπαίδευση.
Με την προσπάθεια για τη «μεταρρύθμιση» του δημόσιου Πανεπιστημίου και την κατάργηση του άρθρου 16 του συντάγματος που δεν επιτρέπει την ίδρυση Ιδιωτικών Πανεπιστημίων και την απόπειρα επιβολής της αξιολόγησης στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Οι προσπάθειες αυτές δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα γιατί συνάντησαν σφοδρή αντίδραση από το εκπαιδευτικό κίνημα.
Όμως το πολιτικό σύστημα, αλλά και οι εταίροι δανειστές, δεν έχουν παραιτηθεί από την ιδέα της «μεταρρύθμισης» του εκπαιδευτικού συστήματος. Με μοχλό την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Pisa η πίεση εντείνεται συστηματικά και με συνέπεια.
Η επικοινωνιακή καταιγίδα με βάση την οποία προωθούνται οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση στηρίζεται σε τρεις λέξεις κλειδιά.
Αυτονομία- ανταγωνισμός- αξιολόγηση
Σύμφωνα με την ρητορική των υποστηρικτών της νεοφιλελεύθερης λογικής και αντίληψης η αυτονομία των σχολείων θα ενεργοποιήσει όλα τα καταπιεσμένα από τον κρατισμό θετικά κίνητρα. Ο ανταγωνισμός θα ενεργοποιήσει την ευγενή άμιλλα, θα ενισχύσει την πρωτοβουλία και το δημιουργικό πνεύμα και η αξιολόγηση θα επιβεβαιώσει τη δουλειά και τον κόπο μαθητών και δασκάλων και ο καθένας θα επιβραβευτεί για την προσπάθεια και την απόδοσή του.
Βέβαια πίσω από τα ωραία λόγια για αυτονομία, πρωτοβουλία, δημιουργικότητα, αριστεία κρύβεται το αγοραίο σχολείο.
Ένα σχολείο, που θα λειτουργεί με τους νόμους της αγοράς και δεν θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο του κράτους, έτσι το κράτος σταδιακά θα μπορεί να μειώνει ακόμα περισσότερο τη χρηματοδότηση για την εκπαίδευση. Οι γονείς με το πρόσχημα της ενεργού συμμετοχής, ίσως και της συνδιοίκησης, πολύ σύντομα θα κληθούν είτε να βάλουν το χέρι βαθιά στη τσέπη είτε να «τρέξουν» για χορηγούς. Οι εκπαιδευτικοί αλλά και οι μαθητές θα μπουν σ` έναν ανελέητο ανταγωνισμό, οι μεν μαθητές για την «αριστεία» και την αποδοχή στα «καλά» σχολεία και οι εκπαιδευτικοί στην κυριολεξία για την επιβίωσή τους. Η Εκπαίδευση και η Αγωγή θα αποτελέσουν μάλλον μακρινό παρελθόν. Αυτό που θα μετράει θα είναι οι δείκτες, οι βαθμολογίες και οι στατιστικές.
Αν αυτά φαίνονται συνδικαλιστικές υπερβολές και προσκόλληση σ` ένα ξεπερασμένο παρελθόν το παράδειγμα της Σουηδίας είναι πολύ ενδεικτικό και αποκαλυπτικό για το που οδηγούν οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση.
Tief im Norden[1]
Βαθιά στο Βορρά
Ήταν κάποτε μια χώρα η οποία είχε καλά σχολεία και ακόμα καλύτερους μαθητές. Μια χώρα που στον πρώτο διαγωνισμό Pisa οι μαθητές κατατάσσονταν στην κορυφή στα Μαθηματικά, στη Γλώσσα και στις Φυσικές επιστήμες. Η χώρα ήταν η Σουηδία και ήταν το έτος 2000.
Μια δεκαετία αργότερα η Σουηδία βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. Από τους κάποτε υποδειγματικούς μαθητές προέκυψαν οι προβληματικοί μαθητές. Στα Μαθηματικά, στην Ανάγνωση και στις Φυσικές Επιστήμες οι δεκαπεντάχρονοι Σουηδοί μαθητές , στο διαγωνισμό Pisa του 2013 δεν βρίσκονται πλέον ούτε στη μεσαία κατηγορία (Σημ.: Η Σουηδία κατατάσσεται στην 38η θέση, τρεις θέσεις πάνω από τη χρεοκοπημένη Ελλάδα των Μνημονίων )[2]. Ταυτόχρονα η απόσταση ανάμεσα στους καλούς και τους μέτριους μαθητές έχει μεγαλώσει και η επιρροή του κοινωνικού περιβάλλοντος στην εκπαιδευτική επιτυχία επίσης.
Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι έχει συμβεί πρέπει να πάμε αρκετά χρόνια πίσω.
Στη Σουηδία από το 1962 υπάρχει το ενιαίο σχολείο για όλους τους μαθητές μέχρι την ένατη τάξη. Θεσμοθετήθηκε από την τότε σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Η σουηδική βιομηχανική κοινωνία εδράζονταν στη συναίνεση εργοδοτών και εργαζομένων και στις ευρύτατες συλλογικές συμφωνίες. «Το σπίτι του λαού» υπόσχονταν στους πολίτες ασφάλεια και ισότητα υπό την προστασία του κράτους.
Στη δεκαετία του εξήντα η οικονομία της Σουηδίας απογειώθηκε με πλήρη απασχόληση και ένα ευρύτατο κοινωνικό κράτος που χρηματοδοτούνταν από υψηλούς φόρους και το κράτος σε ρόλο φύλακα και ρυθμιστή της κοινωνίας. Ήταν τα χρόνια που το κράτος, «το σπίτι του λαού» της Σουηδίας, ήταν ιερό και εξασφάλιζε το αίσθημα της ασφάλειας για όλους.
Η δεκαετία του ενενήντα ήταν η δεκαετία της κρίσης. Στη Σουηδία στην οποία κάποτε πίστευαν ότι ανήκουν σε μια κοινωνία ισότητας, ξαφνικά άρχισαν να εμφανίζονται οι διαφορές μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Το ποσοστό των ανέργων άρχισε να αυξάνεται. Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες άλλαζαν την κοινωνία. Η πίστη στη απεριόριστη δυνατότητα του κοινωνικού κράτους είχε αρχίσει να χάνεται. Η θεραπεία αναζητήθηκε στο μοντέλο της Αγοράς.
Τα σχολεία πέρασαν από τον έλεγχο του κράτους στην ευθύνη της τοπικής αυτοδιοίκησης. Για κάθε μαθητή το κράτος πλήρωνε στο σχολείο ένα ποσό, τα λεγόμενα δίδακτρα. Στόχος του προγράμματος ήταν η εξοικονόμηση πόρων και η πρόκληση ανταγωνισμού μεταξύ των σχολείων για την προσέλκυση μαθητών. Η σχολική εκπαίδευση θα μετατρεπόταν σε σχολική αγορά και για την ενίσχυση αυτής της πολιτικής διευκολύνθηκε η ίδρυση ιδιωτικών σχολείων. Πολύ γρήγορα κερδοσκοπικά κεφάλαια μπήκαν στην αγορά ιδιωτικών σχολείων, στα οποία πλέον επιτρεπόταν το κέρδος. Όταν μια από τις μεγαλύτερες αλυσίδες ιδιωτικών σχολείων, που ανήκε σε κερδοσκοπικά κεφάλαια συμφερόντων της Δανίας, χρεοκόπησε, ξεσηκώθηκε μια μεγάλη συζήτηση. Πώς μπορεί να συνδυαστεί το κέρδος με το ενδιαφέρον για καλή εκπαίδευση και καλούς εκπαιδευτικούς;
(Η πλειοψηφία των Σουηδών, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, είναι αντίθετη με τα ιδιωτικά σχολεία και την ανάπτυξη κερδοσκοπικής δραστηριότητας στην Εκπαίδευση, κάτι, όμως, που δεν μεταφράζεται σε πολιτική πράξη.)
Μερικές βδομάδες πριν από το αποτέλεσμα-σοκ του διαγωνισμού Pisa 2013, ο Βόλφγκανγκ Γιόχανσον βρίσκεται στο γραφείο διευθυντή στο Δημοτικό σχολείο του προαστίου Φάστρα της Στοκχόλμης. Εδώ και λίγους μήνες κατέχει αυτή τη θέση. Όταν τον ρωτάμε (σημ.: οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας Die Zeit) ποιο είναι το κύριο πρόβλημα του σχολείου του μας λέει μέσα απ` τα δόντια του τον αριθμό 66. Τόσοι είναι οι μαθητές που παραμένουν στο σχολείο γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή, παρότι θα προτιμούσαν, αυτοί ή οι γονείς τους, να πηγαίνουν σ` ένα άλλο σχολείο.
Ο Βόλφγκανγκ Γιόχανσον ανήκει σ` εκείνους που πιστεύουν, εδώ και χρόνια, ότι το σουηδικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει εκτροχιαστεί και θεωρεί ότι η ρίζα του προβλήματος είναι η “Det fria skolvalet“ ,η ελεύθερη επιλογή σχολείου. Από τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα επιτράπηκε σε κάθε παιδί και σε κάθε οικογένεια η ελεύθερη επιλογή σχολείου. Αυτό που ακούγεται ωραία, στην πραγματικότητα υπονομεύει την πολιτική των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση.
Πώς συνέβη αυτό;
Κατά το σχολικό έτος 2002/3 φοιτούσαν στο δημοτικό σχολείο 136.00 αλλοδαποί μαθητές και το σχολικό έτος 2011/12 σχεδόν 184.00. Από 12,5% το ποσοστό των αλλοδαπών μαθητών ανέβηκε στο 20,67. Το ποσοστό των μαθητών που μιλάνε στο σπίτι αραβικά, αγγλικά ή σομαλικά ανεβαίνει ενώ το ποσοστό αυτών που μιλάνε σουηδικά μειώνεται. Στο δημοτικό σχολείο της Φάστρα σχεδόν τα δύο τρίτα των μαθητών είναι αλλοδαποί. Στη γειτονιά το ποσοστό των αλλοδαπών είναι 40%. Οι σουηδοί που κατοικούν στην ίδια γειτονιά προτιμούν να στέλνουν τα παιδιά τους σε άλλο σχολείο αντί για το σχολείο της γειτονιάς. Αυτό σημαίνει η ελεύθερη επιλογή σχολείου για την οποία μίλησε ο Βόλφγκανγ Γιόχανσον και για τον οποίο αυτό ήταν το τέλος του σχολείου για όλους. Οι αλλοδαποί μαθητές δεν εντάσσονται και οι σουηδοί μαθητές δεν εκπαιδεύονται να συνυπάρχουν. Αυτό είναι καταστροφικό λέει ο Βόλφγκανγ Γιόχανσον.
Κι όλα αυτά στη χώρα, που κάποτε η ισότητα των ευκαιριών ήταν κρατική πολιτική.
Την ίδια άποψη έχει και ο ιστορικός της εκπαίδευσης Χανς Άλμπιν Λάρσον, τέως αναπληρωτής διευθυντής της επιθεώρησης. Από την ύβρη ότι το σουηδικό εκπαιδευτικό σύστημα μόνο καλύτερο μπορεί να γίνει, λέει, τη δεκαετία του ενενήντα το σύστημα ανατράπηκε πλήρως. Ήταν τέτοια η αλλαγή που τα αποτελέσματά της φάνηκαν λίγα χρόνια αργότερα καθώς και οι θεμελιώδεις αλλαγές στην κοινωνία που ακολούθησαν.
Τα εκπαιδευτικά προγράμματα έθεταν στόχους τους οποίους έπρεπε να κατακτήσουν οι μαθητές. Δεν προβλέπονταν καθόλου ούτε το περιεχόμενο ούτε οι εκπαιδευτικές μέθοδοι. Κι ακόμα περισσότερο, οι δάσκαλοι δεν ήταν απαραίτητο να έχουν σπουδάσει το συγκεκριμένο αντικείμενο που καλούνταν να διδάξουν. Δεν υπήρχε πλέον κανένα στάνταρντ ποιότητας, οι στόχοι του σχολείου ήταν ελεύθερη επιλογή κάθε σχολείου, λέει ο Χανς Αλμπιν Λάρσον. Το πλάνο για τα Μαθηματικά, για παράδειγμα αναφέρει απλώς ότι «ο στόχος του δημοτικού σχολείου είναι να κατέχουν οι μαθητές τις βασικές μαθηματικές γνώσεις και να μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν στην καθημερινότητα». Ήταν ευθύνη της αυτοδιοίκησης και τελικά του κάθε δασκάλου να βρουν ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι και πώς θα οδηγούσαν τους μαθητές εκεί.
Σε μια εποχή κατά την οποία οι κοινωνική πραγματικότητα άλλαζε δραστικά, οι εκπαιδευτικοί εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και το εκπαιδευτικό σύστημα ανατράπηκε.
Ο Μάγκνους Όσκαρσον, ο σουηδός συντονιστής του προγράμματος Pisa, εκτιμά ως πιθανές αιτίες της σουηδικής «κατάρρευσης» το γεγονός ότι «οι σουηδοί εκπαιδευτικοί δεν αισθάνονται πλέον καλά στα σουηδικά σχολεία, η εξωτερική πίεση είναι τεράστια, οι οικονομικές απολαβές πολύ μικρές καθώς και η κοινωνική αναγνώριση. Τα αμέτρητα τεστ, οι αδιάκοπες μετρήσεις και οι επιθεωρητές δεν κατάφεραν να επαναφέρουν την ποιότητα», αναφέρει χαρακτηριστικά.[3]
Τα σοβαρά προβλήματα των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων ήταν εδώ και χρόνια γνωστά και ο προβληματισμός που αναπτύχτηκε ήταν έντονος.
Από το ευρωπαϊκό Δίκτυο Πληροφόρησης για την Εκπαίδευση «Ευρυδίκη» και στη μελέτη για τα «Επίπεδα Αυτονομίας και Ευθύνες Εκπαιδευτικών στην Ευρώπη», που εκδόθηκε το 2008 στη σελίδα 11 διαβάζουμε:
«Η Σουηδία- που το 1993 υιοθέτησε ένα στοχοκεντρικό πρόγραμμα σπουδών αντικαθιστώντας το προηγούμενο πρόγραμμα που ήταν βασισμένο στο περιεχόμενο- θέτει επί τάπητος την εκτενή σχολική αυτονομία της. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής οραματίζονται πλέον μια μεταρρύθμιση που θα αντικατοπτρίζει μια στροφή προς ένα πιο αυστηρά καθορισμένο περιεχόμενο σπουδών. Η επιθυμία τους βασίζεται στα ευρήματα πολλών μελετών που εκπόνησε το σώμα επιθεωρητών, τα οποία αποκαλύπτουν ότι τα στοχοκεντρικά προγράμματα σπουδών ερμηνεύονται με δυσκολία από τους εκπαιδευτικούς οδηγώντας σε σημαντικές ανισότητες στις ακαδημαϊκές απαιτήσεις των σχολείων».[4]
(Το γεγονός ότι η αιτία των προβλημάτων εντοπίζεται στους εκπαιδευτικούς είναι συνήθης πρακτική και προφανώς δεν προκαλεί έκπληξη.)
Τα χρόνια τελευταία χρόνια οι Σουηδοί επιχειρούν να αλλάξουν κάποια πράγματα. Εκπονήθηκαν νέα αναλυτικά προγράμματα, έγιναν αλλαγές στην εκπαίδευση των δασκάλων και ιδρύθηκε Ινστιτούτο Παρακολούθησης της Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Αν θα έχουν αποτελέσματα αυτές οι αλλαγές θα φανούν τα επόμενα χρόνια.
Κοινή είναι όμως η διαπίστωση ότι χάθηκε μια ολόκληρη γενιά με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ενενήντα.
O διαγωνισμός Pisa αμφισβητείται τεκμηριωμένα και πολύ έντονα στη Γερμανία[5], αλλά και στην Ελλάδα[6] τόσο για την αξιοπιστία του όσο και για τη στόχευσή του. H αναφορά στα αποτελέσματα του διαγωνισμού Pisa του 2012, που ανακοινώθηκε το 2013, γίνεται από τη γερμανική εφημερίδα, περιγράφοντας το σοκ που προκάλεσε η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων στη Σουηδία.
Η ελεύθερη επιλογή σχολείου
Η ελεύθερη επιλογή σχολείου, η “Det fria skolvalet” όπως ονομάζεται, είναι η λυδία λίθος των αλλαγών και των προβλημάτων που έχουν προκύψει στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και στην κοινωνία της Σουηδίας.
Ο Χανς Άλμπιν Λάρσον θεωρεί ότι το πρώτο τεράστιο λάθος ήταν η εκχώρηση των σχολείων, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των εκπαιδευτικών που βγήκαν μαζικά στους δρόμους, στην τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία ούτε τα μέσα είχε ούτε την εμπειρία και τη γνώση του θέματος. Το λάθος αυτό έγινε καταστροφικό με την επόμενη απόφαση για την ελεύθερη επιλογή σχολείου.
Το κάθε σχολείο, ιδιωτικό ή δημόσιο, χρηματοδοτείται από τα λεγόμενα δίδακτρα (κουπόνια) που πληρώνει το κράτος για τον κάθε μαθητή και τα σχολεία ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση των μαθητών.
Η απόφαση για την ελεύθερη επιλογή σχολείου στηρίχτηκε στη λογική και τη φιλοσοφία της αγοράς με όχημα την αυτονομία και την αξιολόγηση. Οι μαθητές και οι γονείς τους είναι οι πελάτες οι οποίοι με βάση τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν το καλύτερο σχολείο. Το κύριο επιχείρημα ήταν ότι κάθε μαθητής είχε, θεωρητικά, το δικαίωμα αλλά και τη δυνατότητα να επιλέξει το καλύτερο σχολείο.
Αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ των σχολείων για την προσέλκυση μαθητών εκτιμούσαν ότι απ` τη μια πλευρά θα έκανε όλα τα σχολεία καλύτερα κι απ` την άλλη κάθε μαθητής, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, θα είχε τη δυνατότητα να φοιτήσει στο «καλύτερο» σχολείο.
Η πραγματικότητα στην πράξη ήταν εντελώς διαφορετική.
Πολύ γρήγορα δημιουργήθηκαν ιδιωτικά σχολεία, τα λεγόμενα «ελεύθερα σχολεία» (1250 από τα 5700 είναι ιδιωτικά) με καλύτερες υποδομές, στις πιο ακριβές συνοικίες των πόλεων όπου θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερα κέρδη, στα οποία συνέρρευσαν οι μαθητές από τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Τα παιδιά των μεταναστών αλλά και των φτωχών Σουηδών που ζούσαν στις υποβαθμισμένες συνοικίες, ενώ είχαν θεωρητικά τη δυνατότητα να φοιτήσουν κι αυτά στα καλύτερα σχολεία, αυτό δεν συνέβη. Κάθε σχολείο στην πραγματικότητα επέλεγε αυτό τους μαθητές του.[7]
Για την εγγραφή σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι επιδόσεις των μαθητών, οι οποίες εξασφάλιζαν και μια καλή θέση στις αξιολογήσεις, αλλά και η κοινωνική θέση της οικογένειας. Οι μαθητές με ειδικές ανάγκες και τα παιδιά των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, πέρα απ` όλα τα άλλα, είχαν να αντιμετωπίσουν και το σοβαρό πρόβλημα της μετακίνησης, μιας και τα «καλά σχολεία» δεν βρίσκονταν κοντά στον τόπο κατοικίας τους.
Έτσι το επιχείρημα ότι κάθε μαθητής μπορούσε να επιλέξει το καλό σχολείο αποδείχτηκε στην πράξη ένας ευσεβής πόθος ή καλύτερα ένα επικοινωνιακό τέχνασμα. Οι «κακοί» και οι φτωχοί μαθητές παρέμειναν στα φτωχά και υποβαθμισμένα σχολεία και οι πλούσιοι και καλοί μαθητές συγκεντρώθηκαν στα καλά ιδιωτικά, κυρίως, σχολεία των ακριβών περιοχών.
Οι συνθήκες στα υποβαθμισμένα δημόσια σχολεία γινόταν κάθε χρόνο και πιο δύσκολες με αποτέλεσμα και όσοι εκπαιδευτικοί μπορούσαν να φεύγουν απ` αυτά τα σχολεία. Οι συνθήκες, βέβαια, για τους εκπαιδευτικούς ήταν πολύ δύσκολες και η πίεση που δέχονταν τεράστια και στα λεγόμενα «καλά σχολεία» (Χαμηλότεροι μισθοί, δωρεάν υπερεργασία, κοινωνική υποβάθμιση κλπ). Οι συνθήκες όμως εργασίας εξαιτίας, κυρίως, του επιπέδου των μαθητών ήταν σαφώς καλύτερη.
Αυτή η κατάσταση είχε και μια άλλη απρόβλεπτη συνέπεια. Το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης είχε συνολική πτώση και οι λόγοι ήταν πολλοί. Τα σχολεία επικεντρώνονταν στην επιτυχία στα τεστ και τις εξετάσεις μέσα από τα οποία κρίνονταν η εικόνα και η χρηματοδότηση του σχολείου κι όχι στις πραγματικές ανάγκες της εκπαίδευσης των μαθητών. Προσπαθούσαν να προσελκύσουν μαθητές χαμηλώνοντας τις απαιτήσεις, σε μια διαρκή προσπάθεια δημιουργίας «ευχάριστου κλίματος» για τους μαθητές. Οι βαθμολογίες άρχισαν να γίνονται «πληθωριστικές» στην προσπάθεια απ` τη μια να δείχνουν μια καλή εικόνα για το σχολείο, κάτι που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, κι απ` την άλλη για να εξασφαλίζουν για τους μαθητές καλύτερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια. Στο «παιχνίδι» αυτό γρήγορα μπήκαν και τα δημόσια σχολεία .
Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι η αποτυχία αυτής της πολιτικής θα υποχρέωνε τους Σουηδούς να αναθεωρήσουν αυτή την πολιτική κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Ο λόγος απλός.
Και τον περιγράφει το φιλελεύθερο Think-Tank Timbro. «Τα ελεύθερα σχολεία έχουν πλέον υποστηρικτές», που δεν είναι άλλοι, προφανώς, απ` αυτούς που κερδίζουν απ` αυτή την πολιτική αλλά και γονείς μαθητών που φοιτούν στα καλά ιδιωτικά (με κρατική χρηματοδότηση) σχολεία για τους οποίους πλέον δεν είναι καθόλου ελκυστική ιδέα ότι τα παιδιά τους θα επιστρέψουν στα υποβαθμισμένα, όπως είναι σήμερα, δημόσια σχολεία. Και όπως λέει το «Timbro», «όλα τα σχολεία μπορούν να γίνουν εξίσου καλά».
Οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής δεν οδήγησαν μόνο στη συνολική υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Η κάποτε σουηδική κοινωνία των ίσων ευκαιριών μετατράπηκε γρήγορα σε μια έντονα ταξική κοινωνία. Την ώρα που τα παιδιά της ανώτερης κοινωνικής τάξης από τα «καλά σχολεία», φοιτούσαν στα καλά πανεπιστήμια και είχαν στη συνέχεια μια καλή επαγγελματική αποκατάσταση, οι αλλοδαποί μαθητές και οι μαθητές από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα καταδικάζονταν να φοιτούν σε σχολεία γκέτο, να ζουν σε υποβαθμισμένες γειτονιές και το μέλλον τους να είναι η ανεργία και η υποαπασχόληση.
Η κοινωνική πόλωση που προκλήθηκε δεν στέρησε μόνο τις ελπίδες και τις προοπτικές μια καλύτερης εκπαίδευσης και ζωής χιλιάδων παιδιών. Γρήγορα προκάλεσε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα.
Το παρακάτω παράδειγμα από τη γερμανική εφημερία Süddeutsche Zeitung είναι χαρακτηριστικό.[8]
«Σ` ένα από τα υποβαθμισμένα προάστια της Στοκχόλμης, το Rinkeby , τα τελευταία χρόνια τα κρούσματα βίας, οι εμπρησμοί αυτοκινήτων και οι καταστροφές από εξοργισμένους νέους είναι συχνό φαινόμενο. Η εκπαιδευτικός Βίνμπεργ, που εργάζονταν πριν από 30 χρόνια σε σχολείο της περιοχής, λέει, ότι τότε το σχολείο είχε τον ίδιο αριθμό αλλοδαπών, αλλά δεν διέφεραν καθόλου οι επιδόσεις των μαθητών από τις επιδόσεις των μαθητών στα υπόλοιπα σχολεία. Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει και ενώ τότε δούλευε ευχάριστα στην περιοχή πλέον δεν θα ήθελε να δουλεύει εκεί.»
Γερμανοί ειδικοί της εκπαίδευσης αλλά και δημοσιογράφοι, μετά την επιτυχία των Σουηδών το 2000, πριν ακόμα φανούν οι καταστροφικές για το εκπαιδευτικό σύστημα αλλαγές του 1993, συνέρρεαν στη Σουηδία για να μελετήσουν το «θαυμαστό» εκπαιδευτικό σύστημα της αυτονομίας και της ελεύθερης επιλογής σχολείου. Όταν σε λίγα χρόνια φάνηκαν οι πραγματικές επιπτώσεις των αλλαγών η στάση των Γερμανών άλλαξε άρδην και κανείς Γερμανός σήμερα δεν φαίνεται να προτείνει την υιοθέτηση αντίστοιχων αλλαγών. Αντίθετα, οι γερμανοί αρθρογράφοι σήμερα «συμβουλεύουν» τους Σουηδούς, με δηκτική διάθεση, να επισκεφτούν τη Γερμανία για να πάρουν ιδέες που θα τους βγάλουν από την κρίση.
Βέβαια στη χρεοκοπημένη Ελλάδα, με την καθοδήγηση του ΟΟΣΣΑ, οι αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ενενήντα, με καθυστέρηση δεκαετιών, θεωρούνται ότι πιο σύγχρονο και προοδευτικό. Οι ακραία ταξικές πολιτικές κρύβονται επιμελώς πίσω από ιδεολογήματα και εύηχες λέξεις όπως «αριστεία», «αυτονομία», «ανταγωνισμός», «αξιολόγηση».
Οι σφοδρές αντιδράσεις των δημάρχων και της ΚΕΔΕ στην απόφαση για θεσμοθέτηση του πάγιου, εδώ και δεκαετίες, εκπαιδευτικού αιτήματος της υποχρεωτικής δίχρονης προσχολικής αγωγής, δείχνει ξεκάθαρα ότι η ανάπτυξη ιδιωτικής κερδοσκοπικής δραστηριότητας στο χώρο της εκπαίδευσης, όπως γίνεται ήδη στους παιδικούς σταθμούς, όχι μόνο θα βρει συμμάχους αλλά και θα γίνει ο πολιορκητικός κριός για τη συνολική ανατροπή της Δημόσιας Δωρεάν Παιδείας.
Το παράδειγμα της Σουηδίας δείχνει ότι ο δρόμος της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας Εκπαίδευσης δεν είναι μόνο καταστροφικός. Είναι και πολύ δύσκολα αναστρέψιμος.
Η Δημόσια Εκπαίδευση στη χώρα μας, παρόλα τα προβλήματά της, είναι ένα από τα ελάχιστα στηρίγματα μιας κοινωνίας που δέχεται πολλαπλά χτυπήματα. Αν επιτρέψουμε να συμβεί θα έχουμε σοβαρές ευθύνες απέναντι στα παιδιά μας και στο μέλλον των επόμενων γενεών.
Σημ: Τα ιδιωτικά σχολεία ενώ στην υποχρεωτική εκπαίδευση είναι 16% του συνόλου , στο λύκειο, που οδηγεί στις σπουδές στο πανεπιστήμιο, το ποσοστό φτάνει στο 48%.
Το 70% των ιδιωτικών σχολείων (“Friskolor“), ανήκει σε ανώνυμες εταιρείες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Το υπόλοιπο ποσοστό ανήκει σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα και συλλόγους.
Το ποσοστό κέρδους των ιδιωτικών σχολείων τυπικά κυμαίνεται γύρω στο 5%, στην πραγματικότητα είναι πολύ υψηλότερο με διάφορα «τρυκ», όπως η πρόσληψη σχολικών νοσηλευτών κλπ. Οι σοσιαλδημοκράτες ενώ μιλούν για σκάνδαλο διασπάθισης δημοσίου χρήματος στην πραγματικότητα συμφωνούν με την ουσία αυτής της πολιτικής.
Η μεγαλύτερη αλυσίδα ιδιωτικών σχολείων, με 240 σχολεία, είναι η „Academedia“, που ανήκει στον «αυτοκρατορία» Wallenberg, με 5.000 εργαζόμενους και 58.000 μαθητές.
Παρά την εξάπλωση των ιδιωτικών σχολείων το
ένα στα τέσσερα ιδιωτικά σχολεία καταγράφει ζημιές και πολλά σχολεία οδηγούνται
στη χρεοκοπία, όπως η δανέζικων συμφερόντων αλυσίδα JB (Jonn Bauer) με 30 σχολεία και 10.000 μαθητές, το 2013.
[1] http://www.zeit.de/2013/50/pisa-studie-schweden
[2] https://www.oecd.org/pisa/keyfindings/pisa-2012-results-overview.pdf
[3] http://www.spiegel.de/lebenundlernen/schule/pisa-absteiger-warum-schwedens-schueler-sich-verschlechterten-a-937022.html
[4] http://eacea.ec.europa.eu/education/eurydice/documents/thematic_reports/094EL.pdf
[5] https://www.youtube.com/watch?v=_DP3fH9hzSE
[6] http://www.alfavita.gr/apopsin/oosa-kai-pisa-ekdohes-monopoliakoy-yperethnikoy-epitheoritismoy-stin-ekpaideysi
[7] https://de.wikipedia.org/wiki/Bildungssystem_in_Schweden
[8] http://www.sueddeutsche.de/bildung/pisa-absteiger-schweden-schluss-mit-lustig-in-der-schule-1.1901532-2