sms …για βιβλία: Ντιντιέ Εριμπόν, “Επιστροφή στη Ρενς”, νήσος

Γιώργος Λιάμπας

“Κατά βάθος με είχαν σημαδέψει δύο κοινωνικές ετυμηγορίες: μία ταξική και μία σεξουαλική. Δεν ξεφεύγει ποτέ κανείς από τέτοιες καταδίκες” Ο Ντιντιέ Εριμπόν, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αμιένης στη Γαλλία, φίλος και συνεργάτης του Μπουρντιέ και του Φουκώ, μετά το θάνατο του πατέρα του αποφασίζει να διακόψει τη διαρρηγμένη από καιρό σχέση του με το περιβάλλον από το οποίο προήλθε, και να επιχειρήσει μια επιστροφή στον τόπο από τον οποίο γεωγραφικά και κοινωνικά κυριολεκτικά “ξεφύτρωσε”. Η επιστροφή του στο γενέθλιο τόπο αποτελεί αφορμή κι αφετηρία για μια αναδρομική αποτίμηση και κριτική ανάλυση των όρων και των συνθηκών που τον διαμόρφωσαν. Ο Εριμπόν επισκοπεί τη συγκρότησή του μέσα από δύο διαδρομές, δύο αλληλεξαρτώμενες τροχιές: της κοινωνικής του καταγωγής και του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Στην πορεία αυτής της επισκόπησης θα βρει την ευκαιρία να μιλήσει, με όρους του σήμερα και για το σήμερα, για τις κοινωνικές τάξεις και τον “κόσμο” τους, το σχολικό σύστημα και την κοινωνική του λειτουργία, την Αριστερά και τον πολιτικό της λόγο, την Ακροδεξιά και τη λαϊκή της εμβέλεια, τις εκλογές και τη δημοκρατία, την ομοφυλοφιλία και την ομοφοβία, την κατασκευή ταυτοτήτων, την κυριαρχία και την αντίσταση. Με σκέψη και γλώσσα πλούσια και τολμηρή, εμπεριστατωμένη, διεισδυτική, χωρίς ίχνος σχηματικού κοινωνιολογισμού, με στέρεα γνώση του πεδίου και προσηλωμένη στις φωτοσκιάσεις και την πολυπλοκότητα των “λόγων”, των στάσεων και των συμπεριφορών υποστηρίζει ξεκάθαρα και θαρρετά ότι ο βασικός παράγοντας του διαλεκτικού επικαθορισμού του υποκειμένου είναι η ταξική του καταγωγή και το στιγματισμένο, μειονοτικό ανήκειν. Ένα σπουδαίο βιβλίο κριτικής θεωρίας γραμμένο με θέρμη και απλότητα από έναν αριστερό διανοούμενο. Η μετάφραση του Γιάννη Στεφάνου συμβάλλει τα μέγιστα στην απρόσκοπτη κι απολαυστική παρακολούθηση της σκέψης του συγγραφέα.

ΥΓ: Στον Εριμπόν είναι αφιερωμένο το γνωστό βιβλίο του Εντουάρ Λουί, “Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ”, Αντίποδες.