Don’t cry for me παγουρίνα (ή πώς θα απαλλαγούμε από το θεοσκόταδο)*

Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι όταν τα βρίσκεις μπαστούνια καταφεύγεις στην προσδοκία της θείας πρόνοιας. Είναι αλήθεια ότι αυτή είναι μια θεωρία που τη διακινούν εκείνοι που συνηθίζουν να καταφεύγουν στην προσδοκία της θείας πρόνοιας έτσι κι αλλιώς, με αποτέλεσμα να τα βρίσκουν τελικά μπαστούνια στατιστικά συχνότερα από το σύνηθες -κατά μέσο όρο θα λέγαμε. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παύει να υπάρχει η θεωρία. Ερείδεται στην αντίληψη ότι μπροστά σε δισεπίλυτα προβλήματα η μεσιτεία μιας ανώτερης δύναμης είναι καλοδεχούμενη και επίσης στον ισχυρισμό ότι αυτή η ανώτερη δύναμη είναι γενικά καλόπιστη. Στις πιο καθυστερημένες, βάρβαρες και ακαλλιέργητες εκφάνσεις της, η αντίληψη αυτή πραγματώνεται με τη θρησκοληψία, την ψευδαίσθηση ότι θα σου λύσουν το πρόβλημα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, η Παναγιά ή -κατά προτίμηση- ο Άγιος Παντελεήμονας, που λένε ότι ήταν και πολύ ωραίο αγόρι. Όταν μεσολαβεί η πρόοδος, η καλλιέργεια και ο πολιτισμός, η θρησκοληψία φορά τη μάσκα του οικονομικού φιλελευθερισμού: ισχυρίζεται ότι τα προβλήματα θα τα λύσει το αόρατο χέρι της αγοράς.

Η Νίκη Κεραμέως, το χρυσό μανουάλι της κυβέρνησης της ΝΔ, διακονεί και τις δύο αυτές μεταφυσικές. Είναι ταυτόχρονα οπαδός της θείας πρόνοιας του Κυρίου και της θείας πρόνοιας της ελεύθερης αγοράς. Κάτι που -μεταξύ μας- δεν είναι ούτε περίεργο ούτε σπάνιο και ισχυροποιεί την αίσθηση ότι αμφότερες αντλούν την ισχύ τους από προκαταλήψεις εδραιωμένες κατά την προϊστορική βαρβαρότητα της ανθρώπινης σκέψης και χρήσιμο θα ήταν να απομακρυνθούν σιγά σιγά από τον ανθρώπινο δημόσιο βίο.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω δεν πρέπει να προξενεί κατάπληξη ότι η πολυαναμενόμενη παρέμβαση της υπουργού (παιδείας και) Θρησκευμάτων σχετικά με το άνοιγμα των σχολείων και τα μέτρα προστασίας αποτέλεσε μια σπονδή προς τις δύο αυτές μεταφυσικές. Και ακόμα λιγότερο, ότι ως τέτοια γεννά νέα προβλήματα πλάι σε όσα αντικειμενικά είχε προκαλέσει η πανδημία σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα διεξαγωγής μαθημάτων στα σχολεία. Επιλύοντας δε μόλις ένα –και αυτό μόνο μερικώς: το ζήτημα των αναγκαίων φοροαπαλλαγών του πολεμοκάπηλου ακροδεξιού εφοπλιστή, εμπλεκόμενου μόλις πρόσφατα σε πιθανή υπόθεση αρχαιοκαπηλείας και συνεργάτη της υπέρκομψης πρωθυπουργικής συζύγου σε οφ σορ εταιρείες Λασκαρίδη, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει εθελοντής προμηθευτής της ελληνικής νεολαίας σε παγουρίνα.

Και αν το ζήτημα της δωρεάν διανομής ατομικών παγουρίνο υπήρξε αναμφίβολα η πιο εκκεντρικά ιλαρή στιγμή των ανακοινώσεων της γαλακτοτροφούσας, δακρυοαναίρετης και  ζωοδότειρας πολιτικού, υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής γιατί είναι ή μοιάζουν λιγότερο αστεία.

Το πρώτο από αυτά αφορά την ημερομηνία έναρξης των μαθημάτων. Εδώ και σχεδόν δύο εβδομάδες, η εθνική καντηλανάφτρα έχει προσφύγει σε ένα κόλπο τόσο έξυπνο και παμπόνηρο, που πρέπει κανείς να έχει διαβάσει τουλάχιστον 30 φορές την Αγία Γραφή για να το σκεφτεί. Ανακοινώνει πασιφανώς μη ρεαλιστικές ημερομηνίες ανοίγματος των σχολείων (αρχικά έκανε λόγο για την 1η Σεπτεμβρίου, εν συνεχεία ανακοίνωσε την 7η Σεπτεμβρίου και τώρα λέει ότι θα υποδείξει την οριστική ημερομηνία στις 30 Αυγούστου, καλώντας τους γονείς να έχουν ως τότε επιστρέψει από τις διακοπές τους [sic]), με προφανή στόχο να αποτρέψει γονείς και μαθητές από την ιδέα να κάνουν διακοπές τον Σεπτέμβριο. Πεπεισμένη ενδεχομένως ότι οι οικογένειες των μαθητών αποτελούνται «κατά μέσο όρο» από εισοδηματίες και νοικοκυρές ή αφήνουν τα παιδιά τους σε νταντάδες, όπως της έμαθαν στο αποστειρωμένο αστικό περιβάλλον και τα κατηχητικά όπου ανατράφηκε, αδυνατεί να κατανοήσει ότι ξιφουλκεί έναντι ενός ανύπαρκτου κινδύνου, επιτείνοντας ταυτόχρονα στους μαθητές το στρες της αβεβαιότητας, το οποίο είναι ήδη πολύ μεγάλο για τα παιδιά από την αρχή της πανδημίας, κατά την οποία κλήθηκαν να διαχειριστούν μια κατάσταση ακατανόητη και ανυπόφορη. Η ίδια η ηδύπνους υπουργός μπορεί να λύνει τέτοια θέματα μασουλώντας προσευχές, ευτυχώς όμως αυτή δεν είναι μια έξη των παιδιών και των εφήβων που ζουν σε διαμερίσματα.

Το δεύτερο αφορά το –χρήσιμο σε κάθε περίπτωση- ημίμετρο της μάσκας. Αποτελούμενη κατά βάση από θρησκόληπτους, δεισιδαίμονες και μετερχόμενους αντιεπιστημονικών ιδεοληψιών πωλητές νανογιλέκων, η κυβέρνηση αυτή, σε συνδυασμό με τις ακραίες παλινωδίες της πολιτικής της, έχει αποθρασύνει ένα επιθετικό ρεύμα ανορθολογισμού και φαντασιοπληξίας. Το οποίο απειλεί ανοιχτά να αναλάβει δράση και στα σχολεία. Φυσικά, είναι αδύνατο για την κυβέρνηση γενικά και την Κεραμέως ειδικά να συγκρουστούν ανοιχτά με αυτό το ρεύμα: αποτελεί την κατεξοχήν εκλογική τους βάση. Το αποτέλεσμα είναι να μεταφέρεται η λύση του ζητήματος (ιδίως) της μάσκας, μέσα στα ίδια τα σχολικά περιβάλλοντα, μετατρέποντας τα σχολεία σε πηγή νευρωτικής βίας –η οποία βέβαια αποτελεί εγγύηση μεσοπρόθεσμα για την κοινωνική ηγεμονία του ακροδεξιού κυβερνητικού μπουλουκιού.

Κι αν ακόμα το θέμα της μάσκας λυνόταν με κάποιον μαγικό τρόπο όμως, η αποτελεσματικότητά του θα ήταν περιορισμένη, δεδομένου ότι κανένα άλλο υγειονομικό πρωτόκολλο δεν έχει προβλεφθεί να τηρείται στα σχολεία. Μπορεί η αναφορά της ηλιοτόκου και θεοτίμητης Κεραμέως σε «κατά μέσο όρο 17 παιδιά ανά τάξη» να έχει ένα ενδιαφέρον, δεδομένου ότι τονίζει το γεγονός ότι ο άνθρωπος που έχει τοποθετηθεί ως υπεύθυνος για την εκπαίδευση και την έρευνα από το ελληνικό κράτος δεν έχει πρόβλημα να διαστρέφει και να γελοιοποιεί επιστημονικά εργαλεία, ωστόσο το ζήτημα του συγχρωτισμού 25 και πλέον παιδιών σε τάξεις δεν είναι ακαδημαϊκό –είναι πραγματικό. Και επιτείνεται επιπλέον από την κωμικοτραγική πρόβλεψη ότι όταν ένα παιδί νοσήσει το πρόβλημα θα αντιμετωπίζεται με την απομόνωση του τμήματός του. Οι καθηγητές οι οποίοι ήρθαν σε επαφή μαζί του θα συνεχίζουν να κάνουν μάθημα σε άλλα τμήματα και οι μαθητές των υπόλοιπων τμημάτων θα συνεχίσουν να συναντιούνται μεταξύ τους στο σχολείο με ασφάλεια.

Μέχρι εδώ, η μεταφυσική της ιερόβλαστης υπουργού είναι πρωτόλεια. Αφορά την προσδοκία της να βάλει ο θεός το χέρι του. Υπάρχει όμως και το δεύτερο επίπεδο: εκεί που βάζει το αόρατο χέρι της η αγορά. Όπως συνέβη και με τον ίδιο τον κλάδο της υγείας, η κυβέρνηση αρνήθηκε να αντιμετωπίσει την κρίση ενισχύοντας δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες: δεν προσέλαβε δασκάλους/ες και καθηγητές/τριες, δεν επίταξε κτίρια για να τα χρησιμοποιήσει ως εκπαιδευτικούς χώρους, φρόντισε να αφήσει το δημόσιο σχολείο ανυπεράσπιστο, σε όφελος των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και φροντιστηρίων, τα οποία παρεμπιπτόντως απολαμβάνουν πλέον μεγαλύτερης ελευθερίας τόσο ως προς τα προγράμματα σπουδών όσο και ως προς τις εργασιακές σχέσεις με τους εκπαιδευτικούς και τα οποία ακονίζουν τα νύχια τους, έτοιμα να προσφέρουν «ασφαλή» και κακή εκπαίδευση σε εκκολαπτόμενους ηλίθιους άριστους της ανώτερης τάξης, προκειμένου να αποκτήσουν τα εφόδια για να αναπαράγουν τον κοινωνικό καταμερισμό της αθλιότητας.

Αυτή είναι μια συνείδηση που αξίζει τον κόπο να καλλιεργηθεί: ο σκοταδισμός και η βλακεία πάνε χέρι χέρι με τα ιδιωτικά συμφέροντα, την αναπαραγωγή της κυριαρχίας τους και τα παγουρίνια που μοιράζουν. Και ο χώρος της εκπαίδευσης, είναι ο κατεξοχήν χώρος στον οποίον η οικονομική και ταξική οργάνωση οφείλει να περπατήσει μαζί με ένα κίνημα ενάντια στην κοινωνική αντιεπιστημονική υστέρηση και τον σκοταδιστικό συντηρητισμό που προτείνει η ακροδεξιά. Ένα εκπαιδευτικό κίνημα που θα προβάλει το μέτρο του λόγου απέναντι στην τυραννία της μεταφυσικής, αξιώνοντας ταυτόχρονα την άρση του ταξικού καταμερισμού είναι ένα επείγον ζητούμενο της στιγμής. Τα εκπαιδευτικά συνδικάτα οφείλουν να δουλέψουν για κάτι τέτοιο.

Μοιάζει μακρινό σήμερα; Ίσως. Όχι όμως πιο μακρινό από όσο έμοιαζε πριν λίγα χρόνια το ενδεχόμενο να είναι υπουργός παιδείας μια φαντασμένη θεούσα που θα μιλάει για την ανάδειξη του θεσμού του ιεροδιδάσκαλου και θα μοιράζει στα παιδιά παγουρίνα για την πανδημία. Όχι πιο μακρινό από τον δυστοπικό κόσμο που μας περιμένει, αν δεν κινηθούμε εμείς οι ίδιοι και οι ίδιες για να απαλλαγούμε από το θεοσκόταδο.

αναδημοσίευση από: https://galopar.gr/