(Μετάφραση Αδριανή Προκόπη)
Οι σημερινοί μεταρρυθμιστές της εκπαίδευσης πιστεύουν ότι τα σχολεία έχουν καταστραφεί και ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να προσφέρουν τη θεραπεία. Κάποιοι πιστεύουν στην ιδέα του ανταγωνισμού. Άλλοι ενστερνίζονται την καινοτομία αναστάτωσης, κυρίως μέσα από τη διαδικτυακή μάθηση. Και οι δύο πλευρές μοιράζονται την πεποίθηση ότι η λύση έγκειται στο απρόσωπο, είτε αυτό είναι το αόρατο χέρι της αγοράς είτε η μετασχηματιστική δύναμη της τεχνολογίας.
Καμία στρατηγική δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες που έθρεψε, κι αυτό έχει την εξήγησή του. Είναι αδύνατον να βελτιώσεις την εκπαίδευση χωρίς να αντιμετωπίσεις άμεσα το πρόβλημα γύρω από τις εγγενώς πολύπλοκες και δύσκολες ανθρώπινες σχέσεις. Όλοι οι νέοι έχουν την ανάγκη να πιστεύουν ότι έχουν μερίδιο στο μέλλον, έναν στόχο για τον οποίον αξίζει να αγωνίζονται, αν πρόκειται να τα καταφέρουν στο σχολείο. Χρειάζονται έναν πρωταθλητή, κάποιον που πιστεύει σε αυτούς, και εδώ είναι που μπαίνουν οι δάσκαλοι στο κάδρο. Οι πιο αποτελεσματικές προσεγγίσεις ενθαρρύνουν δεσμούς φροντίδας ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές.
Στις συζητήσεις για την ακολουθητέα πολιτική κυριαρχούν τα θέσφατα της αγοράς. Τα υψηλού διακυβεύματος τεστ ανάγνωσης και μαθηματικών αντιμετωπίζονται ως το μόνο μέτρο της επιτυχίας, το ομόλογο του ισοζυγίου κερδών-ζημιών μιας επιχείρησης δηλαδή. Οι δάσκαλοι των οποίων οι μαθητές κρίνονται ανεπαρκείς σε αυτά τα τεστ παίρνουν το χαρτί της απόλυσης, ενώ εκείνοι των οποίων οι μαθητές διαπρέπουν λαμβάνουν πρόσθετη αμοιβή, όπως οι επιχειρήσεις καταβάλλουν επιδόματα σε όσους αποδίδουν καλύτερα και απολύουν όσους μένουν πίσω. Ακριβώς όπως οι εταιρείες κλείνουν καταστήματα που δεν καλύπτουν τα αναλογούντα μερίδια επί των πωλήσεων, ανοίγοντας νέα σε περισσότερα υποσχόμενες περιοχές, έτσι και τα σχολεία που αποτυγχάνουν κλείνουν και τη θέση τους παίρνουν τα αποκαλούμενα σχολεία του μοντέλου ανάκαμψης[1] με νέους δασκάλους και διευθυντές.
Αυτή η οπτική μπορεί να ακούγεται ευλογοφανής σε ένα think tank ( μια δεξαμενή σκέψης), αλλά στην πράξη ήταν μια αποτυχία. Απολύοντας δασκάλους, αντί να τους δίνεις τη βοήθεια που χρειάζονται, υπονομεύεις το φρόνημά τους. Σε μερικές περιπτώσεις αυτό μπορεί να αποθαρρύνει τους τελειόφοιτους φοιτητές από το να ακολουθήσουν μια καριέρα δασκάλου, και με τη διαφαινόμενη έλλειψη εκπαιδευτικών καθώς η γενιά της δημογραφικής έκρηξης (baby boomers[2]) παίρνει σύνταξη, πρόκειται για μια συνταγή για την καταστροφή. Η πρόσθετη αμοιβή προκαλεί αντιπαλότητες μεταξύ των εκπαιδευτικών, όταν αυτό που χρειάζεται είναι η συνεργασία. Με το κλείσιμο των σχολείων αντιμετωπίζεται ο καθένας ως υπεύθυνος για τις χαμηλές επιδόσεις στα τεστ, αγνοώντας τη δύσκολη ζωή των παιδιών σε αυτά τα σχολεία – «καμία δικαιολογία» λένε οι μεταρρυθμιστές, λες και είναι η φτώχεια δικαιολογία.
Τα charter schools[3] («ανάδοχα σχολεία ή καταστατικά σχολεία») έχουν διαφημιστεί ως σχολεία που βελτιώνουν την εκπαίδευση δημιουργώντας ανταγωνισμό. Αλλά οι μαθητές αυτών των σχολείων τα καταφέρνουν στο τέλος περίπου το ίδιο όπως οι συμμαθητές τους στα δημόσια σχολεία, ενώ τα χειρότερα charter schools, όπως τα διαδικτυακά Κ-12[4], που έχουν πολλαπλασιαστεί σε διάφορες πολιτείες, δεν αξίζουν να αποκαλούνται σχολεία. Τα κουπόνια επίσης υποτίθεται ότι αυξάνουν τον ανταγωνισμό δίνοντας στους γονείς τη δυνατότητα να μπορούν να επιλέγουν το σχολείο που παρακολουθούν τα παιδιά τους, αλλά οι μαθητές δεν έχουν επωφεληθεί. Για την προηγούμενη γενιά, το Μιλγουόκι πραγματοποίησε ένα πείραμα με κουπόνια με αμφίβολα αποτελέσματα, που σε εμένα έδειξαν ότι δεν σημειώθηκε καμία πραγματική ακαδημαϊκή πρόοδος.
Καθώς αυτοί οι μεταρρυθμιστές μιλούν πολύ για αγορές και ανταγωνισμό, η ουσία μιας καλής εκπαίδευσης – το να συνδυάζεις ταλαντούχους εκπαιδευτικούς, μαθητές που ενδιαφέρονται και ένα πρόγραμμα σπουδών γεμάτο προκλήσεις- δεν συζητιέται καθόλου.
Οι επιχειρήσεις έχουν κάτι να διδάξουν τους εκπαιδευτικούς, αλλά δεν πρόκειται ούτε για τη σωτήρια δύναμη του ανταγωνισμού ούτε για φανταχτερές ιδέες όπως η καινοτομία αναστάτωσης. Αντίθετα, αυτό που αποδίδει είναι οι δοκιμασμένες στο χρόνο στρατηγικές.
«Βελτίωνε συνεχώς και για πάντα το σύστημα παραγωγής και παροχής υπηρεσιών»: αυτό είναι το ευαγγέλιο που διακήρυττε για μισό αιώνα ο γκουρού της διοίκησης (management) W. Edwards Deming. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ιαπωνικές επιχειρήσεις υιοθέτησαν την προσέγγιση «σχεδίασε, πράξε, έλεγξε, ενέργησε», και πολλές επιχειρήσεις της λίστας Fortune 500[5] επωφελήθηκαν από την προσοχή που τους δόθηκε. Εν τω μεταξύ, ο ιστορικός του Harvard Business School και νικητής του βραβείου Νόμπελ Alfred D. Chandler Jr απέδειξε ότι επιχειρήσεις ευημερούσαν αναπτύσσοντας «οργανωτικές ικανότητες», ενεργοποιώντας αποτελεσματικά συστήματα μάθησης και ενθαρρύνοντας τη μάθηση στο εσωτερικό του οργανισμού. Ο Chandler τόνισε ότι η οικοδόμηση μιας τέτοιας κουλτούρας απαίτησε χρόνο και θα μπορούσε να εκτροχιαστεί από στελέχη που γοητεύονται από τις επιταγές της μόδας.
Κάθε επιτυχημένη εκπαιδευτική πρωτοβουλία που γνωρίζω σκοπεύει στην ενίσχυση των προσωπικών δεσμών με τη δημιουργία ισχυρών υποστηρικτικών συστημάτων μέσα στα σχολεία. Οι καλύτερες μονάδες προσχολικής εκπαίδευσης δημιουργούν οικείους κόσμους όπου οι μαθητές γίνονται εξερευνητές, ενώ ενήλικες που τους προσέχουν βρίσκονται κοντά τους.
Στο μοντέλο Success for All[6] («Επιτυχία για όλους») -ένα πρόγραμμα ανάγνωσης και μαθηματικών το οποίο, για ένα τέταρτο του αιώνα, έχει χρησιμοποιηθεί με καλά αποτελέσματα σε 48 πολιτείες και σε μερικά από τα πιο δύσκολα σχολεία της χώρας (Αμερική)- οι μαθητές μαθαίνουν από μια ομάδα εκπαιδευτικών, εκμεταλλευόμενοι την παρουσία περισσότερων ενηλίκων στη ζωή τους. Στο πρόγραμμα Diplomas Now[7] οι μαθητές της μέσης εκπαίδευσης που κρίνονται ως οι πιθανότεροι υποψήφιοι να εγκαταλείψουν το σχολείο, δέχονται «βόμβες αγάπης». Λαμβάνουν ατομική καθοδήγηση, ενώ αυτοί που έχουν μεγαλύτερα προβλήματα έρχονται σε επαφή με επαγγελματίες.
Μια εκτεταμένη μελέτη των δημόσιων σχολείων του Σικάγο, η επονομαζόμενηOrganizing Schools for Improvement [8] (Οργανώνοντας τα σχολεία για βελτίωση), εντόπισε 100 δημοτικά σχολεία που είχαν ουσιαστικά βελτιωθεί και 100 που δεν είχαν. Η παρουσία ή η απουσία της κοινωνικής εμπιστοσύνης ανάμεσα στους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους διευθυντές των σχολείων ήταν μια βασική εξήγηση.
Η Big Brothers Big Sisters of America[9], η πανεθνική οργάνωση καθοδήγησης, έχει επιδράσει σημαντικά σε εκατομμύρια εφήβους. Η εξήγηση δεν έγκειται στο τι κάνουν μαζί οι έφηβοι με τα «μεγάλα αδέρφια»-καθηγητές τους, είτε αυτό είναι να κάνουν ορειβασία είτε να επισκέπτονται μουσεία. Η έρευνα δείχνει ότι αυτό που μετράει είναι η σφυρηλάτηση μιας σχέσης βασισμένης σε αμοιβαίο σεβασμό και φροντίδα.
Κατά τα τελευταία 25 χρόνια, το πρόγραμμα YouthBuild[10] έχει προσφέρει στέρεη εργασιακή εμπειρία και διδασκαλία στην τάξη σε εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές που εγκαταλείπουν το σχολείο. 71% αυτών των νέων, τους οποίους τα σχολεία είχαν αφήσει στην τύχη τους, πέτυχαν το G.E.D[11], πολύ κοντά στο εθνικό ποσοστό των αποφοίτων λυκείου. Οι μαθητές του YouthBuild λένε ότι έχουν κίνητρο να εκπαιδευτούν γιατί οι καθηγητές τούς στηρίζουν.
Το ίδιο μήνυμα -ότι η προσωπική επαφή είναι ζωτικής σημασίας– έρχεται από τους φοιτητές των κοινοτικών κολλεγίων που έχουν συμμετάσχει στην πρωτοβουλία του City University of New York εναντίον της σχολικής διαρροής, η οποία έχει διπλασιάσει τα ποσοστά αποφοίτησης.
Ακόμη και αν αυτά τα προγράμματα, και πολλά άλλα με παρόμοια φιλοσοφία, έχουν αποδείξει την αξία τους, τα δημόσια σχολεία ξοδεύουν εκατομμύρια δολάρια για την τεχνολογία, την οποία οραματίζονται ως το κύμα του μέλλοντος. Παρά τους υπερβολικούς ισχυρισμούς, τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. «Τα δεδομένα είναι αρκετά αδύναμα», είπε ο Tom Vander Ark, ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής για την εκπαίδευση του Ιδρύματος Bill and Melinda Gates και επενδυτής σε εταιρείες εκπαιδευτικής τεχνολογίας. « Όταν έρχεται η ώρα να δείξουμε αποτελέσματα, καλύτερα είναι να τα σκαρώνουμε ή να το βουλώνουμε».
Ενώ μπορεί
να γίνει καλή χρήση της τεχνολογίας από χαρισματικούς εκπαιδευτικούς, αυτοί και
όχι οι μελλοντολόγοι πρέπει να αναλάβουν τα ηνία. Η διαδικασία της διδασκαλίας
και της μάθησης είναι μια οικεία και ανθρώπινη πράξη που ούτε οι υπολογιστές
ούτε οι αγορές μπορούν να ελπίζουν ότι θα αντιγράψουν. Δεν είναι να απορεί
κανείς λοιπόν γιατί το επιχειρηματικό μοντέλο απέτυχε να μεταρρυθμίσει τα
σχολεία: απλά δεν υφίσταται κανένα υποκατάστατο του προσωπικού στοιχείου.
[1] Το μοντέλο ανάκαμψης (Turnaround Model) είναι μία από τις 4 στρατηγικές διαθέσιμες στους Αμερικάνικους τοπικούς φορείς εκπαίδευσης στο πλαίσιο του προγράμματος επιδοτήσεων της κυβέρνησης Ομπάμα. Η κυβέρνηση Ομπάμα αύξησε τον έλεγχό της στα εκπαιδευτικά συστήματα σε ολόκληρες τις ΗΠΑ με την εφαρμογή του συστήματος American Recovery and Reinvestment Act of 2009 (ARRA), γνωστό και ως πακέτο τόνωσης της οικονομίας για το 2009. Η πράξη αυτή καθιερώθηκε ως αποτέλεσμα από την διαφαινόμενη λήξη του προγράμματος No Child Left Behind. Το πρόγραμμα ARRA ενσωματώνει 3 βαθμίδες της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης για να βοηθήσει επιλεκτικά κάποια σχολεία με σκοπό την πρόοδό τους. Ένα μεγάλο μέρος χρημάτων θα δινόταν στο Αμερικάνικο Υπουργείο Παιδείας προκειμένου να ξεκινήσει μια καμπάνια με στόχο την αύξηση της επίδοσης των μαθητών στο χαμηλότερο 5% των σχολείων σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το μοντέλο ανάκαμψης είναι μία από τις 4 στρατηγικές που μπορούσαν οι τοπικοί φορείς να επιλέξουν και να εφαρμόσουν στα σχολεία σε μια προσπάθεια να αυξηθούν τα επιτεύγματα των μαθητών.
[2] Baby boomers θεωρούνται οι άνθρωποι της δημογραφικής έκρηξης και γεννήθηκαν στην Αμερική ανάμεσα στο 1946 και το 1964.
[3] Τα charter schools ή αλλιώς ανάδοχα-καταστατικά σχολεία είναι τα σχολεία εκείνα που λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση αλλά δουλεύουν ανεξάρτητα από το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας στην οποία βρίσκονται.
[4] Ο όρος Κ-12 αναφέρεται σε δημόσια διαδικτυακά σχολεία. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στην εκπαίδευση και την εκπαιδευτική τεχνολογία στην Αμερική, στον Καναδά και αλλού και είναι μια συντομογραφία που περιλαμβάνει τις 12ετείς εκπαιδευτικές βαθμίδες από 4 ή 6 ετών (ανάλογα την χώρα) μέχρι τα 17 ή 19 έτη.
[5] Η λίστα Fortune 500 είναι μια ετήσια λίστα που καταρτίζεται και δημοσιεύται στο περιοδικό Fortune. Περιλαμβάνει τις 500 κορυφαίες εταιρείες.
[6] Η αποστολή του ιδρύματος Success for All είναι να αναπτύξει και να διαδώσει εκπαιδευτικά προγράμματα – ερευνητικά αποδεδειγμένα – ώστε να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι μαθητές από όλα τα κοινωνικά στρώματα θα επιτύχουν υψηλά ακαδημαϊκά επίπεδα.
[7] Το Diplomas Now βασίζεται σε μία έρευνα του Καθηγητή Bob Balfanz στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, όπου προσδιορίζει από νωρίς τους μαθητές και εργάζεται για να εξαλείψει τα προβλήματα που οδηγούν στη σχολική διαρροή: ελλιπής συμμετοχή, κακή συμπεριφορά ή αποτυχία στη Γλώσσα ή στα Μαθηματικά
[8] Organizing Schools for Improvement είναι ένα βιβλίο από νυν και πρώην ερευνητές από το Consortium on Chicago School Research (CCSR), όπου παρέχεται μια λεπτομερής ανάλυση του γιατί μαθητές σε 100 δημοτικά σχολεία στο Σικάγο ήταν σε θέση να βελτιωθούν σημαντικά στην ανάγνωση και τα μαθηματικά σε μια περίοδο 7 ετών έναντι μαθητών άλλων 100 σχολείων όπου δεν συνέβαινε αυτό. Χρησιμοποιώντας μακροσκοπικά στοιχεία, η μελέτη αποδίδει ένα συνεκτικό σύνολο σχολικών πρακτικών και σχολικών και κοινοτικών συνθηκών, που προωθούν την πρόοδο σημειώνοντας ότι η απουσία τους επιφέρει στασιμότητα.
[9] Big Brothers Big Sisters of America είναι ένας Μη Κερδοσκοπικός Οργανισμός του οποίου σκοπός είναι να βοηθήσει όλα τα παιδιά να φτάσουν τις δυνατότητές τους μέσα από επαγγελματικά υποστηριζόμενες διαπροσωπικές σχέσεις με εθελοντές μέντορες. Είναι μία από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες οργανώσεις καθοδήγησης στις ΗΠΑ. Βοηθάει παιδιά όλων των ηλικιών σε κοινότητες σε ολόκληρη τη χώρα.
[10] Στα προγράμματα του YouthBuild συμμετέχουν νέοι και νέες χαμηλών εισοδημάτων από 16 έως 24 ετών με εργασία πλήρους απασχόλησης για 6 έως 24 μήνες κατά τη διάρκεια του απολυτηρίου τους από το Λύκειο ή το Γυμνάσιο, καθώς γίνεται εκμάθηση εργασιακών δεξιοτήτων με την κατασκευή οικονομικά προσιτών σπιτιών για άστεγους και ανθρώπους χαμηλού εισοδήματος στις κοινότητές τους. Δίνεται έμφαση στην ανάπτυξη ηγετικών ικανοτήτων, εργασίας στην κοινότητα και στη δημιουργία μιας θετικής μικρής κοινότητας ενηλίκων και νεολαίας δεσμευμένης στην επιτυχία του άλλου. Στο τέλος φοιτούν σε κολλέγια, βρίσκουν δουλειά ή και τα δύο. Σήμερα υπάρχουν 250 προγράμματα YouthBuild σε 45 πολιτείες στην Αμερική και συμμετέχουν περίπου 10.000 άτομα.
[11] Το General Educational Development (GED) είναι μια σειρά από τεστ σε 4 θεματικές ενότητες, οι οποίες όταν επιτευχθούν πιστοποιούν ότι ο εξεταζόμενος έχει αμερικάνικο απολυτηρίου επιπέδου Λυκείου.