ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ: Ελπίδα ή Παγίδα;

του Ηλία Παπαχατζή

Με το νόμο 4186 (17 Σεπτεμβρίου 2013) θεσμοθετήθηκαν μία σειρά από αλλαγές στο ελληνικό Λύκειο. Οι πιο σημαντικές συνδέονται με την εισαγωγή της Τράπεζας Θεμάτων, την αλλαγή (αυστηροποίηση) του τρόπου προαγωγής των μαθητών στην επόμενη τάξη, καθώς και με τη δημιουργία νέων τεχνικών σχολών μετά το Γυμνάσιο, των ΣΕΚ (Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης).

Η εφαρμογή του νέου πλαισίου σε σχέση με την Τράπεζα Θεμάτων (Τ. Θ.) και τον νέο τρόπο προαγωγής των παιδιών είχε ως αποτέλεσμα την παραπομπή του 20% των μαθητών της Α΄ Λυκείου για το Σεπτέμβριο. Οι αλλαγές και οι τροπολογίες του Υπουργείου Παιδείας για τη μείωση του ποσοστού των παραπεμπόμενων μαθητών δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Μήπως αυτές είχαν επικοινωνιακούς σκοπούς; Ή απλώς οι επιτελείς του Υπουργείου και η νέα του ηγεσία ήθελαν να πείσουν ότι επιμένουν στην έξωση των «κακών» μαθητών από το Λύκειο;

Το μόνο βέβαιο είναι πως το νέο σύστημα, που θα ισχύσει σε όλες τις τάξεις του Λυκείου, προβλέπει ότι το 50% των θεμάτων των προαγωγικών και απαλυτηρίων εξετάσεων θα προέρχεται από την Τ. Θ. και ότι οι βαθμοί κάθε τάξης θα υπολογίζονται στα μόρια για την εισαγωγή των παιδιών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Έτσι όλο το Λύκειο μετατρέπεται σ’ ένα προθάλαμο για την εισαγωγή στα ΑΕΙ – ΤΕΙ, ένα διαρκές εξεταστικό κέντρο όπου όλοι οι βαθμοί των γραπτών προσμετρώνται για την πρόσβαση στην Γ/θμια εκπ/ση. Τα παιδιά λοιπόν πρέπει να προσέχουν σε όλα τα μαθήματα με κύριο στόχο την την πρόβλεψη των θεμάτων των εξετάσεων.

Επομένως τα μάθημα θα εστιάζεται σε μια εξάσκηση επί των θεμάτων της Τράπεζας. Αυτό θα οδηγήσει σε μια ισοπέδωση της διδασκαλίας. Ο δάσκαλος – καθηγητής δε θα μπορεί να επιμένει σε πλευρές – αντικείμενα που τα θεωρεί πιο σημαντικά, ούτε βέβαια θα έχει το χρόνο και τη δυνατότητα να προσαρμόσει το μάθημα στις ιδιαιτερότητες της τάξης, τις προσδοκίες ή και τις αδυναμίες των μαθητών του.

Όλα τα αντικείμενα – ενότητες του σχολικού βιβλίου αξίζουν το ίδιο για την τράπεζα θεμάτων (Τ. Θ.) και επομένως αφού μπορούν να πέσουν στο τέλος (όπως αποδείχτηκε φέτος άλλωστε) πρέπει ο μαθητής να ξέρει τα επουσιώδη και τις λεπτομέρειες για να μην αποτύχει στις εξετάσεις.

Το μόνο που θα καταφέρουν με την Τ. Θ. είναι να δοθεί έμφαση μόνο στις εξετάσεις και να μη νοιάζονται τα παιδιά ν’ ανακαλύψουν τη μάθηση ή να μη μπορούν να χαίρονται τη διδασκαλία, πράγματα που συνδέονται με το μάθημα μέσα στην τάξη (άρα με την προφορική και άμεση πλευρά του). 

Ακόμη η ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των μαθητών για διάφορα ζητήματα θα περιοριστεί, γιατί οι τυχόν αναλογίες ή παραλληλισμοί με την πραγματικότητα θα «δυσκολεύουν» τον κύριο στόχο, δηλ. την ολοκλήρωση της διδακτέας ύλης. Όπως φάνηκε από την εμπειρία της φετινής χρονιάς, το κυρίαρχο στοιχείο της διδασκαλίας στα περισσότερα μαθήματα ήταν το άγχος για «να βγει η ύλη» και η ανασφάλεια για τα θέματα των εξετάσεων.

Μ’ αυτό τον τρόπο όμως ο εκπαιδευτικός γίνεται κομπάρσος κι ο μαθητής δρομέας μεγάλων αποστάσεων με αβέβαιο τέρμα. Το παιδαγωγικό έργο του σχολείου συρρικνώνεται δραματικά, ενώ τα φροντιστήρια ήδη «πήραν τα πάνω τους». Κι έτσι οι γονείς θα συνηθίσουν να πληρώνουν λεφτά για όλες τις τάξεις του Λυκείου για να «αντιμετωπίσουν» τις απαιτήσεις των νέων εξετάσεων. Κι όποιος μιλάει για αυτονομία του Λυκείου με το νέο θεσμικό πλαίσιο μάλλον κοροϊδεύει…

Το ότι η Τ. Θ. και ο νέος τρόπος προαγωγής συνδέονται άρρηκτα είναι σαφές. Αν αυτά συνδεθούν με την αξιολόγηση τύπου ΟΟΣΑ, θα οδηγήσουν σε σύγκριση και κατηγοριοποίηση των σχολείων, επομένως σε κλείσιμο σχολικών μονάδων (των «κακών»), πράγμα που θα προκύψει και από τη δραματική μείωση των μαθητών στα Λύκεια, που επέρχεται με την εφαρμογή του νέου πλαισίου. Είναι δεδομένο επίσης ότι αυτή η εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των οργανικών θέσεων των καθηγητών και την αύξηση του κινδύνου για νέες απολύσεις.

Όμως δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα. Τι θα κάνουν τα παιδιά που θα απορριφθούν και θ’ αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το Λύκειο; Γι’  αυτά τα παιδιά δημιουργούνται με το νόμο 4186, οι ΣΕΚ (Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης). Πρόκειται για μεταγυμνασιακά ΙΕΚ. Τα περισσότερα απ’ αυτά θα είναι ιδιωτικά, αφού οι σχολάρχες των ΙΕΚ θα μπορούν να τα ιδρύουν σχεδόν αυτοδίκαια. Και στις Δημόσιες ΣΕΚ θα υπάρχουν δίδακτρα. Έτσι κι αλλιώς οι ΣΕΚ θ’ ανήκουν στην «μη τυπική εκπαίδευση», δηλ. στον Οργανισμό Δια Βίου Μάθησης που απλώς εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας. Οι νέες σχολές λοιπόν θ’ απαλλαγούν από το «σφιχτό εναγκαλισμό του κράτους», δίνοντας την ευκαιρία στους ιδιώτες και στην αγορά να μπουν ακόμα πιο βαθιά μέσα στη Δημόσια Εκπαίδευση. Στις ΣΕΚ λοιπόν θα υπάρχει πρόωρη κατάρτιση και μαθητεία (ουσιαστικά απλήρωτη εργασία σε επιχειρήσεις). Τα δεκαπεντάχρονα πρέπει να μάθουν συγκεκριμένα πράγματα και κυρίως να δουλεύουν χωρίς πολλές απαιτήσεις. Χρειάζεται να εξοικειωθούν με τη μελλοντική «εργασία» των 400 ευρώ, για την οποία δε χρειάζονται ούτε ολοκληρωμένες προσωπικότητες ούτε αμφισβητήσεις του καπιταλιστικού συστήματος και της παγκοσμιοποίησης.

Για όλους θα βρεθεί ένα κομμάτι ψωμί…

Αυτή την εξέλιξη σχεδιάζουν και ονειρεύονται (και στην Ελλάδα) το διεθνές κεφάλαιο, η Ε. Ε. και οι Έλληνες υποτακτικοί τους.

Αν είναι κάπως αλλιώς τα πράγματα, οφείλει το Υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση να μας διαψεύσουν με συγκεκριμένες ενέργειες. Αλλιώς, ας το ξέρουν οι γονείς, δε φτάνει η ευαισθησία της πλειονότητας των εκπαιδευτικών για να μπορέσουν τα παιδιά τους να γίνουν άνθρωποι κι όχι ανθρωπάκια, έρμαια των μεγάλων συμφερόντων.

Το ότι πολλά παιδιά θα εκδιωχθούν από το Δημόσιο Σχολείο και ότι θα εσωτερικεύσουν από μικρά την αποτυχία ως προσωπική τους «αδυναμία» και ανεπάρκεια, αυτό δεν είναι κοινωνικά ουδέτερο. Στις ΣΕΚ θα οδηγηθούν σχεδόν αποκλειστικά τα παιδιά των κοινωνικά ασθενέστερων τάξεων. Στα Λύκεια θα παραμείνουν οι μαθητές που προέρχονται από οικονομικά εύπορα ή έστω πολιτισμικά προηγμένα (υψηλή μόρφωση γονέων) περιβάλλοντα. Αλλά γι’ αυτά τα ζητήματα και για το πόσο «άξια» ή «ανάξια» είναι τα παιδιά που επιβιώνουν ή αποτυγχάνουν στο σχολείο έχει μιλήσει αναλυτικά η «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης» και τα έχει αναδείξει ο Χρ. Κάτσικας (σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών) και άλλοι μάχιμοι εκπαιδευτικοί και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι.

Αν θέλουν ένα σχολείο αφυδατωμένο και προσαρμοσμένο μονομερώς στις επιδιώξεις της αστικής τάξης και των συμμάχων της, που έφεραν τη χώρα αλλά και όλο τον κόσμο ως εδώ, ας το προσπαθήσουν χωρίς εμάς.

Αν ωστόσο κάποιοι επιτελείς, σύμβουλοι και σχεδιαστές διαφωνούν με αυτό το στόχο, ας προβληματιστούν λίγο περισσότερο κι ας αναπνεύσουν, μετά από πολλά χρόνια, τον αέρα της σχολικής τάξης, επανερχόμενοι στη διδασκαλία.

Μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο πριν αυτός αλλάξει χωρίς εμάς!