«Τεφτέρια» του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου, εκδ. Θεμέλιο

Δημήτρης Μαριόλης

Τα Τεφτέρια είναι μια συλλογή 12 διηγημάτων του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου, συναδέλφου και παλιού συμφοιτητή. Όταν έμαθα για την έκδοση του βιβλίου του Μανόλη χάρηκα. Το αγόρασα μόλις ξεκίνησαν οι πραγματικές διακοπές μου, όχι από υποχρέωση σε έναν παλιό φίλο ούτε από περιέργεια. Ως απαιτητικός αναγνώστης, ήμουν βέβαιος ότι θα μου άρεσε. Είχα, καιρό πριν, διαβάσει δύο ή τρία διηγήματα του Μανόλη στο διαδίκτυο, οπότε ήξερα πάνω κάτω τι να περιμένω. Το πρώτο διήγημα του βιβλίου που (κατά τύχη) διάβασα, στην ουρά του βιβλιοπωλείου, φέρει τον τίτλο «Πλεχτά». Μέχρι να έρθει η σειρά μου στο ταμείο το είχα τελειώσει και κοιτούσα αφηρημένος την ταμία που κάτι με ρωτούσε – δυσκολευόμουν να βγω από το μικρό σύμπαν του σύντομου αλλά τόσο μεστού διηγήματος, που έμοιαζε να ξετυλίγει την ιστορία αυτής της χώρας όπως το κουβάρι με το οποίο έπλεκε η παλιά δασκάλα μέσα στο άδειο πια και εγκαταλειμμένο σχολείο. Πόσα επίπεδα ανάγνωσης και τι πλούτος συναισθημάτων.

Το διήγημα είναι δύσκολο είδος, μέσα σε ένα περιορισμένο πλαίσιο πρέπει να αφηγηθείς μια ιστορία, να δημιουργήσεις χαρακτήρες, να τους δώσεις υπόσταση, να υφάνεις τις σχέσεις τους, να ορθώσεις ένα πρόβλημα και να δώσεις μια λύση. Ή να επιλέξεις να το αφήσεις άλυτο. Ο Μανόλης διαχειρίζεται τη δύσκολη φόρμα του διηγήματος με ανεπιτήδευτη άνεση, γλωσσική απλότητα, λαϊκότητα, ρέουσα αφήγηση. Δημιουργεί χαρακτήρες με πάθη και με λάθη, όχι ιδανικούς και τέλειους, χαρακτήρες με αδυναμίες, που εντάσσονται αρμονικά στο χωροχρονικό πλαίσιο κάθε διηγήματος.

Δώδεκα διηγήματα, δώδεκα ιστορίες. Η εξαφάνιση ενός πολιτευτή στα Χανιά κι ένας ασφαλίτης που τον αναζητεί πίνοντας μπίρες ινκόγνιτο στην κατάληψη «Pandiera Rosa» – οι λογαριασμοί του εμφυλίου είναι ακόμα ανοιχτοί – ένας υιοθετημένος πρόσφυγας που επιστρέφει στην οικογένεια που τον μεγάλωσε, ένας ερωτευμένος νεοδιόριστος δάσκαλος, το «βρισκούμενο» και οι δύο εκδοχές της φιλοξενίας, το πλεχτό της ογοντάχρονης δασκάλας, ένας καφετζής ναυτικός που δεν ταξίδεψε ποτέ, δυο χωριανοί που ταξιδεύουν στο χρόνο, μια παλιά αγάπη που χάθηκε στο πλήθος της μητρόπολης και μια άλλη που θα ξανασυναντηθεί υπό τους ήχους μιας κερκυραϊκής φιλαρμονικής, οι πίνακες μιας έκθεσης που για κάποιο μεταφυσικό λόγο αλλάζουν, εικόνες και ήχοι από τη λαϊκή αγορά του Κολωνακίου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το πρώτο διήγημα, τα Τεφτέρια, από το οποίο πήρε το όνομά του και το βιβλίο. Ατμόσφαιρα νουάρ, σε διαφορετικό αφηγηματικό ύφος από τα υπόλοιπα, αναζητείται ο ένοχος της εξαφάνισης ενός πολιτευτή στα Χανιά. Το πρώτο διήγημα, μαζί με το τελευταίο, τη ΛΟΥΞ ξεχωρίζουν κατά τη γνώμη μου. Αποτελούν δείγματα γραφής που δημιουργούν προσδοκίες, κάτι σαν ασκήσεις ύφους, σαν χαμηλές πτήσεις ενός δημιουργού που ετοιμάζεται να ανοίξει τα φτερά του. Οι χαρακτήρες πλάθονται με ευκρίνεια και τοποθετούνται στο κοινωνικό και πολιτισμικό τους περίγυρο, στη συγκυρία του χρόνου και την ιδιαιτερότητα του τόπου. Η πλοκή ρέει και κλιμακώνεται, δημιουργεί τη σύμβαση του χρόνου και του τόπου που εξελίσσεται το αφήγημα, έως ότου, σε αναπάντεχα σημεία και όχι πάντοτε στο τέλος του διηγήματος, το μυστήριο αποκαλύπτεται, τόσο προφανές αλλά και τόσο αναπάντεχο. Τόσο συγκινητικό, που σταματάς την ανάγνωση και αναστοχάζεσαι. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, ο συγγραφέας επιλέγει να τοποθετήσει τη λύση του προβλήματος μετά το τέλος του διηγήματος – είναι πια αυτονόητη και απομένει στο φαντασιακό του αναγνώστη να την ιχνηλατήσει.

Υ.Γ. Με τον Μανόλη γνωριστήκαμε το 1985 στην Παιδαγωγική Ακαδημία Μυτιλήνης. Ρηγάς αυτός, κνίτης εγώ, παιδιά 18 χρονών, πριν καλά καλά το καταλάβουμε, βρεθήκαμε στο ΔΣ του Συλλόγου να συγκροτούμε μια πλειοψηφία σε πολλά ζητήματα αλλά και να διαφωνούμε σε κάποια άλλα. Μετά τη Μυτιλήνη χαθήκαμε, έμεινε μόνο η ανάμνηση ενός ευγενούς, μαχητικού και έντιμου Ρηγά. Εξαιτίας του πέρασα δια περιπάτου την Εξελικτική Ψυχολογία στο Α΄ έτος, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Συναντηθήκαμε ξανά όταν κατέβηκα για συνδικαλιστικούς λόγους στα Χανιά και είχα τη χαρά να τον δω μετά από δεκαετίες. Μανόλη, στο έστειλα και με μήνυμα και προφανώς δεν ήμουν κι ο μόνος. Το επαναλαμβάνω εδώ. Προχώρα, το έχεις. Κριτικός λογοτεχνίας δεν είμαι, ως μανιώδης βιβλιοφάγος σου δηλώνω ενστικτωδώς ότι έχεις ήδη ένα αναγνωστικό κοινό που έχει προσδοκίες και απαιτήσεις. Συνέχισε αυτό που αγαπάς και κάνεις, το πρώτο βιβλίο σου ήδη ταξιδεύει και κάνει τις ζωές μας πιο όμορφες. Και βέβαια, καμαρώνουμε παλιέ μου φίλε, η ζωή δε στάθηκε ευγενική μαζί μας αλλά να που δεν το βάλαμε κάτω, τα όνειρά μας ταξιδεύουν πια και αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη.