ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ, ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΟΣΑ ΚΑΙ Ο «ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ» ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ PIZA

του Δημήτρη Τσιυκάλη

Μεγάλος θόρυβος προκλήθηκε στη χώρα με τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του τελευταίου διαγωνισμού PISA (2015). Σχεδόν όλα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αλλά και των ηλεκτρονικών μέσων είχαν τον πανομοιότυπο τίτλο «Πατώσαμε».

​Τα αποτελέσματα και των προηγούμενων διαγωνισμών ήταν περίπου τα ίδια[1].

Πατώσαμε, λοιπόν, όπως πατώσαμε και στους προηγούμενους διαγωνισμούς.

​Αν ξεκινήσουμε με την υπόθεση ότι ο διαγωνισμός αυτός είναι αξιόπιστος και σημαντικός  τότε θα έπρεπε οι αρμόδιοι φορείς  που ασκούν την εκπαιδευτική πολιτική στη χώρα, το υπουργείο Παιδείας και το ΙΕΠ εν προκειμένω,  να μας πληροφορούσαν σε ποια συμπεράσματα κατέληξαν τα προηγούμενα 15 χρόνια και ποια μέτρα πήραν μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων. Τα σχόλια του τύπου «Μας ανησυχούν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού και τα μελετούμε», από αρμόδια χείλη, μετά από τόσες συμμετοχές στο διαγωνισμό, με τα ίδια πάνω κάτω αποτελέσματα, πείθουν και τον πλέον καλόπιστο ότι καμιά σοβαρή μελέτη δεν έχει γίνει και κανενός είδους συμπεράσματα δεν έχουν βγει. Θα μπορούσε βέβαια να υποθέσει κανείς ότι, έστω κι αν δεν ανακοινώνεται κάτι επίσημα, οι μελέτες έχουν γίνει και με βάση αυτά τα άγνωστα στην κοινωνία  πορίσματα, προτείνονται οι κατά καιρούς μεταρρυθμίσεις. Αν είναι έτσι τότε αυτές οι μεταρρυθμίσεις, εκ των αποτελεσμάτων πλέον και με τα κριτήρια που οι ίδιοι θέτουν, έχουν αποτύχει παταγωδώς.

Είναι, όμως, ο διαγωνισμός αυτός αξιόπιστος δείκτης για το επίπεδο Εκπαίδευσης μιας χώρας; Το ερώτημα αυτό τίθεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αν απαντήσουμε  ναι, τότε θα βρεθούμε μπροστά σε μια κραυγαλέα αντίφαση, για να μην πούμε παραλογισμό, δεχόμενοι ότι η Εκπαίδευση στο Βιετνάμ  ή την Ταϊβάν , που φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις, βρίσκεται σε  ανώτερο επίπεδο  από το επίπεδο εκπαίδευσης στη Σουηδία, στη Γερμανία ή στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Είναι έτσι; Ο ίδιος ο ΟΟΣΑ δεν μας διαφωτίζει πάνω στο θέμα. Στην πραγματικότητα το ζήτημα  αυτό δεν είναι καν θέμα συζήτησης και επιστημονικής τεκμηρίωσης. Πώς γίνεται δηλαδή πλούσιες και ανεπτυγμένες χώρες και με μεγάλη παράδοση στην Εκπαίδευση να εμφανίζουν πολύ χειρότερα αποτελέσματα από πολύ φτωχότερες και αναπτυσσόμενης χώρες. Έχει σχέση με το εκπαιδευτικό σύστημα και τις παιδαγωγικές μεθόδους και ποιες είναι αυτές οι παιδαγωγικές μέθοδοι που προτείνονται. Αν προτείνονται.

Αυτές οι αντιφάσεις και τα ερωτήματα  προβληματίζουν όλο και περισσότερους ειδικούς σ` ολόκληρο τον κόσμο και είναι πολλοί και από διαφορετικές αφετηρίες  εκείνοι που αμφισβητούν  τα πορίσματα, τη χρησιμότητα και τους στόχους  του εν λόγω διαγωνισμού.

Ο πρόεδρος του συνδικάτου εκπαιδευτικών της Γερμανίας (DeutscheLehrherverband LV) Γιόζεφ Κράους, με αφορμή τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων, κάνει λόγο  για την προσπάθεια θεσμοθέτησης ενός παγκόσμιου υπερυπουργείου Παιδείας που επιχειρεί να επιβάλλει, παγκόσμια, εκπαιδευτικές πολιτικές οι οποίες έχουν ελάχιστη σχέση με τα πραγματικά προβλήματα και τις ανάγκες των νέων για ολόπλευρη μόρφωση και για μια εκπαίδευση που θα διαμορφώνει ολοκληρωμένες προσωπικότητες ικανές να ανταποκριθούν στις προκλήσεις ενός σύνθετου  και διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Γιόζεφ Κράους, σε συνέντευξη που αναδημοσιεύεται σε παρακείμενη ανάρτηση της Εκπαιδευτικής Λέσχης, οι πολιτικές αυτές είναι προσανατολισμένες, μόνο, προς τις ανάγκες της  Αγοράς[2].

Ο διαγωνισμός PISA, όπως είναι γνωστό, αξιολογεί  τις επιδόσεις των δεκαπεντάχρονων μαθητών από 72 χώρες, με διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα και  με διαφορετική παράδοση και κουλτούρα μόνο σε τρεις τομείς. Στην κατανόηση κειμένου, στα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες. Αυτό που αξιολογεί  δεν είναι οι γνώσεις σ’ αυτούς τους τομείς αλλά η δυνατότητα των μαθητών με βάση τις γνώσεις τους να καταλήγουν σε χρηστικά συμπεράσματα και να δίνουν λογικές απαντήσεις σε μαθηματικά ή φυσιογνωστικά  ερωτήματα.

Η γλωσσομάθεια, η καλλιτεχνική καλλιέργεια (μουσική, θέατρο, ζωγραφική κλπ), ο πλούτος των γνώσεων στη λογοτεχνία, οι ιστορικές γνώσεις, οι γνώσεις στον πολιτισμό σε θεολογικά, θρησκευτικά ή ηθικά ζητήματα  είναι θέματα τα οποία δεν εξετάζει διόλου ο διαγωνισμός.

Μπορεί όμως κανείς να θεωρήσει ότι ένας νέος απλά  εκπαιδευμένος να «ξεκλειδώνει»  ένα γλωσσικό κείμενο ή να απαντά σωστά σε πρακτικά ερωτήματα με βάση τις γνώσεις του στις φυσικές επιστήμες ή τα μαθηματικά είναι ένας μαθητής πρότυπο  για το  μέλλον;

Οι χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας που πρωτεύουν, συνήθως, στο διαγωνισμό έχουν ένα αυταρχικό, δασκαλοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα με τεράστια πίεση στους μαθητές και αυξημένα ποσοστά αυτοκτονιών. Και δεν λείπουν οι ενστάσεις  ότι ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα, πολλών  απ` αυτές τις χώρες, είναι προσανατολισμένο στην επιτυχία στο διαγωνισμό (επιλογή σχολείων και μαθητών που λαμβάνουν μέρος στο διαγωνισμό, μείωση έως  εξαφάνιση όλων των υπόλοιπων μαθημάτων εκτός εκείνων που αξιολογούνται στο διαγωνισμό PISA).

Θέλουμε ένα τέτοιο εκπαιδευτικό σύστημα;

Φαντάζομαι ότι κανείς λογικός άνθρωπος, ειδικός ή μη, δεν θα πρότεινε να υιοθετήσουμε ένα τέτοιο μοντέλο. H αλήθεια είναι ότι ο διαγωνισμός PISA, και ο δημοσιοποιημένος πίνακας κατάταξης των χωρών ελάχιστη σχέση έχει με την εκπαιδευτική πραγματικότητα και τα προβλήματα της κάθε χώρας. Η αξιολόγηση της Pisa επικεντρώνει στη χρηστικότητα των γνώσεων σε συγκεκριμένα αντικείμενα. Μια αντίληψη που είναι απολύτως συμβατή με το νέο μοντέλο εργασίας και οργάνωσης των κοινωνιών. Στην πραγματικότητα ο διαγωνισμός είναι το αναγκαίο άλλοθι αλλά και ο μηχανισμός για την επιβολή μιας συγκεκριμένης πολιτικής.

Ο διαγωνισμός  Pisa ακολουθείται για τη  χώρα μας από τις προτάσεις του ΟΟΣΑ που πειθήνια οι κυβερνώντες υπόσχονται να εφαρμόσουν την ώρα που οι προτάσεις και τα πορίσματα του αμφισβητούνται παγκόσμια  ακόμα κι από τους συντηρητικούς.

Οι προτάσεις του ΟΟΣΑ προτείνουν ως λύση των προβλημάτων της Εκπαίδευσης την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των εκπαιδευτικών, την αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, την αυτονομία  και την οικονομική αυτοτέλεια των σχολείων(προφανώς  μέσω της αναζήτησης χορηγών και της επιβάρυνση των γονέων). Τον ανταγωνισμό των σχολείων, προφανώς, μέσω των διαρκών εξετάσεων και αξιολογήσεων των μαθητών. Τον απόλυτο και ασφυκτικό έλεγχο των εκπαιδευτικών μέσω του μηχανισμού μιας εξοντωτικής και γραφειοκρατικής αξιολόγησης. Μιας αξιολόγησης όχι μόνο μηχανισμού πειθάρχησης αλλά και οικονομικής εξαθλίωσης και απόλυσης, όπως ξεκάθαρα προβλέπεται στον τελευταίο νόμο της αξιολόγησης.

Καμία πρόταση δεν υπάρχει για την αναβάθμιση της Εκπαίδευσης, για την αύξηση της δημόσιας  χρηματοδότησης, αντίθετα μέσω αυθαίρετων συγκρίσεων προτείνεται μείωση. Καμία πρόταση δεν υπάρχει για μέτρα στήριξης των μαθητών από τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Για την κοινωνική κινητικότητα. Για τα παιδιά με Ειδικές Ανάγκες προτείνεται η συνεκπαίδευση, χωρίς καμία πρόβλεψη για αυξημένη χρηματοδότηση από δημόσιους πόρους, που είναι απαραίτητη για την ουσιαστική ένταξη των μαθητών αυτών στο κανονικό σχολείο.

Ο ΟΟΣΑ δε είναι ένας ανεξάρτητος οργανισμός (Δεν είναι καν εκπαιδευτικός οργανισμός.) με προτάσεις για την αναβάθμιση της Εκπαίδευσης, όπως επιχειρεί η κυβέρνηση να μας πείσει. Είναι εργαλείο προώθησης των νεοφιλελεύθερων προτάσεων που αντιμετωπίζουν την Εκπαίδευση ως εμπόρευμα που εμπίπτει στους νόμους της Αγοράς (Με βάση αυτούς τους νόμους τα σχολεία στα μικρά νησιά της χώρας πρέπει να κλείσουν ως ασύμφορα;). Η Εκπαίδευση παύει πλέον να είναι συλλογικό, κοινωνικό δικαίωμα και μετατρέπεται σε ατομική υπόθεση και εμπόρευμα που αγοράζει κανείς τόση, όση του επιτρέπει η κοινωνική του θέση και η οικονομική του κατάσταση. Για τη μεγάλη πλειοψηφία αρκούν ο στοιχειώδης εγγραμματισμός και οι στοιχειώδεις γνώσεις στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες που αρκούν ως εφόδιο στους μελλοντικούς απασχολήσιμους.

Το  ότι οι προτάσεις του ΟΟΣΑ, όπως η αυτονομία και η αποκέντρωση, η αξιολόγηση και η αυτοαξιολόγηση  είναι και προτάσεις του ΣΕΒ, μόνο σύμπτωση δεν είναι.

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ

Η εκπαίδευση στη χώρα μας βρίσκεται σε κρίση δεκαετίες τώρα και δεν χρειάζεται καμία PISA   και κανένας ΟΟΣΑ για να το επιβεβαιώσει. Η χρόνια υποχρηματοδότηση της Εκπαίδευσης (η χαμηλότερη σ’ ολόκληρη την Ευρώπη), οι ανεπαρκείς υποδομές (Ολοήμερα σχολεία και νηπιαγωγεία, για παράδειγμα, χωρίς οργανωμένους χώρους εστίασης και ανάπαυσης), η προβληματική εκπαίδευση (παιδαγωγικές σχολές χωρίς παιδαγωγική επάρκεια, όπως έκπληκτοι ανακαλύπτουν οι αρμόδιοι ενοχοποιώντας του εκπαιδευτικούς για τις δικές τους παραλήψεις[3],η φτωχοποίηση  των εκπαιδευτικών και  η ανύπαρκτη επιμόρφωση είναι μόνο μερικές από τις αιτίες.

Η αξιακή κρίση, επίσης, των τελευταίων δεκαετιών που μετατρέπεται τα τελευταία χρόνια σε κοινωνική κατάρρευση. Η τεράστια ανεργία των νέων, τα κραυγαλέα αδιέξοδα στην αγορά εργασίας (Αλήθεια η αλλαγή στον τρόπο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια σε τι θα βοηθήσει τους απόφοιτους να βρουν δουλειά;)  και η απαξίωση των νέων επιστημόνων συνθέτουν το παζλ της κρίσης.

Όμως πέρα και πάνω απ’ αυτά τα πραγματικά και αντικειμενικά δεδομένα και προβλήματα το μεγαλύτερο πρόβλημα της εκπαίδευσης έχει σχέση με τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο, αλλά και με την ίδια την αυταξία της Εκπαίδευσης. Η Εκπαίδευση έχει χάσει το ουσιαστικό της περιεχόμενο. Να προσφέρει, δηλαδή, ολοκληρωμένη γνώση, αγωγή και καλλιέργεια στους μελλοντικούς πολίτες.

Όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, είναι αιχμάλωτη της Αγοράς. Των επιλογών της και των αδιεξόδων της.

Για τους γονείς το σχολείο είναι για το  «χαρτί»  που θα  ανοίξει την πόρτα για την εργασιακή αποκατάσταση των παιδιών τους (Παλιότερα για διορισμό στο Δημόσιο.). Για τους μαθητές είναι το αναγκαίο βάσανο που πρέπει να υποστούν και να αντέξουν με το όνειρο μιας μελλοντικής επαγγελματικής καριέρας. Για κανέναν από τους δύο  δεν είναι  ούτε χρήσιμη ούτε σημαντική και απαραίτητη διαδικασία για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του μελλοντικού πολίτη.

Το ίδιο το σχολείο αντιμετωπίζει τους μαθητές σαν άδειες αποθήκες που πρέπει να γεμίσουν με γνώσεις. Και είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες μαθητές όχι μόνο δεν υστερούν σε γνώσεις, αλλά, αντίθετα, έχουν ίσως  περισσότερες απ` τους συνομηλίκους τους άλλων χωρών (Το πόσο μπορούν να αξιοποιούν τις γνώσεις τους είναι ένα άλλο ζήτημα κι εδώ είναι ένα σημείο στο οποίο τα αποτελέσματα του PISA πρέπει να γίνουν αντικείμενο προβληματισμού).

Η αγωγή, η γενικότερη καλλιέργεια, τα ταλέντα και οι κλίσεις των μαθητών αν δεν αγνοούνται πλήρως, σίγουρα δεν είναι προτεραιότητα του σχολείου. Η σύνδεση των θεωρητικών γνώσεων με την πράξη σχεδόν ανύπαρκτη (Ο Έλληνας μαθητής θα μάθει, ακόμα από το Δημοτικό, τα πάντα για το ηλεκτρικό ρεύμα αλλά, πολύ πιθανόν, δεν θα δοκιμάσει ποτέ να αλλάξει μια λάμπα). Ο σχολικός βίος των μαθητών είναι καθηλωμένος σε μια καρέκλα, με ελάχιστη κίνηση και ελαχιστότατη σωματική δραστηριότητα και πρακτική εφαρμογή.

Αν σ’ όλα αυτά υπολογίσουμε και το φαινόμενο της παραπαιδείας (Η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στα αδιέξοδα στην αγορά εργασίας κι όχι στην αδυναμία  του σχολείου να  αξιοποιεί πλήρως τις ώρες που έχει το παιδί στο σχολείο για να εξασφαλίσει στο μέγιστο βαθμό την επίτευξη και εκπαιδευτικών στόχων, όπως μας πληροφορεί ο ΣΕΒ. Μια παραπαιδεία που ανθεί εξίσου σε δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση.)  οι Έλληνες μαθητές μεγαλώνουν καθηλωμένοι σε μια καρέκλα από την πιο τρυφερή τους ηλικία ολόκληρα δωδεκάωρα. Η επαφή τους με τη φύση, το ελεύθερο παιχνίδι με τους συνομηλίκους τους, η ίδια η κοινωνικοποίησή και η επαφή τους με τον πραγματικό κόσμο στοιχειώδης

θέλουμε να αναβαθμίσουμε τη δημόσια Εκπαίδευση;[4]

Το πρώτο και σημαντικότερο που πρέπει να γίνει είναι να σταματήσει η απαξίωση της Δημόσιας Εκπαίδευσης και η στοχοποίηση  των εκπαιδευτικών. (Η καλλιέργεια  κοινωνικού αυτοματισμού και απαξίωσης, σε εποχές κοινωνικής κατάρρευσης και σύγχυσης, διαταράσσει σοβαρά το παιδαγωγικό κλίμα του σχολείου με ολέθριες συνέπειες για την ομαλή λειτουργία των σχολείων.)

Να γίνει άμεση θεσμοθέτηση της δίχρονης προσχολικής Αγωγής και του Ολοήμερου νηπιαγωγείου για όλα τα παιδιά που το επιθυμούν οι γονείς τους.

Τακτική, μόνιμη και θεσμοθετημένη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.

Οργανωμένη, μόνιμη και θεσμοθετημένη ενισχυτική διδασκαλία, απ` την αρχή του σχολικού έτους σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης.

Ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών των Δήμων και οικονομική στήριξη των οικογενειών- θυμάτων της κρίσης.

Διευκολύνσεις  στις μητέρες με παιδιά σχολικής και προσχολικής ηλικίας, στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, για να έχουν τον απαιτούμενο χρόνο για τα παιδιά τους (μειωμένο ωράριο εργασίας, μακροχρόνιες άδειες κλπ), .

Αξιοποίηση του τεράστιου αναξιοποίητου θησαυρού των άνεργων εκπαιδευτικών (θεατρολόγοι, μουσικοί, καλλιτεχνικών, ξένων γλωσσών κλπ) με θεσμοθέτηση απογευματινής προαιρετικής ζώνης με μόνιμο προσωπικό υπό την ευθύνη του Υπουργείου. (Καμιά σχέση με τα ΚΔΑΠ.)

Μετασχηματισμό των Αναλυτικών προγραμμάτων και των σχολικών βιβλίων. Να πάψει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να  είναι προσανατολισμένο στο βερμπαλισμό και την αποστήθιση, ασύνδετων και άχρηστων εν πολλοίς γνώσεων , με κορωνίδα την παράνοια των Πανελλαδικών εξετάσεων, όπου οι κόποι 12 χρόνων και το μέλλον των παιδιών κρίνεται σε μια εξέταση μερικών ωρών, κύρια με βάση την ικανότητα των μαθητών στην παπαγαλία.

Εξορθολογισμός  της διδακτέας ύλης, χωρίς άσκοπες επικαλύψεις και επαναλήψεις με ιδιαίτερη στόχευση στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. 

Να σταματήσει η άσκοπη και ακατανόητη εντατικοποίηση που πιέζει την ύλη του Πανεπιστημίου στο Λύκειο. Του Λυκείου στο Γυμνάσιο. Του Γυμνασίου στο Δημοτικό και της Πρώτης τάξης του Δημοτικού στο Νηπιαγωγείο. Αποτέλεσμα αυτού του παραλογισμού είναι ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών να εγκαταλείπει την προσπάθεια, ήδη, από τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Αυτή η εντατικοποίηση «πετάει» εκτός μόλις από τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού ένα σημαντικό ποσοστό μαθητών.  (Το πώς συνεχίζουν ή μπορούν να συνεχίσουν για άλλα έξι χρόνια το σχολείο αυτοί οι μαθητές είναι ένα κοινό μυστικό.)

Να μην αγνοούνται οι κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και οι ιδιαίτερες ικανότητες των μαθητών (Τα μουσικά και καλλιτεχνικά σχολεία είναι ένα καλό παράδειγμα.).

Να πάψουν τα παιδιά να είναι παθητικοί δέκτες καθηλωμένοι σε μια καρέκλα για τουλάχιστον 8 ώρες και το σχολείο σταδιακά να αποκτήσει κίνηση, πρωτοβουλία και πράξη.

Να επανακτηθεί ο ελεύθερος χρόνος των παιδιών και το ελεύθερο  παιχνίδι. Όμως αυτό από μόνο του είναι θέμα μια ολόκληρης ανάλυσης.

[1] Το  2015 τα αποτελέσματα ήταν: Κατανόηση κειμένου: 467 – 41η θέση μεταξύ 72 χωρών  (2000 474), Μαθηματικά: 454- 43η θέση  (2000 447), Φυσικές Επιστήμες: 455- 43η θέση (2000 461). Σε παρένθεση τα αποτελέσματα του πρώτου διαγωνισμού το 2000

[2] Συνέντευξη, του προέδρου του Συνδικάτου Εκπαιδευτικών Γερμανίας Josef Kraus στην Christiane Kaess. δημοσιεύται εδώ.

[3]Δήλωση του Δημήτρη Χασάπη στην επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Ανακτήθηκε από εδώ.

[4]Ο διαβόητος (ξανά μανά) διάλογος της νέας πολιτικής ηγεσίας είναι προσχηματικός με στόχο τη νομιμοποίηση  προειλημμένων αποφάσεων.. Σε μια χώρα που δεν έχει το δικαίωμα, χωρίς έγκριση, ούτε στοιχειώδη πολιτική να ασκήσει, είναι αστείο να φαντάζεται κανείς ότι θα μπορούσαν να υλοποιηθούν  τα όποια  πορίσματα του λεγόμενου «διαλόγου» που θα έρχονταν σε σύγκρουση με τη φιλοσοφία των ασκούμενων πολιτικών και των προτάσεων του ΟΟΣΑ. Η επιμονή στην επιβολή της αξιολόγησης κόντρα στην  ομόθυμη στάση  των εκπαιδευτικών δείχνει ξεκάθαρα τους σκοπούς της κυβέρνησης. Η αξιολόγηση είναι το εργαλείο για την επιβολή των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στην Εκπαίδευση κι αυτό το γνωρίζουν καλά οι εκπαιδευτικοί.

Ο ανταγωνισμός  σχολείων, μαθητών  και  εκπαιδευτικών θα διαλύσει κάθε συλλογική λειτουργία και διεκδίκηση. Όλοι εναντίον όλων σε έναν μάταιο αγώνα ατομικής επιβίωσης. Σε μια κοινωνία όπου η πελατειακή σχέση, και  η συναλλαγή είναι μόνος «κανονικός» τρόπος  λειτουργία η «αξιολόγηση»   θα μετατρέψει το σχολείο σε αρένα κανιβαλισμού και διάλυσης.

Ήδη τα τραύματα από την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια επιβολής της αξιολόγησης είναι βαθιά και πολλά σχολεία βιώνουν ακόμα την ένταση και το διχασμό, με ολέθριες συνέπειες για το παιδαγωγικό κλίμα του σχολείου που είναι αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία των στόχων του σχολείου.

Οι εκπαιδευτικοί έχουν τεράστια πείρα μετά από τόσα χρόνια αποτυχημένων μεταρρυθμίσεων και δεν θα επιτρέψουν τη διάλυση του δημόσιου σχολείου, όπως διαλύθηκε η παραγωγική βάση της χώρας, το τραπεζικό της σύστημα και η ίδια η οικονομία της στο όνομα των «μεταρρυθμίσεων». Δεν ξεχνάμε ότι το μόνο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας, παρόλες τις δυσλειτουργίες της δημόσιας εκπαίδευσης, είναι οι απόφοιτοι του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Κι αυτό το προϊόν το παράγει η Εκπαίδευση και με τις θυσίες των γονιών.

Αυτό επιχειρούν να σπάσουν σήμερα. Τα παραμύθια περί ελεύθερης πρόσβασης στα πανεπιστήμια δεν είναι ούτε για τα μικρά παιδιά. Σε μια αγορά που η ανεργία στους νέους πλησιάζει το 50% η μόνη επιλογή είναι οι σχολές που προσφέρουν μια επαγγελματική διέξοδο στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Κι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ ελεύθερα. Οι αλλαγές στο Λύκειο έχουν σκοπό να αποκλείσουν τη μεγάλη μάζα των μαθητών οδηγώντας τους στη δωρεάν μαθητεία, στη μαύρη εργασία και την υποαπασχόληση και να απαλλάξουν το κράτος από το βάρος και το κόστος  της εκπαίδευσης και των σπουδών δεκάδων χιλιάδων μαθητών, για τους οποίους η μοίρα είναι προδιαγεγραμμένη.