ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ Ή ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΑΛΕΠΟΥΔΕΣ ΣΕ ΞΕΦΡΑΓΑ ΚΟΤΕΤΣΙΑ

ΚΟΥΠΟΝΙΑ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Τ. ΑΡΒΑΝΙΤΗ του Πέτρου Μενδώνη

Η συζήτηση για τα κουπόνια, σε καμία περίπτωση δεν είναι ακαδημαϊκή. Κατά την έναρξη της φετινής σχολικής χρονιάς, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η τελευταία υπουργός Παιδείας του ΠΑΣΟΚ παρουσίασαν το βιβλίο του Τάσου Αβραντίνης «Εκπαίδευση: ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει». Το βιβλίο υποστηρίζει ακριβώς αυτή την πολιτική, σε κάθε βαθμίδα: τα κουπόνια για τη πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια για την τριτοβάθμια. Στο ακροατήριο της ίδιας παρουσίασης βρισκόταν και ο κ. Σταύρος Θεοδωράκης, αρχηγός του μικρότερου κοινοβουλευτικού κόμματος,  προσδίδοντας έτσι μεγαλύτερο εύρος στο πολιτικό φάσμα που προωθεί την γονεϊκή επιλογή στην εκπαίδευση.  Τα πράγματα φαίνεται να έχουν αλλάξει πολύ από το 1999. Τότε μονάχα οι μαινόμενοι ταύροι του Στέφανου Μάνου υποστήριζαν μια τέτοια αλλαγή και το κόμμα τους, των Φιλελευθέρων, συγκέντρωνε το ισχνό 1,5% στις βουλευτικές εκλογές .

Η κατάργηση του σχολείου της γειτονιάς και η εισαγωγή της γονεϊκής επιλογής σχολείου συνδέεται με κάθε είδους προβλήματα. Αυτό υποστηρίζει πληθώρα ερευνητικών δεδομένων, από χώρες που έχουν υιοθετήσει παρόμοιες πολιτικές.  Τα δεδομένα αυτά μπορούν να βοηθήσουν τη συζήτηση για τις συνέπειες που θα είχε πιθανή υιοθέτηση των κουπονιών και στην Ελλάδα, μια χώρα για την οποία γνωρίζουμε ότι η ζήτηση εκπαίδευσης (ή εκπαιδευτικών τίτλων, αν προτιμάτε) υπήρξε πάντοτε πολύ πιο έντονη σε σύγκριση με άλλες χώρες[i].

Κάθε πρόταση για την κατάργηση των σχολείων της γειτονιάς και την εισαγωγή της επιλογής του σχολείου (ή και της κατ’ οίκον διδασκαλίας) από τους γονείς των μαθητών, θα έπρεπε λοιπόν, να απαντάει σε αυτά τα ερευνητικά δεδομένα ή τέλος πάντων σε όσα από αυτά θεωρεί σημαντικά. Στο παρακάτω σημείωμα καταγράφονται μερικές από τις πιθανές  συνέπειες των κουπονιών, ελέγχεται η αντιμετώπισή τους από τον συγγραφέα του βιβλίου και τίθεται το ερώτημα του  αγώνα ενάντιά τους, έτσι ώστε να αποφευχθούν τα σχετικά προβλήματα και να στραφεί η εκπαιδευτική πολιτική σε άλλες κατευθύνσεις.    

Γιατί αποτελούν πρόβλημα τα κουπόνια;

Α. Το οικονομικό κεφάλαιο κάθε μαθητή (το πορτοφόλι του μπαμπά) μπορεί να επεκτείνει τις αξιώσεις του. Θα επηρεάζει ακόμη περισσότερο τη καθημερινότητα των μαθητών, αφού δεν θα μπορούν όλα τα πορτοφόλια να ανταποκριθούν με τον ίδιο τρόπο στην ανάγκη να συμπληρωθεί η νομισματική αξία του κουπονιού: «με την επιταγή αυτή (ο γονιός) καλύπτει πλήρως τα δίδακτρα ενός δημόσιου σχολείου και ενδεχομένως κάποιων ιδιωτικών. Επιπλέον, στο ποσό της επιταγής η οικογένεια μπορεί να προσθέσει χρήματα από τον οικογενειακό προϋπολογισμό για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του παιδιού σε κάποιο ακριβότερο ιδιωτικό σχολείο» (σελίδα 42 του βιβλίου). Με τα χρήματα  του δημόσιου ταμείου θα τρέφονται τα ιδιωτικά σχολεία, και η εγκατάλειψη του δημόσιου σχολείου θα είναι πιο εύκολη και μαζική. Η επιδίωξη της ισότητας θα υποχωρήσει ακόμη περισσότερο.

Β. Τα σχολεία μάλλον θα αποκτήσουν πιο ομοιογενείς (κοινωνικά και εκπαιδευτικά) μαθητικούς πληθυσμούς στο εσωτερικό τους, ενώ μεταξύ τους θα διαφοροποιηθούν περισσότερο ως προς το κριτήριο αυτό[ii]. Η δυνατότητα του μαθητή να γνωρίσει, να συνυπάρξει και να συνεργαστεί με συνομηλίκους του που προέρχονται από διαφορετικές (κοινωνικά και πολιτισμικά) πλευρές της κοινωνικής πραγματικότητας, μειώνονται. Αυτό δεν σημαίνει ότι σήμερα αυτές οι δυνατότητες είναι πολλές ή ικανοποιητικές. Σημαίνει μονάχα ότι θα μειωθούν περαιτέρω. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας την ένταση στην αναζήτηση εκπαιδευτικών τίτλων που χαρακτηρίζει τη χώρα μας, είναι πολύ πιθανό τα κοινωνικά τείχη,  που θα υψωθούν στα σχολεία μας, να είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά που υπάρχουν αλλού. Η επίδραση της κοινωνικής σύνθεσης του μαθητικού πληθυσμού ενός σχολείου στη λειτουργία του έχει διαπιστωθεί ερευνητικά[iii], είναι όμως και εύκολο να γίνει αντιληπτή από οποιονδήποτε διαθέτει ελάχιστη κοινωνιολογική φαντασία. Ως αποτέλεσμα ο ρόλος της κοινωνικής και μορφωτικής κληρονομιάς θα αυξηθεί.

Γ.  Τα σχολεία που θα αποκτήσουν (δικαίως ή αδίκως) την ετικέτα του «καλού» σχολείου ενδέχεται να  επιλέγουν τους μαθητές τους, αφού η ζήτηση εκεί θα είναι μεγαλύτερη από τις προσφερόμενες θέσεις[iv].  Το αντίθετο αναμένεται να συμβεί στα σχολεία που με τις αντίστοιχες διαδικασίες θα χαρακτηριστούν ως «κακά» σχολεία. Αυτά ούτε θα επιλέγουν τους μαθητές τους ούτε οι μαθητές θα τα επιλέγουν. Η φοίτηση εκεί για κάποιους θα είναι τιμωρία και για κάποιους αυτονόητη διαδικασία[v].  

Δ. Το διδακτικό προσωπικό για να διατηρήσει μια καλή θέση στην αγορά κουπονιών θα πρέπει να ακολουθεί πρακτικές προσέλκυσης των υποψήφιων πελατών του, ακόμη κι αν αυτές συγκρούονται με το μορφωτικό ιδανικό. Ο καθορισμός και η επιδίωξη αυτού του ιδανικού θα είναι όλο και λιγότερο μια εκπαιδευτική αναζήτηση και όλο και περισσότερο ένα επιχειρηματικό ζητούμενο[vi].

Ε. Η επιλογή από τον πελάτη προϋποθέτει την ενημέρωση του επί των προσφερόμενων επιλογών. Και μάλιστα μια ενημέρωση που να καθιστά δυνατή τη σύγκριση μεταξύ των διαφόρων εκδοχών. Στη βάση αυτού του σκεπτικού δεν είναι απίθανο να απαιτηθούν μηχανισμοί εξέτασης και αξιολόγησης των μαθητών στα βασικά μαθήματα[vii], συνήθως στη γλώσσα και στα μαθηματικά. Οι βαθμοί των μαθητών θα συγκροτούν τον πιο σημαντικό δείκτη αξιολόγησης των σχολείων. Αυτός και άλλοι δείκτες θα δημοσιεύονται, έτσι ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να τους λάβει υπόψη του στην τελική του επιλογή. Επειδή η θέση των σχολείων στην αγορά των κουπονιών θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις σχετικές εξετάσεις των μαθητών, το περιεχόμενο, οι ρυθμοί και οι στοχεύσεις της διδασκαλίας και της ευρύτερης παιδαγωγικής σχέσης θα καθορίζονται από τα τεστ. Η μόρφωση θα στενέψει[viii].

Πριν ολοκληρώσουμε την ενότητα αυτή θα μπορούσαμε να αναφέρουμε μία ακόμη συνέπεια των κουπονιών. Αυτή τη φορά σχετίζεται με την πολιτική και όχι με τη σχολική λειτουργία: το ενδιαφέρον για το σχολείο του λαού θα αντικατασταθεί από το ενδιαφέρον για το σχολείο του παιδιού, αφού αυτό θα είναι ξεχωριστό από τα άλλα. Ένα ακόμη στοιχείο που ενώνει την πολιτική κοινότητα θα ατονήσει. Ο καθένας για τον εαυτό του.

Πώς αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα το συγκεκριμένο βιβλίο;

Ο Τάσος Αβραντίνης επιλέγει να αγνοεί όλα τα παραπάνω. Επαναλαμβάνει ακούραστα το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα του ανταγωνισμού, χωρίς να μπει στον κόπο να δει πως αυτός λειτουργεί συγκεκριμένα. Βέβαια ούτε με τον θεωρητικό αντίλογο καταπιάνεται. Όλες οι επιλογές του παρουσιάζονται ως κοινός νους. Οι γενικοί ισχυρισμοί των νεοφιλελεύθερων για τα ευεργετικά αποτελέσματα της ελεύθερης αγοράς βαπτίζονται «ισχυρά τεκμήρια από την οικονομική θεωρία της εκπαίδευσης» στον πρόλογο του Θάνου Βερέμη, χωρίς όμως να αναμετρηθούν με την κοινωνική και εκπαιδευτική πραγματικότητα. Όταν έρχεται η στιγμή να στηρίξει με στοιχεία τη νεοφιλελεύθερη ρητορική ο συγγραφέας περιορίζεται να παραπέμψει:

α. σε ένα ολιγοσέλιδο βιογραφικό σημείωμα του Μίλτον Φρίντμαν, αντλημένο από ένα τόμο αναμνήσεων από την πανεπιστημιακή ζωή  στο Σικάγο,

β) σε δύο λινκ του ΟΟΣΑ που υποτίθεται ότι αποδεικνύουν την βελτίωση των επιδόσεων όλων των μαθητών μετά την εισαγωγή των κουπονιών σε ΗΠΑ και Σουηδία. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι τόσο ότι τα προτεινόμενα λινκ δεν οδηγούν πουθενά. Το πρόβλημα είναι ότι αποκρύπτεται η ύπαρξη μιας πλούσιας ακαδημαϊκής αντιπαράθεσης γύρω από τα πραγματικά αποτελέσματα που έχει στις επιδόσεις των μαθητών μια τέτοια πολιτική επιλογή. Αντί ο αναγνώστης να πληροφορηθεί για την αντιπαράθεση αυτή[ix] και να κρίνει τις ρητά διατυπωμένες επιλογές του συγγραφέα, αφήνεται με την εντύπωση ότι τα κουπόνια επιφέρουν  αναντίρρητα αύξηση των επιδόσεων. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιεί δυο ακόμη παραπομπές: μία σε εκλαϊκευτικό άρθρο στελέχους της Παγκόσμιας Τράπεζας[x] (ενός από τους θεσμούς που πρωταγωνιστεί στην ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης) και  μία σε έρευνα συγκεκριμένου προγράμματος κουπονιών που πραγματοποιήθηκε στην Κολομβία της δεκαετίας του ’90[xi]. Θα μπορούσες να το πεις και φθηνή προπαγάνδα.

γ) σε ένα άρθρο ενός καθηγητή, ερευνητή και υποστηρικτή της γονεϊκής επιλογής στην εκπαίδευση που υποστηρίζει ότι οι γονείς μαθητών που συμμετείχαν σε ένα παρόμοιο πρόγραμμα κουπονιών έμειναν ικανοποιημένοι από αυτό. Το πρόβλημα με την παραπομπή αυτή, δεν είναι και πάλι η αποσιώπηση του περιορισμένου χαρακτήρα της συγκεκριμένης έρευνας (π.χ. δεν αφορά μια γενικευμένη πολιτική κουπονιών, αλλά την παροχή τους στους γονείς επιλεγμένων μη προνομιούχων μαθητών[xii]). Το πρόβλημα και πάλι είναι η απόκρυψη του γενικότερου πλαισίου. Δεν αναδεικνύεται η πολιτική αντιπαράθεση που γεννά το συγκεκριμένο θέμα στην Αμερική, απ’ όπου αντλείται το άρθρο. Αντίθετα, η προτίμηση του συγγραφέα για τις νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές επιλογές παρουσιάζεται και πάλι ως αυτονόητος κανόνας και η Ελλάδα ως παράλογη εξαίρεση που αρνείται να υιοθετήσει τέτοιες πολιτικές και επιμένει σε ξεπερασμένες σοβιετικές πρακτικές. Κρίμα. Ακόμη και η πρώτη σελίδα του συγκεκριμένου άρθρου μας πληροφορεί ότι στη Γιούτα των ΗΠΑ είχε απορριφθεί η γενίκευση των κουπονιών, την εποχή που γινόταν η έρευνα. Μήπως και η Γιούτα είναι θύμα της ελληνικής αριστεράς;

Το βιβλίο του Τάσου Αβραντίνη είναι ένα ακόμη προπαγανδιστικό όπλο για την προώθηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Παρουσιάζει τις επιλογές του ως αυτονόητες, αποκρύπτει την ευρύτατη διεθνή αντιπαράθεση γύρω από αυτές και δεν αναμετριέται με τις αντίπαλες απόψεις και με τα ερευνητικά πορίσματα που δεν προωθούν την υπόθεσή του.

Πώς μπορούμε να αποτρέψουμε τα κουπόνια;

Η πολιτική των κουπονιών όμως δεν αντλεί τη δύναμή της από τη ορθότητα των επιχειρημάτων της, το σεβασμό των αντίπαλων απόψεων και τον έντιμο χειρισμό των πηγών. Υποθέτω ότι οι κοινωνικές δυνάμεις που την ωθούν: α) βρίσκονται στο άνοιγμα της κοινωνικής ανισότητας και τον πολλαπλασιασμό των θυλάκων εξαθλίωσης και περιθωριοποίησης, β) στην ηγεμονία μιας ιδεολογίας που  συγκροτεί το σχολείο ως εντατική προετοιμασία του/της νέου/νέας για τη συμμετοχή του/της στον ανταγωνισμό της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς και όχι ως διαμόρφωση ολοκληρωμένης προσωπικότητας και γ) στην επιθυμία να αντληθούν από το δημόσιο ταμείο χρήματα για την ιδιωτική εκπαίδευση.

Το άνοιγμα των ανισοτήτων και ο πολλαπλασιασμός των εξαθλιωμένων και των περιθωριοποιημένων συμπολιτών μας, γεννά την επιθυμία σε πολλούς γονείς της μεσαίας τάξης, να προστατεύσουν τα παιδιά τους από τη συνύπαρξη με τα κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα. Τα αδιέξοδα αυτά καθιστούν  το κυνήγι της σχολικής επίδοσης σχεδόν αδύνατο για τα παιδιά των περιθωριοποιημένων και τα οδηγούν στη σχολική αποτυχία.  Αυτή με τη σειρά της, ευνοεί αντιδράσεις όπως τα προβλήματα πειθαρχίας στο σχολείο και διαμορφώνει μια σχολική κουλτούρα που δεν επιτρέπει τη συγκέντρωση στο στόχο της βελτίωσης της σχολικής επίδοσης.  Για κάθε γονιό που συνδέει την εκπαιδευτική επιτυχία με τις δυνατότητες του παιδιού του να επιβιώσει στο πλαίσιο μιας ανελέητης αγοράς εργασίας,  το σχολείο της λαϊκής γειτονιάς ενέχει κινδύνους. Όταν ο κίνδυνος μεγαλώνει, γεννάει το φόβο και τότε  οι πολιτικές που υπόσχονται προστασία ακούγονται ελκυστικές. Η γονεϊκή επιλογή στοχεύει σ’ αυτό το κοινό, το φοβισμένο.

Κοντά σε όλα αυτά υπάρχουν κι εκείνοι που προσβλέπουν στο κουπόνι για να αυξήσουν τα έσοδα τους: τα ιδιωτικά σχολεία, τα φροντιστήρια και αυτοί που αναζητούν νέες ευκαιρίες κερδοφόρων επενδύσεων με τη σιγουριά του δημόσιου ταμείου. Συνασπίζονται, οργανώνονται, εκδίδουν «μελέτες» για να προωθήσουν την υπόθεσή τους. Αγωνίζονται. Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Τσιριγώτης: «Στα μέσα του Φλεβάρη του 2014 έλαβε χώρα το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων στην Ελληνοαμερικανική  Ένωση. Ποιο ήταν το βασικό θέμα του συνεδρίου ; Το εκπαιδευτικό κουπόνι. Ποιοι άλλοι παραβρέθηκαν εκτός από τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων ; Οι υπουργοί Παιδείας κ. Αρβανιτόπουλος και  κ. Κεδίκογλου , ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Χατζηδάκης και Γενικός Επιθεωρητής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης κ. Ρακιντζής»[xiii] . Στο εν λόγω συνέδριο ανακοινώθηκε και η μελέτη του ΙΟΒΕ του ΣΕΒ για τα προτερήματα της ιδιωτικής εκπαίδευσης[xiv]. Η δύναμη του συγκεκριμένου όπλου ίσως γίνει περισσότερο κατανοητή, αν θυμηθούμε (μαζί με τον Δημήτρη Τσιριγώτη) ότι ο νυν διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, υπουργός οικονομικών επί Παπαδήμου και πιθανότατα συντάκτης των μνημονίων, κ. Στουρνάρας, υπήρξε επί σειρά ετών Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ.

Απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις βρισκόμαστε εμείς. Όσοι ενδιαφερόμαστε  ακόμη για την ισότητα των παιδιών (είτε για λόγους ιδεολογικούς είτε απλώς για να προστατεύσουμε τα παιδιά μας) και τη δυνατότητα του λαού να ορίζει τη μόρφωση των νέων γενιών  με κριτήρια που δεν περιορίζονται στους καταναγκασμούς της ελεύθερης αγοράς. Μπορούμε να σταματήσουμε τα κουπόνια; Ή μήπως η εκλογική ήττα μιας ακόμη μνημονιακής διακυβέρνησης, αφού πρώτα φέρει στην εξουσία τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, θα κάνει ανέφικτο το στόχο μας;

Το ερώτημα θα μείνει για κάμποσο ακόμα αναπάντητο.  Αξίζει όμως να αγωνιστούμε. Άλλωστε οι κυβερνήσεις δεν κάνουν πάντα αυτό που θέλουν. Για παράδειγμα, η προηγούμενη κυβερνητική διαχείριση δεν κατάφερε να εφαρμόσει την τρισάθλια αξιολόγηση που είχε νομοθετήσει, αν και το προσπάθησε μέχρι και την τελευταία στιγμή.  

Η τακτική του αγώνα μας δεν μπορεί να ορίζεται ούτε από την υπεράσπιση της μνημονιακής αριστεράς (ενόψει του υπαρκτού μεγαλύτερου κακού), ούτε από την υιοθέτηση κάθε αντιπολιτευτικού/διεκδικητικού λόγου, για να δείξουμε ότι η δική μας αριστερά ουδεμία σχέση έχει με την κυβερνώσα. Η πρώτη τακτική οδηγεί στην υιοθέτηση των μνημονίων και των αδιεξόδων τους, ενώ η δεύτερη οδηγεί στον εκφυλισμό και τον συντεχνιασμό, πέρα από το ότι μπερδεύει το μπόι μας με τη σκιά μας.  

Αυτό που θα πρέπει να  κάνουμε είναι να αντιπαλέψουμε την περιθωριοποίηση και την εξαθλίωση, να αποκαλύψουμε τα αδιέξοδα των κουπονιών και τα συμφέροντα που τα υποστηρίζουν και να υπερασπιστούμε με τη δουλειά (ναι με τη δουλειά), το λόγο και τις πράξεις μας το δημόσιο σχολείο. Για να το κάνουμε αυτό έχουμε ανάγκη από πολλά. Ανάμεσα τους συμπεριλαμβάνεται και ένα βιώσιμο μορφωτικό σχέδιο, στη βάση του οποίου να κρίνουμε την κυβερνητική πολιτική. Βιώσιμο μορφωτικό σχέδιο, σημαίνει σχέδιο που να πατάει στη γη και να μη διατυπώνεται μόνο και μόνο για να αποδειχθεί η αντιλαϊκότητα των κυβερνώντων.

Σε ό,τι αφορά στη συνοδοιπορία μας στο θέμα αυτό με τον σημερινό υπουργό Παιδείας[xv] θα μπορούσε (απόλυτα δικαιολογημένα) να χαρακτηριστεί και επιφανειακή: δεν είναι η σημερινή κυβέρνηση που έστειλε κουπόνια του ΕΣΠΑ σε ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς[xvi]; Θα εκπλαγεί κανείς αν ο υπουργός άλλα λέει σήμερα κι άλλα κάνει αύριο; Ας μην είμαστε ούτε αφελείς ούτε βιαστικοί. Ας πούμε ότι οι δρόμοι του αγώνα ενάντια στα κουπόνια είναι πολλοί, διαφορετικοί  και μακριοί. Κάποιοι από αυτούς αδιέξοδοι, κάποιοι παραπλανητικοί, κάποιοι πιθανά αποτελεσματικοί. Ο καθείς εφ’ ω ετάχθη.


[i] Κλασσική αναφορά παραμένει η μελέτη του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα. Πιο πρόσφατες ενδείξεις για το ίδιο επιχείρημα προσφέρουν οι ιδιωτικές δαπάνες για εκπαίδευση στη χώρα, βλ. ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ (2014) Δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση σε περιβάλλον κρίσης.

[ii] S. Gewirtz, S. Ball and R. Bowe, (1995), Markets, choice and equity in education και W. J. Mathis and

K.G. Welner (2016), Do choice policies segregate schools? , ανακτήθηκε στις 23/9/16 από τη διεύθυνση: http://nepc.colorado.edu/files/publications/Mathis%20RBOPM-3%20Choice%20Segregation.pdf

[iii] ενδεικτικά M. Thrupp, (1999), Schools making a difference, Let’s be realistic

[iv] G. Whitty, S. Power and D. Halpin, (1998), Devolution and choice in education, the School, the state and the market,

[v] Η επιλογή σχολείου δεν περιμένουμε να είναι ένα καθολικό κοινωνικό παιχνίδι.  Πολλές ομάδες του πληθυσμού μάλλον θα αυτοεξαιρεθούν. Μπορεί να έχουν πιο επιτακτικά προβλήματα να αντιμετωπίσουν ή να μην έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν σε μακρινές καθημερινές μετακινήσεις εντός της πόλης ή να μη πιστεύουν ότι οι διαφορές μεταξύ των σχολείων επηρεάζουν σημαντικά τη σχολική σταδιοδρομία των παιδιών τους, ή να θεωρούν ότι ένας «κοινωνικά αποστειρωμένος» πληθυσμός συμμαθητών επηρεάζει αρνητικά τη γενικότερη διαπαιδαγώγηση, βλ. S. J. Ball and C. Vincent, (1998) “I  heard it in the grapevine”: hot Knowledge and school choice.

[vi] Ενδεικτικά S. Gewirtz (2001), The managerial School και S. Ball (1997) Good school/bad school paradox and fabrication

[vii] Ενδεικτικά M. Apple (2002) Ρητορικές μεταρρυθμίσεις: αγορές, πρότυπα απόδοσης και ανισότητα. Χρήσιμο για το συγκεκριμένο θέμα θα ήταν και ένα σερφάρισμα στον αυστραλιανό σχετικό  ιστότοπο: myschool.edu.au . Εδώ για παράδειγμα μπορούμε να βρούμε το προφίλ ενός τυχαίου σχολείου, να ελέγξουμε τις επιδόσεις των μαθητών του σε γλώσσα και μαθηματικά και να τις συγκρίνουμε με τις εθνικές επιδόσεις, αλλά και με τις επιδόσεις των μαθητών των γειτονικών σχολείων.

[viii] D. Gillborn and D. Youdell (2001), Rationing education και  A. Crib and S. Gewirtz (2005) Understanding Education a Sociological perspective,

[ix] Δύο μονάχα από τις μελέτες που αμφισβητούν και υποστηρίζουν ότι καταρρίπτουν τους ισχυρισμούς περί ανόδου των επιδόσεων εξαιτίας των κουπονιών: α) C. A. Lubienski and S.T. Lubienski (2013) Τhe public school advantage, why public schools outperform private schools, β) D. Ravitch, (2014)  Reign of error: the hoax of the privatization movement and the danger to America’s  school system

[x] Harry Patrinos, (2008), School Vouchers can help improve education systems ανακτήθηκε στις 23/9/2016 από τη διεύθυνση: http://www.wise-qatar.org/school-vouchers-usa-harry-patrinos

[xi] J. Angrist, E. Bettinger et. al. , (2001) Vouchers and private schooling in Colombia: evidence from a randomized natural experiment, ανακτήθηκε στις 23/9/16 από τη διεύθυνση: http://www.nber.org/papers/w8343.pdf

[xii] Patrick J. Wolf (2008), School Voucher Program: What the Research says about parental school choice, ανακτήθηκε στις 23/9/2016 από τη διεύθυνση:  http://digitalcommons.law.byu.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=2402&context=lawreview

[xiii]  Δημήτρης Τσιριγώτης, Το εκπαιδευτικό κουπόνι έρχεται να σκοτώσει το δημόσιο σχολείο, http://xenesglosses.eu/2014/06/to-ekpaideutiko-kouponi-erxetai-na-sk/

[xiv] http://iobe.gr/docs/ research/RES_05_F_14020214_REP_GR.pdf

[xv] βλ.  https://www.youtube.com/watch?v=m8639KPqBB από το 15:50 και μετά

[xvi] Η τύχη των κουπονιών αυτών αξίζει να διερευνηθεί. 10.000 από αυτά γύρισαν πίσω στο υπουργείο, βλ. http://www.mothersblog.gr/news/item/39451-paidikoi-stathmoi-pou-tha-dothoyn-ta-10000-kouponia-voucher-pou-den-aksiopoiithikan . Πόσα κουπόνια αξιοποίησαν οι ιδιωτικοί παιδικοί σταθμοί; Τι ποσοστό του συνόλου; Γιατί πολλοί ιδιωτικοί παιδικοί σταθμοί απέφυγαν τελικά το κουπόνι, αν και στην αρχή είχαν προσφερθεί να το απορροφήσουν;