«…Πού γι’ Απεραθίτη γράφουν Απεραθίτες»

Παυλίνα Νικολοπούλου

Συζήτηση με Απεραθίτες συντρόφους του Μανώλη Γλέζου λίγο μετά το φευγιό του

-Σαν έμαθα το θάνατο του πήρα τηλέφωνο στον Φραντζέσκο να τους πει τα νέα να χτυπήσουν τις καμπάνες στο χωριό.Ο Φραντζέσκος είναι Απεραθίτης;

-Φυσικά. Ξενοτοπίτης θα χτυπούσε την καμπάνα του Γλέζου στο χωριό του; Αυτά δεν γίνονται, δεν θα τον άφηνε ο κόσμος.

Οι καμπάνες χτύπησαν σε όλη τη Νάξο, αλλά στ’  Απεράθου χτυπούν με ιδιαίτερο τρόπο. Όλη τη μέρα και μέχρι να σκοτεινιάσει. Μόλις ξημερώσει θα ξαναρχίσουν πάλι μέχρι να βραδιάσει κι έτσι θα πάει μέχρι την κηδεία. Οι καμπάνες θα αντηχούν στα καλντερίμια, στις πεζούλες, στα πλατώματα και στις ανηφόρες του χωριού, που τις ανέβαινε σαν έφηβος, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του.

Η μάνα του ήταν Παριανή. Η Ανδρομάχη Ναυπλιώτου. Δασκάλα.  Διορίστηκε στη Νάξο κι εκεί γνώρισε τον πατέρα του τον δημοσιογράφο Νίκο Γλέζο. Απόκτησαν δυο παιδιά τον Μανώλη πρώτο και τον Νίκο  δεύτερο, τον κοιλάρφανο, γιατί ο γάμος δεν βάσταξε πολύ. Δυόμιση χρονώ σαν ήταν ο Μανώλης ο πατέρας του πέθανε από φυματίωση. Κι ο Νίκος, αγέννητος τότε, πήρε το όνομα του πατέρα.

Τον πατέρα τον θυμάμαι σαν σκιά θα πει ο Μανώλης αργότερα. Μια σκιά.

Η Ανδρομάχη θα παντρευτεί ξανά , τον Δημητροκάλη, και μαζί του θα αποκτήσει άλλα δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. 

Όταν παντρεύτηκε η μάνα τους πήρε τα δύο αγόρια να τους δείξει το χωριό του νέου συζύγου, το Συκαλαριό, στην Κεντρική Νάξο. Πήγαν και στην λειτουργία και σε κάποια στιγμή ο παπάς άρχισε να ψέλνει ένα τροπάρι και όλοι στο Συκαλαριό γονάτισαν. Έμειναν όρθια μόνο τα δύο μικρά παιδιά, τα δύο αγόρια,  κρατημένα χέρι-χέρι. Γονατίστε και σεις Απεραθίτες άθεοι τους φώναξε ο παπάς εξοργισμένος.

Η ζωή τους απέδειξε ότι κάτι τέτοιο δεν στάθηκε δυνατό. Τα χρόνια δύσκολα αλλά τα αγόρια γεννημένα ελεύθερα. Ήταν η κληρονομιά  της σκιάς του πατέρα τους, τ’ Απεράθου.

Στην κατοχή ο Μανώλης, φοιτητής πια, αποφασίζει να κατεβάσει από την Ακρόπολη τη γερμανική σημαία μαζί με τον Λάκη Σάντα. Γνωρίζονταν από το 8ο Γυμνάσιο Αθηνών και όταν ο Μανώλης αναφερόταν στον Σάντα ήταν σα να κρατούσε το άγιο δισκοπότηρο, σε τέτοια εκτίμηση και αγάπη τον είχε, μέχρι το τέλος της ζωής του. Γνώριζαν ότι υπήρχαν λαγούμια κάτω από το βράχο, υπόγειες διαδρομές που ακολούθησαν και  μπαίνοντας από το θέατρο του Διονύσου έφτασαν στην Ακρόπολη. Η σημαία ήταν βαριά και συρματοδεμένη. Είδαν και έπαθαν να την κατεβάσουν. Την έκοψαν και ο καθένας πήρε  ένα κομμάτι από τη σβάστικα μαζί του, τρόπαιο μιας συμβολικής νίκης, ενός λαού που είχε μπροστά του  πολύ αίμα , πολύ πόνο και  πολλούς αγώνες να δώσει για να λευτερωθεί. Ωστόσο τα βάσανα  δεν έσβησαν τη μνήμη αυτής της στιγμής. Ίσως γιατί οι λαοί μπορούν να επιβιώσουν ακόμα και χωρίς ψωμί αλλά όχι χωρίς την περηφάνια και την μνήμη του ποιοι μπορούν να είναι. Κι είναι χαρακτηριστικό πως στο κατέβασμα από την μεριά της Πλάκας, συνάντησαν τον Έλληνα χωροφύλακα που είχε βάρδια στην περιοχή εκείνη τη νύχτα και τους ρώτησε από πού έρχονται. Από γλέντι του απάντησαν αυτοί και ήξεραν πως τους γνώρισε. Κι όμως δεν μας έδωσε ακόμα κι όταν μας επικήρυξαν.

Στο σπίτι η μάνα του περίμενε άγρυπνη κι όταν κατά τα χαράματα γύρισε γιατί άργησες παιδί μου, του είπε κι αυτός άνοιξε το πανωφόρι του και της έδειξε το κομμάτι της σβάστικας. Πού ήταν χτες το βράδυ ; ρώτησε την άλλη μέρα ο Δημητροκάλης. Ανέβα στην ταράτσα να κοιτάξεις την Ακρόπολη και θα καταλάβεις απάντησε η Ανδομάχη.

-Τι έκανε η μάνα του αυτήν την περίοδο. Πώς αντιδρούσε;

Ότι κάνει μια μάνα που έχει δύο τρελά παιδιά, απαντούσε ο Γλέζος.

Τρέξε μανούλα να με δεις, τρέξε για να με σώσεις κι απ’ το Χαΐδάρι μάνα μου να μ’ απελευθερώσεις.  Στις 10 Μάη του 1944, πήραν το Νίκο Νικολάου Γλέζο, δάσκαλο, από το ελληνικό κολαστήριο, το Μπλόκ 15 του στρατοπέδου Χαϊδαρίου, και τον έστησαν στον τοίχο της Καισαριανής.  Όταν τον πήραν για εκτέλεση, μέσα στο καμιόνι, έγραψε στο σκουφάκι του. Πάω για εκτέλεση χαιρε…σμούς σε όλους.

-Δεν έγραψε χαιρετισμούς  αλλά χαιρεσμούς.  Τέτοια ταραχή είχε. Κι όμως έγραψε πάω, όχι με πάνε, καταλαβαίνεις;  

Ύστατη πράξη περηφάνιας ενός ελεύθερου ανθρώπου μπροστά στην μηχανή του θανάτου. Στο σκουφάκι έγραψε και τη διεύθυνσή του κι όταν αργότερα οι Καισαριανιώτες μάζευαν  το χώμα που είχε αίμα, μην το πατήσουν,  αφού η γη δεν προλάβαινε να το πιει όλο, βρήκαν το σκουφάκι του και το έστειλαν στην Ανδρομάχη. Χρόνια μετά ο Μανώλης το καδράρισε και το είχε στο σπίτι του πάνω,  από το γραφείο του. 

Ο Γλέζος θυμόταν πάντα τους νεκρούς αγωνιστές. Θυμόταν  τους συντρόφους του. Πάντα μιλούσε για τον Πόταγα ένα παληκάρι 17 χρονών που όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αρκαδία δοκίμασε να σταματήσει ένα τανκς με το σώμα του και οι καταχτητές τον εκτέλεσαν.

-Τώρα θα ζητήσουμε να μας φέρουν το σκουφάκι στ’ Απεράθου στη βιβλιοθήκη που είχε ιδρύσει ο Μανώλης, στη μνήμη του αδερφού του.

-Υπάρχει τέτοια βιβλιοθήκη;

-Βέβαια από το 1965. Εγώ εκεί γνώρισα τους Έλληνες λογοτέχνες και  την ιστορία του τόπου μας κι όταν αργότερα συνέχισα σπουδές στη Θεσσαλονίκη  απορούσαν που ένα χωριατόπαιδο ήξερε τόσα πολλά για την σύγχρονη κουλτούρα. Ήταν η βιβλιοθήκη.

Ευρωβουλευτής, τα τελευταία χρόνια, κρατούσε ένα πουγκί και ζητούσε ένα ευρώ από όποιον ήθελε να φωτογραφηθεί μαζί του – κι ήταν πολλοί από όλο τον κόσμο που ήθελαν φωτογραφία με τον παρτιζάνο– για την ενίσχυση της βιβλιοθήκης.

Ο Μανώλης μετά την κατοχή συνέχισε την μάχη του, τη μάχη της Αριστεράς, με ότι αυτό συνεπάγονταν. Και δεν ήταν εύκολο. Συντάκτης και αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη, βουλευτής της ΕΔΑ, καταδικασμένος τρεις φορές σε θάνατο, από ξένους και δικούς. Το 1949, με το περίφημο τρίτο ψήφισμα που οδήγησε στο θάνατο τόσους αγωνιστές…

-Εγώ τότε περίπου άρχισα να καταλαβαίνω τι γινόταν σε αυτή τη χώρα.

Στις βουλευτικές του 1958, ο Γλέζος έβαλε υποψήφιος, με την ΕΔΑ, κι απέναντί του ο Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης, ο γιος του πρωθυπουργού. Ήταν από το χωριό μας.

Το εκλογικό κέντρο του Γλέζου ήταν στο κέντρο τ’ Απεραθιού κι οι Απεραθίτες  επηγαίνανε στην πλάτσα και ακούγανε. Και φτιάχναν και δίστιχα.  Τον Νώλη να ψηφίζετε κύριοι και κυρίες αυτός είναι που ντρόπιασε δύο αυτοκρατορίες.

-Τον Νώλη;

-Ναι από το Μανώλης. Στη μάνα του την Ανδρομάχη άρεσε να κόβει τα ονόματα και τον φώναζε Νώλη. Έτσι τον φωνάζαμε εμείς εδώ στο χωριό.

Αλλά οι εξουσίες έβλεπαν τα πράγματα αλλιώς. Το βράδυ θα είστε όλοι στην πλάτσα με τους γονιούς σας  έλεγαν στους μαθητές όταν επρόκειτο για τις συγκεντρώσεις του Πρωτοπαπαδάκη και όταν ήταν για το Γλέζο…Μην τολμήσει κανείς…

-Μεταμεσονύχτιες ώρες έβλεπα, παιδί τώρα, να φέρνουν κάτι στη μάνα μου.

-Και τι ήταν αυτό;

-Το ψηφοδέλτιο του Γλέζου παιδί μου. Το διακινούσαμε τη νύχτα.

Νύχτα ερχόταν και ο αδερφός του πατέρα του, αργότερα, να μαζέψει υπογραφές για να τον  γλυτώσει από την εκτέλεση, καθώς το μετεμφυλιακό καθεστώς τον είχε καταδικάσει σε θάνατο.

-Τον θυμάμαι με μια λάμπα θυέλλης. Θυμάμαι ένα αχνό φως μέσα στη νύχτα. Δεν είχαμε τότε ακόμα ρεύμα στο χωριό.

Ο Γλέζος ήταν άνθρωπος λιτός κι είχε μια ζωή ρυθμισμένη σε όλα, δεν το έβαζε κάτω εύκολα. Πέρασε πολλά,  έγινε βουλευτής, ευρωβουλευτής, γνώρισε αξιώματα αλλά δεν ήταν από αυτούς που θα γονάτιζε σε αυτά. Ο Μανώλης όταν κάτι δεν του άρεζε τα βροντούσε και έφευγε.

Έτσι το 1986 αποφάσισε να γίνει κοινοτάρχης στ΄ Απεράθου και κατέβηκε στις εκλογές απέναντι σε υποψήφιο από τη δεξιά παράταξη. Στο χωριό υπήρχε ένας γέροντας, άρρωστος, κατάκοιτος ο Μιχέλης. Οι οπαδοί του αντιπάλου του σκέφτηκαν να τον κατεβάσουν να ψηφίσει. Σήκωσαν λοιπόν το γέρο, του έβαλαν στην τσέπη το ψηφοδέλτιο που του έφτιαξαν και του είπαν να ζητήσει από τον δικαστικό αντιπρόσωπο, να τον βοηθήσει, να το βγάλει από την τσέπη του και να ψηφίσει. Αλλά ο γέροντας ήταν κατάκοιτος όχι χαζός. Τα είχε τετρακόσια.

-Τι έχεις στην τσέπη σου; Του λέει ο δικαστικός.

-Κάτι μου δώσανε μα δεν το βρίσκω.. λέει αυτός

-Τι θέλεις να ψηφίσεις;

-Τον Νώλη.

Ερωτήξαν  τον Μιχέλη κι είπε πως τον Νώλη θέλει.

Μετά από αυτό τον άφησαν τον γέροντα στο εκλογικό κέντρο σύξυλο και τον σήκωσαν οι οπαδοί του Γλέζου και τον γύρισαν στο σπίτι του.

Ως κοινοτάρχης τ’ Απεραθιού  ο Γλέζος δοκίμασε να εφαρμόσει την άμεση δημοκρατία.  Συγκαλούσε σε Γενική Συνέλευση όλο το χωριό για να αποφασίσει για κάθε ζήτημα. Λαός χωρίς μεγάλη μόρφωση οι περισσότεροι, απαίδευτος θα έλεγες, αλλά τα κατάφερε σε μεγάλο βαθμό. Αλλιώς είδαμε την πολιτική μετά από αυτό, ιδίως οι νέοι.

Στ’ Απεράθου ο Γλέζος έφτιαξε φράγματα για να συγκρατήσει τους υδάτινους πόρους στο χωριό να μην πηγαίνουν τα νερά στη θάλασσα.  Έφτιαξε μουσεία. Το Γεωλογικό, το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ελλάδα, μουσείο Φυσικής Ιστορίας  μουσείο Τέχνης και το Λαογραφικό, αφιερωμένο στη μνήμη του  Γιάννη Κατινά που σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά.

Ο Μανώλης εμένα μου έμαθε ότι οι ήρωες είναι σεμνοί και προσηνείς. Ήταν εύκολο να τον προσεγγίσεις και μιλούσε σε όλους.  

Ήθελε τους ανθρώπους ελεύθερους και αξιοπρεπείς. Κάποτε του ζήτησα να μου υπογράψει ένα βιβλίο του και του ζήτησα να γράψει στον Κ. της Ρουβίτσας όπως ήταν το όνομα της μάνας μου στο χωριό. Όχι μωρέ μου είπε. Μόνο στον Κ. θα γράψω. Δεν είσαι της μάνας σου δεν είσαι κανενού μόνο του εαυτού σου.

Είχε θάρρος και δεν υπολόγιζε και  πολύ. Μια φορά είχα αγοράσει κουλουράκια, που του άρεζαν και πήγαμε στην αυλή του για τον απογευματινό καφέ. Ξαφνικά, αφού έφαγε δυο τρία, το μάτι του άρχισε να τρέχει αίμα. Τρομάξαμε και είπαμε να πάμε σε γιατρό. Όχι είπε μην πάτε πουθενά. Τώρα που ξεμάτωσε βλέπω καλύτερα. Φαίνεται είχε πίεση και ξέσπασε με την αιμορραγία.

Ο Γλέζος ήταν τολμηρός, διεκδικητικός, απαιτητικός, θρασύς και πάλευε σε όλη του τη ζωή. Ζωή σκληρή γεμάτη κακουχίες, διωγμούς, αρρώστιες αλλά μια ζωή που τα είδε όλα.  Παιδί και να κάνει αντίσταση, γέρος και να κάνει αντίσταση. Δεκαέξι μισο, όχι δεκαέξι όπως λένε, δεκαέξι μισό χρόνια σε φυλακές και εξορίες. Δεν γονάτισε, δεν πήγε κόντρα σε αυτό που πίστευε. 

Οι Ρώσοι τον έχουν κάνει γραμματόσημο το ξέρεις;

Ήταν πέρα από όλα βαθιά πνευματικός άνθρωπος. Τώρα τελευταία ασχολιόταν με ένα Λεξικό τ’ Απεραθίτικου  γλωσσικού ιδιώματος και άφησε παραγγελιά να το τελειώσουμε. Το βιβλίο του Πετραία Γη  έχει για μένα τον αέρα τους μύθους και τους θρύλους των Κυκλάδων.

Ο Γλέζος ήταν αντιστασιακός, ήταν Απεραθίτης που ίσως να είναι το ίδιο. Ξέρεις ότι μου έλεγε πως τ΄ Απεράθου το αγόρι για να ανδρωθεί έπρεπε να πετύχει με μια πέτρα το κότσι του χωροφύλακα κι αυτός να μην το πάρει χαμπάρι.

-Αυτός αυτό έκανε;

-Ίσως. Μάλλον ναι.

-Άκου νομίζω ότι ο Ελύτης όταν έγραφε τους στίχους  «Μ’ έχτισες μέσα στα βουνά μ’ έκλεισες μες τη θάλασσα» μιλάει για μας. Μιλάει για τ’ Απεράθου. Τέτοιος κλειστός και άγριος τόπος είμαστε. Ίσως γι’ αυτό αγαπάμε την ελευθερία και είμαστε ανυπόταχτοι. Ο Γλέζος λέω, δεν θα μπορούσε να έχει γεννηθεί πουθενά αλλού. Μόνο εδώ.

Είχες καρδιά από σίδερο

Και στήθια από γρανίτη

Κι ανέβεις στην Ακρόπολη

Λεβέντη Απεραθίτη.

ΚΑΛΟ ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ ΣΥΝΤΡΟΦΕ