Ποιός αποφασίζει για το Άσυλο;

Γιάννης Παπαρρηγόπουλος, Άννα-Μαρία Φυσέκη*

Το ζήτημα του Πανεπιστημιακού Ασύλου κατέχει περίοπτη θέση στον δημόσιο διάλογο εδώ και αρκετούς μήνες. Οι εξαγγελίες περί κατάργησής του αποτέλεσαν την «αιχμή του δόρατος» της επικοινωνιακής καμπάνιας της Νέας Δημοκρατίας προεκλογικά, στο πλαίσιο ενός συνολικότερου αφηγήματος περί «αποκατάστασης του νόμου και της τάξης». Με αφορμή τις συγκεκριμένες εξαγγελίες, πλήθος «ειδικών» (δημοσιογράφων, πολιτικών αναλυτών, πρώην και νυν μελών ΔΕΠ κ.λ.π.), συμπολιτευόμενων ή αντιπολιτευόμενων, κατέκλυσε τα τηλεοπτικά παράθυρα και συνωστίστηκε στις στήλες του ημερήσιου τύπου, τασσόμενο υπέρ ή κατά του Ασύλου. Τι είναι όμως όντως το Άσυλο και ποιος αποφασίζει για αυτό;

Η «ακαδημαϊκή ελευθερία» και η Ελληνική ιδιαιτερότητα

Ιστορικά, η έννοια του Πανεπιστημιακού Ασύλου έχει αναφορά στον διαφωτισμό. Το άσυλο ως κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και προστασία του δικαιώματος στη γνώση για τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας προέκυψε ως αναγκαιότητα υπεράσπισης της ελεύθερης ερευνητικής και επιστημονικής διαδικασίας απέναντι κυρίως στον σκοταδισμό της παντοδύναμης τότε καθολικής εκκλησίας και εδραιώθηκε στον δυτικό κόσμο μέσα από τις φιλελεύθερες επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Στην ύστερη νεωτερικότητα ωστόσο, πόσο μάλλον για την ελληνική πραγματικότητα, έχει ιδιαίτερη πολιτική και ιδεολογική φόρτιση: αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, από την δεκαετία του ’60 και μετά, το πανεπιστήμιο πανευρωπαϊκά λειτούργησε ως κοιτίδα ανάπτυξης και διάδοσης ριζοσπαστικών πολιτικών ιδεών αλλά και πρακτικών, και ως σημείο εκκίνησης και αναφοράς για μεγάλα πολιτικά κινήματα και αγώνες, ιδίως της νεολαίας. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις του πανεπιστημίου της Ναντέρ ως πολιτικού κέντρου της εξέγερσης του Μάη του ’68, αλλά φυσικά και του ΕΜΠ ως σημείου αποκορύφωσης των αγώνων του φοιτητικού αντιδικτατορικού κινήματος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της επταετίας. Η αιματηρή καταστολή της κατάληψης του πολυτεχνείου και οι πολιτικές συνέπειες που είχε, οδήγησε ουσιαστικά στην de facto κατοχύρωση από μεριάς φοιτητικού κινήματος των πανεπιστημιακών χώρων ως ελεύθερων κοινωνικών χώρων, στους οποίους η κοινωνική, πολιτιστική, και πολιτική δραστηριότητα αναπτύσσεται ανεμπόδιστα. Η πρώτη θεσμική κατοχύρωση του Ασύλου με το άρθρο 2 του ν. 1268/1982, νοούμενου πλέον όχι απλώς ως Ασύλου ακαδημαϊκών ελευθεριών αλλά και ως Ασύλου των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων αποτέλεσε αναγνώριση αυτής της κατάστασης. Εξ ου και η σχετική πρόβλεψη:

«3. (α) Όλοι οι εργαζόμενοι στα Α.Ε.Ι. όπως και οι φοιτητές είναι ελεύθεροι να εκφράζονται συλλογικά μέσα από τα συνδικαλιστικά τους όργανα που διευκολύνονται στη λειτουργία τους από τις Πανεπιστημιακές αρχές

Η θεσμική κατοχύρωση του  Πανεπιστημιακού Ασύλου στους χώρους των Ελληνικών ΑΕΙ και η αναγνώριση των συνδικαλιστικών οργάνων των φοιτητών από το κράτος, σε συνδυασμό με τον δημόσιο χαρακτήρα τους, συνέβαλλε στην διαμόρφωση μιας κατάστασης πρωτόγνωρης για τα δεδομένα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη: διαμορφώθηκε ένα Πανεπιστήμιο ουσιωδώς δημοκρατικό στο οποίο η πλειοψηφούσα μερίδα της ακαδημαϊκής κοινότητας ασκούσε ουσιαστικό έλεγχο σε όλες τις πτυχές της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ο πειθαρχικός έλεγχος των φοιτητών περιορίστηκε δραστικά, όπως και άλλες μορφές τυπικής ή άτυπης εμπέδωσης της καθηγητικής αυθεντίας. Ειρωνικά, η συνθήκη αυτή λειτούργησε προωθητικά και για το ίδιο το ακαδημαϊκό έργο που παρήγαγαν τα ιδρύματα, προωθώντας τον αντιδογματισμό και τον πλουραλισμό των απόψεων.

Έκτοτε, το Άσυλο αποτέλεσε και αποτελεί αγκάθι για κάθε κυβέρνηση που προσπαθεί να προωθήσει αναδιαρθρωτικά μέτρα ενάντια στα συμφέροντα των φοιτητών και των εργαζομένων: η ύπαρξή του είναι σύμφυτη με την ύπαρξη πολιτικοσυνδικαλιστικής δραστηριότητας, μορφών συλλογικής οργάνωσης και έκφρασης (φοιτητικοί σύλλογοι, σωματεία εργαζομένων, πολιτιστικές ομάδες) και την άρθρωση αντιστάσεων που έχουν ιστορικά αποδειχτεί ικανές να ορθώσουν εμπόδια στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Η κατάργησή του επομένως δεν είναι μια αμιγώς θεσμική διαδικασία αλλά ένα διαρκές πολιτικό διακύβευμα, καθώς προϋποθέτει μια παράλληλη διαδικασία απονομιμοποίησης και αποσυγκρότησης των συλλογικών πρακτικών που το τροφοδοτούν, αποπολιτικοποίησης και αποστείρωσης του πανεπιστημίου από κάθε είδους δραστηριότητα που δεν είναι αμιγώς «ακαδημαϊκή».

Η κατάργηση του ασύλου: παρελθόν και παρόν

Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Μπολόνια το 1999, η προσπάθεια ευθυγράμμισης του ελληνικού πανεπιστημίου με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα κατέστησε ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη άμβλυνσης των αντιστάσεων από μεριάς φοιτητών και εργαζομένων -άρα και την κατάργηση του Ασύλου, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα βίαιης καταστολής των αντιδράσεων (καταλήψεων, παραστάσεων διαμαρτυρίας κ.λ.π.). Σε νομοθετικό επίπεδο, η πρώτη σημαντική απόπειρα έγινε το 2007 με τον ν. Γιαννάκου, ο οποίος εισήγαγε δύο βασικές καινοτομίες: πρώτον, την απαλοιφή της νομοθετικής αναγνώρισης των συνδικαλιστικών οργάνων των φοιτητών, και δεύτερον την μεταφορά της αρμοδιότητας για έγκριση επέμβασης δημόσιας δύναμης από την μέχρι τότε αρμόδια τριμελή επιτροπή (η οποία αποφάσιζε ομόφωνα και στην οποία εκπροσωπούνταν και οι φοιτητές και οι εργαζόμενοι) στο πολύ πιο συγκεντρωτικό και στεγανοποιημένο Πρυτανικό Συμβούλιο, του οποίου η συγκρότηση και η λειτουργία (πλειοψηφία, αποφασιστικός ρόλος του Πρύτανη σε περίπτωση ισοψηφίας, δυνατότητα λειτουργίας χωρίς εκπρόσωπο των φοιτητών) είναι τέτοια ώστε να παρακάμπτει ουσιαστικά τις παρεμβάσεις των φοιτητών. Η ρύθμιση αυτή προλείανε το έδαφος για την πλήρη κατάργηση του Ασύλου σε θεσμικό επίπεδο το 2011 με τον ν. Διαμαντοπούλου (4009/2011), ωστόσο δεν στάθηκε ικανή να το καταργήσει στην πράξη: οι φοιτητικές κινητοποιήσεις και καταλήψεις που εκδηλώθηκαν την διετία 2006-2007 με αφορμή τον νόμο αλλά και το 2008 με αφορμή τα γεγονότα της 6ης Δεκέμβρη είχαν τέτοια μαζικότητα και έχαιραν τέτοιας νομιμοποίησης ώστε η επιλογή της καταστολής τους μέσω αστυνομικής επέμβασης, αν και τυπικά υπαρκτή, είχε απαγορευτικό πολιτικό κόστος για την Κυβέρνηση και το Υπουργείο. Η ιστορία επαναλήφθηκε το 2011 με ανάλογα αποτελέσματα, καταδεικνύοντας την ανάγκη να αποσπαστεί συναίνεση από τους ίδιους τους φοιτητές για την κατάργηση του ασύλου. Έτσι ξεκίνησε μια ολόκληρη εκστρατεία δυσφήμησης των ελληνικών ΑΕΙ και οικοδόμησης του προφίλ των «άντρων της βίας και της ανομίας», προκειμένου το Άσυλο να απονομιμοποιηθεί στα μάτια των φοιτητών αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα.

Η κίνηση αυτή υπηρετήθηκε τόσο από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, όσο και από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Συνδύασε την δραματική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης προς τα ΑΕΙ, προκειμένου αυτά να φτάσουν στα όρια της δυσλειτουργίας και να εκπέμπουν  εικόνα εγκατάλειψης, με μια συντεταγμένη προσπάθεια από μεριάς Υπ. Δημόσιας Τάξης, ΕΛ.ΑΣ. και Δήμου Αθηναίων καθοδήγησης κάθε είδους παράνομης δραστηριότητας (παραεμπόριο, εμπόριο ναρκωτικών κ.λ.π.) που ούτως ή άλλως διεξαγόταν ανενόχλητα σε πολλές περιοχές της Αθήνας, στις περιοχές πέριξ των πανεπιστημιακών χώρων, με στόχο την τρομοκράτηση των φοιτητών. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των σχολών του κέντρου (ΟΠΑ, ΝΟΠΕ) όπου έχουν μεταφερθεί τα τελευταία χρόνια οι πιάτσες ναρκωτικών από άλλες περιοχές (πχ. Πεδίον του Άρεως) στις οποίες ήταν εγκατεστημένες για χρόνια χωρίς αυτές να τελούν υπό καθεστώς ασύλου. Την ίδια στιγμή, πραγματική «ασυλία» απολαμβάνουν κάθε λογής διακεκριμένοι επιχειρηματίες, αποδεδειγμένα εμπλεκόμενοι στο εμπόριο ναρκωτικών.

Παράλληλα, επιστρατεύεται η τακτική της δημιουργίας κλίματος φόβου μέσα από την δράση πολιτικών ομάδων (αναρχικών ή «αναρχικών») που υπό την επίφαση της υπεράσπισης του Ασύλου επιβάλλουν τις πρωτοβουλίες τους παρακάμπτοντας τα συλλογικά όργανα των φοιτητών και προβαίνουν ουσιαστικά σε καταπάτησή του, «αστυνομεύοντας» άτυπα τους πανεπιστημιακούς χώρους, προκαλώντας φθορές, και δίνοντας με κάθε τρόπο πολιτική κάλυψη στην παρέμβαση της αστυνομίας (βλ. Οι γνωστές, «εθιμοτυπικές» πλέον οδομαχίες πέριξ του ΕΜΠ).

Την κίνηση αυτή συνεπικουρούν τόσο τα καθεστωτικά ΜΜΕ, που αποκρύπτουν τις παραπάνω μεθοδεύσεις και καταδεικνύουν το Άσυλο ως αιτία του προβλήματος ενώ δεν αναφέρουν τίποτα για τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ιδρύματα λόγω της συγκεκριμένης διαχείρισης, όσο και οι συνδικαλιστικές παρατάξεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΚΙΝΑΛ (ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, ΠΑΣΠ) στο εσωτερικό των σχολών. Φυσικά, η συνεισφορά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να ξεχαστεί: πλάι στην δήθεν επαναφορά του θεσμού του Ασύλου με τον ν. Γαβρόγλου το 2017 (που επανέφερε ουσιαστικά το νομικό πλαίσιο που όριζε ο ν. Γιαννάκου) συστάθηκε και το πόρισμα Παρασκευόπουλου, το οποίο αν και δεν έχει νομική ισχύ, ήταν εντούτοις ενδεικτικό της κατάστασης πνευμάτων: αναγνώριζε την «ανάγκη» για ένταση της αστυνόμευσης και ταύτιζε πλήρως τις συλλογικές διεκδικητικές πρακτικές των φοιτητικών συλλόγων με το κοινό ποινικό έγκλημα.

Προκλήσεις για μια ριζοσπαστική επανοικειοποίηση του Ασύλου και των πανεπιστημιακών χώρων

Ήταν λοιπόν αυτή η μακρόχρονη διαδικασία που διαμόρφωσε τους όρους για την νέα αυτή απόπειρα της ΝΔ να καταργήσει το Άσυλο. Με την επίμαχη διάταξη να αποτελεί τυπικά νόμο του κράτους, η πρόκληση για το φοιτητικό κίνημα και την ευρύτερη ακαδημαϊκή κοινότητα που αντιλαμβάνεται την σημασία της ύπαρξής του είναι διπλή:

 Αφ’ ενός, καλούμαστε να επανανοηματοδοτήσουμε ουσιαστικά την έννοια του Ασύλου σε ένα σύγχρονο πλαίσιο αναφοράς και αναπαραστάσεων για την νεολαία, η οποία έχει διαπαιδαγωγηθεί σε ένα πολύ πιο εντατικοποιημένο, ιεραρχικό και περιοριστικό πρότυπο σπουδών και φοιτητικής καθημερινότητας. Αυτό προϋποθέτει:

 Α) Την ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης στις συλλογικές πρακτικές και την σύγκρουση με τον ατομικισμό, τον επιβιωτισμό και τον πολιτικό κυνισμό. Κάτι τέτοιο αναγκαστικά σημαίνει την ριζοσπαστική ανανέωση του υπάρχοντος μοντέλου συνδικαλιστικής πρακτικής μέσα στις σχολές, με τέτοιο τρόπο ώστε οι υπάρχουσες δομές συλλογικής εκπροσώπησης να αποτελούν πραγματικά σημείο αναφοράς και συσπείρωσης για τον κόσμο των σχολών.

Β) Την επανακατοχύρωση του ακαδημαϊκού χώρου και χρόνου στο πλαίσιο μιας άλλης φοιτητικής καθημερινότητας, με πρόταγμα την απο-εντατικοποίηση και την δυνατότητα ανάπτυξης άλλων δραστηριοτήτων πέρα και έξω από την διδακτική-ερευνητική: όχι «όπου και όποτε προβλέπεται», αλλά όπου και όποτε οι ίδιοι οι φοιτητές αισθάνονται την αναγκαιότητα. Η επανακατοχύρωση του Ασύλου αναγκαστικά προϋποθέτει μια νέα σύνδεση του κόσμου των σχολών με τον χώρο του πανεπιστημίου, έτσι ώστε αυτός να γίνεται αντιληπτός όχι απλώς ως χώρος μαθημάτων (εν τέλει ως «ελεγχόμενος χώρος»), αλλά ως χώρος ελεύθερης και ακηδεμόνευτης ανάπτυξης κοινωνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων από και για τους φοιτητές. Εν τέλει, μόνο αυτή η κίνηση ενάντια στην απονέκρωση των πανεπιστημιακών χώρων μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά απέναντι στην ανάπτυξη κάθε είδους αντικοινωνικών πρακτικών που καταστρατηγούν το Άσυλο και διαμορφώνουν το υπόβαθρο για την απονομιμοποίηση και αμφισβήτησή του.

Αφ’ ετέρου, καλούμαστε να αγωνιστούμε με κάθε τρόπο για την διαμόρφωση μιας άλλης σχέσης μεταξύ Πανεπιστημίου και κοινωνίας. Στη βάση της λογικής ότι το άσυλο δεν (μπορεί να) είναι απλώς «μια όαση δημοκρατίας και αλληλεγγύης μέσα στην κοινωνική έρημο του αστικού ιστού» που πρέπει να περιφρουρείται παθητικά και εκ των έσω, η ουσιαστική επανοικειοποίηση και επανανοηματοδότησή του μπορεί να έρθει μόνο μέσα από την συνειδητή και συστηματική προσπάθεια ανοίγματος και όσμωσής του με την κοινωνία και τον κόσμο της γειτονιάς. Το άσυλο ως πολιτικό κεκτημένο αφορά μεν πρωτίστως τους φοιτητές, ωστόσο κερδήθηκε από όλο το λαό που το περιφρούρησε ενάντια στις κατασταλτικές επεμβάσεις της δικτατορίας και  οφείλει να είναι ανοιχτό και προσβάσιμο σε όλους/ες. Αυτό προϋποθέτει:

Α) Να έρθουμε σε επαφή με άλλους κοινωνικούς φορείς (σωματεία, εργατικά κέντρα, πολιτιστικοί σύλλογοι, αυτοδιοικητικά σχήματα, πολιτικές συλλογικότητες) προκειμένου το Πανεπιστήμιο να φιλοξενήσει ένα ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων αλλά και μια άλλη ανθρωπογεωγραφία. Με αυτόν τον τρόπο το πανεπιστήμιο εγγράφεται οργανικά στον κοινωνικό ιστό και η υπεράσπισή του γίνεται υπόθεση όλων.

Β) Την επιστράτευση της περιουσίας των πανεπιστημίων στην υπηρεσία της κοινωνικής αλληλεγγύης. Πολλές φορές στο παρελθόν και με πρωτοβουλία των φοιτητών και των εργαζομένων οι πανεπιστημιακές υποδομές έχουν λειτουργήσει ως εστίες αλληλεγγύης και ανθρωπιάς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η διανομή δωρεάν γευμάτων από τα πανεπιστημιακά εστιατόρια προς ευπαθείς κοινωνικές ομάδες αλλά και πρωτοβουλίες στέγασης αστέγων και προσφύγων σε εστίες και αναξιοποίητα ακίνητα στην ιδιοκτησία των πανεπιστημίων. Τέτοια εγχειρήματα αναδιαμορφώνουν ριζοσπαστικά και στην πράξη τον κοινωνικό ρόλο των Πανεπιστημίων, αίρουν τα «στεγανά» μεταξύ ακαδημαϊκής κοινότητας και κοινωνίας και διαμορφώνουν σημαντικές δυνατότητες διεύρυνσης της κοινωνικής-πολιτικής συμμαχίας για την υπεράσπιση του Ασύλου.

Κλείνοντας, η υπόθεση του Ασύλου μπορεί να ειδωθεί στο πλήρες της μόνο ως κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα που αφορά το σύνολο της κοινωνίας. Η επανακατοχύρωσή του μπορεί να είναι μόνο επανακατοχύρωση του ίδιου του κοινωνικού ρόλου του Πανεπιστημίου στο σύνολό του. Απέναντι στο κλειστό, αυταρχικό, τεχνοκρατικό και εντατικοποιημένο «πανεπιστήμιο της αγοράς» που προωθείται εδώ και χρόνια από την κυρίαρχη πολιτική, οφείλουμε να αντιπροτάξουμε ένα άλλο πρότυπο: Το ανοικτό, δημόσιο, δωρεάν δημοκρατικό πανεπιστήμιο, σε σύνδεση με την κοινωνία, ικανό να στεγάσει τόσο τους αγώνες της φοιτώσας νεολαίας όσο ευρύτερους, ικανό να ξαναγίνει ορμητήριο αγώνων για ελευθερία και αξιοπρέπεια.

*Ο Γιάννης Παπαρρηγόπουλος είναι φοιτητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης (ΠΕΔΔ), Σχολή ΝΟΠΕ, ΕΚΠΑ. Η Άννα-Μαρία Φυσέκη είναι φοιτήτρια Ιατρικής Αθήνας, ΕΚΠΑ. Συμμετέχουν στο δίκτυο σχημάτων της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αριστερής Κίνησης.