ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΩΝ

του Δημήτρη Σκλάβου

Ηλεκτρονικές διαδρομές λοιπόν που φιλοδοξούν να γίνουν στήλη. Θα ξεκινήσουμε με κινηματογράφο, ως ένδειξη προθέσεων να αναφερθούμε στο μαζικό προϊόν στις Τέχνες (παρασπονδίες «ελιτίστικες» συχνά και αναπόφευκτα θα παρεισφρέουν στις γραμμές μας). Συγκεκριμένα θα κάνουμε αρχή  με ένα αμερικάνικο έργο που έκοψε αρκετά εισιτήρια, έχοντας πρόσβαση σε πολλές αίθουσες και υποστήριξη από αρκετή διαφήμιση, στην υπηρεσία του μεγάλου θεάματος.

Ο «Λύκος της Wallstreet» είναι η τελευταία, 23η ταινία, του Σκορτζέζε, 5η συνεργασία με τον Ντι Κάπριο, που αναδεικνύεται  ως ο νέος του αγαπημένος πρωταγωνιστής, κατά αναλογία με τον Ντε Νίρο στο γκαγκστερικό  «παρελθόν» του σκηνοθέτη. Η επιθυμία αντιστοίχισης της παλιάς μαφιόζικης συμμορίας με τη σύγχρονη συμμορία των λευκών χρηματιστηριακών κολάρων είναι προφανής- τη σεναριακή διασκευή υπογράφει μάλιστα ο σεναριογράφος της τηλεοπτικής σειράς «Sopranos» με θέμα και πάλι τη Μαφία. Όμως η επιθυμία σκόνταψε στην φιλμική αποτύπωση. Αν τα «κακά παιδιά» στις παλιές ταινίες είχαν το υπεραπλουστευμένο άλλοθι της βίαιης παιδικής ηλικίας και την αυτοκαταστροφική πορεία στη συνέχεια προς την καταστροφή, οι σημερινοί goldenboys ούτε ανυπόληπτο παιδικό παρελθόν διαθέτουν ούτε ιδιαίτερη καταστροφική πορεία ακολουθούν. Αντίθετα, μπορούν να λειτουργήσουν σαν μια χαρά ινδάλματα μιας κοινωνίας υπερκαταναλωτικής. Απολαμβάνουν κάθε ηδονή του σώματος, κερδοσκοπώντας στην υγεία των κορόιδων που επένδυσαν στα «σίγουρα» χαρτιά-αυριανές φούσκες, χωρίς να γίνονται ποτέ κινηματογραφικά αντιπαθητικοί, το πολύ-πολύ να γίνονται γελοίοι  και αυτό φυσικά είναι σκηνοθετική και σεναριακή επιλογή.

Ο Σκορτζέζε αποφασίζει να μιλήσει για απληστία, για κραιπάλη, για εθισμό, για τη χυδαιότητα του πλούτου, έχοντας προηγουμένως υποκλιθεί  στη γοητεία τους. Ο Ντι Κάπριο εμφανίζεται με κώδικα τιμής προς τους φίλους- συνεργάτες  του (μόνο!) και σαν σχεδόν ευαίσθητος πατέρας της οικονομικής συμμορίας, εν τέλει αγιογραφημένος σε μια θρησκεία που δηλώνει σε όλους τους τόνους πως είναι θρησκεία του χρήματος. Έχουμε εδώ μια εν πράγμασι φιλμική αθώωση ενός τύπου περίπου σαν τον Πέτρο Κωστόπουλο- η αντιπαραβολή ενός ξένου ειδώλου στο εθνικό κακέκτυπο είναι ελπίζω αποκαλυπτική (ο εκδότης του Κλικ δεν υπήρξε βέβαια χρηματιστής αλλά προετοίμασε μια χαρά το έδαφος για να σπείρουν τις υποσχέσεις τους περί εύκολου πλουτισμού οι αληθινοί επαγγελματίες του ρίγους των μετοχών, ενός ρίγους που ενθυλάκωσε σε λίγες τσέπες τις οικονομίες των μικρο-μεσοαστών μας). Ο Σκορτζέζε σπαταλά το χρόνο μας δείχνοντας μας με πόσους ανόητους τρόπους μπορείς να ξοδέψεις λεφτά, πως μπορείς να νοικιάσεις πόρνες, να ξευτιλίζεις τους άλλους, να κυκλοφορείς φτιαγμένος, όλα όμως σε μια απαστράπτουσα συσκευασία, που όχι μόνο δεν απωθεί αλλά μετατρέπεται και σε πρότυπο. Αποκορύφωμα το αξιοθρήνητο ύφος του αδέκαστου αστυνομικού που έχοντας συλλάβει τους «ενόχους» στα υπερπολυτελή τους γιωτ, επιστρέφει σπίτι του με το μετρό, μοναχικός και κάθε άλλο παρά νικητής,  ανάμεσα σε άλλους εξαθλιωμένους συνεπιβάτες.  Οι «ένοχοι» θα παραμείνουν άλλωστε ατιμώρητοι στο τέλος, υπονομεύοντας  ακόμα και το αμερικάνικο στερεότυπο ότι τελικά το σύστημα λειτουργεί. Καμία κοινωνική αναφορά φυσικά δεν παρεισφρύει στην ταινία και η περίπτωση του χρηματιστή Μπέλφορτ από το βιβλίο του οποίου προήλθε η ταινία, εμφανίζεται σαν η άπληστη εξαίρεση και όχι ο κανόνας (το βιβλίο στα ελληνικά, ακόμα μεγαλύτερος υμνητής του κανιβαλικού «αμερικάνικου ονείρου», σε μετάφραση της συνεχώς κατρακυλούσας στην «επιτυχία» Σώτης Τριανταφύλλου).  Το γεγονός ότι το αδηφάγο χρηματιστηριακό κεφάλαιο όχι μόνο δεν ελέγχεται από τις κυβερνήσεις αλλά στην πραγματικότητα τις ελέγχει δεν έχει θέση στην όχι αφελή οπτική αλλά εσκεμμένη αθωωτική αμερικάνικη ματιά των μεγάλων στούντιο.

Η ταινία ίσως στα μάτια αρκετών να φαίνεται ξαναζεσταμένο φαγητό από πλευράς σεναριακής ιδέας: η χρηματιστηριακή τρέλα έχει προ καιρού απομυθοποιηθεί και οι χαμένοι της απάτης έχουν τελικά καταπιεί την εις βάρους τους χειραγώγηση.  Είναι γεγονός πως οι χρηματιστές πλέον δεν πλασάρουν εύκολα τα προϊόντα τους σε εξατομικευμένους στόχους: είναι τόσο μεγάλη η κακιά φήμη που τους συνοδεύει που δεν θα μπορούσαν. Παίζουν όμως τα ίδια «παιχνίδια» σε υψηλότερο επίπεδο: η «υποτίμηση» της Ελλάδας καθώς και άλλων χωρών στις διεθνείς αγορές, το παιχνίδι με τις συστημικές ή μη τράπεζες, τα ομόλογα, το διεθνές χρέος της κάθε χώρας, τα επιτόκια δανεισμού κ.λπ. είναι ακριβώς η σύγχρονη μετεξέλιξη του παλιού κόλπου. Όπως ακριβώς στο «Λύκο της Wallstreet», αόρατες συναλλαγές, αγοραπωλησίες άυλων προϊόντων μέσω off shore εταιρειών, επιχειρήσεις βιτρίνες και τελικό αποτέλεσμα το γνωστό: ευυπόληπτοι κερδισμένοι από τα μνημόνια πλέον, από τον στραγγαλισμό των εθνικών οικονομιών που καλούνται να πληρώσουν πανωτόκια χρεών  που τα δημιούργησαν αυτοί οι ίδιοι που τώρα θέλουν να τα επανεισπράξουν με κέρδος. Τα ονόματα των εμπλεκόμενων στα σημερινά οικονομικά εγκλήματα δεν διαφέρουν από εκείνα που θησαύριζαν τη δεκαετία του 90, πώς αλλιώς αφού ποτέ δεν κυνηγήθηκαν από καμιά δικαιοσύνη, εκτός των εξαιρέσεων- αποδιοπομπαίων τράγων. Υπάρχουν και σήμερα πολλοί που ζουν στις ίδιες κραιπάλες, όπως αυτές του φιλμ, κραιπάλες πληρωμένες από τα χρήματα που δεν πηγαίνουν στην υγεία, στην παιδεία στους ανέργους  της κάθε χώρας, ελέω «ελεύθερης οικονομίας».

Με αυτήν την έννοια η ταινία θα μπορούσε να δείξει τον ελέφαντα στο δωμάτιο, αν την ενδιέφερε κάτι τέτοιο- όμως δεν την ενδιαφέρει. Αν πραγματικά θέλετε να δείτε μια στοιχειωδώς  πιο   έντιμη προσέγγιση του χρηματιστηριακού οχετού που ισοπεδώνει ζωές υπάρχει η πολύ καλύτερη ταινία του Κώστα Γαβρά «Κεφάλαιο», την οποία και ανεπιφύλακτα σας αντιπροτείνω.