Περί επαγγελματικών δικαιωμάτων το ανάγνωσμα…

Διονύσης Γουβιάς*

Όσοι εξεγείρονται κατά των “μεταρρυθμίσεων” της Ν. Κεραμέως, και κυρίως εκείνες που αφορούν στα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων “κολεγίων”, καλά θα έκαναν να θυμηθούν ότι οι αλλαγές που προωθεί δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία, αλλά είναι πλήρως ακόλουθες με το πολιτικο-ιδεολογικό πλαίσιο της Δεξιάς (και της “υπεύθυνης Αριστεράς”), από τη μια, και με τις βασικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Μπορεί κάποιες από τις αλλαγές να θυμίζουν παιχνιδάκια παιδιού δημοτικού σχολείου (π.χ. οι μετονομασίες οργάνων, φορέων και τύπων ιδρυμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης & κατάρτισης), αλλά οι στοχεύσεις της είναι ξεκάθαρες με κάθε νομοθετικό μέτρο που λαμβάνει, ήδη από το καλοκαίρι του 2019: από την κατ΄επείγουσα κατάργηση του ασύλου, μέχρι το “ελευθέρας” στους αποφοίτους των κολεγίων για τις διαδικασίες μέσω ΑΣΕΠ, και από τα Πρότυπα σχολεία (της “αριστείας”) μέχρι τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ στη βάση “δεικτών ποιότητας και επιτευγμάτων”. Δεν θα αναφερθώ εδώ στο θεσμικό πλαίσιο που δημιουργεί για το λεγόμενο “Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης” (βλ. Ν. 4763/2020), και επιφυλάσσομαι να το αναλύσω συν των χρόνω.

Θα αναφερθώ, όμως, σύντομα στα της αναγνώρισης των δικαιωμάτων των αποφοίτων “κολεγίων”, και στο σάλο που προκάλεσε στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.) και στο Οικονομικό Τεχνικό Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.), όταν κλήθηκαν να εγγράψουν άμεσα στα μητρώα τους κατόχους πτυχίων αυτών των ιδρυμάτων, χωρίς επιπλέον διαδικασίες (εξεταστικές ή άλλες). Νομίζω ότι μια σύντομη ιστορική αναδρομή είναι χρήσιμη, γιατί είναι λίγο ανώριμο να “πέφτουμε από τα σύννεφα” για ένα ζήτημα το οποίο έχει “πάρει το δρόμο του” ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η λύση του οποίου αποτελεί ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ τόσο της Ε.Ε., όσο και των ελληνικών κυβερνήσεων (όλων!) που αποδέχονται τις βασικές συνιστώσες της Ευρωπαϊκής Εκπαιδευτικής Πολιτικής για την Κινητικότητα και την Αναγνώριση σπουδών και επαγγελματικών δικαιωμάτων.Καταρχάς, πρέπει να ειπωθεί πως όλα τα εργαλεία που σχετίζονται με τη «Διαδικασία της Μπολόνιας» και τη δημιουργία του «Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης», έχουν ενσωματωθεί στο Ελληνικό Δίκαιο, παρόλες τις καθυστερήσεις και τις αποκλίσεις στην εφαρμογή των συγκεκριμένων εργαλείων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις όλες τις χώρες-μέλη της Διαδικασίας της Μπολόνιας.

Το μεγαλύτερο «αγκάθι» για την εφαρμογή της Διαδικασίας της Μπολόνιας στη χώρα μας είναι η αμοιβαία αναγνώριση σπουδών, πτυχίων και επαγγελματικών δικαιωμάτων, γιατί η εν λόγω διαδικασία προσκρούει σε μερικά σημεία που έχουν να κάνουν ακόμα και με τη συνταγματική τάξη στη χώρα μας, για αυτό το λόγο και το Ελληνικό Κράτος δεν έχει ακόμα επικυρώσει τη «Σύμβαση της Λισσαβόνας» για τη διακρατική αναγνώριση των ακαδημαϊκών τίτλων. Πρώτον, η ύπαρξη ενός συστήματος αυτόματης αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων καθίσταται δύσκολη από τη στιγμή που οι δομές γενικής εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης (αρχικής και συνεχιζόμενης) διαφέρουν ανάμεσα στις διάφορες χώρες της ΕΕ, και φυσικά διαφέρουν από εκείνες χωρών που είναι μεν μέλη της Διαδικασίας της Μπολόνιας, αλλά όχι μέλη της ΕΕ.

Μπορεί, για παράδειγμα, μια χώρα –όπως η Ελλάδα μέχρι τουλάχιστον την αλλαγή του Ν. 4009/2011— να παρέχει προπτυχιακές σπουδές με ελάχιστη διάρκεια τα τέσσερα (4) έτη (και σε κάποιες επιστημονικές περιοχές, όπως πολυτεχνικές ειδικότητες και ιατρική, 5 & 6), ενώ άλλες χώρες (Βρετανίας, Φινλανδία κ.ά.) να έχουν τα τρία (3) έτη. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να ιδωθεί ως μια άνιση μεταχείριση των αποφοίτων των πιο εκτεταμένων σπουδών σε σχέση με τους/τις απόφοιτους/ες των πιο σύντομων κύκλων σπουδών, οι οποίοι/ες «επένδυσαν» αρκετά λιγότερα –σε χρήμα και σε χρόνο και κόπο— για να μπορούν να έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με τους/τις πρώτους/ες. Αυτό το πρόβλημα έχει ενταθεί και με την παρουσία και λειτουργία στην Ελληνική επικράτεια μετα-δευτεροβάθμιων εκπαιδευτικών δομών του ιδιωτικού (επιχειρηματικού) τομέα, οι οποίες αν και δεν αναγνωρίζονται από τα Ελληνικό Κράτος ως πανεπιστημιακού επιπέδου (ως ΑΕΙ δηλαδή), εντούτοις, επειδή συνεργάζονται με ξένα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και παρέχουν –μέσω συμφωνιών δικαιόχρησης/franchise— τίτλους σπουδών που αναγνωρίζονται στο εξωτερικό (π.χ. από το βρετανικό Κράτος), απαιτούν την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων τους από την Ελληνική Πολιτεία.

Η βασική επιχειρηματολογία για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις είναι ότι, εφόσον οι τίτλοι σπουδών που παρέχουν γίνονται αποδεκτοί και (κυρίως) αναγνωρισμένοι από τα κράτη προέλευσης των ΑΕΙ που συνεργάζονται με τον ιδιώτη πάροχο (π.χ. βρετανικά ΑΕΙ που έχουν τέτοιες συμφωνίες με μερικά ελληνικά «κολέγια») και ισότιμοι με τους τίτλους σπουδών των δημοσίων ΑΕΙ, τότε είναι λογικό να γίνονται αποδεκτοί και από το ελληνικό Κράτος. Οι αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται η επιχειρηματολογία αυτή, και έχουν αναδειχθεί στη «Σύμβαση της Λισσαβόνας» (1997), είναι: α) το δικαίωμα για ακριβοδίκαιη κρίση του ξένου τίτλου· β) η αρχή της αναγνώρισης, αν δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές· γ) η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της επαρκούς πληροφόρησης μεταξύ των κρατών-μελών· και δ) η αρχή της μη διάκρισης.Τα προβλήματα διογκώνονται όταν τα Κοινοτικά Όργανα (κυρίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή), προσπαθούν να προωθήσουν μέτρα σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (βλ. Οδηγία 2005/36), ή σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και τη δυνατότητα εγκατάστασης αντίστοιχων επιχειρήσεων στο έδαφος άλλων κρατών-μελών (βλ. Οδηγία 2006/123).

Το ίδιο σημαντική έχει αποδειχθεί και η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), το οποίο επανειλημμένα έχει κρίνει ως «επαγγελματικούς τίτλους» τα πτυχία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνεπώς ως έχοντα σχέση περισσότερο με την ανεμπόδιστη «κυκλοφορία του εργατικού δυναμικού» μέσα στην «εσωτερική αγορά» (βλ. και άρθρο 123 της Συνθήκης του Μάαστριχτ), παρά με ένα «δημόσιο αγαθό» το οποίο εξαιρείται της παρέμβασης της Κοινότητας βάση των άρθρων 126 & 127 της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η Κοινοτική Οδηγία 2005/36 (και η μετεξέλιξή της, η 2018/958), η οποία ήρθε ως συνέχεια παλαιότερων Οδηγιών (βλ. 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ), και υποτίθεται πως έπρεπε να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο όλων των κρατών-μελών της ΕΕ –ή τουλάχιστον να αρχίσουν να εφαρμόζονται οι κυριότερες προβλέψεις της— μέχρι τον Οκτώβριο του 2007, όριζε κάποια ελάχιστα προαπαιτούμενα για την άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων, τα οποία μπορούσαν να θεωρηθούν ως πολύ «χαλαρά» ως προς τις επαγγελματικές, ακαδημαϊκές και θεσμικές δεσμεύσεις τους. Για παράδειγμα στο Προοίμιο αναφέρεται (στοιχείο 14) ότι:«[…] ο κάτοχος διπλώµατος που πιστοποιεί την επιτυχή ολοκλήρωση µεταδευτεροβάθµιου κύκλου εκπαίδευσης, διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους, πρέπει να δικαιούται την πρόσβαση σε νοµοθετικώς κατοχυρωµένο επάγγελµα σε κράτος µέλος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται από την κατοχή διπλώµατος που πιστοποιεί την επιτυχή ολοκλήρωση ανώτερης ή πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης διαρκείας τεσσάρων ετών, ανεξάρτητα από το επίπεδο στο οποίο ανήκει το δίπλωµα που απαιτείται στο κράτος µέλος».

Με άλλα λόγια, για επάγγελμα που στην Ελλάδα, για παράδειγμα, απαιτείται πανεπιστημιακός τίτλος (π.χ. Δάσκαλος ή Νηπιαγωγός, Ψυχολόγος) ή ακόμα και άλλος τίτλος Ανώτατης Εκπαίδευσης (πλέον και των Τ.Ε.Ι., π.χ. Δομικός Έργων ή Οπτικός ή Οδοντοτεχνίτης), θα είναι αρκετό για κάποιον από άλλη χώρα της ΕΕ να έχει ακόμα και ενός έτους ή δύο ετών μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση (με κάποια επαγγελματική εμπειρία βέβαια). Επιπροσθέτως, στο άρθρο 13 αναφέρεται ότι:«[…] Εάν σε ένα κράτος µέλος υποδοχής απαιτείται για την […] άσκηση νοµοθετικά κατοχυρωµένου επαγγέλµατος η κατοχή συγκεκριµένων επαγγελµατικών προσόντων, η αρµόδια αρχή του εν λόγω κράτους µέλους παρέχει την δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλµατος και της άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους µε εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους του, […] Οι βεβαιώσεις επάρκειας ή οι τίτλοι εκπαίδευσης πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:[…] β) να βεβαιώνουν επίπεδο επαγγελµατικών προσόντων τουλάχιστον ισοδύναµο µε το αµέσως προηγούµενο επίπεδο εκείνου που απαιτείται στο κράτος µέλος υποδοχής, όπως ορίζεται στο άρθρο 11[…]» . Δηλαδή, αρκεί μια βεβαίωση ότι ο/η σπουδαστής/τρια Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών (ΚΕΣ) στην Ελλάδα που συνεργάζεται με Βρετανικό Πανεπιστήμιο έχει επίπεδο επαγγελματικών προσόντων τουλάχιστον αποφοίτου λυκείου, για να μπορέσει να ασκήσει νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα, ακόμα και αν δεν είναι κάτοχος Bachelor (τριετείς σπουδές)! Το μόνο που είναι δυνατόν να ζητηθεί από το (ελληνικό ή όποιο άλλο) κράτος-μέλος είναι πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας (άρθρο 14, παρ. 2).

Τελικά, το ελληνικό κράτος ενσωμάτωσε στο εθνικό δίκαιο τη συγκεκριμένη Οδηγία τρία χρόνια μετά την τυπική προθεσμία λήξης της, δηλαδή στα τέλη Οκτωβρίου του 2010. Όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση (Οκτώβριος 2009) προώθησε με γοργά βήματα την αναδιάρθρωση της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Διαδικασίας της Μπολόνιας. Καταρχάς, ενσωμάτωσε στο εθνικό δίκαιο την Οδηγία 2006/35, τρία χρόνια μετά την τυπική προθεσμία λήξης της, με Π.Δ. το Οκτώβριο του 2010.Επιπροσθέτως, με το Ν. 4009/2011 (νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ της χώρας), πέρα από τις σημαντικότατες αλλαγές που επέφερε στη δομή και διάρθρωση της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στο θέμα της (αμοιβαίας) αναγνώρισης τίτλων σπουδών και επαγγελματικών δικαιωμάτων προχώρησε πολύ πιο πέρα από την προηγούμενη κυβέρνηση (ΝΔ) στην κατεύθυνση της Διαδικασίας της Μπολόνιας. Οι μέχρι τότε τετραετείς (κατά βάση) προπτυχιακές σπουδές θα μπορούσαν να είναι και τριετείς (ή 180 μονάδες ECTS), ενώ οι πέρα των 3 ετών σπουδές θεωρούνταν «μεταπτυχιακές» (βλ. άρθρο 2, παρ. α και άρθρο 30, παρ. 2), οι οποίες δύνανται πλέον να χρηματοδοτούνται από δίδακτρα (άρθρο 8, παρ. 10, εδ. ιγ).

Έτσι, η αποτίμηση –για πρώτη φορά σε παρόμοιο ελληνικό νομοθέτημα— των ανωτάτων σπουδών σε «πιστωτικές μονάδες» και όχι σε εξάμηνα ή έτη, φαίνεται να «ανοίγει» την πόρτα σε αναγνώριση τίτλων σπουδών και –κυρίως— επαγγελματικών δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτούς, σε δομές εκπαίδευσης και κατάρτισης που χρησιμοποιούν το σύστημα των «πιστωτικών μονάδων», αντί των «ακαδημαϊκών μονάδων» ή των «ακαδημαϊκών εξαμήνων».Σε επόμενη νομοθετική πρωτοβουλία, και πιο συγκεκριμένα στο νόμο που ενέκρινε το «Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (ή αλλιώς «Γ’ Μνημόνιο»· βλ. Ν. 4093/2012 της 12/11/2012, παρ. Θ16 & Θ 17), αλλά και στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 5ης Δεκεμβρίου 2012 (ΦΕΚ 237 Α’· βλ. συγκεκριμένα άρθρο 12, παρ. 11-12), αναγνωρίστηκε η «επαγγελματική ισοδυναμία» τίτλων σπουδών που αναγνωρίζονται σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ, αρκεί να έχουν ελάχιστη διάρκεια τριών (3) ετών (βλ. και άρθρο 2 του Π.Δ. 38/2010).Η αντίδραση ορισμένων κομμάτων (της Αριστεράς κυρίως) και συνδικαλιστικών φορέων ήταν έντονη, αν και το ζήτημα δεν μονοπώλησε το εκπαιδευτικό ενδιαφέρον για καιρό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως σχήμα πολιτικών συμμαχιών από το 2004, αλλά και ως ενιαίος πολιτικός φορέας από το καλοκαίρι του 2012, έθεσε ακαδημαϊκά, ηθικά και συνταγματικά ζητήματα σχετικά με το νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων, των φροντιστηρίων και των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης, απαιτώντας –ως αξιωματική αντιπολίτευση πλέον— την αναμόρφωση και επικαιροποίηση του νομικού αυτού πλαισίου. Βέβαια, όλα αυτά άλλαξαν με τη μεγάλη “στροφή στο ρεαλισμό” του καλοκαιριού του 2015… Το ΚΚΕ έχει κατ’ επανάληψη αντιταχθεί στην αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων μέσα από τα προαναφερθέντα εργαλεία και θεσμικά πλαίσια, ενώ έχει επανειλημμένως διακηρύξει τη συνολική του αντίθεση στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο αφορά στις ηγεσίες των διδασκόντων στα ελληνικά ΑΕΙ, η στάση τους απέναντι στην εκπαιδευτική και επαγγελματική «κινητικότητα» και την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων έχει αλλάξει δραστικά τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της αλλαγής πολιτικών συσχετισμών σε μικρο- ή μακρο-επίπεδο (σε επίπεδο συλλόγων ή ομοσπονδιών). Μετά το συνέδριο του Μαρτίου του 2009, όμως, οι συσχετισμοί, τόσο σε επίπεδο Ομοσπονδίας, όσο και σε επίπεδο μεμονωμένων συλλόγων, άλλαξαν, με αποτέλεσμα να βρεθούν στην ηγεσία συνδικαλιστικές ομάδες που δεν είχαν αντίρρηση με τη Διαδικασία της Μπολόνιας, την αναγνώριση των τίτλων σπουδών που εκδίδονται από ΑΕΙ της αλλοδαπής μέσω του συστήματος της δικαιόχρησης (franchising), αλλά και των επαγγελματικών δικαιωμάτων των κατόχων τους. Βέβαια, η Ομοσπονδία συνέχισε να έχει κριτική στάση έναντι των ιδιωτικών ιδρυμάτων (ΚΕΣ, κολεγίων κ.λπ.), τα οποία είχαν συμφωνίες δικαιόχρησης με ξένα ΑΕΙ, και να προσφεύγει ακόμα και στη δικαιοσύνη όταν δόθηκαν άδειες ίδρυσης σε 41 κολέγια (το 2009).

Το μεγάλο βήμα, όμως, για την προώθηση της κινητικότητας και της αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων, έγινε από τη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία τον Ιανουάριο του 2020, μετά από «διαβούλευση» λίγων εβδομάδων, κατέθεσε και ψήφισε –με μικρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είναι αλήθεια— ένα νόμο που ακολουθεί πιστά τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες, και το θεσμικό πλαίσιο το οποίο υλοποιήθηκε από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ (βλ. Ν. 4653/2020). Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 50 εξισώνει τα πτυχία των ιδιωτικών κολεγίων με αυτά των δημόσιων ΑΕΙ, επιτρέποντας, χωρίς αναγνώριση από τον ΔΟΑΤΑΠ , οι απόφοιτοι των κολεγίων να έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στις εξετάσεις του Α.Σ.Ε.Π. για διορισμό στην δημόσια εκπαίδευση (κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε προωθήσει, είναι αλήθεια). Με νεότερη ρύθμιση, μάλιστα, η οποία ενσωματώθηκε στο νόμο 4763/2020 (άρθρο 164), προβλέπεται αυτοματοποιημένη, τυπική διαδικασία –μέσω ειδικής υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας που ονομάζεται «Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας»– αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας των πτυχίων κολεγίων που συνεργάζονται με ευρωπαϊκά ΑΕΙ με συμφωνίες δικαιόχρησης (franchise), και επιβάλλεται σε επαγγελματικούς φορείς όπως το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.) και το Οικονομικό Τεχνικό Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) να εγγράψουν άμεσα στα μητρώα τους κατόχους πτυχίων αυτών των ιδρυμάτων, χωρίς επιπλέον εξεταστικές διαδικασίες.

Σε αυτήν την εξέλιξη, οι αντιδράσεις των επιστημονικών και επαγγελματικών φορέων, πολιτικών κομμάτων αλλά και ακαδημαϊκών φορέων (π.χ. Πολυτεχνείων) φαίνεται να είναι έντονες, αφού έχουν προαναγγελθεί προσφυγές για την ακύρωσή της νομοθετικής ρύθμισης, καθώς και κινητοποιήσεις με διάφορες μορφές.Τι λένε όλα τα παραπάνω; Ότι υπάρχει σύμπνοια για την αμοιβαία αναγνώριση σπουδών, πτυχίων και επαγγελματικών δικαιωμάτων σε ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ πρωτίστως, αλλά και σε ΕΘΝΙΚΟ επίπεδο, αφού όλες οι κυβερνήσεις υπερψήφισαν τις ανάλογες Κοινοτικές Οδηγίες στα ανάλογα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και οι πλειοψηφία των ευρωβουλευτών μας στο Ευρ. Κοινοβούλιο (πιο πρόσφατη είναι η Οδηγία 2018/958 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2018), κάτι που δημιουργεί ανυπέρβλητα νομικά εμπόδια στην όποια προσπάθεια αντίθεσης εκ μέρους συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων, οι οποίες πολύ εύκολα μπορεί να ετικετοποιηθούν ως “συντεχνίες” (Μηχανικοί, Οικονομολόγοι) και να μην ελκύσουν την απαραίτητη πολιτική στήριξη από πλατειές μάζες εργαζόμενων, ή από πληθώρα επιστημονικών, επαγγελματικών ή συνδικαλιστικών φορέων. Βέβαια, καμιά μάχη δεν είναι χαμένη, ιδίως αν αυτοί οι φορείς –όπως λένε οι ίδιοι– υπερασπίζονται ακαδημαϊκά δικαιώματα (π.χ. το ενιαίο, αδιάσπαστο πενταετές δίπλωμα του μηχανικού), αξίες περί κοινωνικής δικαιοσύνης (αντιμετώπιση αποφοίτων με διαφορετικές σπουδές, και σε χρόνο και σε ποιότητα), αλλά και βασικά κοινωνικά αγαθά, δημοσίου συμφέροντος (π.χ. η ασφάλεια των πολιτών, τα σπίτι των οποίων θα χτίζονται από ανθρώπους με μειωμένα προσόντα, οι οποίοι, στην ουσία, έχουν “αγοράσει” το πτυχίο τους). Η ίδια η Κοινοτική Οδηγία αφήνει περιθώρια για νομικά αντεπιχειρήματα: α) η κατοχύρωση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών (άρθρο 138, 143 του Ν. 4763/2020), β) ο έλεγχος αναλογικότητας των διατάξεων και ρυθμίσεων (άρθρα 141, 144), γ) η διασφάλιση του “δημόσιου συμφέροντος”, στο οποίο περιλαμβάνεται η προστασία των καταναλωτών, προστασία του περιβάλλοντος, η διασφάλιση και διατήρηση της εθνικής ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς, κ.λπ (άρθρο 143, 144).

Βέβαια, σε τελική ανάλυση, όλα θα κριθούν στο ΠΟΛΙΤΙΚΟ επίπεδο, και εκεί οι μάχες μπορούν να κερδηθούν μόνο μέσα από ευρεία κινητοποίηση (κομμάτων, επιστημονικών, επαγγελματικών και ακαδημαϊκών φορέων). Φυσικά, η όποια “μάχη” δεν πρέπει να παραμένει σε επίπεδο κατάργησης μεμονωμένων ρυθμίσεων (οι οποίες μπορεί να επανεισαχθούν στο μέλλον, ακόμα και αν αναβληθούν στο παρόν, όπως έδειξε και η ιστορική συγκυρία), αλλά σε επίπεδο αντίδρασης σε ευρύτερες ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ, οι οποίες υπονομεύουν αυτό το έρμο το “δημόσιο συμφέρον”, το οποίο θυμόμαστε μόνο αν, π.χ., καταρρεύσει κάποιο κτίριο σε ενδεχόμενο σεισμό (και τότε ψάχνουμε αποδιοπομπαίους τράγους!).

ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ!

Αρκετά από τα στοιχεία του κειμένου αντλήθηκαν από το: Γουβιάς, Δ. & Θεριανός, Κ. (2014). Εκπαιδευτική Πολιτική. Αθήνα: Gutenberg

*Ο Διονύσης Γουβιάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΤΕΠΑΕΣ), Πανεπιστήμιο Αιγαίου