Η ΙΤΑΛΙΑ ΜΑΣ ΚΗΡΥΞΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ! (Κι εμείς πήγαμε στο υπόγειο)

Θεατρική παράσταση για τη σχολική γιορτή της 28ης Οκτώβρη βασισμένη σε κείμενα του Κυριάκου Ντελόπουλου.

Διασκευή: Δημήτρης Μαριόλης

στη σκηνή όλη η οικογένεια, μιλούν τα δύο παιδιά, στο βάθος η μαμά, η υπηρέτρια Δωροθέα και η θεία Γαζία, ο μπαμπάς λείπει

ΑΓΟΡΙ 1: Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940.

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Εκείνο το πρωί, όπως κάθε πρωί Δευτέρας, ξύπνησα νωρίς και πήγα στην κουζίνα του σπιτιού μας να πάρω την τσάντα μου και να φύγω για το σχολείο.

ΑΓΟΡΙ 1: Ο μπαμπάς έφυγε για τη δουλειά του χαρούμενος γιατί κάθε Δευτέρα πρωί είναι ξεκούραστος και έχει κέφια.

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Η υπηρέτριά μας η Δωροθέα ετοίμαζε το πρωινό, η θεία Γαζία ασχολούνταν με κάτι περιοδικά. Η μαμά άρχισε να κυνηγάει τον αδελφό μου να πιει το γάλα του κι αν τον έπιανε θα τον έκανε να το πιει – αλλά που να τον πιάσει – και όλοι γελούσαμε…

η μητέρα κυνηγά το μικρό να πιει το γάλα του, παίζουν και γελάνε

ΑΓΟΡΙ 1: Αλλά σήμερα τόση ώρα που γελούσαμε δεν προσέξαμε πως ο μπαμπάς είχε γυρίσει ξαφνικά πίσω και μας κοιτούσε. Χωρίς να γελάει.

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Ήταν ιδρωμένος, γιατί είχε τρέξει κι είχε ανεβεί τη σκάλα γρήγορα, και δεν μπορούσε να καταπιεί και τα μάτια του ήταν έξω, σαν να είχε μαλώσει με κάποιον.

ΑΓΟΡΙ 1: Η μαμά τον είδε πρώτη και σταμάτησε να γελάει και του είπε πως ήρθε πάνω στην ώρα που δεν πίνω το γάλα μου και πρέπει να φύγω για το σχολείο και να μου πει κάτι για να το πιω. Αλλά ο μπαμπάς μου δεν είπε τίποτα.

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Τότε τον ρώτησε γιατί γύρισε πίσω και μήπως ήταν αργία και δεν το ήξερε. Αλλά ο μπαμπάς πάλι δεν είπε τίποτα.

ΑΓΟΡΙ 1: Μετά μίλησε ξαφνικά…

ΜΠΑΜΠΑΣ: Ε ΠΑΨΤΕ ΠΙΑ!

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: και είπε να τον ακούσουμε με προσοχή και όταν καθίσαμε προσοχή είπε κανείς να μη βγει από το σπίτι,

ΑΓΟΡΙ 1: εγώ να μην πάω σχολείο,

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: κι εγώ να μην πάω σχολείο,

ΑΓΟΡΙ 1: η θεία Γαζία να αφήσει τα περιοδικά,

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: η Δωροθέα να κλείσει τις πόρτες και τα παράθυρα

ΑΓΟΡΙ 1: κι η μαμά να πάψει να με κυνηγάει μ’ αυτό το γελοίο γάλα

ΜΠΑΜΠΑΣ: Εδώ χαλάει ο κόσμος κι εσείς παίζετε!

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Μόλις είπε έτσι, αφήσαμε τα παιχνίδια και τα γέλια και μαζευτήκαμε γύρω του και τον κοιτούσαμε, γιατί ποτέ άλλοτε δεν ήταν έτσι, και περιμέναμε να μας πει γιατί χαλάει ο κόσμος.

ΑΓΟΡΙ 1: Τότε ο μπαμπάς έβγαλε μια φωνή κουρασμένη, βραχνιασμένη, θυμωμένη, αγριεμένη και φοβισμένη, που, όταν την ακούσαμε, γίναμε κι εμείς θυμωμένοι, αγριεμένοι και φοβισμένοι:

ΜΠΑΜΠΑΣ: Η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο!

ΜΑΜΑ: Τι; Τι είπες;

ΜΠΑΜΠΑΣ: Η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο.

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Τη δεύτερη φορά ακούσαμε όλοι κι η μαμά είπε…

ΘΕΙΑ ΓΑΖΙΑ: Θεέ μου! Γιατί;

ΑΓΟΡΙ 1: Η Δωροθέα είπε

ΔΩΡΟΘΕΑ: Παναΐτσα μου. Τι θα κάνω τώρα;

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Η θεία Γαζία είπε ένα καινούριο τραγούδι που δεν είχε μουσική:

ΘΕΙΑ ΓΑΖΙΑ: Εμπρός, η μάχη ήρχισε, το βήμα μας ταχύ. Μυρίζει η πυρίτις, η σφαίρ’ αντιλαλεί, κι η βροντερή φωνή της εις μάχην μας καλεί!

ΑΓΟΡΙ 1: κι εγώ, χωρίς να καταλάβω πώς μου ήρθε, έτρεξα και πήρα από τα χέρια της μαμάς τη φλιτζάνα με το γάλα και το ήπια όλο. Τότε ο μπαμπάς ήρθε κοντά μου και με ακούμπησε στον ώμο και μου είπε:

ΜΠΑΜΠΑΣ:  Άκη, από σήμερα θα γίνεις άντρας. 

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Μετά γύρισε στη μαμά και της είπε πως θα τρέξει στην τράπεζα να σηκώσει λεφτά.

ΜΠΑΜΠΑΣ: Δεν έχουμε δραχμή!

ΑΓΟΡΙ 1: Είπε κι έφυγε τρέχοντας στη σκάλα…

ακούγεται μια έκρηξη

ΜΑΜΑ: Τι ήταν αυτό; Ακούσατε;

ΔΩΡΟΘΕΑ: Μπόμπες! Βομβαρδισμός! Βομβαρδισμός…

ακούγεται ήχος σειρήνας

ΜΑΜΑ: Κι αυτό; ρώτησε η Δωροθέα.

ΘΕΙΑ ΓΑΖΙΑ: Σειρήνες! Σημαίνουν συναγερμό. Να τρέξει ο κόσμος να κρυφτεί.

ΜΑΜΑ:  Θεέ μου! Κι ο μπαμπάς είναι έξω… Δε θα προλάβει…

ΘΕΙΑ ΓΑΖΙΑ:  Θα έρθουν οι Ιταλοί;

ΔΩΡΟΘΕΑ:  Είναι κακοί, κυρία;

ΜΑΜΑ: Δεν ξέρω, είπε η μαμά. Ο κύριος Δεμαρτίνος, που έχει το ποδηλατάδικο, είναι Ιταλός. Είναι καλός.   

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Σε λίγο ήρθε ο μπαμπάς μου και ήταν πολύ λερωμένος και σκισμένος και δεν είχε το καπέλο του, ούτε στο κεφάλι ούτε στο χέρι, και είπε πως η τράπεζα ήταν κλειστή και δεν έκανε τίποτα.

ΑΓΟΡΙ 1: Μετά είπε να κατεβούμε όλοι γρήγορα, όπως είμαστε και βρισκόμαστε, να πάμε στης κυρίας Γιαννοπούλου, γιατί το σπίτι της έχει υπόγειο και η ταράτσα της είναι τσιμεντένια και δεν μπορούν να την τρυπήσουν οι μπόμπες.

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Κατεβήκαμε όλοι πιασμένοι χέρι χέρι και μπήκαμε στον κόσμο που έτρεχε και όλο τρέχαμε και ακούγαμε τις μπόμπες, τις σειρήνες, τα αντιαεροπορικά και τα βαπόρια

κόσμος κινείται στη σκηνή

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ 1: Εφημερίδες! Εφημερίδες!

ο κόσμος παγώνει στη θέση του, σαν άγαλμα.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ 2: Κήρυξη πολέμου! Εφημερίδες!

ΑΓΟΡΙ 1: και φτάσαμε στην πλατεία και σταματήσαμε κάτω από τα δέντρα να ξεκουραστούμε… και ο μπαμπάς με πήρε αγκαλιά και είπε πάλι:

ΜΠΑΜΠΑΣ: Άκη, από σήμερα θα γίνεις άντρας.

ΑΓΟΡΙ 1: Εγώ τότε φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί δεν ήθελα να γίνω σήμερα άντρας. Ούτε ήθελα να πάω στο υπόγειο. Ήθελα τους φίλους μου, τον Ρούλη, τον Βαγγελάκη, τον Μωυσή, τη Λίλα, τη Λέλα, τη Λούλα, τον Βασίλη, τον Ίωνα. Και τη Μαρία.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ 1: Γενική επιστράτευση! Εφημερίδες!

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ 2: Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο! Εφημερίδες!

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ 1: Στα σύνορα άρχισαν οι μάχες από σήμερα το πρωί! Εφημερίδες!

Μοιράζουν τις εφημερίδες. Το πλήθος δημιουργεί ομάδες, διαβάζουν τις εφημερίδες και συζητάνε δυνατά

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ 2: Εφημερίδες! Ο ελληνικός στρατός ανεβαίνει τα βουνά της Πίνδου.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ 1: Εφημερίδες! Η πρώτη ελληνική νίκη ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ 2: Οι Ιταλοί υποχωρούν προς την Αλβανία.

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ: Ο ταχυδρόμος! Γράμματα από το μέτωπο! Χριστίνα Παπαγεωργάκη;

ΜΗΤΕΡΑ: Εγώ, εγώ! (διαβάζει): «Γεια και χαρά σου, μάνα. Εδώ όλα καλά! Κάθε μέρα και νίκη! Κρύο, μάνα, παγωνιά! Χιόνι. Όλα άσπρα! Πετάξαμε και τα ρούχα για ν’ ανέβουμε στο βουνό, μας βαραίνανε! Σώθηκαν και οι σφαίρες… Κουράγιο, μάνα, θα γυρίσω νικητής. Να προσέχεις! Σε φιλώ, ο γιος σου».

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ: Ανδρέας Λαμπρόπουλος;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Εδώ ταχυδρόμε! Ευχαριστώ! (διαβάζει): «Πατέρα μου σε χαιρετώ. Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Έτσι χιονισμένα και παγωμένα δεν τα είδαμε ποτέ. Κρύο και παγωνιά και μεις ξεπαγιάζουμε εδώ στα βουνά της Αλβανίας, ταγμένοι στο  μεγάλο σκοπό. Χθες, ύστερα από μάχες έξι ημερών, οι Ιταλοί εγκατέλειψαν ένα πολύ ψηλό βουνό, ένα φοβερό οχυρωμένο ύψωμα, θεόρατο. Το πήραμε λοιπόν κι αυτό. Όμως, από κάθε λόχο, μείναμε μόνο 50 άντρες, οι υπόλοιποι χάθηκαν στις μάχες. Νέοι άνθρωποι από κάθε γωνιά της Ελλάδας που άφησαν πίσω τους γονείς, παιδιά, γυναίκες, αγάπες, δουλειές, όνειρα. Που έδωσαν τη ζωή τους. Έτσι, με πείσμα και αίμα κερδίζετε εσείς εκεί κάτω την ησυχία σας και την ελευθερία σας. Είναι πληρωμένη ακριβά, όμως κάθε μέρα και κάθε νύχτα ζούμε με τη δική σας σκέψη».

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ: Κατερίνα Δεληγιώργη!

ΣΥΖΥΓΟΣ: Εδώ είμαι! Γράμμα για μένα! (διαβάζει): «Αγαπημένη μου γυναίκα γεια σου. Πέρασε κι η Πρωτοχρονιά. Μπήκαμε πια στο 1941. Ο καιρός έξω φριχτός. Παγωμένη βροχή. Οι Ιταλοί υποχωρούν συνέχεια. Προχωράμε με δυσκολία προς το βορρά κολλώντας στις λάσπες. Σε σκέφτομαι. Σκέφτομαι και τα παιδιά μας και το χωριό. Και τη μάνα μου. Τι κάνει η μάνα μου; Αχ κορίτσι μου για σένα πολεμώ!» (κλείνει το γράμμα και μονολογεί) Αχ κορίτσι μου για σένα πολεμώ…

ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ «ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΠΟΛΕΜΩ»

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ 1: Εφημερίδες! Η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα!

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ 2: Εφημερίδες! Το μέτωπο κατέρρευσε! Οι γερμανικές δυνάμεις μπαίνουν στην Αθήνα.

ΑΓΟΡΙ 2: Εκείνη τη στιγμή φάνηκε κι ο μπαμπάς κουρασμένος από τη δουλειά, με το πρόσωπό του σταχτί, μελανί και μπλαβί.

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Είπε στη Δωροθέα να μη φύγει και πως ανεβαίνουν και οι άλλοι ν’ ακούσουν αυτά που θα πει και που είναι πολύ μαύρα κι άραχλα. Κι όταν ανέβηκαν κι οι άλλοι, άρχισε χωρίς να του αρέσει:

ΜΠΑΜΠΑΣ: Έπειτα από εκατόν είκοσι χρόνια ελεύθερης ζωής είμαστε πάλι σκλάβοι. Από αύριο δε θα ξανακυματίσει η ελληνική σημαία. Θα βλέπουμε μόνο τη «δοξασμένη» τρικολόρα, την ιταλιάνικη. Το μέτωπο έχει σπάσει από μέρες. Οι Ιταλοί έρχονται. Νικητές και τροπαιούχοι με τις πλάτες των Γερμανών. Ώρα με την ώρα φτάνουν στην Αθήνα. Θα ζήσουμε μαζί, αλλά ούτε ειρηνικά ούτε ήσυχα. Θα πέσει μεγάλη πείνα και δυστυχία. Κρατήστε το θυμό σας γι’ αργότερα. Χαρίλαε, Αυγερινέ, η σειρά σας. Κι εσένα Δωροθέα. Έχετε πολλή δουλειά μπροστά σας. Για το στρατό ο πόλεμος τελείωσε. Τώρα αρχίζει ο δικός σας, ο δικός μας, όλων μας. Δε θα μείνουμε με σταυρωμένα χέρια.

ΑΓΟΡΙ 2: Ακούσαμε προσεκτικά και μου φαίνεται ότι αν μας ρωτούσε τι είχε πει όλοι θα τα λέγαμε ακριβώς όπως τα είπε, αλλά κανείς δεν ήθελε να πει κάτι κι ούτε είπε.

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Είχε απλωθεί μεγάλη ησυχία και μόνο το καντηλάκι της θείας Γαζίας τσιτσίριζε κι έμοιαζε σα να έκανε μεγάλο θόρυβο και μας ξεκούφανε.

ακούγονται γερμανικά εμβατήρια, όλοι αποχωρούν από τη σκηνή εκτός από τα δύο παιδιά

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Και ήρθαν. Πέρασε κιόλας καιρός από τότε που ήρθαν και μου φαίνεται σαν κάπως να συνηθίσαμε εκείνα που είχαμε σκεφτεί πως δεν θα μας άρεσαν.

ΑΓΟΡΙ 2: Ήρθαν και κάνουν τον έξυπνο και σαν να είναι όλα δικά τους. Μας έχουν κάνει να νομίζουμε πως τα πράγματά μας δεν είναι πια δικά μας, αλλά δικά τους, γιατί όσα θέλουν τα παίρνουν χωρίς να ρωτούν κανέναν και μεις φοβόμαστε να πούμε μη.

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Ήρθαν με φορτηγά αυτοκίνητα, με λάστιχα χωρίς σαμπρέλες και γέμισε ο τόπος και ήταν όλο φωνές κι αντάρες κι ούτε τους ένοιαζε αν κοιμόταν κανείς εκείνη την ώρα και τον ξυπνήσουν.

ΑΓΟΡΙ 2: Ήρθαν και διάλεξαν τα καλύτερα σπίτια, διώξανε με φωνές τους κατοίκους τους και τα έκαναν αρχηγεία τους, φρουραρχεία, κομμαντατούρα τα έλεγαν οι Γερμανοί, κομμανταπιάτσα οι Ιταλοί. Κρέμασαν τις φασιστικές σημαίες τους με τον αγκυλωτό σταυρό και τεράστιους πίνακες με το Χίτλερ και το Μουσολίνι.

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Στην αρχή που είχαν έρθει περπατούσαν στους δρόμους και μερικοί ‘Eλληνες στρατιώτες, γύριζαν στα σπίτια τους κουρασμένοι κι αδυνατισμένοι κι αξύριστοι γιατί είχαν έρθει από την Αλβανία με τα πόδια.

ΑΓΟΡΙ 2: Οι αρβύλες τους ήταν τρύπιες κι άλλοι ήταν ξυπόλυτοι και πεινούσαν και οι στολές τους ήταν ξεσκισμένες και χωρίς κουμπιά. Ο κόσμος τούς λυπόταν και τους συμπονούσε και τους έδινε τσιγάρα κι άλλοι ψωμί και καλαμπόκια ψημένα.

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: ‘Oσοι δεν είχαν τι να τους δώσουν, τους έλεγαν να κάνουν κουράγιο κι άλλοι τους έλεγαν παροιμίες, πως η ζωή είναι ρόδα και γυρίζει και πως πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

ΑΓΟΡΙ 2: Οι Ιταλοί ζήλευαν που έβλεπαν τόση αγάπη για τους ‘Eλληνες κι όχι και γι’ αυτούς, που μάλιστα είχαν φύγει μακριά από την πατρίδα τους και ζούσαν στην ξενιτιά στη δική μας πατρίδα, και μια μέρα έβγαλαν μια αυστηρή διαταγή όλο ζήλια που απαγόρευε στους στρατιώτες μας να γυρίζουν με τις στολές τους και τους ανάγκαζε να φορούν κανονικά ρούχα. 

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Ο γιος της κυρίας που κάθεται πίσω από το σπίτι της παλιάς δασκάλας μόλις γύρισε από την Αλβανία είδε κάτι Ιταλούς που τον κοίταζαν ειρωνικά και νευρίασε και αγρίεψε και τους φώναξε «Αέρααα!».

ΑΓΟΡΙ 2: Εκείνοι έφυγαν φοβισμένοι, αλλά γύρισαν πίσω με άλλους και άρχισαν να τον χτυπούν και να του δίνουν κλοτσιές, ώσπου ο κακομοίρης έπεσε κάτω κι εκείνοι τότε του έδιναν πιο πολλές, κι όταν είδαν πως είχαν μαζευτεί γύρω τους άνθρωποι θυμωμένοι έτοιμοι να τους βουτήξουν και να τους βάλουν κάτω και να τους πατήσουν, κιτρίνισαν και κοκκίνισαν και πρασίνισαν σαν τις στολές τους και χαιρέτησαν με ευγένεια και έφυγαν για να γλιτώσουν, κάνοντας πως κάτι θυμήθηκαν ξαφνικά και έπρεπε κάπου να πάνε μην αργήσουν.  

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Εμείς τα παιδιά δεν έχουμε πολλή όρεξη να πηγαίνουμε σχολείο και οι γονείς μας, μας στέλνουν με το ζόρι και μας λένε πως όπου να ‘ναι τα πράγματα θα καλυτερέψουν και, αν δεν καλυτερέψουν, θα συνηθίσουμε, που είναι χειρότερο, αλλά δε θα φαίνεται χειρότερο, γιατί οι συνήθειες έχουν αυτό το καλό.

ΑΓΟΡΙ 2: Δε λέω, σ’ εμάς τα παιδιά ποτέ δε μας άρεσε και τόσο να πηγαίνουμε σχολείο και τόσα χρόνια πηγαίναμε για τις εκδρομές και για να παίζουμε στα διαλείμματα, ενώ τώρα πηγαίνουμε όλο λύπη και πολλά παιδιά έρχονται νηστικά και καθόμαστε στα σκαλάκια και στα πεζούλια και λέμε αινίγματα κι ο σχολίατρος είπε πως, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, πολλοί μαθητές θα πάθουν αδενομάθεια.  

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Αδενοπάθεια είπε. Από την πείνα.

ΑΓΟΡΙ 2: Η εφημερίδα του μπαμπά όλο μικραίνει και δεν είναι κάτασπρο το χαρτί της, όπως πριν, και γράφει μόνο πόσο ακριβύνανε τα πράγματα και πως γι’ αυτό δε φταίει ο ιταλικός στρατός, αλλά οι σύμμαχοί μας οι Άγγλοι, που κάνουν πως θέλουν το καλό μας αλλά ανεβάζουν τις τιμές επίτηδες για να λένε ότι τις ανεβάζουν οι κακοί Ιταλοί, για να μην τους αγαπάμε.  

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Ο μπαμπάς διαβάζει προσεκτικά αυτή τη φτωχική εφημεριδούλα για να δει μήπως ο γερμανός στρατηγός έβγαλε μια καινούρια διαταγή και απαγορεύει κάτι ακόμη, γιατί, αν δεν το ξέρουμε, μπορεί να τιμωρηθούμε αυστηρά.

ΑΓΟΡΙ 2: Και, επειδή ο κόσμος δεν έχει φαγητό να φάει, έγιναν τα συσσίτια που πηγαίνουμε όλοι και περιμένουμε από το πρωί με μία κατσαρολίτσα πότε θα φέρουν τα καζάνια να μας μοιράσουν φασουλάδα χωρίς αλάτι και λάδι, αλλά μόνο με λίγα φασόλια μέσα σε πολύ νερό.

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: ‘Oταν έρχονται, τρέχουμε και στριμωχνόμαστε ποιος θα πάρει πρώτος, γιατί δε φτάνει κάθε μέρα για όλους και οι τελευταίοι δεν παίρνουν και γίνονται τσακωμοί ακόμα και ανάμεσα στους φίλους και ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά τα δικά τους και των άλλων.

ΑΓΟΡΙ 2: Έτσι μού έρχεται να κλαίω, να κλαίω συνέχεια. Όταν θα τελειώσει τούτος ο φριχτός χειμώνας, θα γράψω μια τραγωδία που θα αρχίζει έτσι:

ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΠΑΤΑΩ ΕΝΑ ΚΟΥΜΠΙ

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Ύστερα θα παρουσιάζεται ο χορός. Παιδάκια σκελετωμένα που θα τραγουδάνε μια λέξη, μόνο μια λέξη. Θα την τραγουδάνε σε μονότονο ρυθμό: «Πεινάω. Πεινάω». Τίποτε άλλο ως το τέλος, όσο θα κρατάει η τραγωδία.

ΣΠΙΘΑΣ: Ο Βίκτορας Ουγκό για να γράψει τους Άθλιους μεταχειρίστηκε χιλιάδες λέξεις. Εγώ θα μεταχειριστώ μόνο μία: το ρήμα πεινάω, που θα τα λέει όλα.

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Τα παιδάκια μου θα τραγουδάνε και κάθε πεινάω θα είναι και μια εικόνα. Ίσως να χρειαστεί να γράψω πολλούς τόμους, γιατί θα έχει πολλά πεινάω.

ΣΠΙΘΑΣ: Η κοιλιά μου είναι φουσκωμένη σαν μπαλόνι και πεινάω. Σήμερα λιποθύμησα. Πεινάω, ουφ, έμμονη ιδέα μού έχει γίνει τούτο το ρήμα. Θα παίξω για να περάσει η ώρα.

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Θα βάλω τα ρήματα στη γραμμή, να παραβγούνε στο τρέξιμο. Το πεινάω τερματίζει πρώτο, δεύτερο ακολουθεί το κρυώνω, τρίτο το φοβάμαι και σε μεγάλη απόσταση πίσω τους το πονάω, το μισώ, το αγαπώ. Το γελώ, πουθενά, ούτε ξεκίνησε από την αφετηρία.

ΣΠΙΘΑΣ: Πεινάω. Η πείνα μου δίνει το κουράγιο να κάνω πράγματα που ποτέ πριν, δεν φανταζόμουνα ότι θα έβρισκα το κουράγιο να κάνω.

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Οι Γερμανοί φορτώνουν και ξεφορτώνουν φορτηγά ολόκληρα με φρατζόλες ψωμί. Χτες, να, εδώ δίπλα στη γωνία, ήμουνα με το Γιωργάκη και τον Κώστα και τι να δούμε;

ΣΠΙΘΑΣ: Είχαν αφήσει το φορτηγό γεμάτο φρατζόλες ψωμί, μπροστά στα μάτια μας και πίνανε τον καφέ τους λίγο πιο κει σε ένα καφενείο. Πλησιάζουμε κι εμείς και γρήγορα γρήγορα, αρπάζουμε από μια φρατζόλα!

ΚΟΡΙΤΣΙ 2: Κάπως έτσι γνώρισε το Μικρό Ήρωα, το Γιώργο Θαλάσση, το παιδί – θρύλο που συμμετέχει σε ομάδες αντίστασης ενάντια στους κατακτητές! Το τρομερό πιτσιρίκι που το έψαχναν οι Γερμανοί μέρα νύχτα για να το συλλάβουν.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ (Ζαμπέτας – Φιλέρης)

(μπαίνει τρέχοντας στη σκηνή ο Σπίθας κρατώντας μια φρατζόλα ψωμί. Τον κυνηγά ένα Γερμανός στρατιώτης και αυτός τρέχοντας δαγκώνει μεγάλα κομμάτια από τη φρατζόλα)


ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2 : Κλέφτη…φέρε πίσω το ψωμί αμέσως, είναι δικό μου…
(ο Σπίθας σκοντάφτει και πέφτει, ο Γερμανός πλησιάζει και αρχίζει να τον μαστιγώνει. Ο Σπίθας σπαράζει από τα χτυπήματα αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να τρώει λαίμαργα την κουλούρα)
ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2 : Να ! Να ! Κλέφτη! Όλοι οι Έλληνες είστε κλέφτες ! Φέρε αμέσως το ψωμί !


(ο Μ.Η. πλησιάζει το Γερμανό)


Μ.Η. : Γιατί χτυπάτε αυτό το παιδί ; Δεν είναι σωστό είναι πολύ πεινασμένο !
ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2 : Τι είπες ; Τώρα θα δεις και συ τι θα πάθεις !


(ο Μ.Η. αρπάζει τη ζώνη του Γερμανού και την πετάει μακριά. Τον σπρώχνει δυνατά κι αυτός σκοντάφτει πάνω στον πεσμένο Σπίθα και πέφτει αναίσθητος. ο Μ.Η. παίρνει από το χέρι τον Σπίθα)


Μ.Η. : Ακολούθησέ με ! Θα μας σκοτώσουν οι Γερμανοί !


(τρέχουν και οι δυο μακριά και κάνουν το γύρο της σκηνής. Ο Γερμανός απομακρύνεται ζαλισμένος)
(λαχανιασμένα τα δυο παιδιά σταματάνε το τρέξιμο)

(ο Σπίθας δίνει διστακτικά ένα μικρό κομματάκι ψωμί στο Μ.Η.)


ΣΠΙΘΑΣ : Αχ, ααχ, τι νόστιμο ψωμί. Μα τι τον έπιασε αυτό το Γερμανό και με βάραγε έτσι με τη ζώνη; Αν δεν ήμουν απασχολημένος με το ψωμί, θα του έδινα ένα καλό μάθημα !


(ο Μ.Η. βάζει τα γέλια)


Μ.Η. : Είσαι σπίθα ! Έτσι θα σε λέω από δω και πέρα : Σπίθα
ΣΠΙΘΑΣ : Με λένε Νίκο Καστανίκο. Του Γεωργίου και της Πηνελόπης.
Μ.Η. : Εγώ θα σε λέω Σπίθα. Θέλεις να γίνουμε φίλοι ;
ΣΠΙΘΑΣ : Άκου λέει.
Μ.Η. : Που κάθεσαι ;
ΣΠΙΘΑΣ : Στο …παγκάκι.
Μ.Η. : Το βλέπω ότι κάθεσαι στο παγκάκι Σπίθα. Θέλω να πω που μένεις, που κοιμάσαι.
ΣΠΙΘΑΣ : Τις νύχτες κοιμάμαι κάτω από τα γεφύρια. Έτσι δεν πέφτει πάνω μου το κρύο της νύχτας. Κατάλαβες ;
Μ.Η. : Κατάλαβα. Δεν έχεις κανένα δικό σου στην Αθήνα ;
ΣΠΙΘΑΣ : Τι δικό μου …γεφύρι ;
Μ.Η. : Εννοώ συγγενείς Σπίθα. Πατέρα, μητέρα, θείους, αδέρφια…
ΣΠΙΘΑΣ : Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο με τους Ιταλούς, η μητέρα μου πέθανε στο χωριό κι εγώ ήρθα στην Αθήνα γιατί μου είπαν πως εδώ μοιράζουνε τζάμπα φαΐ.
Μ.Η. : Θέλεις να’ ρθεις να μείνεις μαζί μου ; Έχω ένα δωματιάκι. Θα ψάξουμε να βρούμε άχυρα και καμιά κουβέρτα για να μην κοιμάσαι χάμω. Τι λες ;
ΣΠΙΘΑΣ : Άκου λέει. Γιατί να μη θέλω ; Πόσα θα μου δίνεις ;
Μ.Η. : Έ δε τρώγεσαι ! Θέλεις να πάρεις μέρος στην αντίσταση και να βοηθήσεις για την ελευθερία της χώρας μας ;
ΣΠΙΘΑΣ : Θέλω !

Μ.Η. : Πρέπει τότε να ορκιστείς! Να επαναλαμβάνεις μετά από μένα:

Μ.Η. – ΣΠΙΘΑΣ : Εγώ ο Σπίθας, ορκίζομαι να αφιερώσω τη ζωή μου στην υπηρεσία της ελευθερίας ! Ορκίζομαι να πολεμήσω ενάντια στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, ώσπου να κερδίσουμε την ελευθερία μας.

ΣΠΙΘΑΣ : Είσαι ένας ήρωας. Ένας αληθινός μικρός ήρωας με μεγάλη ψυχή.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ: Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ (του Κηλαηδόνη)

Ο πόλεμος της Ελλάδας με την Ιταλία και τη Γερμανία, ήταν ένα μόνο επεισόδιο από ένα πολύ μεγάλο πόλεμο, το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πατρίδα μου την Πολωνία, ο πόλεμος άρχισε το 1939. Εγώ θέλω να σας μιλήσω για τα παιδιά, τα μεγαλύτερα θύματα του πολέμου.

Στην Πολωνία το ΄39

μια φοβερή γίνηκε μάχη

και πλήθος πόλεις και χωριά

θάφτηκαν στη στάχτη.

Χάνει η αδερφή τον αδερφό της

τον άντρα η γυναίκα στη φωτιά.

Και το παιδί μες τα ρημάδια

του κάκου τους γονιούς αναζητά.

Ούτε είδηση ούτε γράμμα πια

ερχόταν απ΄ την Πολωνία.

Όμως στις χώρες του βοριά

λέγαν μια αλλόκοτη ιστορία.

Χιόνιζε, καθώς λέγαν πέρα εκεί

κι ακούστηκε σ΄ ανατολή και δύση

πως μια σταυροφορία από παιδιά

στην Πολωνία είχε αρχίσει.

Στις δημοσιές, κοπάδια πεινασμένα,

περιπλανιόνταν τα ορφανά.

Κι άλλα παιδιά επαίρνανε μαζί τους

από τα ρημαγμένα τους χωριά.

Θέλαν να γλυτώσουν τη σφαγή

που εφιάλτης είχε γίνει.

Να φτάσουν σε μια χώρα

που να βασιλεύει ειρήνη.

Είχαν το μικρό αρχηγό τους

που τον ακολουθούσαν θαρρετά.

Μα κείνον τονε τρώει η έννοια

γιατί τους δρόμους ξαστοχά.

Ένα κορίτσι έντεκα χρονώ

τετράχρονο αγόρι κουβαλούσε.

Μάνα θε να γινόταν μια χαρά

σε χώρα ειρηνική αν κατοικούσε.

Κι ένα σκυλί είχαν εκεί

που το ΄πιασαν για να το φάνε.

Το λυπήθηκαν κι είχε προστεθεί

στα στόματα όπου πεινάνε.

Κι ένα σχολειό είχαν εκεί

με δασκαλάκο για ορθογραφία.

Στην τσακισμένη ράχη ενός τανκ

μάθαν να γράφουνε Φιλία.

Ελπίδες είχανε λοιπόν και πίστη

αλλά δεν είχαν κρέας ούτε ψωμί.

Κι αν κλέβαν, ας μην τους κατηγορήσει

όποιος τους πεινασμένους δε βοηθεί.

Τράβηξαν κατά το νοτιά.

Νοτιάς – τους είπαν – είναι τα μέρη

που ο ήλιος στέκεται καρφί

από πάνω σου το μεσημέρι.

Ένα φαντάρο πληγωμένο

μέσα σε δάσος είχαν βρει.

Τονε νοιαστήκανε θαρρώντας

πως κάποιο δρόμο θα τους πει.

Κι αυτός τους λέει : Στο Μπιλγκοραί

Παραμιλάει ; Δεν μπορούν να καταλάβουν.

Μα σ΄ έξι μέρες πέθανε κι αυτός

και σε λαγούμι τονε θάβουν.

Κι ανταμώνανε συχνά

δείχτες των δρόμων χιονισμένους

–          αλλά δεν ξέραν πως αλλού

τους είχαν άλλοι γυρισμένους

για λόγους στρατιωτικούς

και τους εχθρούς για να μπερδεύουν.

Έτσι λοιπόν, το Μπιλγκοραί

του κάκου τα παιδιά γυρεύουν.

Στέκονται πλάι στον αρχηγό τους

που όλο κοιτά τον ουρανό.

Τους δείχνει πέρα εκεί και τους λέει

Πρέπει να πάμε εκεί θαρρώ

Κάποτε, νύχτα, είδαν μια φωτιά

–          μα να ζυγώσουν δεν τολμάνε.

Κάποτε προσπεράσαν τρία τανκς

–          σημάδι πως ανθρώποι γύρω θα ΄ναι.

Κάποτε, σε μια πολιτεία κοντά

φτάσαν αλλά πισωγυρίσαν.

Και μόνο νύχτα περπατούσαν πια

ώσπου την πόλη την αφήσαν.

Εκεί που ήταν η νότια Πολωνία,

μέσα στον άγριο το χιονιά,

φανήκαν τα πενηνταπέντε

παιδιά για τελευταία φορά.

Κι όταν τα μάτια μου σφαλνώ

τα βλέπω να περιδιαβάζουν

ολημερίς χωρίς σταματημό

και σε καμένες στάνες να φωλιάζουν.

Και πάνωθέ τους, μες τα νέφη,

βλέπω άλλο πλήθος, πιο τρανό !

με τους ανέμους να παλεύει

χωρίς πατρίδα, ούτε σκοπό

γυρεύοντας μια χώρα ειρηνική

κι απ΄ τους πολέμους, ξεχασμένη

–          κι όχι σαν τη δική τους, τη νεκρή.

Κι αυτό το πλήθος όλο και πληθαίνει.

Και μες τη σκοτεινιά διακρίνω

κι άλλα παιδιά λογής – λογής :

σπανιόλους, γάλλους, μαύρους, άσπρους,

από τα πέρατα της γης !

Εκείνο το Γενάρη, κάποιοι Πολωνοί

ένα σκυλί εβρήκαν πεινασμένο

και στον ξεσαρκωμένο του λαιμό

ήταν ένα χαρτόνι κρεμασμένο.

Κι έγραφε πάνω κει : Βοήθεια !

Χαθήκαμε στο χαλασμό.

Είμαστε εδώ πενηνταπέντε.

Ο σκύλος θα σας φέρει εδώ.

Κι αν δεν μπορείτε εσείς να ΄ρθείτε

διώξτε το σκύλο μακριά.

Μην τον σκοτώστε : κανείς άλλος

δεν ξέρει που είναι τα παιδιά.

Παιδιάστικο ήτανε το χέρι

που έγραψε τα λόγια εκείνα.

Δυο χρόνια έχουνε περάσει.

Κι ο σκύλος πέθανε απ΄ την πείνα.

ΑΓΟΡΙ 1: 12 Οκτωβρίου 1944

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Μας ξύπνησαν οι καμπάνες. Και οι φωνές του κόσμου. Φεύγουν! Φεύγουν! Έφυγαν!

ΑΓΟΡΙ 1: Η μάνα μου άνοιξε το παράθυρο κι απέναντι, στην Ακρόπολη δεν κυμάτιζε πια η ναζιστική σημαία με τη σβάστικα.

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο που γελούσε, χόρευε, πανηγύριζε, αγκαλιαζόταν, φώναζε συνθήματα, παιδιά και νέοι που διαδήλωναν, έστηναν αυτοσχέδιες παρελάσεις.

ΑΓΟΡΙ 1: Και σημαίες, γαλανόλευκες ελληνικές. Που βρέθηκαν τόσες σημαίες; Και αγγλικές και αμερικάνικες και ρώσικες, τόσα χρώματα ανακατεμένα. Που βρέθηκαν τόσες σημαίες;

ΚΟΡΙΤΣΙ 1: Το βραδάκι της μέρας της Απελευθέρωσης η μητέρα μου μας πήγε ένα μικρό περίπατο στο Σύνταγμα. Ήταν ο συνηθισμένος τόπος που παίζαμε εκείνο τον καιρό. Αυτή την φορά όμως πήραμε άλλη κατεύθυνση . Είχε σουρουπώσει και περάσαμε στην οδό Σταδίου από την Κολοκοτρώνη. Εκεί μας περίμενε η έκπληξη, μαζί με όλους όσοι βρέθηκαν εκείνη την ώρα κοντά μας, είδαμε το δρόμο φωτισμένο από τα εκατοντάδες λαμπιόνια του Δήμου στις φωτεινές αψίδες της Σταδίου.

ΑΓΟΡΙ 1: Το μικρό αγοράκι που σε όλη την Κατοχή δεν χώνεψε ποτέ τα σκοτάδια της συσκότισης που του επιβάλανε οι γερμανοί κατακτητές, ρώτησε την μητέρα του: Αυτό είναι η Απελευθέρωση μαμά; θα έχουμε πια φως; Η απάντηση που δεν πήρα αλλά και η χαρά που πήρα περπατώντας στη φωτισμένη Σταδίου με ακολουθούν όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι σήμερα.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ – Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ