ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΛΕΣΧΗ


«Εγώ με μια λέξη θα έλεγα σήμερα, επειδή διάβασα τα καινούργια προγράμματα [για το Μάθημα των Θρησκευτικών] και τα είδα, πως είναι απαράδεκτα. Είναι επικίνδυνα»

Δήλωση Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου πριν τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό

«μπορώ να σας πω ότι οι όποιες παρεξηγήσεις λύθηκαν, θα χρησιμοποιηθούν τα παλιά βιβλία των Θρησκευτικών και θα γίνει προσπάθεια διορθώσεων σε συνεργασία Εκκλησίας – Πολιτείας»

Δήλωση Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου μετά τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό

Δεν γνωρίζουμε αν σε κάποιο άλλο κράτος του κόσμου έχουν συναντηθεί ο Πρωθυπουργός με τον Αρχιεπίσκοπο, τον Υπουργό Παιδείας και τον Υπουργό Άμυνας (!!) για να συζητήσουν για  την ύλη ενός σχολικού μαθήματος. Προφανώς πρόκειται για παγκόσμια πρωτοτυπία. Ωστόσο, με αφορμή την αντιπαράθεση για τα αναλυτικά προγράμματα των θρησκευτικών, αρκετά στοιχεία βγήκαν στην επιφάνεια, η σχετική αρθρογραφία ήταν αποκαλυπτική και ενδιαφέρουσα. Θα μπούμε στον κόπο να επαναλάβουμε μερικά από αυτά:

  • Τα προηγούμενα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία Θρησκευτικών που η ηγεσία της Εκκλησίας υπερασπίζεται σήμερα ως ακραιφνώς ορθόδοξα, είχαν καταγγελθεί το 2006 από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ως νεωτερίζοντα και εκτός εκκλησιαστικής παράδοσης.
  • Τα νέα αναλυτικά προγράμματα θρησκευτικών εκπονήθηκαν από θεολόγους το έτος 2010-11, ενώ από τη σχολική χρονιά 2011-12 και για τρία χρόνια τέθηκαν σε πιλοτική εφαρμογή σε αρκετά σχολεία πανελλαδικά. Η σχετική συζήτηση για την αλλαγή της φυσιογνωμίας του μαθήματος των θρησκευτικών έχει ξεκινήσει από το 1999 με τη συμμετοχή θεολόγων και ιεραρχών.
  • Η Εκκλησία της Ελλάδος εκτιμούσε – μέχρι πρότινος- ως θετικές τις αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα και μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπος σε συναντήσεις του με τους θεολόγους-συντάκτες των προγραμμάτων είχε θετική άποψη, γινόταν μάλιστα λόγος για «το έργο της αναβάθμισης του θρησκευτικού μαθήματος».
  • Εισηγητής εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας για το μάθημα των Θρησκευτικών, είναι ο Σύμβουλος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) Δρ. Σταύρος Γιαγκάζογλου, ο οποίος από το έτος 2008 είναι στενός συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου και Διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού της Εκκλησίας της Ελλάδος «Θεολογία». Να σημειώσουμε ότι ο Γιαγκάζογλου απομακρύνθηκε πρόσφατα από τη διεύθυνση του περιοδικού «Θεολογία».

Οι τελευταίες εξελίξεις δεν σηματοδοτούν καμία αλλαγή για τον φρονηματιστικό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών:

  1. Καμία στροφή δεν σχεδιάστηκε ούτε προωθήθηκε από το υπουργείο παιδείας για το μάθημα των Θρησκευτικών. Τουλάχιστον, καμία στροφή που να αμφισβητεί τον κατηχητικό, ομολογιακό, φρονηματιστικό του χαρακτήρα. Η κυβέρνηση δεν είχε και ούτε έχει, δυστυχώς, καμιά τέτοια πρόθεση. Τα όσα ανυπόστατα ακούστηκαν μέσα και γύρω από τις αυλές των σχολείων τις τελευταίες εβδομάδες, ότι καταργείται η πρωινή προσευχή, ότι καταργείται ο ομολογιακός χαρακτήρας και η απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, είναι χαρακτηριστικά της άγνοιας, του ανορθολογισμού και του σκοταδισμού ενός υπερσυντηρητικού ρεύματος  που συσπειρώνεται ενάντια σε κάθε υποψία προοδευτικής αλλαγής στην εκπαίδευση. Ακόμα και αν τέτοια προοδευτική αλλαγή δεν υφίσταται!
  1. Η αντιπαράθεση πυροδοτήθηκε και κλιμακώθηκε από την Εκκλησία για λόγους που έχουν να κάνουν με μια έντονη συντηρητική στροφή στο εσωτερικό της. Η όποια ιδεολογική αντιπαράθεση επιχείρησαν, μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, να ορθώσουν τα κυβερνητικά επιτελεία, ήταν εξαρχής καταδικασμένη να ηττηθεί. Όχι μόνο λόγω συσχετισμών, πράγματι, η δεξιά, υπερσυντηρητική άποψη είναι ισχυρή. Αλλά για δυο λόγους. Πρώτον, διότι είναι δειλή και ενοχική, δεν τολμά να θέσει με σαφήνεια και αποφασιστικότητα ούτε καν όσα στοιχειώδη και αυτονόητα ισχύουν εδώ και δεκαετίες στα κοσμικά κράτη και στα κοσμικά εκπαιδευτικά συστήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τόσο πολύ εμπνέουν τα αριστερά κυβερνητικά στελέχη. Δεύτερον, διότι η βαθύτατη συντηρητική μετάλλαξη και η μνημονιακή πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο συσπείρωσης του προοδευτικού κόσμου σε καθαρά ιδεολογικά ζητήματα.  Αυτό δεν αναιρεί σε καμιά περίπτωση τις ευθύνες της αριστεράς και των πολιτικών και κοινωνικών της συλλογικοτήτων που με τη σιωπή και την αμηχανία τους, αφήνουν το πεδίο ελεύθερο στις πιο αντιδραστικές και θρησκόληπτες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.
  1. Η λήξη του συναγερμού, με τις εκατέρωθεν εξηγήσεις μεταξύ Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου, πιθανόν να οφείλεται και σε άλλου είδους διαπραγματεύσεις οι οποίες καμία σχέση δεν έχουν με το μάθημα των Θρησκευτικών. Αλλά αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Για το ανεξίθρησκο, δημοκρατικό σχολείο της ισότητας και της κριτικής συνειδητοποίησης

Από την πλευρά μας επαναφέρουμε 7 σημεία που εδώ και χρόνια έχει υποστηρίξει το ανεξάρτητο ριζοσπαστικό ρεύμα οριοθετώντας τη θέση του και τη στάση του σαν τμήμα της ζωντανής εκπαίδευσης:

1.    Το μάθημα των θρησκευτικών, με τον κατηχητικό και δογματικό του χαρακτήρα, δεν συμβάλλει στη δημιουργία κριτικά σκεπτόμενων πολιτών. Αντίθετα, προωθεί τρόπους σκέψης και πρακτικές που αποδυναμώνουν τη λογική σκέψη όλων των μαθητών.

2. Με το μάθημα αυτό οι αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι ή μη θρησκευόμενοι μαθητές αποξενώνονται από την επίσημη σχολική διδασκαλία και στον ένα ή τον άλλο βαθμό βιώνουν μια σύγκρουση μεταξύ όσων η οικογένεια τους ή η κοινότητα τους τούς διδάσκει και όσων το σχολείο αναγορεύει σε επίσημη γνώση.

3.  Η δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών ελάχιστα αλλάζει τα δεδομένα, διατηρεί άθικτη τη ρίζα του προβλήματος, και εξατομικεύει τη λύση του δημιουργώντας νέα αδιέξοδα αφού:

α. ο κατηχητικός χαρακτήρας της επίσημης σχολικής γνώσης διαιωνίζεται και

β. το δικαίωμα αποφυγής της (κρατικά επιβεβλημένης) κατήχησης προϋποθέτει την αποχώρηση του μαθητή από τη σχολική ομάδα στην οποία ανήκει και την αποδοχή μιας ταυτότητας διαφορετικής από την επίσημα αναμενόμενη. Όταν ζητάμε από μικρά παιδιά να σηκώσουν ένα τέτοιο βάρος, στην ουσία επιβάλλουμε την κατήχηση. 

4.     Από τις τελευταίες εξελίξεις καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε πολύ μακριά από το ανεξίθρησκο, δημοκρατικό σχολείο της ισότητας και της κριτικής συνειδητοποίησης που επιδιώκουμε. 

5. Η λύση δεν βρίσκεται στην απαλλαγή των μαθητών από ένα υποχρεωτικό μάθημα  κατηχητισμού και δογματισμού αλλά  στην κατάργηση των θρησκευτικών και στη μελέτη του θρησκευτικού φαινομένου και της συμβολής του στην ανθρώπινη ιστορία και τον πολιτισμό μέσα από τη διδασκαλία στοιχείων ιστορίας, ηθικής, φιλοσοφίας και θρησκειολογίας. Αν και   μια τέτοια αλλαγή θα ήταν και από μόνη της ευκταία, για να μη θυσιαστεί στο βωμό της εντατικοποίησης της σχολικής διδασκαλίας και της υπερβολικής προσφοράς πληροφοριών, θα πρέπει να ενταχθεί σε μια ριζική αναπροσαρμογή του αναλυτικού προγράμματος και των βιβλίων.

6. Μια τέτοια αλλαγή αποκτά ιδιαίτερο νόημα στα πλαίσια του αγώνα για ένα σχολείο που θα διδάσκει γνώση και όχι πίστη, ένα σχολείο απαλλαγμένο από το κατηχητικό πλέγμα των πρωινών προσευχών, των εκκλησιασμών, του εθνικισμού και των παρελάσεων.

7. Για τους εκπαιδευτικούς της πράξης που εμπνέονται από τις ιδέες της ριζοσπαστικής κριτικής παιδαγωγικής και για όσο καιρό η κατάσταση δεν αλλάζει, το μάθημα των θρησκευτικών παραμένει ένα πεδίο πολλαπλών αγώνων: για την υπεράσπιση μιας σχολικής γνώσης γεμάτης νόημα και λογική, για την προάσπιση της ανεξιθρησκίας, για την προαγωγή αξιών όπως η ελευθερία, η ισότητα και ο σεβασμός της διαφορετικότητας που δεν εκπίπτει στην άκριτη αποδοχή των πάντων.