Βιβλιοκριτική: Σταύρος Ζουμπουλάκης, “Για το σχολείο”, Εκδόσεις Πόλις

Δημήτρης Αλεξάκης

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι μια από τις δημόσιες φωνές που πάντα αξίζει την προσοχή μας. Οι απόψεις του είναι ενδιαφέρουσες και μαρτυρούν ένα ανεξάρτητο πνεύμα. Ακόμα και όταν διαφωνείς, δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις ότι οι θέσεις του είναι καλά τεκμηριωμένες και ότι ως τέτοιες αποζητούν μια προσεκτική εξέταση.

Στο βιβλίο του Για το σχολείο (εκδ. Πόλις, 2017) ο Ζουμπουλάκης συγκεντρώνει μια σειρά από κείμενα γύρω από το σχολείο και τη διδασκαλία τα οποία έχουν δημοσιευτεί στη διάρκεια μιας μακράς περιόδου είκοσι ετών· από το 1996 έως το 2016. Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τα κείμενα σε τρεις ομάδες. Η πρώτη αφορά το σχολείο ως θεσμό, η δεύτερη αφορά τη διδασκαλία των φιλολογικών αντικειμένων και η τρίτη αφορά επιμέρους ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής που απασχολούν την ελληνική εκπαίδευση (π.χ. αξιολόγηση, καταλήψεις).

Στο παρόν σημείωμα θα επικεντρωθούμε στην πρώτη ομάδα κειμένων θεωρώντας πως προέχει τόσο λογικά όσο και πρακτικά ένας αναστοχασμός πάνω στις βασικές έννοιες με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε το σχολείο και την εκπαίδευση. Στην αναστοχαστική αυτή προσπάθεια ένας ανοιχτός και ειλικρινής διάλογος είναι απαραίτητος. Πριν προχωρήσουμε οφείλουμε μια αναγκαία διευκρίνιση. Ο συγγραφέας δηλώνει ρητά από την αρχή πως μιλά για το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Σε αυτές τις βαθμίδες έχει υπηρετήσει για χρόνια ως φιλόλογος και ως Λυκειάρχης και αυτές γνωρίζει. Αντιθέτως, η δική μου εκπαιδευτική εμπειρία προέρχεται από το Δημοτικό, το οποίο έχει σαφώς μια διαφορετική λειτουργία. Θεωρώ, όμως, πως στον βαθμό που η εκπαίδευση έχει έναν ενιαίο χαρακτήρα σε όλες τις βαθμίδες της, ο διάλογος είναι εφικτός.

Ο Ζουμπουλάκης διαμαρτύρεται ενάντια στην επικράτηση ενός κούφιου παιδαγωγικού προοδευτισμού, ο οποίος εξυψώνει τον μαθητή, τη μάθηση, τις καθημερινές εμπειρίες, τη ζωή και υποβαθμίζει τη σημασία του δασκάλου, της διδασκαλίας, της υψηλής μορφωτικής αξίας των κλασικών κειμένων. Ζητά ένα σχολείο κλειστό στη ζωή. Ένα σχολείο που θα αφήνει έξω από τις πόρτες του τον θόρυβο της καθημερινότητας και της ευτέλειας που απασχολούν τόσο πολύ τους μαθητές (μηχανές, ποδόσφαιρο και μόδα) και θα επικεντρώνεται στον πλούτο των βιβλίων και των κλασικών κειμένων, ώστε να διανοίγει μια δυνατότητα – όσο μικρή και αν είναι – για την πνευματική και ηθική εξύψωση των μαθητών. Δεν είναι τυχαίο που από τις πρώτες σελίδες χαρακτηρίζει το σχολείο Κήπο και Παράδεισο. Ο παράδεισος που κατασκεύαζαν οι Πέρσες ήταν φημισμένος ως μια κατάφυτη περιοχή στη μέση της ερήμου.

Είναι, όμως, δυνατόν να κλείσουμε τη ζωή έξω από το σχολείο; Για να απαντήσουμε το ερώτημα πρέπει πρώτα να διευκρινίσουμε τι είναι η ζωή. Και εδώ κρύβεται, ίσως, η θεμελιώδης διαφωνία μας με τον συγγραφέα. Η ζωή δεν είναι απλώς οι καθημερινές εμπειρίες των μαθητών. Δεν είναι απλώς τα εφήμερα και ευτελή ενδιαφέροντά τους. Η ζωή αφορά τη συγκρότηση του υποκειμένου. Είναι τα χιλιάδες νήματα κοινωνικών σημασιών που τυλίγουν τους μαθητές και τους συγκροτούν ως άτομα και με τον τρόπο αυτό διαμορφώνουν τη στάση τους απέναντι στη γνώση, στο σχολείο και στον κόσμο. Έτσι, το ξερίζωμα από τη ζωή για τη στροφή στην πνευματική ζωή των βιβλίων μοιάζει αδύνατη. Επαναφέρει από την πίσω πόρτα το σφάλμα του Ρουσσώ. Ο Ρουσσώ θέλησε να διαχωρίσει πλήρως την εκπαίδευση από τη διεφθαρμένη κοινωνία και τον πολιτισμό, ώστε ο Αιμίλιος να αναπτυχθεί αποκλειστικά με τις επιταγές και τους ρυθμούς της φύσης διατηρώντας την αγνότητά του. Ο Ζουμπουλάκης φαίνεται να ζητά έναν παρόμοιο διαχωρισμό παραδίδοντας, όμως, τα σκήπτρα όχι στη φύση, αλλά στο αντικειμενικό πνεύμα των ανθρώπινων επιτευγμάτων.

Η αδυναμία διαχωρισμού σχολείου και ζωής δεν σημαίνει την υποχώρηση στον σχετικισμό, ο οποίος δέχεται πως όλες οι θέσεις είναι ισότιμες και απορρίπτει τη μορφωτική αξία των επιτευγμάτων του ανθρώπινου πνεύματος έναντι της εμπειρίας των μαθητών. Σημαίνει πως αναγνωρίζει την εμπειρία των μαθητών ως το αφετηριακό σημείο της παιδαγωγικής διαδικασίας. Από εκεί οφείλει ο εκπαιδευτικός να πάρει τον μαθητή του και να τον καθοδηγήσει προς τα υψηλότερα επιτεύγματα. Ο Ζουμπουλάκης έχει δίκιο όταν παρατηρεί πως η κολακεία των νέων – των δυνατοτήτων τους, των εμπειριών τους, των ενδιαφερόντων τους – δεν μπορεί να μας οδηγήσει πουθενά, αφού παραμένουμε στην αφετηρία της παιδαγωγικής διαδικασίας αρνούμενοι να αναλάβουμε τον επίπονο μόχθο της μάθησης. Ωστόσο και η πλήρης αγνόηση αυτού του αφετηριακού σημείου μας οδηγεί σε αδιέξοδο. Όπως δεν υπάρχει κάποιο αρχιμήδειο σημείο από το οποίο μπορούμε να κινήσουμε τη Γη, έτσι και δεν μπορούμε να βρούμε ένα σημείο απελευθερωμένο από τον θόρυβο της ζωής για να προσεγγίσουμε τα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος.

Πώς μπορεί, όμως, να επιτευχθεί αυτή η μετάβαση από την ευτέλεια των καθημερινών εμπειριών των μαθητών μας στη μορφωτική αξία των ανθρώπινων επιτευγμάτων; Ο συγγραφέας δίκαια διαμαρτύρεται ενάντια στην επικράτηση ενός παιδαγωγικού λόγου που επικεντρώνεται αποκλειστικά στη μάθηση υποβαθμίζοντας τη μεγάλη παιδαγωγική σημασία της διδασκαλίας. Η έμφαση στη μάθηση δηλώνει συχνά πως ο μαθητευόμενος έχει το δικαίωμα να επιλέξει το περιεχόμενο της μάθησης, όπως κάθε άλλο προϊόν στην αγορά. Όπως παρατηρεί όμως ο Ζουμπουλάκης οι μαθητές έρχονται στο σχολείο πρωτίστως για να διδαχθούν και όχι για να μάθουν. Αυτό σημαίνει πως το σχολείο είναι εκείνο που θα ορίσει τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών του.

Η κριτική του συγγραφέα στην υπερβολική έμφαση του σύγχρονου παιδαγωγικού λόγου στη μάθηση μοιάζει απολύτως δικαιολογημένη και βρίσκεται σε συμφωνία με τις αγωνίες και άλλων σύγχρονων θεωρητικών της εκπαίδευσης (π.χ. G. Biesta). Ωστόσο, η απάντηση του Ζουμπουλάκη περιορίζεται σε μια αναδίπλωση σε μια παραδοσιακή κατανόηση της διδασκαλίας ως παράδοση, ως μετάδοση γνώσης.  Η κατανόηση αυτή μοιάζει φτωχή. Πριν από τη μετάδοση της γνώσης ο εκπαιδευτικός έχει ένα ακόμα έργο που πρέπει να επιτελέσει. Ίσως μάλιστα σημαντικότερο. Πρέπει να πάρει τον μαθητή από το χέρι και να ξεκινήσουν από κοινού έναν δρόμο που ο ίδιος ο μαθητής δεν μπορεί να αντιληφθεί πλήρως ούτε τον προορισμό, ούτε την αξία του, ούτε τις δυσκολίες του. Και ο τρόπος για να το κάνει αυτό είναι να αποκαλύψει τη άγνοιά του. Πριν τη μετάδοση της γνώσης, ο εκπαιδευτικός πρέπει να καταδείξει στο ίδιο το παιδί τα στενά όρια του κόσμου του, την αντίσταση που ο κόσμος προβάλει στις ιδέες του και τις προθέσεις του, να αποκαλύψει ως θόρυβο τον θόρυβο της ζωής που ο μαθητής δεν μπορεί να αντιληφθεί. Αλλά μια τέτοια προσέγγιση είναι αργή. Χρειάζεται χρόνο. Και ο χρόνος είναι σπάνιο αγαθό στο σύγχρονο σχολείο των δεξιοτήτων.

Κλείνοντας θεωρώ ότι το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη αξίζει να διαβαστεί ως μια αυθεντική και δυνατή κραυγή αγωνίας για το σύγχρονο σχολείο. Αλλά ο δρόμος που μας υποδεικνύει για την υπέρβαση του εκπαιδευτικού μας αδιεξόδου τον έχουμε ήδη περπατήσει και ξέρουμε ότι δεν μας πάει μακριά. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η θεωρητική και πρακτική επεξεργασία μιας νέας κατανόησης της διδασκαλίας που θα απορρίπτει αφενός την επικέντρωση στη μάθηση έτοιμων γνώσεων και δεξιοτήτων, που υπογραμμίζει ο κούφιος προοδευτισμός,και αφετέρου θα αποφεύγει την αναδίπλωση σε μια παραδοσιακή αντίληψη της διδασκαλίας ως μετάδοση γνώσεων.