Ενότητα 2.3 « Change “school units” into schools» (σ. 91-94)
μετάφραση – σχολιασμός: Αδριανή Προκόπη
Η έκθεση του ΟΟΣΑ με τίτλο «Education for a bright future in Greece», στην ενότητα 2.3 (σ. 91-94) αναφέρεται εκτενώς σε ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο λειτουργίας του σχολείου καθώς και στην παραπέρα ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών. Η αλλαγή ορολογίας, από τις σχολικές μονάδες, που σύμφωνα με την έκθεση ως όρος υποδεικνύει «χαμηλά επίπεδα αυτονομίας» (βλ. σ. 64), σε σχολεία, σηματοδοτεί την αλλαγή παραδείγματος και την λειτουργία του σχολείου με όρους επιχείρησης, με «όργανο ίδρυσης» που θα έχει αρμοδιότητες όπως ο διορισμός και η απόλυση του διευθυντή, η επιλογή του προσωπικού, η αξιολόγηση, ο προϋπολογισμός του σχολείου κλπ. Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η πρόταση για αντικατάσταση της «ανελαστικής σχέσης εργασίας» των αναπληρωτών με ένα πιο ευέλικτο και φθηνό εργασιακό μοντέλο. Η έκθεση διαφωνεί με το μόνιμο διορισμό τους ως δαπανηρή επιλογή που αναπαράγει τις σημερινές «ακαμψίες» του μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού που δεν αξιολογείται και προτείνει νέες ακόμα πιο ευέλικτες και ελαστικές σχέσεις εργασίας, όπως οι πενταετείς συμβάσεις μειωμένης απασχόλησης και ο κατακερματισμός σε πολλές κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων με διαφορετικές αμοιβές, προφανώς και διαφορετικό εργασιακό καθεστώς. Επιπλέον, προτείνει να αλλάξουν οι εργασιακές σχέσεις και των μόνιμων ή έστω των νεοεισερχόμενων εκπαιδευτικών παρ’ όλο που αυτό απαιτεί ριζικές νομοθετικές αλλαγές. Τέλος, η ενότητα περιλαμβάνει προτάσεις για την αλλαγή της δωρεάν παροχής σχολικών βιβλίων με ένα νέο σύστημα δανεισμού τους στο οποίο θα έχει πολύ πιο ενεργό ρόλο η εκδοτική αγορά.
2.3.4. Αλλαγή των “σχολικών μονάδων” σε σχολεία
Για να εξυπηρετήσουν τους μαθητές τους, οι «σχολικές μονάδες» πρέπει να γίνουν σχολεία – δηλαδή ισχυρά εκπαιδευτικά ιδρύματα, ικανά να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν διδακτικές στρατηγικές, να διενεργήσουν αυτοαξιολόγηση, να σκέφτονται συνεχώς και να βελτιώσουν τις παιδαγωγικές τους πρακτικές. Αυτή η μετατροπή των σχολικών μονάδων σε σχολεία απαιτεί διάφορα βήματα, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης του ρόλου του διευθυντή και της παροχής περισσότερου ελέγχου στις αποφάσεις στελέχωσης. Η μεγαλύτερη σταθερότητα του προσωπικού των σχολείων (συμπεριλαμβανομένων των αναπληρωτών εκπαιδευτικών) θα είναι σημαντική για τα σχολεία, καθώς θα εργάζονται πιο αυτόνομα. Φυσικά, κάθε ένα από τα παρακάτω βήματα απαιτεί νομοθετικές αλλαγές και αναγκαία προετοιμασία.
Το πρώτο βήμα είναι να επανασχεδιαστεί η θέση του διευθυντή έτσι ώστε οι ευθύνες αυτής της θέσης να περιλαμβάνουν την επιλογή του συνολικού προσωπικού του σχολείου, το διορισμό και την απόλυση των διευθυντών του σχολείου (σε περίπτωση που το όργανο ίδρυσης του σχολείου τοποθετεί τέτοια θέση στο σχολείο, για μεγαλύτερα σχολεία), αξιολόγηση όλων των εκπαιδευτικών, παροχή πρόσθετων παιδαγωγικών λειτουργιών σε εκπαιδευτικούς (όπως διδάσκοντες τάξεων, λειτουργίες στη βιβλιοθήκη, πρόσθετες δραστηριότητες μετά την τάξη ή υποστήριξη σε ασθενέστερους μαθητές). Αυτό το βήμα μπορεί να σχεδιαστεί σε διάφορα στάδια, για παράδειγμα, αυξάνοντας σιγά σιγά τις διοικητικές εξουσίες του διευθυντή στο προσωπικό του σχολείου. Αυτό με τη σειρά του θα απαιτούσε αναθεώρηση της κατάρτισης, της επιλογής και του διορισμού των διευθυντών του σχολείου ώστε να μπορέσει να αναλάβει αυτόν τον ρόλο (Κεφάλαιο 4).
Ένα σημαντικό θέμα είναι να αποφευχθεί η ευνοιοκρατία ή οι πελατειακές σχέσεις σε αυτή τη διαδικασία. Πρόκειται για ένα δύσκολο πρόβλημα που αγγίζει τη γενικότερη κουλτούρα του δημόσιου τομέα. Θα ήταν πολύ χρήσιμο να προετοιμάσουμε κάποιες αντικειμενικές κατευθυντήριες γραμμές, κριτήρια και διαδικασίες για τον περιορισμό των δυνατοτήτων ευνοιοκρατίας . Ωστόσο, αυτό το έργο θα αντιμετωπιστεί καλύτερα από Έλληνες εμπειρογνώμονες, οι οποίοι κατανοούν καλύτερα τα πολιτιστικά πρότυπα και τους περιορισμούς.
Το δεύτερο βήμα είναι ο σαφής ορισμός του διδακτικού προσωπικού του σχολείου (σχηματίζοντας το συμβούλιο των εκπαιδευτικών). Το διδακτικό προσωπικό στο σχολείο πρέπει να είναι σταθερό και να έχει ένα μείγμα εμπειριών και ικανοτήτων, έτσι ώστε οι διευθυντές να σχεδιάσουν την επαγγελματική ανάπτυξη του κάθε εκπαιδευτικού και των ομάδων. Ειδικότερα, για ορισμένα μαθήματα με λίγες ώρες την εβδομάδα στο πρόγραμμα σπουδών, θα πρέπει να είναι δυνατή η πρόσληψη τακτικών καθηγητών μερικής απασχόλησης (με συμβάσεις για αρκετά χρόνια). Η χρήση των “παροδικών” εκπαιδευτικών, δηλαδή διδασκόντων που διδάσκουν ταυτόχρονα σε πολλά σχολεία, είναι μερικές φορές αναπόφευκτη, αλλά πρέπει να είναι περιορισμένη. Αυτό το βήμα απαιτεί την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την απασχόληση των εκπαιδευτικών και την επίλυση του προβλήματος των αναπληρωτών εκπαιδευτικών.
Το τρίτο βήμα είναι να εξασφαλιστεί ότι όλα τα σχολεία διαθέτουν το απαραίτητο παιδαγωγικό και διοικητικό υποστηρικτικό προσωπικό (όπως οι γραμματείς των σχολείων και οι ψυχολόγοι), απελευθερώνοντας το χρόνο του διευθυντή και των εκπαιδευτικών. Τα επίπεδα απασχόλησης αυτού του προσωπικού πρέπει να καθορίζονται από το ίδρυμα ίδρυσης του σχολείου και να βασίζονται σε κάποιες εθνικές κατευθυντήριες γραμμές. Ένα τέτοιο προνόμιο του ιδρυτικού οργάνου του σχολείου θα του επιτρέψει να προσαρμόσει τα επίπεδα απασχόλησης για να καλύψει τις ανάγκες των σχολείων και ταυτόχρονα μέσα στα πλαίσια των διαθέσιμων πόρων.
Τέλος, το τέταρτο βήμα είναι να διευκρινιστεί ότι κάθε σχολείο έχει δικό του οικονομικό σχέδιο (ή προϋπολογισμό), που καθορίζεται από το ίδρυμα ίδρυσης του σχολείου και εκτελείται σε μεγάλο βαθμό από αυτό, αλλά επιτρέπει την χρήση ορισμένων δευτερευόντων στοιχείων από τον διευθυντή. Η εφαρμογή αυτού του βήματος απαιτεί αλλαγές στη νομοθεσία για τα δημόσια οικονομικά και όχι μόνο στη νομοθεσία για την εκπαίδευση.
2.3.5. Επανακαθορισμός της θέσης των αναπληρωτών εκπαιδευτικών
Επί του παρόντος, οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί αποτελούν μια υποκατηγορία του επαγγέλματος των εκπαιδευτικών που χαρακτηρίζεται από την ασταθή επαγγελματική θέση, την έλλειψη απασχόλησης κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών και την πλήρη αβεβαιότητα όσον αφορά την εργασία κατά τα επόμενα σχολικά έτη. Δεν μπορούν να σχεδιάσουν την οικογενειακή ζωή ή την επαγγελματική εξέλιξη, καθώς μαθαίνουν για το αν και πού θα βρουν δουλειά ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί στο τέλος του Σεπτέμβρη κάθε έτους. Μπορούν να συμμετάσχουν μόνο σε ένα περιορισμένο μέρος οποιασδήποτε διαδικασίας βελτίωσης του σχολείου, επειδή δεν έχει νόημα να συζητούν τα σχολικά προβλήματα και να επενδύουν σε εκπαιδευτικούς που είναι απίθανο να συνεχίσουν στο τωρινό σχολείο τους. Οι επαγγελματικές προοπτικές τους δεν είναι καλές. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την σχεδόν πλήρη εργασιακή ασφάλεια των εκπαιδευτικών με οργανικές θέσεις, οι οποίοι επιπλέον προστατεύονται από την αξιολόγηση ακόμη και από τον διευθυντή.
Ταυτόχρονα, οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί επιτελούν έναν ανεκτίμητο ρόλο στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, συμπληρώνοντας τις κενές θέσεις μόνιμων εκπαιδευτικών, πηγαίνοντας σε απομακρυσμένες περιοχές και νησιά, όπου πολύ λίγοι Έλληνες εκπαιδευτικοί θέλουν να εργαστούν και παρέχοντας την απαραίτητη ευελιξία σε ένα υπερβολικά άκαμπτο και γραφειοκρατικό σύστημα.
Επιπλέον, η εκπληκτική ανταπόκριση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στην κρίση των προσφύγων ήταν σε μεγάλο βαθμό συνέπεια της αφοσίωσης, της ανιδιοτέλειας των αναπληρωτών εκπαιδευτικών. Αντίθετα, οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί (δημόσιοι υπάλληλοι) αντιμετωπίζουν μόνο δύο αποφάσεις απασχόλησης: την πρώτη απόφαση να εισέλθουν στη δόκιμη περίοδο (ένα έτος) και τη δεύτερη απόφαση μετά από αυτή την δόκιμη περίοδο να εισέλθουν σε μόνιμη απασχόληση ως δημόσιοι υπάλληλοι. Οι περαιτέρω αποφάσεις, παρότι είναι πολύ σημαντικές για τους εκπαιδευτικούς, και συγκεκριμένα για τη μετακίνηση μεταξύ των σχολικών μονάδων (το σημαντικότερο είναι η μετάβαση από νησιωτικό σχολείο σε πολυπόθητο σχολείο της Αθήνας), δεν αλλάζουν θεμελιωδώς το καθεστώς απασχόλησης αυτών των εκπαιδευτικών.
Η προσέγγιση του ελληνικού Υπουργείου στο πρόβλημα των αναπληρωτών εκπαιδευτικών είναι να ζητήσουν τον τερματισμό του παγώματος προσλήψεων για νέο μόνιμο διδακτικό προσωπικό και να συμπεριλάβουν – με την πάροδο του χρόνου – όλους τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς στην ομάδα μόνιμων εκπαιδευτικών (δημόσιοι υπάλληλοι). Αυτό όχι μόνο θα είναι δαπανηρό, αλλά θα επαναφέρει τις ακαμψίες στο ελληνικό σύστημα, τις οποίες οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί βοηθούν τώρα να εξομαλυνθούν. Οι ελληνικές αρχές πρέπει να χρησιμοποιήσουν την κρίση για την εφαρμογή μακροπρόθεσμων λύσεων, οι οποίες ενδέχεται να μην είναι διαθέσιμες υπό διαφορετικές συνθήκες. Δύο τέτοιες πιθανές λύσεις είναι :
- Εισαγωγή πολλών κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων, παράλληλα με την κατηγορία των οργανικών θέσεων. Αυτές οι κατηγορίες θα πρέπει να προσφέρουν σταθερή αν και όχι απαραίτητα δια βίου απασχόληση, για παράδειγμα για μερικές πενταετείς περιόδους πριν από την απόκτηση οργανικής θέσης και εργασιακής ασφάλειας. Μπορεί να υπάρχουν πολλές τέτοιες κατηγορίες, όπως για παράδειγμα το παιδαγωγικό προσωπικό στα σχολεία και στα πανεπιστήμια ενδέχεται να έχουν κάπως διαφορετικούς κανόνες και διαδικασίες (καθώς και αμοιβές). Με την πάροδο του χρόνου, μετακίνηση όλων των αναπληρωτών εκπαιδευτικών στη νέα κατηγορία δημόσιων υπαλλήλων.
- Αλλαγή των ισχυόντων κανόνων όσον αφορά την απασχόληση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά παροχή μιας μεγαλύτερης δόκιμης περιόδου και μια πενταετή περίοδο απασχόλησης (σύμβαση) προτού αποκτήσουν πλήρη καθεστώς δημόσιου υπαλλήλου με οργανική θέση. Αυτό θα μπορούσε να είναι αρχικά πιλοτικό.
Κάθε μία από αυτές τις λύσεις θα διατηρήσει την αυξημένη ευελιξία των εργοδοτών, παρέχοντας ταυτόχρονα την απαραίτητη σταθερότητα και αναγνώριση για τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς. Στην ιδανική περίπτωση, οι σημερινοί δάσκαλοι με οργανικές θέσεις θα πρέπει επίσης να κινηθούν προς τις νέες κατηγορίες εκπαιδευτικών ή – εάν αυτό δεν είναι δυνατό – οι νέοι προσληφθέντες εκπαιδευτικοί θα πρέπει να μεταβαίνουν σε ένα νέο σύστημα. Με την πάροδο του χρόνου, το υπουργείο θα πρέπει να αποσκοπεί να εξισώσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων των Ελλήνων εκπαιδευτικών.
Η ομάδα ελέγχου του ΟΟΣΑ ενημερώθηκε από πολλούς Έλληνες εμπειρογνώμονες ότι αυτές και παρόμοιες προτάσεις είναι αντίθετες με ορισμένες ρήτρες του Ελληνικού Συντάγματος και θα απαιτούσαν θεμελιώδεις αλλαγές σε πολλούς ισχύοντες νόμους και κανονισμούς. Η συνταγματική και νομοθετική ανάλυση αυτής της πολιτικής επιλογής αποτελεί σημαντική πρόκληση, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στην παρούσα έκθεση.
Επανασχεδιασμός χρηματοδότησης και παροχή εγχειριδίων
Ένα ιδιαίτερο ζήτημα που προκύπτει από την σχολική αυτονομία και τις δημόσιες δαπάνες είναι το σημερινό σύστημα παροχής σχολικών εγχειριδίων στην ελληνική παιδεία, το οποίο είναι αναποτελεσματικό και σπάταλο (βλ. Ενότητα 2.2.5) . Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν ενθαρρύνει τους εμπλεκόμενους να ανανεώσουν και να καινοτομήσουν στα εγχειρίδια ή να δημιουργήσουν γερά βιβλία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πολλά σχολικά έτη. Επίσης, δεν δίνει τη δυνατότητα στα σχολεία να επιλέγουν σχολικά βιβλία που ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες των μαθητών τους. Η εστίαση στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της παροχής βιβλίων μπορεί επίσης να αποτελέσει ευκαιρία για ανανέωση και βελτίωση της ποιότητας του περιεχομένου τους.
Μια προηγούμενη προσπάθεια να εισαχθεί η επιλογή σχολικών βιβλίων στην Ελλάδα ήταν ανεπιτυχής. Ωστόσο, η διαθεσιμότητα διαφόρων εγχειριδίων που προσφέρονται από διάφορους εκδότες είναι ένας τυποποιημένος τρόπος για την εισαγωγή της καινοτομίας και του ανταγωνισμού στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ένα ανασχεδιασμένο σύστημα παροχής βιβλίων θα πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:
- Διάφορα βιβλία διαθέσιμα για διαφορετικά μαθήματα και βαθμίδες, τα οποία πρέπει να επιλέγονται είτε από το όργανο ίδρυσης του σχολείου είτε από το σχολείο (αλλά όχι από κάθε δάσκαλο ξεχωριστά).
- Μια διαδικασία έγκρισης σχολικών εγχειριδίων για χρήση στα σχολεία, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το Υπουργείο Παιδείας θα έχει τον απόλυτο έλεγχο του περιεχομένου της εκπαίδευσης στα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
- Η ικανότητα χρήσης ενός εγχειριδίου για αρκετά χρόνια. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί εάν τα εγχειρίδια δεν γίνουν μαθητικά αντικείμενα, αλλά παραμένουν ιδιοκτησία του σχολείου (ή του οργάνου ίδρυσης του σχολείου). Αυτό θα διασφαλίσει επίσης δωρεάν πρόσβαση στα εγχειρίδια.
- Ελευθερία των εκπαιδευτικών σχετικά με τον τρόπο χρήσης των σχολικών βιβλίων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος συμπλήρωσης σχολικών εγχειριδίων με πρόσθετο υλικό και ασκήσεις.
Ένα τέτοιο σύστημα, κοινό σε πολλές χώρες, θα προστατεύει το δικαίωμα των μαθητών της Ελλάδας να χρησιμοποιούν εγχειρίδια δωρεάν και θα αναγκάσει τους εκδότες σχολικών βιβλίων να καινοτομούν και να ανανεώνουν τα βιβλία τους. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να ενθαρρύνουμε τους Έλληνες δασκάλους να χρησιμοποιούν εκπαιδευτικές πηγές στο Διαδίκτυο, παρόλο που φυσικά αυτό πρέπει να γίνει με ασφαλή και υπεύθυνο τρόπο.
2.3.6. Ακολουθία επιλογών πολιτικής
Το Σχήμα 2.5 παρουσιάζει μια πιθανή ακολουθία των επιλογών πολιτικής που αναφέρονται παραπάνω. Οι δυσκολίες να συμμετάσχουν όλοι οι φορείς της εκπαίδευσης σε μια κοινή συμμετοχική συζήτηση (όπως αποδεικνύεται για παράδειγμα από την απόσυρση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των δασκάλων από ορισμένα δημόσια φόρα, όπως προαναφέρθηκε), αποκαλύπτει ότι η διοικητική πυραμίδα, όπως λειτουργεί σήμερα στην Ελλάδα, η συμμετοχή του κοινού στη χάραξη πολιτικής είναι δύσκολη. Συνεπώς, προϋπόθεση για μια επιτυχημένη μεταρρύθμιση θα είναι η συνέχιση της επένδυσης στην οικοδόμηση εθνικού και τοπικού διαλόγου στον τομέα της εκπαίδευσης.