Δημήτρης Μαριόλης
Συνήθως, η ιστορική έρευνα, αλλά και το ενδιαφέρον των αναγνωστών για τη συγκεκριμένη περίοδο, στρέφεται στα πολεμικά γεγονότα, τη συγκρότηση της αντίστασης, το διεθνές ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε και τις οργανωτικές μορφές που συγκρότησαν το αντίπαλο δέος στον κατακτητή, παραμελώντας τις βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο του Πέτρου Φύτρου αναλαμβάνει να αναμετρηθεί με ένα κενό της ιστοριογραφίας της δεκαετίας του 1940. Κρίσιμο εγχείρημα που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο τοπίο ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης γύρω από την πυκνή σε γεγονότα και κοινωνικές/πολιτικές εξελίξεις δεκαετία του 1940. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει στον περιεκτικό και εξαιρετικά πυκνό πρόλογό του ο Προκόπης Παπαστράτης, σήμερα, η γερμανική παρέμβαση είναι ιδιαίτερα συστηματική στο πεδίο της ιδεολογίας και της διαμόρφωσης της ιστορικής μνήμης της ελληνικής κοινωνίας για τη συγκεκριμένη περίοδο με τη συνεργασία του Υπουργείου Παιδείας αλλά και μερίδας ακαδημαϊκών.
Γραμμένη από έναν ενεργό εκπαιδευτικό της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και βασισμένη στην επεξεργασία ενός μεγάλου όγκου ιστορικού υλικού, η συγκεκριμένη μελέτη επιχειρεί να εξετάσει πώς λειτούργησε το ελληνικό κράτος εντός των ορίων που έθεσαν οι κατοχικές δυνάμεις και ειδικότερα την πρώτη κατοχική περίοδο, από τον Απρίλιο του 1941 έως τον Δεκέμβριο του 1942. Η περίοδος αυτή ταυτίζεται με την πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου και έχει ως κοινό παρανομαστή τη συνέχεια της λειτουργίας του κράτους σε συνθήκες Κατοχής, όταν η Γερμανία ήταν ακόμα αήττητη και βασικός στόχος μεγάλου μέρους του αστικού πολιτικού κόσμου, των αξιωματικών του στρατού αλλά και της αστικής τάξης ήταν η αναζήτηση της νέας θέσης της Ελλάδας εντός της κατεχόμενης από τον Άξονα Ευρώπης. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Πέτρος Φύτρος, η επόμενη περίοδος, με την κυβέρνηση Ράλλη στο τιμόνι του δωσιλογικού κράτους, χαρακτηρίζεται από μια διαφορετική προτεραιότητα της αστικής τάξης, δηλαδή, την αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού, αφού ο πόλεμος πλέον είχε κριθεί και το εαμικό κίνημα ισχυροποιούνταν επικίνδυνα.
Ελληνική Πολιτεία ήταν το όνομα που δόθηκε στο ελληνικό κράτος, στο οποίο ωστόσο δεν ανήκαν τα νησιά του Ιονίου, οι Κυκλάδες και οι Σποράδες που ενσωματώθηκαν στην Ιταλία και τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα που ενσωματώθηκαν στη Βουλγαρία. Ένα κράτος με όλες τις δεσμεύσεις της Κατοχής και την επιβολή της πολιτικής των Γερμανών στην οικονομία και την παραγωγή, χωρίς στρατό, με αστυνομία ολοένα και περισσότερο διαβρωμένη από το ΕΑΜ, με σημαντικά περιορισμένη εδαφική επικράτεια, που συρρικνώθηκε περισσότερο μετά το 1943 λόγω της δράσης της αντίστασης. Η συνέχεια της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, οι τομές αλλά και οι συνέχειες με το μεταξικό καθεστώς, οι 2.000 νόμοι που θεσπίστηκαν σε αυτό το διάστημα, αναλύονται διεξοδικά από τον συγγραφέα.
Έχει ένα ενδιαφέρον να κατανοήσουμε τη στάση του αστικού πολιτικού κόσμου και την τακτική που ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της κατοχής. Από τη μία πλευρά, ο βασιλιάς αρνήθηκε τις προτάσεις των Βρετανών να σχηματίσει κυβέρνηση από όλα τα αστικά κόμματα μετά τον θάνατο του Μεταξά, από την άλλη, η μεγάλη πλειοψηφία του αστικού πολιτικού προσωπικού απέφυγε να ακολουθήσει την εξόριστη κυβέρνηση Τσουδερού, απηύθυνε αυστηρότατες προειδοποιήσεις στις συναντήσεις που είχε με το ΕΑΜ να μην τολμήσουν να συγκροτήσουν αντιστασιακές οργανώσεις και επιπλέον, συμμετείχε μέσω των επιφανέστερων εκπροσώπων του (Θεόδωρος Πάγκαλος, Γεώργιος Παπανδρέου, Στυλιανός Γονατάς, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Περικλής Ράλλης κ.α.) σε συνάντηση με τον πρωθυπουργό της δωσιλογικής κυβέρνησης Τσολάκογλου αναγνωρίζοντας την ανάγκη κυβέρνησης «εθνικής ανάγκης», λίγες μόλις ημέρες μετά την ομιλία του για τον νέο ρόλο της Ελλάδας στη Νέα Πανευρώπη του Άξονα και την προσαρμογή της στο εθνικοσοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα. Όπως σχολιάζει ο Παπαστράτης στον πρόλογο «αυτό που παρουσιάστηκε αρχικά ως προσπάθεια να διασωθεί ότι ήταν δυνατόν, εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε στυγνή αιματηρή συνεργασία με στόχο τη φυσική εξόντωση των πολιτικά αντιφρονούντων». Το στίγμα της συνεργασίας το απέφυγε βεβαίως, επιμελώς, ο παλαιός αστικός πολιτικός κόσμος, ο οποίος με τον πρωτοφανή καιροσκοπισμό του, σε όλο το διάστημα της κατοχής απέμεινε να καιροφυλακτεί στο περιθώριο, έτσι ώστε, την κατάλληλη στιγμή, με τη βοήθεια του βρετανικού παράγοντα, παρ’ όλη την πολιτική του απαξίωση και την πρωτοφανή του αδράνεια, να βγει στο κεντρικό προσκήνιο και να αναλάβει τη συνέχεια του κράτους παραγκωνίζοντας τους πρωταγωνιστές της αντίστασης.
Το βιβλίο δεν ακολουθεί μια χρονική σειρά αλλά μια θεματική ανάλυση των κεντρικών ζητημάτων της περιόδου: ο κρατικός μηχανισμός και η ανασυγκρότησή του, η επισιτιστική κρίση και ο λιμός του 1941-42, η πολιτική συγκέντρωσης της παραγωγής και η λεηλασία της ελληνικής οικονομίας από τις κατοχικές δυνάμεις, η μαύρη αγορά και η ανασύσταση του κοινωνικού σχηματισμού με τον πλουτισμό των μεγαλομαυραγοριτών και τη βίαιη φτωχοποίηση ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων, ο αποτυχημένος πόλεμος της κυβέρνησης ενάντια στη μαύρη αγορά με βασικό χαρακτηριστικό την ταξική μεροληψία προς όφελος των βιομήχανων και των μεγαλεμπόρων, η κοινωνική πρόνοια και η εργατική πολιτική αναλύονται διεισδυτικά και διεξοδικά, με βασικό εργαλείο τον ταξικό ανταγωνισμό και μια ευρύτερη ματιά που συνδέει το μερικό με το κοινωνικό/πολιτικό και διεθνές περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται.
Έτσι, έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε μέσα από την οικονομική και κοινωνική ανάλυση του Φύτρου τις συνθήκες και τις υπόγειες διαδρομές μέσα από τις οποίες συγκροτήθηκε στο συγκεκριμένο διάστημα η αντίσταση, απαντώντας στις υλικές ανάγκες και τα ταξικά συμφέροντα των υποτελών τάξεων, γιατί είναι η πραγματικότητα που διαμορφώνει συνειδήσεις και όχι το αντίστροφο (και βεβαίως κομβικός ο ρόλος του πολιτικού υποκειμένου και της παρέμβασής του στην ταξική πάλη). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, όπως υποστηρίζει ορθά ο συγγραφέας, οι δωσιλογικές κυβερνήσεις δεν αντιμετωπίζονται απλώς ως υποτελή ενεργούμενα των κατακτητών αλλά ερευνάται ο βαθμός αυτενέργειάς τους, η ιδεολογία και τα κίνητρά τους, τα πολιτικά τους σχέδια, έτσι ώστε να κατανοήσουμε πως επηρέασαν τις εξελίξεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά και μετά από αυτήν.
Το βιβλίο του Φύτρου εντάσσεται στην πλούσια βιβλιοπαραγωγή και τη δημοσίευση μελετών και ερευνών από μια νέα γενιά ιστορικών ερευνητών με κοινό παρανομαστή, σε αρκετές περιπτώσεις, τις σπουδές στο ΠΜΣ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου, τα αναλυτικά εργαλεία του ταξικού ανταγωνισμού και τη συνεπή αντιπαράθεση με τον ιστορικό αναθεωρητισμό.
*Πέτρος Φύτρος, Ελληνική Πολιτεία 1941-1942. Το κράτος υπό ξένη κατοχή, Αθήνα, Εκδόσεις Εκτός Γραμμής, 2023.