Σχετικά με την ελληνογερμανική πρωτοβουλία για το ψηφιακό αρχείο προφορικών μαρτυριών «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα»

Δ. Μαριόλης – Δ. Πολυχρονιάδης – Π. Σάμιος

Τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες (1950 – 1960 και 1960 – 1970), υπό το καθεστώς της καχεκτικής Δημοκρατίας που επέβαλαν οι νικητές του εμφυλίου πολέμου, αμφισβητήθηκε έντονα από την πλευρά της επίσημης κρατικής ιδεολογίας το μεγαλειώδες αντιστασιακό κίνημα του ελληνικού λαού της περιόδου 1941 – 1944 απέναντι στον φασισμό – ναζισμό και την τριπλή ξένη κατοχή (Γερμανών – Ιταλών – Βούλγαρων), ως συνέπεια της πολιτικής και ιδεολογικής σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο πλευρές των συμμετεχόντων στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο αλλά και της πλήρους επικράτησης στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου των δυνάμεων εκείνων (πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών) που στην περίοδο της κατοχής συνεργάστηκαν με τους φασίστες – κατακτητές της χώρας τους στρεφόμενοι ενάντια στον αγωνιζόμενο και βαθιά χειμαζόμενο ελληνικό λαό.

Οι περιπέτειες, οι αγώνες και οι θυσίες του λαού μας κατά την περίοδο της κατοχής, μετά το 1949, αποτελούσαν στο πεδίο της επίσημης κρατικής αφήγησης μια «άυλη» περίοδο, αφού απουσίαζαν πλήρως από τα σχολικά εγχειρίδια, τον επίσημο κρατικό λόγο και την επίσημη ιστοριογραφία του καθεστώτος της περιόδου εκείνης χωρίς να λείπουν και οι προσπάθειες έντονης παραχάραξης της ιστορίας φθάνοντας μέχρι και την προσβολή της μνήμης των θυμάτων της εθνικής αντίστασης του ελληνικού λαού κατά την περίοδο της κατοχής με την ανακήρυξη των προδοτών και συνεργατών των Γερμανών κατακτητών ως «αντιστασιακών» έναντι των πραγματικών αντιστασιακών που μαζικά συμμετείχαν και έδρασαν μέσα από τις γραμμές του Ε.Α.Μ. από την χούντα των συνταγματαρχών (1967 – 1974), όταν οι δωσίλογοι και συνεργασθέντες με τα στρατεύματα κατοχής αναγνωρίσθηκαν ως «αντιστασιακοί» και τους χορηγήθηκαν και συντάξεις.

Στο επίπεδο της κρατικής πολιτικής έναντι της μεταπολεμικής Γερμανίας ουδέποτε ασκήθηκαν πιέσεις από τις ελληνικές κυβερνήσεις της μεταπολεμικής περιόδου για αποκατάσταση των τεράστιων καταστροφών και των απηνών διωγμών και σφαγών που υπέστη ο ελληνικός λαός εξαιτίας της αντιστασιακής του δράσης κυρίως από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής μέσω της διεκδίκησης αποζημιώσεων, ενώ δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις αδιαμφισβήτητης  συνεργασίας – συγκάλυψης των Γερμανών εγκληματιών πολέμου (υπόθεση Μέρτενς) οι οποίοι έδρασαν στην χώρα μας και με ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου εκείνης (κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. – Κ. Καραμανλή) έχαιραν εντός και εκτός Ελλάδας ουσιαστικής ατιμωρησίας παρά το γεγονός ότι είχαν καταδικαστεί για την δράση τους από ελληνικά δικαστήρια.

Στον αντίποδα της επίσημης κρατικής πολιτικής της περιόδου εκείνης αναπτύχθηκε στη σφαίρα του δημόσιου λόγου, επηρεάζοντας έντονα τη διαμόρφωση της ιστορικής  μνήμης της ελληνικής κοινής γνώμης της εποχής, με δεδομένο ότι οι μνήμες από την κατοχή ήταν ακόμα νωπές και τα σημάδια έντονα στην καθημερινότητα των ανθρώπων, ένα έντονο αντιφασιστικό – δημοκρατικό αίσθημα που είχε να κάνει και με την ιδεολογική και πολιτική επιρροή των ιδεών της ΕΑΜικής αριστεράς σε πλατιά τμήματα της ελληνικής διανόησης και της ελληνικής κοινωνίας πάρα την ήττα της στο επίπεδο της στρατιωτικής και πολιτικής αντιπαράθεσης με την δεξιά την περιόδου του εμφυλίου πολέμου.

Η ιδεολογική υπεροχή της αριστεράς και των ιδεών της θα συμβάλλει καθοριστικά στην διαμόρφωση της ιστορικής μνήμης των νεοελλήνων της περιόδου 1950 – 1980 αναδεικνύοντας μια σειρά από παραδείγματα ακόμα και στο επίπεδο της λαϊκής αφήγησης των κινηματογραφικών ταινιών της περιόδου εκείνης με χαρακτηριστικότερο αυτό της ενσάρκωσης από τον δημοφιλέστατο και ταλαντούχο ηθοποιό της εποχής Δήμο Σταρένιο του ρόλου του συνεργάτη των Γερμανών που προσπαθεί να πείσει κι άλλους Έλληνες να ακολουθήσουν το παράδειγμά του λέγοντας το αμίμητο «μας αγαπάνε οι Γερμανοί…σαν φίλοι ήρθανε».

Από την εποχή εκείνη έως τώρα πέρασαν πολλά χρόνια και σίγουρα άλλαξαν πολλά και σε πολιτικό και σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη με αναλλοίωτα όμως τα βασικά όπλα των ιδεολογικών και πολιτικών οπλοστασίων που μπορεί να χρησιμοποιηθούν από τις κυβερνήσεις και τις επιστημονικές ελίτ ώστε να επηρεασθούν και να διαμορφωθούν οι τάσεις που θα επικρατήσουν στη διαμόρφωση της ιστορικής μνήμης της κοινής γνώμης. Άλλωστε είναι ευρέως αποδεκτό ότι η ιστορία έχει κατεξοχήν ιδεολογικό χαρακτήρα και η συγγραφή της ή η διατύπωση διάφορων εκδοχών της βασισμένες στη δημιουργία και τη χρήση συγκεκριμένων επιστημονικού χαρακτήρα εργαλείων, μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση πολιτικών από της κυβερνήσεις.

Φαίνεται ότι αυτό, σε αντίθεση με τις ελληνικές κυβερνήσεις, αποτελεί πρώτιστο μέλημα και παραδοχή των Γερμανικών  κυβερνήσεων που αφειδώς ενισχύουν ανάλογες επιστημονικού χαρακτήρα προσπάθειες με πιο πρόσφατη, η οποία αφορά την χώρα μας, την δημιουργία του ψηφιακού αρχείου προφορικών μαρτυριών: «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα», το οποίο χρηματοδοτείται από την γερμανική κυβέρνηση σε συνεργασία με το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, συλλέγοντας και καταγράφοντας προφορικές μαρτυρίες με αποτέλεσμα (αντιγράφουμε και παραθέτουμε από το επίσημο πρόγραμμα – οδηγό σχετικής ημερίδας – παρουσίασης του προγράμματος – που έγινε στο ελληνικό ΥΠΑΙΘ την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019 με την παρουσία της Υπουργού Παιδείας κας Ν. Κεραμέως και του πρεσβευτή της Γερμανίας): από τον Απρίλιο 2018 να είναι προσβάσιμο στο διαδίκτυο το νέο ψηφιακό αρχείο προφορικών μαρτυριών: «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα» https://archive.occupation-memories.org/el. Το Αρχείο δημιουργήθηκε στα πλαίσια του ομώνυμου διμερούς προγράμματος «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα» www.occupation-memories.org και περιλαμβάνει 93 βιογραφικές συνεντεύξεις, στις οποίες οι μάρτυρες εκείνης της εποχής μιλούν για τη ζωή τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα.

Στους μάρτυρες περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων επιζώντες του Ολοκαυτώματος, αντιστασιακοί, επιζώντες αντιποίνων καθώς και καταναγκαστικοί εργάτες στη Γερμανία. Οι συνεντεύξεις καταγράφουν τις εμπειρίες τους σχετικά με την καθημερινότητα της Κατοχής, τη διαφυγή, τις διώξεις των Εβραίων, τη συνεργασία με τους Γερμανούς, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα αντίποινα, τις μαζικές δολοφονίες και την Αντίσταση. Οι αναφορές προέρχονται από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Κάποιες από τις συνεντεύξεις διενεργήθηκαν στο Ισραήλ και στο Βερολίνο.

Σήμερα είναι εγγεγραμμένοι στο Αρχείο πάνω από 500 χρήστες, ανάμεσά τους ιστορικοί, δημοσιογράφοι, φοιτητές, μαθητές, καθηγητές και δάσκαλοι, καλλιτέχνες αλλά και πρόσωπα με γενικό ενδιαφέρον για την ιστορία της γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα ή ακόμα για την ιστορία της οικογένειάς τους. Το Αρχείο προωθεί ιδιαίτερα την έρευνα στα πεδία της μνημονικής κουλτούρας, προφορικής ιστορίας, μνημείων, ανταλλαγών νέων, εκπαιδευτικών έργων κλπ. Πολλές είναι και οι ερωτήσεις για ενδεχόμενες συνεργασίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία.

Η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Αρχείου, οι προοπτικές και η χρησιμότητά του ανήκουν στις επόμενες επιδιώξεις του προγράμματος. Στόχος είναι η κατοχύρωση του Αρχείου ως τμήματος της κοινής ελληνογερμανικής μνημονικής κουλτούρας. Αυτό θα επιτευχθεί αφενός με τη γνωστοποίηση και διάθεση του υλικού στις δύο χώρες και αφετέρου με τη δημιουργία συνεργασιών και συνεργειών, με τη βοήθεια των οποίων το υλικό θα εμπλουτιστεί και το εύρος δράσης του θα αυξηθεί. Επίσης, έχουν προγραμματιστεί και πρωτοβουλίες για τη συνεχή και μακρόχρονη διάδοση του αρχειακού υλικού σε μουσεία και ιστορικά μνημεία. Τέλος, ετοιμάζεται η χρήση του υλικού στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση και έρευνα τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία.

Στα πλαίσια των πρωτοβουλιών αυτών έχει λάβει έγκριση για χρημοτοδότηση από το Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος το διετές Πρόγραμμα με τίτλο «Μνήμες από την Kατοχή στην Ελλάδα – εκπαιδευτική πλατφόρμα». Αντικείμενο του Προγράμματος αυτού είναι η δημιουργία ενός εκπαιδευτικού περιβάλλοντος, στο οποίο οι μαθήτριες και οι μαθητές των ελληνικών και των γερμανικών σχολείων θα μπορούν να μελετήσουν τη Σύγχρονη Ιστορία χρησιμοποιώντας το ψηφιακό αρχειακό υλικό και ειδικά τις συνεντεύξεις με τις αφηγήσεις ζωής των μαρτύρων σε ειδική πλατφόρμα. Οι συνεντεύξεις θα πλαισιωθούν με σχετικό συμπληρωματικό υλικό και ασκήσεις ώστε με άξονα τις αφηγήσεις μνήμης, με τη μορφή βιντεοσκοπημένων συνεντεύξεων, να μεταδοθούν ιστορικές γνώσεις αλλά και να δοθεί η δυνατότητα μιας «κριτικής αντιπαράθεσης» με τις ιστορικές πηγές. Επίσης, προτείνεται το Αρχείο να βρει μεθοδολογικά χρήση και στο πλαίσιο των ελληνογερμανικών ανταλλαγών νέων.

Το εκπαιδευτικό περιβάλλον θα δημιουργηθεί παράλληλα στις δύο χώρες, τόσο στα ελληνικά όσο και στα γερμανικά και θα προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε εκπαιδευτικού συστήματος. Στόχος του προγράμματος είναι η διάδοση του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος και η ενσωμάτωσή του στο εκπαιδευτικό σύστημα της εκάστοτε χώρας μέσα από εκδηλώσεις, σεμινάρια κατάρτισης και εργαστήρια για μαθήτριες και μαθητές. Στις 2 Μαρτίου 2019 έλαβε χώρα στην Αθήνα το πρώτο επιστημονικό εργαστήριο με συμμετοχή επιστημόνων της Διδακτικής της Ιστορίας και συνεργατών του Προγράμματος με τίτλο «Οι Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα και η διδακτική τους αξιοποίηση» (Το πρόγραμμα του εργαστηρίου και οι συμβολές των συμμετεχόντων στον σύνδεσμο www.occupation-memories.org/aktuelles/Workshop_Athen.html).

Επιθυμία των υπεύθυνων του Προγράμματος είναι η συμβολή του Αρχείου στην ιστορική έρευνα και στις δύο χώρες με τρόπο «αποτελεσματικό και βιώσιμο»: «Θεωρούμε ότι η ενασχόληση με τις συνεντεύξεις των μαρτύρων στη διάρκεια των ανταλλαγών νέων μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας κοινής ιστορικής μνήμης και κατανόησης της Ιστορίας. Με τη χρήση του υλικού σε κοινές εκδηλώσεις, επισκέψεις μνημείων και πολιτιστικές δραστηριότητες θα ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις και οι παρανοήσεις και θα τεθούν κοινές βάσεις διαλόγου για τις παρούσες και τις μελλοντικές γενιές».

Πρέπει λοιπόν με οδηγό τη χρήση των «επιστημονικών» εργαλείων της προφορικής ιστορίας να ξεπεραστούν οι «προκαταλήψεις» και οι «παρανοήσεις» και να τεθούν κοινές βάσεις διαλόγου για τις παρούσες και τις μελλοντικές γενιές, σύμφωνα με τις παραδοχές των επιστημονικών υπευθύνων της δημιουργίας και λειτουργίας του ελληνογερμανικού αρχείου προφορικών μαρτυρίων και με βάση αυτό θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί κανείς, έστω και αδαής, γνώστης ή μη της ιστορίας των  ελληνογερμανικών διακρατικών σχέσεων της περιόδου 1940 – 2019 τα εξής:

  • Ποια θα είναι η κοινή βάση διαλόγου των μελλοντικών γενεών Ελλήνων και Γερμανών αναφορικά με το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων – αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου που ακόμα χρωστά ο Γερμανικός λαός στον Ελληνικό λαό;
  • Σε ποιο βαθμό και μέχρι ποιου σημείου τέτοιου είδους επιστημονικές ενέργειες που απευθύνονται για χρήση στα σχολεία των δύο χωρών και τους εκπαιδευτικούς τους συμβάλλουν στην ισότιμη και από κοινού συμβολή και καταγραφή των ιστορικών γεγονότων με στόχο τη δημιουργία ελληνογερμανικής μνημονικής κουλτούρας;
  • Πόσο ανεπηρέαστα θα παραμείνουν τα ιστορικά τεκμήρια προφορικής ιστορίας και η χρήση τους κάτω από το πρίσμα του αγγλοσαξωνικού ρητού

«αυτός που πληρώνει, αυτός προστάζει».

  • Τέλος, μπορούν τέτοιου είδους προσπάθειες να συμβάλλουν με ουσιαστικό επιστημονικό τρόπο στην έρευνα και τη μελέτη της ιστορικής αυτής περιόδου, χωρίς τη χρήση πρωτογενών αρχειακών πηγών ικανών να διαφωτίσουν τις επόμενες γενιές στο γιατί και στο πώς οδηγήθηκαν εύρωστοι πολιτιστικά και μορφωτικά λαοί της Ευρώπης, όπως ο γερμανικός λαός, να υποκύψουν στο τέρας του φασισμού και να διαπράξουν τα μεγαλύτερα έως σήμερα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας;

Η υπόθεση γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη έως και επικίνδυνη εάν αναλογιστεί κανείς τις προσπάθειες της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης της Ν.Δ. να επανακαθορίσει ιδεολογικά και πολιτικά το περιεχόμενο της διδασκαλίας των μαθητών και μαθητριών των ελληνικών σχολείων με στόχο την εκπεφρασμένη δια στόματος της κας Υπουργού Παιδείας προσπάθεια ανάπτυξης «εθνικής συνείδησης» μέσω της διδασκαλίας της Ιστορίας και πολλών άλλων νεοφιλελεύθερου και νεοσυντηρητικού χαρακτήρα αντιλήψεων οι οποίες απηχούν σε μεγάλο βαθμό και τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης της Ν.Δ.

Ουσιαστικά επιχειρείται να επαναθεμελιωθεί σε νεοσυντηρητική – νεοφιλελεύθερη βάση όλα το ιδεολογικό και πολιτικό εποικοδόμημα από την εποχή της μεταπολίτευσης και μετά γυρνώντας το «ρολόι» της ιστορίας πίσω κατά εξήντα με εβδομήντα χρόνια, δηλαδή, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 με 1960.

Με άλλα λόγια η προσήλωση στον δυτικό (ευρωπαϊκό – αμερικανικό) και ΝΑΤΟϊκό προσανατολισμό της χώρας και η εξυπηρέτηση των στρατηγικών συμφερόντων των συμμάχων στην Ε.Ε. και στο Ν.Α.Τ.Ο., στον αντίποδα των συμφερόντων του ελληνικού λαού, θα οδηγήσει και πάλι τις ελληνικές κυβερνήσεις σε νέους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις ανάλογους και χειρότερους με αυτόν της απόλυσης του φασίστα εγκληματία Γερμανού αξιωματικού Μέρτενς (1959) από την κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε.,  δήθεν για να εκτίσει την ποινή που του επέβαλαν τα ελληνικά δικαστήρια για εγκλήματα πολέμου στην κατεχόμενη Ελλάδα, στην πατρίδα του Γερμανία;

Αυτή τη φορά όμως και με τη χρήση επιστημονικών – ιδεολογικού χαρακτήρα εργαλείων για χρήση στην εκπαίδευση και στην διδασκαλία της Ιστορίας  που μας θέτει στην διάθεσή μας η φίλη και σύμμαχος κυβέρνηση της Γερμανίας, μήπως οι επόμενες γενιές φτάσουν να παραδεχτούν ότι η «λογική» και το «συμφέρον» του ελληνικού λαού ήταν να παραμείνει ουδέτερος κατά την διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ή έστω να ρίξει μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων και ύστερα αποδεχόμενος τη μοίρα του και το δίκαιο του ισχυρότερου να συνεργασθεί με τους Γερμανούς κατακτητές, οι οποίοι άλλωστε «ήταν και είναι φίλοι» μας, όπως έλεγε και ο αείμνηστος ηθοποιός Δήμος Σταρένιος;

Θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μέγιστη πολιτική και ιδεολογική ήττα των ιδεών και των στόχων που ενέπνευσαν και καθοδήγησαν ολόκληρες γενιές στον αγώνα για καλύτερη ζωή, έχουμε την πεποίθηση ότι οι εκπαιδευτικοί οφείλουν με πνεύμα ανυπότακτο να προσπαθήσουν να μεταλαμπαδεύσουν στις επόμενες γενιές τη φλόγα και το πάθος της γενιάς που δημιούργησε την εθνική αντίσταση απέναντι στους φασίστες κατακτητές της χώρας το 1941 – 1944 δημιουργώντας το Ε.Α.Μ. και τον Ε.Λ.Α.Σ., διδάσκοντας ιστορία με στόχο τη διαπαιδαγώγηση ελεύθερων και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών που θα αμφισβητούν και θα επιλέγουν την άποψη που θα υιοθετούν κατανοώντας πλήρως το κοινωνικό – πολιτικό – οικονομικό και ταξικό περιβάλλον της εποχής τους αλλά και την ιστορική του εξέλιξη.