Henry Giroux[1] – Ourania Filippakou[2]
Μετάφραση/επιμέλεια: Γιάννης Κάσκαρης (Ιούλιος, 2023).
Πρωτότυπο άρθρο: Henry Giroux – Ourania Filippakou, «Militarization in a Time of Pandemic», Counter Punch, April 24, 2020[3]
Ζούμε σε μια εποχή όπου η καταδυνάστευση της ζωής μας από τον φόβο υποδηλώνει ότι ο κόσμος κινδυνεύει να βυθιστεί στο σκοτάδι. Η κρίση του covid-19 έχει δημιουργήσει έναν δυστοπικό εφιάλτη που κατακλύζει τις οθόνες και τα μέσα ενημέρωσης με εφιαλτικές εικόνες πανικού. Χαρτόκουτα, πλαστικές σακούλες, χειρολαβές, επιφάνειες επίπλων, η αναπνοή, ο αέρας που εκπνέουμε, τα σώματα… και οτιδήποτε άλλο προσφέρει στον ιό κατάλληλες συνθήκες διάδοσής του, συγκρίνεται με έναν εκρηκτικό μηχανισμό, μια βόμβα προορισμένα να πυροδοτηθούν επιφέροντας τεράστια βάσανα και αμέτρητους θανάτους. Δεν μπορούμε πλέον να σφίξουμε τα χέρια μας, να αγκαλιάσουμε τους φίλους μας, να χρησιμοποιήσουμε μέσα μαζικής μεταφοράς, να καθίσουμε σε μια καφετέρια ή να περπατήσουμε στον δρόμο χωρίς να βιώνουμε μια πραγματική πιεστική άγχους και φόβου. Διατυπώνεται από πολιτικούς, ειδήμονες μέσων ενημέρωσης και άλλους ότι η καθημερινή ζωή μας έχει αποκτήσει έναν χαρακτήρα επιβίωσης σε «εμπόλεμη ζώνη».
Η μεταφορική χρήση πολεμικής ορολογίας ενισχύει και αναφέρεται σε μια βαθιά αίσθηση του επείγοντος και έχει μακρύ παρελθόν στην ιστορία του ρητορικού λόγου σε περιόδους κρίσης. Η “στρατιωτικοποίηση” αναγορεύεται σε κεντρικό χαρακτηριστικό της εποχής της πανδημίας και υποδεικνύει την κυριαρχία των πολεμικών αξιών στην κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, ο Michael Geyer[4] ορίζει την έννοια της «στρατιωτικοποίησης» ως τη «συγκρουσιακή και φορτισμένη κοινωνική διαδικασία κατά την οποία το σύνολο των πολιτών οργανώνεται για την παραγωγή βίας» (Geyer, 1989, σ. 9). Αν και ο Geyer αναφερόταν στη στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης μεταξύ 1914-1945, η περιγραφή του φαίνεται ακόμη πιο επίκαιρη σήμερα. Αυτό καθίσταται σαφές στον τρόπο με τον οποίο δεξιοί πολιτικοί, όπως ο Τραμπ, προωθούν την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της γλώσσας, τη στρατιωτικοποίηση των δημόσιων χώρων και τη στρατιωτικοποίηση των ίδιων των σωμάτων μας. Χρήση των όρων όπως «πολεμική ετοιμότητα», «επίθεση» και «συσπείρωση των στρατευμάτων» στον ρέοντα καθημερινό δημόσιο λόγο, εμπεδώνονται και φυσικοποιούνται μπροστά στην πανδημική κρίση. Ταυτόχρονα, η «γλώσσα του πολέμου» ευνοεί την εξάπλωση του καπιταλισμού της επιτήρησης, την αυστηρή διαφύλαξη των συνόρων/συνοριογραμμών και την αναστολή των πολιτικών ελευθεριών.
Καθώς ο ιός ακινητοποιεί σταδιακά τους καπιταλιστικούς μηχανισμούς, ο λόγος περί πολέμου αποκτά νέα σημασία ως ιατρικός όρος πλέον, έτσι ώστε να αναδειχθούν και να φωτιστούν οι αγωνιστικές προσπάθειες της κοινωνίας προκειμένου να ανταποκριθεί στην πάλη για την αντιμετώπιση των υποχρηματοδοτούμενων συστημάτων δημόσιας υγείας, την έλλειψη οικονομικών πόρων για εξετάσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, την εκτίναξη της κοινωνικής κινητικότητας προς τα κάτω, την επέκταση της ανεργίας και τις συνεχιζόμενες, σπαρακτικές προσπάθειες για την παροχή βασικών ειδών προστασίας για τους εργαζόμενους της πρώτης γραμμής και τους εργαζόμενους σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Στο επίκεντρο αυτής της επικής τραγωδίας εντοπίζεται ένας υποτιμημένος πολιτικός αγώνας που διεξάγεται με σκοπό την αντιστροφή και την τροποποίηση δεκαετιών πολέμου που πραγματοποιεί ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός εναντίον του κράτους πρόνοιας, εναντίον των βασικών κοινωνικών διατάξεων, των δημόσιων αγαθών και εναντίον του κοινωνικού συμβολαίου. Η αποτυχία αυτής της καταπιεστικής μορφής του “ληστρικού καπιταλισμού” (casino capitalism), της κοινωνίας που φαίνεται να ομοιάζει ως πολυτελής, άπλετος χώρος που διατίθεται για όλων των ειδών τα τυχερά παιχνίδια διανέμοντας και κατανέμοντας θάνατο μπορεί να ακουστεί, όπως παρατηρεί η Arundhati Roy[5] στις ιστορίες των κορεσμένων με ασθενείς νοσοκομείων στις ΗΠΑ, των κακοπληρωμένων, των υπερεξουθενωμένων υγειονομικών των δημοσίων νοσοκομείων που πρέπει να φτιάχνουν μάσκες από σακούλες σκουπιδιών ή παλιά αδιάβροχα, διακινδυνεύοντας τα πάντα για να προσφέρουν βοήθεια στους αρρώστους, στις περιπτώσεις εκείνων των ομόσπονδων πολιτειών που αναγκάζονται να πλειοδοτούν μεταξύ τους για τους αναπνευστήρες, στα διλήμματα των γιατρών σχετικά με τους ασθενείς που θα πρέπει να εισάγουν, έναν και μόνο ανάμεσα σε εκείνους/εκείνες που θα βρίσκονται εκτός διασωλήνωσης.
Η γλώσσα του πολέμου χρησιμοποιείται από τους μανδαρίνους της εξουσίας τόσο για την αντιμετώπιση της ιογενούς πανδημίας που πλήττει αδιάκριτα τον πληθυσμό καταβάλλοντας τον καπιταλισμό όσο και για την ενίσχυση και την επέκταση των πολιτικών σχηματισμών και του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος που φαίνεται να είναι ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την πανδημία.
Αντί να εξυφαίνουν την οργή, το συναίσθημα και τον φόβο ώστε να ενισχυθεί η κατανόησή μας τόσο για τις συνθήκες που υποκίνησαν αυτή την παγκόσμια μάστιγα, όσο και τι μπορεί να σημαίνει ώστε να την αντιμετωπίσουμε και να την αποτρέψουμε στο μέλλον, οι κυρίαρχες ελίτ σε αρκετές δεξιές χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βραζιλία, χρησιμοποιούν τον «λόγο του πολέμου» είτε για να αφαιρέσουν συναφή ερωτήματα από τη δημόσια συζήτηση είτε για να τα απορρίψουν ως κακεντρεχείς πρακτικές σε μια περίοδο γενικής κρίσης. Ο Amartya Sen[6] έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι «η πανδημία μπορεί να εξομοιώνεται με πολεμική μάχη, αλλά η πραγματική ανθρώπινη ανάγκη απέχει πολύ από αυτό».
Αντίθετα, η γλώσσα του πολέμου ενισχύθηκε δημιουργώντας έναν θάλαμο αντήχησης τόσο για τους υψηλότερους κύκλους της εξουσίας όσο και για τους δεξιούς πολιτιστικούς μηχανισμούς, οι οποίοι χρησιμεύουν για να μετατρέψουν το τραύμα, την εξάντληση και το πένθος σε μια ομίχλη θεωριών συνωμοσίας, κρατικής καταστολής και μιας κατασκότεινης αβύσσου που «εξυπηρετεί τους σκοπούς των εξουσιαστών». Ο Edward Joseph Snowden[7] έχει δίκιο όταν προειδοποιεί ότι οι κυβερνήσεις θα χρησιμοποιήσουν την πανδημική κρίση για να επεκτείνουν την επίθεσή τους στις πολιτικές ελευθερίες, να ανατρέψουν τα συνταγματικά δικαιώματα, να καταστείλουν τη διαφωνία και να δημιουργήσουν αυτό που αποκαλεί «μία αρχιτεκτονική της καταπίεσης». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Καθώς ο αυταρχισμός εξαπλώνεται, καθώς οι νόμοι έκτακτης ανάγκης πολλαπλασιάζονται, καθώς θυσιάζουμε τα δικαιώματά μας, θυσιάζουμε επίσης την ικανότητά μας να σταματήσουμε τη διολίσθηση προς έναν λιγότερο φιλελεύθερο και λιγότερο ελεύθερο κόσμο. Πιστεύετε πραγματικά ότι όταν το πρώτο κύμα, όταν αυτό το δεύτερο κύμα, ή όταν το 16ο κύμα του κορονοϊού θα είναι μια ξεχασμένη ανάμνηση, ότι αυτές οι περιορισμοί δεν θα διατηρηθούν; Ότι αυτά τα σύνολα δεδομένων δεν θα διατηρηθούν; Ανεξάρτητα από το πώς θα χρησιμοποιηθούν, εκείνο που διαμορφώνεται είναι η αρχιτεκτονική της καταπίεσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση του covid-19 θα δοκιμάσει τα όρια της δημοκρατίας παγκοσμίως. Τα δεξιά κινήματα, οι νεοναζί, οι αυταρχικοί πολιτικοί, οι θρησκευτικοί φονταμενταλιστές και ένα πλήθος άλλων εξτρεμιστών ενεργοποιούνται από αυτό που ο Slavoj Zizek[8] αποκαλεί «ιδεολογικούς ιούς… [που βρίσκονται] εν υπνώσει στις κοινωνίες μας» και περιλαμβάνουν το κλείσιμο των συνόρων, την απομόνωση των αποκαλούμενων εχθρών, τον ισχυρισμό ότι οι μετανάστες χωρίς χαρτιά μεταδίδουν τον ιό του covid-19, την απαίτηση για αυξημένη αστυνομική δύναμη και τη αδημονία των θρησκευόμενων φονταμενταλιστών να υποβιβάσουν τις γυναίκες, περιορίζοντάς τες, στα όρια της οικίας προκειμένου να αναλάβουν τον «παραδοσιακό» έμφυλο ρόλο τους.
Στο οικονομικό επίπεδο, υπό την σκέπη του φόβου, οι ΗΠΑ ειδικότερα, μεταφέρουν αυτό που ο Jonathan Cook[9], αναφέρει ως τεράστια ποσά δημόσιου χρήματος προς τις μεγαλύτερες εταιρείες. Πολιτικοί που ελέγχονται από μεγάλες επιχειρήσεις και μέσα ενημέρωσης που ανήκουν σε μεγάλες επιχειρήσεις, προωθούν και επισπεύδουν τη συγκεκριμένη εταιρική ληστεία δίχως έλεγχο – και για λόγους που θα έπρεπε να είναι αυτονόητοι. Σκόπιμα, γνωρίζοντας ότι η προσοχή μας έχει κατακλυστεί από τον ιό ώστε να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τα θολά και αινιγματικά επιχειρήματα σχετικά με τα υποτιθέμενα οικονομικά οφέλη και την ψευδαίσθηση της διάχυσης των κερδών στο σύνολο των μελών της κοινωνίας μέσω των μηχανισμών της αγοράς.
Αυτό συνιστά μια πολιτική «οπορτουνιστικού αυταρχισμού» και διαδραματίζεται ήδη σε ορισμένες χώρες που χρησιμοποιούν το κάλυμμα της επιβολής μέτρων δημόσιας υγείας καθιερώνοντας μια σειρά αντιδημοκρατικών πολιτικών και ενός κύματος καταστολής και περιορισμού. Η πανδημία κατέστησε σαφές ότι οι μηχανισμοί της αγοράς δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το βάθος και το εύρος της τρέχουσας κρίσης. Η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού αποκαλύπτει μόνο μια βαθιά αίσθηση απόγνωσης και ενός ηθικού κενού στην καρδιά του ληστρικού καπιταλισμού, αλλά καθιστά σαφές ότι το ξόρκι του νεοφιλελευθερισμού έχει θρυμματιστεί και ως εκ τούτου βρίσκεται εν μέσω μιας κρίσης νομιμοποίησης. Η πανδημία του κορονοϊού κατέστησε σαφές πως η νεοφιλελεύθερη αντίληψη, ότι όλα τα προβλήματα είναι θέματα ατομικής ευθύνης και ότι τα άτομα (καθ-)ορίζονται αποκλειστικά από τα ατομικά τους συμφέροντα, έχει καταρρεύσει πλήρως καθώς οι επιπτώσεις της αποτυχίας του νεοφιλελευθερισμού να αντιμετωπίσει την πανδημία ξεδιπλώνονται σε ελλείψεις για ζωτικής σημασίας ιατρικού εξοπλισμού, ελλείψεις διαγνωστικών εξετάσεων και ανεπαρκείς ή απούσες υπηρεσίες δημόσιας υγείας, σε μεγάλο βαθμό λόγω των μέτρων λιτότητας που προηγήθηκαν της περιόδου της πανδημίας.
Μια συνέπεια του αποτυχημένου νεοφιλελεύθερου κράτους είναι η αύξηση των επιπέδων καταπίεσης και συμμόρφωσης προκειμένου να αποτραπεί η εμφάνιση μαζικών κινημάτων διαμαρτυρίας και ριζοσπαστικών μορφών συλλογικής αντίστασης. Η αναστολή των πολιτικών δικαιωμάτων, η καταστολή της διαφωνίας, η ανατροπή των συνταγματικών ελευθεριών και η μαζική χρήση της κρατικής επιτήρησης στην υπηρεσία αντιδημοκρατικών σκοπών φαίνεται να έχει εξομαλυνθεί διαμορφώνοντας το πλαίσιο της νέας κανονικότητας. Πολλές από τις χώρες που αποδέχονται και υιοθετούν πολιτικές οικονομικής λιτότητας αλλά και την κουλτούρα της μηδενικής ανοχής και σκληρότητας στην αντιμετώπιση ετερόδοξων πολιτικών θέσεων χρησιμοποιούν την πανδημική κρίση ως πρόσχημα διαμόρφωσης διαδικασιών διακυβέρνησής τους, αντλώντας από αυτό που @ ακτιβιστ@ Ejeris Dixon[10] αποκαλεί στοιχεία ενός «φασιστικού εγχειριδίου έκτακτης ανάγκης». Σε αυτά περιλαμβάνονται: Η χρήση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τον περιορισμό πολιτικών ελευθερίων– ιδίως εκείνων των δικαιωμάτων που αφορούν την κυκλοφορία, τη διαμαρτυρία, την ελευθερία του Τύπου, το δικαίωμα σε δίκη και την ελευθερία συνάθροισης. Η χρήση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ώστε να ανασταλούν κυβερνητικοί πολιτικοί θεσμοί που αφορούν τη δημοκρατική νομιμοποίηση της εξουσίας μειώνοντας τους θεσμικούς ελέγχους και τις ισορροπίες με συνέπεια να ελαττωθεί μέχρι εξάλειψης η πρόσβαση σε εκλογές αλλά και σε άλλες μορφές συμμετοχικής διακυβέρνησης. Η προώθηση της αίσθησης του φόβου και της ατομικής αδυναμίας, ιδιαίτερα σε σχέση με το κράτος, για να μειωθεί η κατακραυγή και να δημιουργηθεί μια κουλτούρα όπου οι άνθρωποι συναινούν στην εξουσία του «φασιστικού κράτους». Η αντικατάσταση των δημοκρατικών θεσμών με αυταρχικούς θεσμούς χρησιμοποιώντας την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως πρόφαση και επαρκή δικαιολογία. Η επινόηση αποδιοπομπαίων τράγων για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως οι μετανάστες, οι έγχρωμοι, τα άτομα με αναπηρία, οι εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, για να αποσπάσουν την προσοχή της κοινής γνώμης από τις αποτυχίες του κράτους και την απώλεια των πολιτικών ελευθεριών.
Οι αποδείξεις για την εξάπλωση αυτού του ιδεολογικού ιού και των μηχανισμών και πολιτικών καταστολής του δεν είναι πλέον απλώς λανθάνουσες ανησυχίες όσων φοβούνται την άνοδο αυταρχικών κινημάτων και τρόπων διακυβέρνησης. Για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Viktor Orbán, ψήφισε ένα νομοσχέδιο που του παρείχε σαρωτικές εξουσίες έκτακτης ανάγκης για αόριστο χρονικό διάστημα…Νομοθετικές πρωτοβουλίες, που τις επικαλούνται ως μέρος της αντίδρασης της κυβέρνησης αντιμετώπισης της παγκόσμιας πανδημίας. Αυτό που γίνεται ολοφάνερο είναι ότι η πανδημική κρίση προξενεί και συντηρεί μαζικό άγχος επιτρέποντας στις κυβερνήσεις να μετατρέψουν μια ιατρική κρίση σε πολιτική ευκαιρία για τους ηγέτες σε όλο τον κόσμο να προωθήσουν αυθαίρετες και αυταρχικές (δικτατορικές) εξουσίες με ελάχιστη κοινωνική αντίσταση.
Για παράδειγμα, όπως παρατηρεί η Selam Gebrekidan[11], στη Βρετανία, οι υπουργοί έχουν αυτό που χαρακτηρίστηκε “εντυπωσιακή” και “επίμονη” βούληση επιβολής ισχύος ώστε να θέτουν υπό κράτηση ανθρώπους και να κλείνουν τα σύνορα. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ έχει αναστείλει τη λειτουργία των δικαστηρίων εγκαινιάζοντας μια παρεμβατική παρακολούθηση των πολιτών. Η Χιλή έχει στείλει τον στρατό σε δημόσιες πλατείες που κάποτε είχαν καταληφθεί από διαδηλωτές. Η Βολιβία ανέβαλε τις εκλογές. Στις Φιλιππίνες, ο πρόεδρος Rodrigo Duterte, ο οποίος στο παρελθόν έχει παραβιάσει κατάφωρα τα δικαιώματα των πολιτών, έλαβε εξουσίες έκτακτης ανάγκης από το Κογκρέσο της χώρας του. Υπό τον μανδύα της επίκλησης μέτρων για τη δημόσια υγεία λόγω της απειλής που συνιστά η επιδημία του κορονοϊού, η Κίνα διέλυσε διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ και συνέλαβε πολλούς από τους ηγέτες/οργανωτές των συλλαλητηρίων διαμαρτυρίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Υπουργείο Δικαιοσύνης ζήτησε από το Κογκρέσο[12], «τη δυνατότητα να ζητά από τους επικεφαλής δικαστές να προφυλακίζουν πολίτες επ’ αόριστο χωρίς δίκη κατά τη διάρκεια της περιόδου έκτακτης ανάγκης» – μέρος μιας προσπάθειας για τη σταδιακή επιβολή νέων αρμοδιοτήτων της κυβέρνησης Τραμπ όσο ο κορονοϊός εξαπλώνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Επιπλέον, στις ΗΠΑ, ο Τραμπ κατηγορεί τα μέσα ενημέρωσης ότι διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις για τον ιό, επιτίθεται σε δημοσιογράφους που κάνουν κρίσιμες ερωτήσεις, γεμίζει τα δικαστήρια με ομοσπονδιακούς συκοφάντες, παρουσιάζει τους μετανάστες ως άτομα μειωμένης συνείδησης χωρίς χαρτιά, χαρακτηρίζοντάς τους φορείς του ιού, ενώ ισχυρίζεται ότι έχει “πλήρη εξουσία” να ανοίξει ξανά την οικονομία, όσο επικίνδυνη και αν είναι η συγκεκριμένη πολιτική, μπροστά στους υγειονομικούς κινδύνους που συνοδεύουν την πανδημία του κορονοϊού.
Σε αυτή την περίπτωση, ο Τραμπ εμπορεύεται τον φόβο για να υποστηρίξει στοιχεία της λευκής υπεροχής, του υπερεθνικισμού και της κοινωνικής κάθαρσης, ενώ παράλληλα διευκολύνει – αποδεσμεύοντας και αξιοποιώντας – τα κινητοποιητικά πάθη του φασισμού, ενισχύοντας τις ακροδεξιές πρακτικές/συμπεριφορές μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Υποστηρίζει την καταστολή της ψήφου και έχει δηλώσει δημοσίως ότι η διευκόλυνση της ψήφου για πολλούς Αμερικανούς, όπως οι μαύροι και άλλων έγχρωμων μειονοτήτων, θα σήμαινε ότι «δεν θα εκλεγεί ποτέ ξανά Ρεπουμπλικάνος σε αυτή τη χώρα». Εν μέσω οικονομικών δυσχερειών και εκτεταμένης δυστυχίας λόγω της μαινόμενης πανδημίας, ο Τραμπ έχει αξιοποιήσει έναν συνδυασμό φόβου και καθαρτικής σκληρότητας, ενθαρρύνοντας και νομιμοποιώντας στη συνείδηση των πολιτών μια άγρια ανομία που στοχεύει στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι αποκάλεσε τον κορονοϊό «κινεζικό ιό», ανεξάρτητα από τη βία που δίνει τη δυνατότητα σε ακροδεξιούς να στρέφονται εναντίον των Ασιατικοαμερικανών, ή το κάλεσμά του να ανοίξει εκ νέου την οικονομία για να βιαστεί, γνωρίζοντας ότι χιλιάδες θα μπορούσαν να πεθάνουν ως αποτέλεσμα της εμμονής του να υποβαθμίζει τις υγειονομικές συνέπειες της εξάπλωσης του covid-19 κυρίως στους ηλικιωμένους, στους φτωχούς και προς άλλες κοινωνικά ευάλωτες ομάδες;
Η στρατιωτικοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης και η πολιτική της Πανδημικής Παιδαγωγικής
Στην εποχή της πανδημίας, η κουλτούρα έχει πλέον στρατιωτικοποιηθεί. Ο Ντόναλντ Τραμπ και τα δεξιά μέσα ενημέρωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πολιτικοποιήσει την πανδημία του κορονοϊού, μετατρέποντάς την σε όπλο επιβολής συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών. Την έχουν εργαλειοποιήσει χρησιμοποιώντας μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης για να προωθήσουν τις πολιτικές επιθέσεις του Τραμπ στους επικριτές του, στον Τύπο, στους δημοσιογράφους και στους πολιτικούς που αμφισβήτησαν την ασταθή αντίδρασή του στην κρίση της πανδημίας. Την έχουν πολιτικοποιήσει εισάγοντας μια σειρά πολιτικών με την προμετωπίδα μιας κατάστασης εξαίρεσης κατευθύνοντας τα χρήματα διάσωσης του δημόσιου χρέους προς την άρχουσα ελίτ, στρατιωτικοποιώντας τη δημόσια σφαίρα εν γένει, προάγοντας διατάξεις περιστολή της ψήφου των ψηφοφόρων, ισχυροποιώντας τη δύναμη της αστυνομίας, διεξάγοντας επιθέσεις ωμής βίας σε μετανάστες που δε διαθέτουν τα απαραίτητα χαρτιά διαμονής στη χώρα, θεωρώντας τους ταυτόχρονα ως απειλή για τη δημόσια υγεία. Επιπρόσθετα, ο Τραμπ αρχικά ισχυρίστηκε ότι ο ιός ήταν μια φάρσα που συντηρήθηκε και διαιωνίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης και τους Δημοκρατικούς που προσπαθούσαν να υπονομεύσουν την επανεκλογή του στο αξίωνα του Προέδρου των ΗΠΑ, ταυτόχρονα με αφορμή το ξέσπασμα της επιδημίας ο Τραμπ ενίσχυσε περαιτέρω το κράτος επιτήρησης, απέλυσε δημόσιους υπαλλήλους για συμμετοχή στη διαδικασία μομφής εναντίον του και παραπομπής του στη δικαιοσύνη.
Η «γλώσσα της απανθρωποποίησης» του Τραμπ, σε συνδυασμό με την τρομακτική του άγνοια και την τοξική ανικανότητά του φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα στο κεντρικό χαρακτηριστικό της προεδρίας δηλαδή την παρουσίαση της πανδημίας ως θέαμα σύμφωνα με τις απαιτήσεις των μέσων ενημέρωσης. Ο «αντι-διανοουμενισμός» του Τραμπ, σιγοβράζει στις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και δεκαετίες και τώρα, έχει ξεπεραστεί πλήρως και όταν ενσωματωθεί ως κεντρικό χαρακτηριστικό των δεξιών μέσων κοινωνικής δικτύωσης γίνεται «ένα εξαιρετικά επιτυχημένο εργαλείο ηγεμονικού ελέγχου, χειραγώγησης και ψευδούς συνείδησης». Η αποκαλυπτική ρητορική του Τραμπ φαίνεται να ταιριάζει με το πνεύμα της στιγμής, καθώς υπάρχει μια άνοδος του δεξιού εξτρεμισμού, του αντισημιτισμού, του ακραίου ρατσισμού και μιας κουλτούρας ψεμάτων, ωμής αμεσότητας και σκληρού κυνισμού. Αυτό που βλέπουμε, καθώς η πανδημία εντείνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ορισμένες άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο, είναι η αυξανόμενη απειλή των αυταρχικών καθεστώτων, που χρησιμοποιούν τα μέσα ενημέρωσης για να ομαλοποιήσουν τις ενέργειές τους καθώς αντιπαρατίθενται με τους/τις διαφωνούντες, σε όλους εκείνους/εκείνες που όσους/όσες αγωνίζονται να διατηρήσουν και να περισώσουν τις δημοκρατικές ιδέες και αρχές.
Δεδομένης της εμπειρίας του στη σφαίρα της τηλεοπτικής πραγματικότητας και της κουλτούρας των διασημοτήτων («celebrities»), ο Τραμπ καθοδηγείται από αμοιβαία υποστηριζόμενες καταγραφές είτε εντυπωσιακών, θεαματικών τρόπων αυτοπροβολής, είτε εκδηλώσεων αγαλλίασης στην διαμόρφωση οργουελιανού τύπου αμφίσημων νοημάτων, είτε των μετρήσεων τηλεθέασης και ακροαματικότητας των δικών του μέσων ενημέρωσης. Μία από τις προσβολές που εκτοξεύει στους δημοσιογράφους στις ενημερώσεις του για τον κορονοϊό είναι ότι τα δίκτυά τους έχουν χαμηλές βαθμολογίες, σαν αυτό να είναι ένα μέτρο της συνάφειας της ερώτησης που τίθεται. Σε αντίθεση με οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο, ο Τραμπ έχει χρησιμοποιήσει τα συστημικά, κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης όπως και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να κινητοποιήσει τους οπαδούς του, να επιτεθεί στους εχθρούς του και να παράγει ένα σύμπαν παραπληροφόρησης, ψευδών ειδήσεων και πολιτικού αναλφαβητισμού. Την ίδια στιγμή, έχει υπερασπιστεί τα δεξιά μέσα ενημέρωσης υιοθετώντας και συμμεριζόμενος τόσο τις θέσεις τους σε μια σειρά θεμάτων όσο και χρησιμοποιώντας τα ώστε να προβάλει τις δικές του.
Συντηρητικά μέσα ενημέρωσης, όπως το Fox News[13], συνέργησαν στη αιτιολόγηση και τεκμηρίωση της έκκλησης του Τραμπ προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης να ξεθάψει βρωμιές για τους πολιτικούς του αντιπάλους, συμπεριλαμβανομένου του αδικήματος του εκβιασμού προς την ουκρανική κυβέρνηση μέσω της υπόσχεσης να παρακρατήσει τη στρατιωτική βοήθεια εάν δεν ξεκινήσει έρευνα για τον πολιτικό του αντίπαλο, Joe (Joseph) Biden. Επιπλέον, τα ίδια συντηρητικά μέσα ενημέρωσης υποστήριξαν την υποκίνηση ένοπλων εξεγέρσεων που διατύπωνε και εξέφραζε ο Τραμπ μέσω ολιγόλεξων μηνυμάτων στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης και επικοινωνίας Twitter, προτρέποντας με αυτό τον τρόπο τους οπαδούς του να «απελευθερώσουν» τη Μινεσότα, το Μίσιγκαν και τη Βιρτζίνια, προωθώντας την πεποίθηση για άρνηση συμμόρφωσης με τις εντολές παραμονής στο σπίτι και τους υπόλοιπους περιορισμούς της κοινωνικής απόστασης. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Τραμπ προέτρεπε τους οπαδούς του σε αντικοινωνικές διαμαρτυρίες αποστασιοποίησης που παραβιάζουν τις δικές του ομοσπονδιακές οδηγίες.
Ο Ντόναλτ Τραμπ έχει χρησιμοποιήσει τις αστυνομικές εξουσίες του κράτους, ειδικά το ICE (Immigration & Customs Enforcement – Αρχή επιβολής μέτρων Μετανάστευσης και Τελωνείων) για να συλλάβει τα παιδιά και να τα χωρίσει από τους γονείς τους στα σύνορα. Τοποθετώντας την τυφλή αφοσίωση πάνω από την εμπειρογνωμοσύνη, περιβάλλεται από ανίκανους συκοφάντες και λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις από το ένστικτό του, συχνά σε αντίθεση με τις συμβουλές των εμπειρογνωμόνων της δημόσιας υγείας. Όλα αυτά επαναλαμβάνονται και υποστηρίζονται από το συντηρητικό και δεξιό οικοσύστημα, ειδικά το Fox News, το Breitbart News[14] και αυτό που φαίνεται να είναι μια λεγεώνα δεξιών σχολιαστών όπως ο Rush Limbaugh, ο οποίος ισχυρίστηκε ψευδώς ότι ο ιός είναι κοινό κρυολόγημα και η Laura Ingraham, η οποία συνέκρινε παραπλανητικά τον covid-19 με την κοινή γρίπη. Το Fox News όχι μόνο παρήγαγε θεωρίες συνωμοσίας, όπως ο ισχυρισμός ότι ο ιός ήταν προϊόν του «βαθέως κράτους» και χρησιμοποιήθηκε από τους Δημοκρατικούς για να αποτρέψει την επανεκλογή του Τραμπ, αλλά παραπληροφορούσε σχετικά με τον ιό και αντιπροσώπευε αυτό που καθηγητές δημοσιογραφίας και κορυφαίοι δημοσιογράφοι περιέγραψαν ως «κίνδυνο για τη δημόσια υγεία». Όπως οι περισσότεροι αυταρχικοί, ο Τραμπ κάνει τα πάντα ώστε να ελέγξει την αλήθεια πλημμυρίζοντας τα μέσα ενημέρωσης με ψέματα, μεμφόμενος και αποδοκιμάζοντας επιστημονικά στοιχεία αλλά και την έλλογες κριτικές αποφάνσεις ως ψευδείς ειδήσεις («fake news»). Τακτική που κατά βάση αποτελεί άμεση επίθεση στην ελευθερία του Τύπου, στους κριτικούς δημοσιογράφους και στην ιδέα ότι η αναζήτηση της αλήθειας παραμένει αξία ζωτικής σημασίας για οποιαδήποτε έγκυρη έννοια της «ιδιότητας του πολίτη» (πολιτειότητας – citizenship).
Η κρίση της πολιτικής συνδυάζεται τώρα με μια κυρίαρχη και ελεγχόμενη από τις εταιρείες των μέσων ενημέρωσης «ψηφιακή κουλτούρα», μια «κουλτούρα της θέασης μέσα από τις οθόνες» ώστε το κοινό να απολαμβάνει και να ψυχαγωγείται από την πολιτική ως δράμα με συναισθηματικά και ηθογραφικά σημαινόμενα, αγκαλιάζοντας την άγνοια, τις κατακερματισμένες αφηγήσεις και την υστερία φυλετικών διακρίσεων (βλ. Butsch, 2019)[15]. Επιπρόσθετα, η κρίση της πολιτικής επιτρέπει και παράγει μια κουλτούρα εντυπωσιασμού που αποσκοπεί στην αύξηση των μετρήσεων τηλεθέασης και ακροαματικότητας αλλά και των οικονομικών κερδών εις βάρος της αλήθειας. Στο πλαίσιο, ενός μηχανισμού αποβλάκωσης – αμάθειας, συγκροτείται ένα είδος «παιδαγωγικής της πανδημίας», υπονομεύοντας τη σύνθετη απόδοση των κοινωνικών προβλημάτων, καταστέλλοντας την κουλτούρα της αμφισβήτησης και υποβαθμίζοντας την παιδαγωγική αξία των τεκμηριωμένων κρίσεων. Αυτή η πανδημική παιδαγωγική λειτουργεί έτσι ώστε να σχηματοποιεί/διαμορφώνει την ανθρώπινη αυτενέργεια, την επιθυμία και τους τρόπους ψυχικής ταύτισης στη λογική του ευδαιμονικού καταναλωτισμού, προσφέροντας έτσι υπόσταση σε μια (υπερ-)μορφή ανδρισμού και αρρενωπότητας, νομιμοποιώντας ταυτόχρονα, τη διάκριση μεταξύ της φιλότητας και της έχθρητας, μια διάκριση μεταξύ του φίλ(ι)ου και του εχθρ(ικ)ού (friend/enemy distinction).
Ζούμε σε μια εποχή όπου η απόδοση νοήματος και η περιγραφή και κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων ως εικόνων ή ως θέαμα αδειάζουν την πολιτική από κάθε ηθική υπόστασή της και συμβάλλουν στην αναβίωση μιας εκσυγχρονισμένης, επικαιροποιημένης εκδοχής της φασιστικής πολιτικής. Η απερισκεψία και η επιπολαιότητα έχουν γίνει εθνικά ιδεώδη, καθώς τα ελεγχόμενα από τις εταιρείες των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης αντικατοπτρίζουν την απαίτηση της διοίκησης Τραμπ να επαναλαμβάνεται η πραγματικότητα άκριτα αντί να αναλύεται ή να κατανοείται μέσω της σκέψης και των ελλόγων συλλογισμών. Η πολιτική πλέον είναι πλήρης στόμφου, αρθρώνεται και τελεσφορεί με λέξεις δεμένες μεταξύ τους για να σοκάρουν, να μουδιάσουν το μυαλό και με εικόνες γεμάτες ιδιοτελή αίσθηση ταραχής και θυμού. Ο Τραμπ ενισχύει ξεδιάντροπα μια τέτοια πολιτική προβάλλοντας διαρκώς προπαγανδιστικά βίντεο σε προεδρικές συνεντεύξεις Τύπου.
Βέβαια, εκείνο που διακρίνεται σε αυτή την ιστορική περίοδο, ιδίως υπό το καθεστώς Τραμπ, είναι ακριβώς αυτό που η Susan Sontang[16] έχει αποκαλέσει, μια μορφή αισθητικού φασισμού με την περιφρόνησή του για «όλα όσα είναι στοχαστικά, κριτικά και πλουραλιστικά». Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της τρέχουσας στιγμής είναι η άνοδος αυτού που ονομάζουμε «μηχανισμοί σκληρής και ήπιας διανοητικής αδράνειας». Οι άτεγκτοι μηχανισμοί διανοητικής αδράνειας και αποχαύνωσης, όπως το Fox News, το συντηρητικό ραδιόφωνο, και τα μέσα ενημέρωσης του ομίλου Breitbart, λειτουργούν ως απροκάλυπτες, αναίσχυντοι μηχανισμοί προπαγάνδας που εμπορεύονται τις πολιτικές προώθησης και προστασίας των συμφερόντων των Αμερικανών πολιτών (νατιβισμός), τις διαστρεβλώσεις, τις παραποιήσεις και τη ρατσιστική υστερία, όλα περιτυλιγμένα με τον μανδύα μιας οπισθοδρομικής αντίληψης του πατριωτισμού.
Όπως επισημαίνει ο δημοσιογράφος Joel Bleifuss[17], πρόκειται για το Fox News, ειδικότερα, το οποίο «περιφρονεί απροκάλυπτα την αλήθεια και επιδίδεται κάθε βράδυ στην τελετουργία του να καταχωνιάζει την αλήθεια σε «λαγούμια λήθης» υφαίνοντας και προάγοντας μια νέα εκδοχή της πραγματικότητας [αναφύοντας και διατηρώντας] το πνεύμα του 1984…, ζωντανό και εύρωστο. Με άλλα λόγια, το πιο δημοφιλές καλωδιακό ειδησεογραφικό δίκτυο, με δεδομένη την πίστη του στον Τραμπ, εκτελεί το έργο ενός πραγματικού Υπουργείου Αλήθειας από το βιβλίο του George Orwell, 1984, όπου οι γραφειοκράτες “διορθώνουν” τα ιστορικά αρχεία ώστε να συμμορφώνονται με τα διατάγματα του “Μεγάλου Αδελφού”. Η φασιστική πολιτική του Τραμπ και οι φαντασιώσεις του για φυλετική καθαρότητα δεν θα μπορούσαν να πετύχουν χωρίς τους μηχανισμούς αποχαύνωσης και διανοητικής αδράνειας, δίχως τους παιδαγωγικούς μηχανισμούς και τους επαγγελματίες οι οποίοι καθιστούν το «όραμά του όχι απλώς πραγματικό, αλλά γκροτέσκα φυσιολογικά ρεαλιστικό». Ξεκάθαρα, η πολιτική του Τραμπ αντιπροσωπεύει τη θέση ότι η διαχείριση του γλωσσικού νοήματος συμπεριλαμβάνεται πλέον στην φαρέτρα των εργαλείων της χρήσης της γλώσσας ως μέσου εκφοράς ρατσιστικού λόγου και φυλετικού μίσους βαθιά χρεωμένης σε μια πολιτική λήθης, ενσαρκώνοντας μια πολιτική που εισφέρει στη μάχη για την υπονόμευση της ιστορικής συνείδησης ακόμη και την επιβουλή της ίδιας της μνήμης.
Υπάρχουν και «οι ήπιοι μηχανισμοί αποχαύνωσης και διανοητικής αποβλάκωσης» ή τα φιλελεύθερα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης όπως το NBC Nightly News[18], το MSNBC[19] και ο καθιερωμένος Τύπος που λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό καλύπτοντας και εξυπηρετώντας άλλοτε το σύμπαν του Τραμπ στο Twitter, άλλοτε την κουλτούρα των διασημοτήτων και άλλοτε το ήθος του ανελέητου ανταγωνισμού της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα προσεγγίζουν κοινωνικά ζητήματα αποκομμένα από οποιαδήποτε γενική αναφορά με κοινωνικοπολιτικό πρόσημο, εξατομικεύοντας συνεπώς τα κοινωνικά προβλήματα, υιοθετώντας επιδερμική την ανάλυση και μελέτη των δεσμών εξουσίας καθώς οι υπαινικτικές αναφορές στα δίκτυα άσκησης εξουσίας είναι πότε ρηχές και άλλοτε επιφανειακές και επιπόλαιες. Τούτο είναι προφανές στον τρόπο κάλυψης από τα συμβατικά/κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης των καθημερινών ενημερώσεων Τύπου του Προέδρου Τραμπ, οι οποίες, όπως το θέτει ο Oscar Zambrano, «προβάλλονται σαν να παρακολουθούμε την εξέλιξη ενός δράματος ή μιας υγειονομικής απειλής που μας μολύνει όλους: ως παραλληλισμό, σε αντιπαραβολή και αντιδιαστολή με τη διάδοση του κορονοϊού» (Zambrano, 2020). Δυστυχώς, τα υψηλά ποσοστά τηλεθέασης είναι πιο σημαντικά από την άρνηση συμμετοχής και την αντίσταση στην εξοικείωση και αποδοχή των θεαμάτων παραπληροφόρησης και επικοινωνίας του Τραμπ. Η πολιτική ως θέαμα διαποτίζει τις αισθήσεις με θόρυβο, φτηνό μελόδραμα, ψέματα και μπουφονικές πομφόλυγες. Αυτό δεν σημαίνει ότι το θέαμα που διαμορφώνει τώρα την πολιτική ως καθαρό θέατρο έχει σκοπό απλώς να διασκεδάσει και να αποσπάσει την προσοχή μας. Αντίθετα, η πολιτική ως θέαμα και το θέαμα ως εναλλακτική μορφή πολιτικοποίησης, εμφανές στη συγκυρία εν μέσω της κρίσης του κορονοϊού, λειτουργεί ως πολεμική μηχανή, χρησιμεύοντας σε μεγάλο βαθμό ώστε να ενισχυθεί η πεποίθηση όπου η έννοια του πολέμου προσλαμβάνεται ως μόνιμη κοινωνική σχέση, ο πόλεμος ορίζεται σαν την πρωταρχική οργανωτική αρχή της κοινωνίας και της πολιτικής, ουσιαστικά, ο πόλεμος, η μισαλλοδοξία αποτελούν το μέσο που δομείται η κοινωνία, ο πόλεμος συνιστά την επίφαση και το προσωπείο της πολιτικής. Ο πόλεμος έχει γίνει πλέον το λειτουργικό και καθοριστικό χαρακτηριστικό της γλώσσας, η μήτρα για όλες τις σχέσεις και τους δεσμούς εξουσίας.
Η στρατιωτικοποίηση των μέσων ενημέρωσης, αλλά ακόμη και του ίδιου του πολιτισμού, συνιστούν μορφές κοινωνικής και ιστορικής αμνησίας. Δηλαδή, η στρατιωτικοποίηση των ΜΜΕ και της κουλτούρας τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο, διαχωρίζει το παρελθόν από μια πολιτική που στην τρέχουσα μορφή της έχει μετατραπεί σε θανατηφόρα επίθεση στις αξίες και τους θεσμούς που είναι κρίσιμοι για μια λειτουργική δημοκρατία. Σε αυτή την περίπτωση, οι απόηχοι ενός φασιστικού παρελθόντος παραμένουν κρυμμένοι, αόρατοι κάτω από θεατρινισμούς, μελοδραματικές παροτρύνσεις και εκστρατείες παραπληροφόρησης που καταφέρονται εναντίον των υποτιθέμενων «εχθρών του κράτους» και των «ψευδών ειδήσεων», που δεν είναι παρά ένας ευφημισμός για τη διαφωνία, την απόδοση ευθυνών και για τα αντιπολιτευτικά μέσα ενημέρωσης. Η έφεση για το υπερβολικά δραματικό εξαλείφει τη διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, ψέματος και αλήθειας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το θέαμα της στρατιωτικοποίησης λειτουργεί ως μέρος μιας κουλτούρας απόσπασης της προσοχής, διαίρεσης και κατακερματισμού, ενώ ταυτόχρονα αρνείται να θέσει το ερώτημα πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες μοιράζονται στοιχεία μιας φασιστικής πολιτικής που τις συνδέει με μια σειρά άλλων αυταρχικών χωρών, όπως η Βραζιλία, η Τουρκία, η Ουγγαρία και η Πολωνία. Όλες αυτές οι χώρες εν μέσω της πανδημίας έχουν υιοθετήσει μια μορφή φασιστικής αισθητικής και πολιτικής που συνδυάζει μια σκληρή κουλτούρα νεοφιλελεύθερης λιτότητας με την εδραίωση ρητορικής του (φυλετικού, κοινωνικού) μίσους (με βάση χαρακτηριστικά όπως το φύλο, την εθνοτική καταγωγή, τη θρησκεία, τη φυλή, την αναπηρία ή το γενετήσιο προσανατολισμό), με την εγκαθίδρυση του νατιβισμού και τη διαρκή προσφυγή στην κρατική καταστολή. Η στρατιωτικοποίηση της κουλτούρας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης στις σημερινές μορφές της μπορεί να απευθύνεται μόνο στο κράτος της εξαίρεσης, του θανάτου και του πολέμου.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η σχέση μεταξύ των πολιτικών ελευθεριών, της δημοκρατίας, της πολιτικής, της δικαιοσύνης, της αδικίας και του θανάτου χάνεται. Ο πόλεμος ενδείκνυται να αποτελεί πηγή ανησυχίας και μόνο, όχι υπερηφάνειας, τα γλωσσικά του αποθέματα χρειάζεται πλέον να αποστρατιωτικοποιηθούν ενεργά στην πράξη.
Συμπεράσματα
Για το καθεστώς Τραμπ, η ιστορική αμνησία χρησιμοποιείται ως όπλο (κακής) παιδείας, πολιτικής και εξουσίας, που επιτελείται κυρίως μέσω της στρατιωτικοποίησης και του χειρισμού των μέσων ενημέρωσης ως όπλων σε μια εκστρατεία επιβολής της νεοδεξιάς πεποίθησης. Καθιερώνεται επομένως, μια μορφή παιδαγωγικής στην πανδημίας – που εξαπλώνεται μέσα από έναν παιδαγωγικό ιό που διαβρώνει τους τρόπους δράσης, τις αξίες και τους πολιτικούς θεσμούς που είναι καίριας σημασίας σε μια ισχυρή δημοκρατία. Η αντίληψη ότι το παρελθόν αποτελεί ένα βάρος που πρέπει να ξεχαστεί συγκροτεί τον ιδεολογικό πυρήνα των αυταρχικών καθεστώτων, επιτρέποντας τη δημόσια μνήμη να μαραθεί και τα δρώντα νήματα του φασισμού να κανονικοποιηθούν μέχρι να φυσικοποιηθούν παντελώς. Ενώ ορισμένοι επικριτές αποφεύγουν τη σύγκριση του Τραμπ με τη ναζιστική εποχή, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τα ανησυχητικά σημάδια αυτής της κυβέρνησης που απηχούν μια φασιστική πολιτική του παρελθόντος. Όπως επισημαίνει ο Jonathan Freedland[20], «τα σημάδια υπάρχουν, αρκεί να αντέξουμε να τα κοιτάξουμε». Η απόρριψη της σύγκρισης Τραμπ – Ναζί, καθιστά ευκολότερο να πιστέψουμε ότι δεν έχουμε τίποτα να μάθουμε από την ιστορία και να «παρηγορούμαστε» με την υπόθεση ότι δεν μπορεί να συμβεί για άλλη μια φορά. Η δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει αν αγνοεί τα διδάγματα του παρελθόντος, όταν υποβιβάζει την εκπαίδευση σε μαζική συμμόρφωση, όταν εξυμνεί τον πολιτικό αναλφαβητισμό και καθιστά τον καταναλωτισμό ως τη μόνη υποχρέωση της ιδιότητας του πολίτη. Ο Max Horkheimer, σχολιάζοντας τη σχέση μεταξύ φασισμού και καπιταλισμού, παρατηρεί ότι εκείνοι που δεν επιθυμούν να αναφερθούν στον καπιταλισμό, μπορούν να το κάνουν αρκεί να σιωπούν μπροστά στον φασισμό[21].
Τα διδάγματα που πρέπει να αντληθούν από την κρίση της πανδημίας χρειάζεται να ξεπεράσουν το στάδιο της αποκάλυψης των ψεμάτων, της παραπληροφόρησης και της διαφθοράς στην καρδιά του καθεστώτος Τραμπ. Μια προσέγγιση που εστιάζει αποκλειστικά στην ανακάλυψη ψευδών ειδήσεων αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει τα πιο σοβαρά εγκλήματα του Τραμπ. Επιπλέον, παραλείπει να διερευνήσει μια σειρά από πολιτικές συσπειρώσεις που μαζί αποτελούν κοινά στοιχεία σε μια παγκόσμια κρίση στην εποχή της πανδημίας. Η παγκόσμια απάντηση στην πανδημική κρίση από μια σειρά αυταρχικών κρατών, όταν αντιμετωπίζεται ως μέρος μιας ευρύτερης κρίσης δημοκρατίας, πρέπει να αναλυθεί συνδέοντας τους ιδεολογικούς ειρμούς, τις οικονομικές συνέχειες και τα πολιτιστικά νήματα που υφαίνουν συχνά μεμονωμένα ζητήματα — όπως ο λευκός εθνικισμός, η άνοδος ενός Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που κυριαρχείται από δεξιούς εξτρεμιστές, η κατάρρευση του δικομματικού συστήματος – με την άνοδο των ελεγχόμενων από τις εταιρείες μέσων ενημέρωσης ως μηχανισμών αποβλάκωσης, άγνοιας, αναστολής του στοχασμού/κριτικής, και τον πολλαπλασιασμό των διαβρωτικών συστημάτων εξουσίας που οδηγούν στην εξαθλίωση και τη συλλογική απανθρωποίηση (“dehumanization”).
Αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για οποιαδήποτε «πολιτική της αντίστασης» (“politics of resistance”), να ληφθεί σοβαρά υπόψη η αξίωση ότι η ιδέα της εκπαίδευσης βρίσκεται στο επίκεντρο της ίδιας της έννοιας της πολιτικής. Το ίδιο σημαντική παραμένει η θέση ότι τα κοινωνικά προβλήματα χρειάζεται να κατανοηθούν στην ολότητά τους κριτικά προτού οι άνθρωποι δράσουν συλλογικά ως φορείς ενδυνάμωσης και απελευθέρωσης.
Φέρνοντας, στην τρέχουσα ιστορική στιγμή, την εποχή της προεδρίας Τραμπ, στον νου το πνεύμα της δήλωσης του πρώην γενικού διευθυντή της UNESCO, Federico Mayor (1987-1999), ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι από τους αμόρφωτους πολίτες πέρα από όψεις μιας ασταθούς δημοκρατίας, ίσως είναι πιο κατάλληλο να διατυπώσουμε τη θέση ότι αυτό που μπορεί να αναμένεται από μια κοινωνία, στην οποία η άγνοια είναι αρετή ενώ η πολιτική παιδεία και η εκπαίδευση θεωρούνται ως τυπικές υποχρεώσεις διαδικαστικού χαρακτήρα, δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά προσδοκίες πολιτικών που καταλήγουν στον φασισμό.
Αυτό υποδηλώνει ότι η ανάλυση και η μελέτη της χρήσης της πολιτικής από τον Τραμπ ως «στρατιωτικοποιημένου θεάματος» θα προκύψει αποκλειστικά και μόνο στη συνάφειά της με την ευρύτερη κοινωνική ολότητα – για παράδειγμα, δεν αρκεί η ανάδειξη μιας και μόνο παραμέτρου της ευρύτερης πολιτικής του Τραμπ που θα χαρακτηριστεί ως μειονέκτημα, ανικανότητα ή ως πολιτική ένδεια – τμήμα ενός πιο ολοκληρωμένου πολιτικού προγράμματος στο οποίο ανανεωμένες, ευθετότερες μορφές αυταρχισμού και σύγχρονες εκδοχές του φασισμού κινητοποιούνται και κερδίζουν έδαφος τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η πανδημική κρίση θα μπορούσε να καταλήξει, να συμπυκνωθεί σε ένα σύνθημα αναδίπλωσης και σύμπραξης για τη θεμελίωση μιας μαζικής συλλογικής αντίστασης ενάντια τόσο στο Ρεπουμπλικανικό όσο και στο Δημοκρατικό Κόμμα όσο και στην ωμή, απροκάλυπτη βαρβαρότητα του πολιτικού και οικονομικού συστήματος που υποστηρίζουν από τη δεκαετία του 1970. Δηλαδή, η εγκληματογόνος αντίδραση στην υγειονομική κρίση από την πλευρά της διοίκησης Τραμπ, θα πρέπει να εξελιχθεί και να αναδειχθεί ως αφορμή συστράτευσης, αν όχι σε παγκόσμιο επίπεδο, τουλάχιστον σε κοινωνικό αίτημα διαμαρτυρίας που θα κινείται πέρα από το συμβατικό τελετουργικό άσκησης δικαστικών ενεργειών εναντίον του Τραμπ και άλλων αυταρχικών πολιτικών κατάχρησης εξουσίας. Πρόκειται ουσιαστικά, για ένα τέτοιο κοινωνικό κίνημα όπου το επίδικο θα αφορά το καπιταλιστικό σύστημα, όπου η πάλη για διαρθρωτικές και ιδεολογικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε μια ριζοσπαστική και σοσιαλιστική δημοκρατία να είναι αντάξια της έντασης και του βάθους του κοινωνικού αγώνα (“struggle”) αντίστασης και ανατροπής.
Εξακολουθεί και παραμένει σημαντικό να αναλογιστούμε ότι καμία δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς ενημερωμένους πολίτες. Επιπλέον, παραμένει σημαντικό η αλληλεγγύη μεταξύ των ατόμων να μη θεωρείται δεδομένη, αλλά να αποτελεί αξιακό διακύβευμα που πρέπει να διεκδικούμε διαρκώς, να λογίζεται τμήμα ενός ευρύτερου κοινωνικού αγώνα ώστε να γκρεμιστούν τα τείχη της ιδεολογικής και υλικής καταστολής που απομονώνουν, αποπολιτικοποιούν και στρέφουν άτομα και ομάδες το ένα εναντίον των άλλων.
Κάθε κοινότητα, κάθε στιβαρή, ανθεκτική δημόσια σφαίρα δεν οικοδομείται πάνω σε δεσμούς σχέσεων που προκύπτουν μόνο και μόνο από τους κοινούς φόβους, την κοινωνική απομόνωση και την καταπίεση. Οι αυταρχικές κυβερνήσεις θα εργαστούν για να περιορίσουν κάθε επίφαση δημοκρατικής πολιτικής, κάθε προσπάθεια μεγάλης κλίμακας κοινωνικού μετασχηματισμού. Οι δυνάμεις της σκέψης και της γνώσης είναι απαραίτητο να επικεντρώνονται σε κάτι περισσότερο από μια ενασχόληση διανοητικής περιγραφής και ρεαλιστικής κατανόησης, η κριτική σκέψη δεν περιορίζεται ούτε εντοπίζεται στην πνευματική δεινότητα που θα κλονίζει τις βεβαιότητες, αλλά συνίσταται και περιέχεται σε ένα όραμα για ένα μέλλον που δεν μιμείται το παρόν, βρίσκεται στο θάρρος, στη σθεναρή αποφασιστικότητα να αγωνιστούμε συλλογικά για να καρποφορήσει ένα ριζοσπαστικό δημοκρατικό σοσιαλιστικό όραμα.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Butsch, R. (2019). Screen Culture: A Global History. London: Polity.
Geyer, M. (1989). «The Militarization of Europe, 1914-1945», στο J. R. Gillis (επιμ.) Militarization of the Western World. New Brunswick, NJ: Rutgers University Press.
Zambrano. O. (2020). Personal correspondence. 20 Μαρτίου.
Σημειώσεις
Ο Henry A. Giroux κατέχει την έδρα Υποτροφιών για την Έρευνα προς το Δημόσιο Συμφέρον στο Τμήμα Αγγλικών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου McMaster στο Τορόντο του Καναδά, και είναι ο «Paulo Freire Διακεκριμένος Ακαδημαϊκός» στην Κριτική Παιδαγωγική. Εμβληματική μορφή της ριζοσπαστικής κριτικής παιδαγωγικής και από τους επιδραστικότερους διανοούμενους στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, στις κοινωνικές επιστήμες, τις πολιτισμικές σπουδές, στις σπουδές για την επικοινωνία, αναγνωρισμένος για την ακαδημαϊκή του προσφορά και τη συμμετοχή του στους κοινωνικούς αγώνες. Μέλος επιστημονικών επιτροπών σε διεθνή περιοδικά, συνεχίζει να γράφει, να επιμελείται βιβλία, να αρθρογραφεί, να δίνει συνεντεύξεις και διαλέξεις, ασμένως μάχεται για τη δημοκρατία και την κοινωνική χειραφέτηση. Έχει γράψει, και συγγράψει με άλλους, περισσότερα από 65 βιβλία. Τα πιο πρόσφατα βιβλία του περιλαμβάνουν τα εξής: Insurrections. Education in an Age of Counter-Revolutionary Politics (Bloomsbury, 2023), Race, Politics, and Pandemic Pedagogy Education in a Time of Crisis (Bloomsbury, 2022), On Critical Pedagogy, 2η έκδοση (Bloomsbury, 2020), Neoliberalism’s War on Higher Education, 2η έκδοση (Chicago: Haymarket Books, 2020), The Terror of the Unforeseen (Los Angeles Review of books, 2019) και American Nightmare: Facing the Challenge of Fascism (City Lights, 2018). ↑
Η Ourania Filippakou (Ουρανία Φιλιππάκου) είναι Επίκουρη Καθηγήτρια και Διευθύντρια Διδασκαλίας και Μάθησης στο Τμήμα Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Brunel του Λονδίνου. Πρόσφατα εκδόθηκε το βιβλίο της: Higher education and the Crisis of Legitimation in Europe (Routledge, 2023). Άλλοι τίτλοι βιβλίων της: Creating the Future? The 1960s New English Universities, σε συνεργασία με τον Ted Tapper (Dordrecht: Springer, 2019), και συνεκδότρια με τον Garreth Williams(eds.), Higher Education as a Public Good, (Peter Lang, 2014). Κείμενά της φιλοξενούνται σε συλλογικούς τόμους βιβλίων και διεθνών περιοδικών. Διετέλεσε μέλος του συμβουλίου της Society for Research into Higher Education και μέλος των υπευθύνων έκδοσης του British Educational Research Journal. Επιμελήτρια εκδόσεων της σειράς βιβλίων:International Studies in Higher EducationκαιCritical Interventionsτου εκδοτικού οίκου Routledge. ↑
Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τους συγγραφείς για την παραχώρηση του άρθρου τους προς δημοσίευση. To άρθρο βρίσκεται στον σύνδεσμο: https://www.counterpunch.org/2020/04/24/militarization-in-a-time-of-pandemic-crisis/?fbclid=IwAR0_lngGcbrFRs5L7lKN62Qpt8BJ95mPmJ3EpazssGhQmrMbxz5lOdzG05c Δημοσιεύτηκε αρχικά στο E-International Relations, 22 Απριλίου 2023, στον σύνδεσμο: https://www.e-ir.info/2020/04/22/militarization-in-the-age-of-the-pandemic-crisis/ . Το κείμενο βρίσκεται και στο βιβλίο των Inny Accioly, Donaldo Macedo (eds.), Education, Equality and Justice in the New Norma Global Responses to the Pandemic (London: Bloomsbury Academic, 2022), σσ. 29-38. ↑
Σημείωση του μεταφραστή: Ο Michael Geyer είναι Ομότιμος Καθηγητής Γερμανικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας, στο Τμήμα Ιστορίας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστήμιου του Σικάγο. ↑
Σ.τ.μ.: Η Suzanna Arundhati Roy είναι Ινδή συγγραφέας, γνωστή κυρίως για το μυθιστόρημά της, Ο θεός των μικρών πραγμάτων, που της απέφερε το Βραβείο Μπούκερ το 1997 (βλπ., Αρουντάτι Ρόι: Ο Θεός των μικρών πραγμάτων, εκδόσεις Ψυχογιός, 2013, και, Το Υπουργείο της Υπέρτατης Ευτυχίας, εκδόσεις Ψυχογιός, 2018). Ασχολήθηκε ενεργά με περιβαλλοντικά ζητήματα, θέματα παγκόσμιας ειρήνης, ενώ παραμένει θερμή ακτιβίστρια στο κοινωνικό κίνημα, με πλήθος κριτικών δοκιμιών σχετικά με τις επιπτώσεις της κεφαλαιοκρατίας στην εποχή μας (βλπ.: Capitalism. A Ghost Story, London: Verso Books, 2014). Το απόσπασμα της Suzanna Arundhanti βρίσκεται στο άρθρο της: «The pandemic is a portal», Financial Times, 3 April 2020, βλπ. τον σύνδεσμο: https://www.ft.com/content/10d8f5e8-74eb-11ea-95fe-fcd274e920ca . ↑
Σ.τ.μ.: Αναφορά στον Ινδό οικονομολόγο, τιμημένο με το Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών το 1998, Αμάρτυα Κουμάρ Σεν (Amartya Sen), ο οποίος από το 1972 εργάζεται και διδάσκει στο Ηνωμένο Βασίλειο (Οξφόρδη) και στις Η.Π.Α. (Χάβαρντ) μελέτησε τα οικονομικά των κοινωνικών παροχών καθώς και τις κοινωνικές ανισότητες όπως έχουν ενσωματωθεί στις μορφές αναδιανομής του πλούτου στις σύγχρονες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες, τα έργα του παραμένουν στα όρια του πολιτικού φιλελευθερισμού επισημαίνοντας τον ταξικό χαρακτήρα της κοινωνικής ανισότητας, τις διακρίσεις φύλου και εθνοτικών ομάδων. ↑
Σ.τ.μ.: O Έντουαρντ Σνόουντεν υπήρξε τεχνικός διαχειριστής συστημάτων που εργαζόταν, βάσει συμβολαίου, για την NSA και την CIA. Το 2013, ο Σνόουντεν διοχέτευσε στον τύπο (σε εφημερίδες και περιοδικά, συμπεριλαμβανομένων The Guardian, The Washington Post., The New York Times και του Der Spiegel) απόρρητες πληροφορίες από την NSA σχετικά με τα προγράμματα μαζικής παρακολούθησης που εφαρμόζουν οι Αμερικανικές και Βρετανικές κυβερνήσεις. Το απόσπασμα που μεταφέρεται εδώ βρίσκεται σε συνέντευξη του Σνόουντεν, στον σύνδεσμο: https://www.vice.com/en/article/bvge5q/snowden-warns-governments-are-using-coronavirus-to-build-the-architecture-of-oppression . Πριν τρία χρόνια σε διαδικτυακή συνέντευξη που παραχώρησε μαζί με τη Naomi Klein εκθέτει το περίγραμμα των σκέψεών του για την επιβολή πολιτικών επιτήρησης την περίοδο της πανδημίας covid-19, σύνδεσμος: https://www.youtube.com/watch?v=KLTXwUwRRlo. Τον Σεπτέμβριο του 2022, του απονέμεται η ρωσική υπηκοότητα. ↑
Σ.τ.μ.: Αναφέρεται σε άρθρο του Slavoj Žižek που δημοσιεύτηκε στο Russia Today: «Η συνεχιζόμενη εξάπλωση της επιδημίας του κοροναϊού πυροδότησε επίσης τεράστιες επιδημίες ιδεολογικών ιών που βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση στις κοινωνίες μας: ψευδείς ειδήσεις, παρανοϊκές θεωρίες συνωμοσίας, εκρήξεις ρατσισμού», βλπ. Slavoj Žižek, «Coronavirusis ‘Kill Bill’ – resque blow to capitalism and could lead to reinvention of communism», στο Russia Today, 27/2/2020, αναδημοσίευση του άρθρου και στον σύνδεσμο: https://www.cabradapeste.org/coronavirus-is-kill-bill-esque-blow . ↑
Σ.τ.μ.: Ο Τζόναθαν Κουκ είναι Βρετανός συγγραφέας και ανεξάρτητος δημοσιογράφος με έδρα τη Ναζαρέτ του Ισραήλ, ο οποίος γράφει για την Ισραηλινο-Παλαιστινιακή σύγκρουση. Το απόσπασμα που χρησιμοποιείται βρίσκεται σε άρθρο του Τζόναθαν Κούκ στο Counter Punch, σύνδεσμος: https://www.counterpunch.org/2020/04/03/the-bigger-picture-is-hiding-behind-a-virus/. ↑
Σ.τ.μ.: Η Ejeris Dixon είναι ακτιβίστρια, δημοσιογράφος που αρθρογραφεί για ζητήματα που αφορούν την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, την απονομή φυλετικής δικαιοσύνης, το κίνημα ενάντια στη βία και το κίνημα για δικαιοσύνη στην οικονομία. Κείμενά της βρίσκονται σε έντυπες εκδόσεις σημαντικών περιοδικών και εφημερίδων των ΗΠΑ, όπως:Rolling Stone, Huffington Post, SPIN Magazine, Τhe New York Times, The New Yorker, NBC, CNN, Ms. Magazine, The Nation. Πρόσφατο άρθρο της δημοσιεύει το εμβληματικό περιοδικό ριζοσπαστικού προοδευτικού πολιτικού, κοινωνικού προβληματισμού και πολιτισμικών θεμάτων Truthout, που αφορά την αντιφασιστική δράση και την στρατηγική του κινήματος με τίτλο: «Ο φασισμός μπορεί να αναδύεται, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αποτελεί το δικό μας μέλλον», βλπ. τον σύνδεσμο: https://truthout.org/articles/fascism-is-rising-but-it-does-not-have-to-be-our-future/ (Μάιος 2023). ↑
Σ.τ.μ.: Η Selam Gebrekidan είναι διακεκριμένη δημοσιογράφος που ασχολείται με την ερευνητική δημοσιογραφία για λογαριασμό των The New York στο Λονδίνο, πρώην ρεπόρτερ στο πρακτορείο Reuters καλύπτοντας τις μεταναστευτικές ροές στην Ευρώπη και τον πόλεμο στην Υεμένη. Το απόσπασμα από κείμενο της Selam Gebrekidan, που αναφέρεται εδώ, έχει τίτλο: «For Autocrats, and Others, Coronavirus Is a Chance to Grab Even More Power», The New York Times, Απρίλιος, 2020, βλπ. τον σύνδεσμο: https://www.nytimes.com/2020/03/30/world/europe/coronavirus-governments-power.html . ↑
Σ.τ.μ.: Πρόκειται για το νομοθετικό σώμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των Η.Π.Α., αποτελούμενο από τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου αμφότεροι Γερουσιαστές και Βουλευτές προέρχονται μέσω άμεσης εκλογής από τον λαό. ↑
Σ.τ.μ.: Το Fox News(https://www.foxnews.com/) είναι ένα Αμερικάνικο συντηρητικό τηλεοπτικό κανάλι καλωδιακής τηλεόρασης. Ανήκει στο Fox News Group, όπου και αυτό με την σειρά του ανήκει στην Fox Corporation. Το κανάλι δημιουργήθηκε και ανήκει στον Αυστραλοαμερικάνο Rupert Murdoch. ↑
Σ.τ.μ.: Το Breitbart News Network (γνωστό συνήθως ως Breitbart News, Breitbart ή Breitbart.com) (https://www.breitbart.com/) είναι μία αμερικανική ακροδεξιά κοινοπραξία ιστότοπων, ειδήσεων, κειμένων γνώμης και σχολιασμού που ιδρύθηκε στα μέσα του 2007 από τον Αμερικανό συντηρητικό σχολιαστή Andrew Breitbart. Το περιεχόμενο του Breitbart News έχει περιγραφεί ως μισογυνιστικό, ξενοφοβικό και ρατσιστικό από ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους. Στον ιστότοπό του έχουν δημοσιευτεί αρκετές θεωρίες συνωμοσίας και σκόπιμα παραπλανητικές ιστορίες. ↑
Σ.τ.μ.: Ο Richard Butsch είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας, Αμερικανικών Σπουδών και Σπουδών Κινηματογράφου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο Rider του Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ. Έχει διατελέσει επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, στη Μ. Βρετανία και στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Πιεμόντε, στην Ιταλία. Βιβλία του έχουν τιμηθεί επανειλημμένως από επιστημονικές ενώσεις, ενώ το βιβλίο του, The Citizen Audience: Crowds, Publics and Individuals (Routledge, 2013) χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα σημαντικότερα στους τομείς της κοινωνιολογίας των μέσων ενημέρωσης. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο, Screen Culture: A Global History, (Wiley, 2019), αφορά μια ιστορική και κοινωνιολογική ανάλυση της ηγεμονικής θέσης των μέσων ενημέρωσης των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο. ↑
Σ.τ.μ.: Η Susan Sontag (1933-2004) υπήρξε μυθιστοριογράφος, θεατρική συγγραφέας, σκηνοθέτιδα και μία από τις κριτικούς με τη μεγαλύτερη επιρροή της γενιάς της. Στα βιβλία της περιλαμβάνονται τα: Against Interpretation, On Photography, Illness as MetaphorκαιThe Volcano Lover. Η αναφορά στη Σόνταγκ εδώ, παραπέμπει στην κριτική της παρουσίαση: «Fascinating Fascism», στο The New York Review of Books, τον Φεβρουάριο, 1975), δύο βιβλίων που ουσιαστικά παρέπεμπαν στην αναβίωση των ναζιστικών αξιών. Την ίδια περίοδο (1975-1978), η Σόνταγκ καταπιάνεται με την αναβίωση του φασισμού και την έννοια της ασθένειας ως πολιτικής μεταφοράς, όπου η θεραπεία νοείται ως προσπάθεια πολιτικού ελέγχου και επιβολής της εξουσίας του κυρίαρχου στους κυριαρχούμενους-ασθενείς, αντιλήψεις που φαίνεται να προέρχονται από τη μελέτη της Σόνταγκ του έργου του Βάλτερ Μπένζιαμιν, στα τέλη του 1978. ↑
Σ.τ.μ.: Ο Joel Bleifuss είναι δημοσιογράφος, πρώην διευθυντής του Προγράμματος Σπουδών για την Ειρήνη (Peace Studies) στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι-Κολούμπια, ενώ παραμένει συντάκτης και εκδότης του In These Times, ενός προοδευτικού ειδησεογραφικού περιοδικού με έδρα το Σικάγο, το οποίο ιδρύθηκε το 1976 από τον James Weinstein, εδώ και 36 χρόνια. ↑
Σ.τ.μ.: Το NBC Nightly News θεωρείται το κορυφαίο καθημερινό βραδινό τηλεοπτικό πρόγραμμα ειδήσεων για το NBC News (https://www.nbcnews.com/), το τμήμα ειδήσεων του τηλεοπτικού δικτύου NBC (National Broadcasting Corporation) στις Ηνωμένες Πολιτείες. ↑
Σ.τ.μ.: Το MSNBC (Microsoft & the National Broadcasting Company). είναι ένα αμερικανικό τηλεοπτικό κανάλι και ιστότοπος (https://www.msnbc.com/) που βασίζεται σε ειδήσεις και ανήκει στην NBC Universal. Με έδρα τη Νέα Υόρκη, παρέχει ειδησεογραφική κάλυψη και πολιτικά σχόλια. Από τον Σεπτέμβριο του 2018, περίπου 87 εκατομμύρια νοικοκυριά στις Ηνωμένες Πολιτείες λάμβαναν MSNBC. ↑
Σ.τ.μ.: Ο JonathanFreedland είναι διακεκριμένος βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέα στην εφημερίδα The Guardian, επιμελείται το podcastτης ίδιας εφημερίδα: Politics Weekly, παρουσιάζει στο BBC Radio 4 την εκπομπή The Long View, έχει τιμηθεί με αναγνωρισμένα διεθνή βραβεία τόσο για το δημοσιογραφικό όσο και για το συγγραφικό του έργο. Το συγκεκριμένο παράθεμα βρίσκεται στο άρθρο του Jonathan Freedland, «Inspired by Trump, the world could be heading back to the 1930s», The Guardian, Ιούνιος, 2018, βλπ. Τον σύνδεσμο: https://www.theguardian.com/commentisfree/2018/jun/22/trump-world-1930s-children-parents-europe-migrants↑
Σ.τ.μ..: Γίνεται αναφορά στη διατύπωση του Max Horkheimer (1939), «Whoever is not willing to talk about capitalism should also keep quiet about fascism», στο Max Horkheimer: “The Jews and Europe”, από το βιβλίο σε επιμέλεια Eduardo Mendieta (ed.), The Frankfurt School on religion: key writings by the major thinkers, New York: Routledge, 2005, σσ. 225–241. ↑