ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΕΖΙΡΤΖΗ

1ο Κείμενο: Πρόλογος για ένα βιβλίο που δεν εκδόθηκε[1]

του Γιώργου Γρόλλιου

«Τα τελευταία χρόνια, όροι οι οποίοι προέρχονται από την παράδοση του κινήματος της προοδευτικής εκπαίδευσης χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στην παιδαγωγική συζήτηση της χώρας μας. Για παράδειγμα, οι όροι σχέδιο εργασίας και διαθεματικό πρόγραμμα ακούγονται με στόμφο σε επιμορφωτικά σεμινάρια και προβάλλονται, συχνά χωρίς στοιχειώδη γνώση της ιστορίας τους, σε άρθρα τα οποία φιλοξενούν εκπαιδευτικά περιοδικά.

Όμως, η χρήση των συγκεκριμένων όρων δεν γεννήθηκε όπως η Αθηνά, από το κεφάλι του Δία. Εμφανίστηκε στα πλαίσια προτάσεων που αφορούν τη μορφή της νεοφιλελεύθερης – νεοσυντηρητικής αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης. Πρόκειται για προτάσεις οι οποίες, εκτός από τα θεμελιώδη συστατικά του νεοφιλελεύθερου – νεοσυντηρητικού μείγματος πολιτικών για την εκπαίδευση (μείωση των δαπανών, αμεσότερη υπαγωγή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στις ανάγκες της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, πειθάρχηση εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων), εμπεριέχουν την τροποποίηση του περιεχομένου των αναλυτικών προγραμμάτων και των μεθόδων διδασκαλίας. Με αυτόν τον τρόπο, όροι της παράδοσης της προοδευτικής εκπαίδευσης αναγορεύονται σε δευτερεύον, ποσοτικά και ποιοτικά, αλλά σημαντικό από την άποψη της ιδεολογικής νομιμοποίησης, στοιχείο του λεγόμενου εκσυγχρονισμού της διδασκαλίας.

Καθοριστικός, βέβαια, ήταν ο ρόλος της κρατικής πολιτικής εξουσίας και της εκπαιδευτικής ιεραρχίας. Επιδιώκοντας τη διαμόρφωση ενός περισσότερο ευέλικτου και υποταγμένου δυναμικού μελλοντικών εργαζόμενων μετέτρεψαν σε αποστεωμένες καρικατούρες όρους που παρέπεμπαν στη δημοκρατική ανασυγκρότηση της εκπαίδευσης και της κοινωνίας, χρησιμοποιώντας τους ως συνιστώσες ενός μανδύα καινοτομιών ο οποίος συγκαλύπτει την ενίσχυση της συμβολής της εκπαίδευσης στην προώθηση της σύγχρονης κυρίαρχης ιδεολογίας. Επιχειρηματικότητα και συνείδηση καταναλωτή, εθνοκεντρισμός, ευρωκεντρισμός και περιθωριοποίηση του ρόλου των κοινωνικών τάξεων, καθώς και της σημασίας των κοινωνικοπολιτικών αγώνων, είναι ορισμένα από τα βασικά στοιχεία αυτής της ιδεολογίας, φανερά «δια γυμνού οφθαλμού» στα νέα σχολικά προγράμματα και εγχειρίδια.

Τα δύο σχέδια εργασίας που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Γιάννη Βεζυρτζή αποτελούν δείγματα μιας διαφορετικής παιδαγωγικής πρακτικής. Το πρώτο πραγματοποιήθηκε πριν ακόμα ο όρος σχέδιο εργασίας καθιερωθεί στο επίσημο λεξιλόγιο της κρατικής παιδαγωγικής. Η μελέτη της Θεσσαλονίκης σε μια τάξη με έντονη παρουσία παιδιών μεταναστών επιλέγεται από το δάσκαλό τους με σκοπό να αμφισβητήσει τις εθνικές περιχαρακώσεις, λίγα χρόνια μετά την έξαρση του ελληνικού εθνικισμού, στην αρχή της δεκαετίας του 1990, με αφορμή το ζήτημα του ονόματος της Μακεδονίας. Η προσέγγιση πλευρών της ιστορίας της Θεσσαλονίκης με βάση τη συστηματική μελέτη σημαντικών τόπων της αμφισβητεί έμπρακτα την επίσημη εκδοχή για τη σχολική διδασκαλία της Ιστορίας που θεμελιώνεται στον εθνοκεντρισμό. Πρόκειται για ένα σχέδιο εργασίας το οποίο έχει δηλωμένο σκοπό, δεν είναι μια επίπλαστη και γλυκανάλατη παιδαγωγική διαδικασία όπου, υποτίθεται, ο δάσκαλος απλώς «βοηθά τους μαθητές» και όπου, επίσης υποτίθεται, «οι μαθητές ανακαλύπτουν μόνοι τους τη γνώση». Ο σκοπός αντιστοιχεί στα ενδιαφέροντα των συγκεκριμένων μαθητών -ενδιαφέροντα που δεν είναι, βέβαια, αφηρημένα «φυσικά», αλλά κοινωνικά προσδιορισμένα. Αυτή είναι η πρωταρχική προϋπόθεση της ενεργητικής και ουσιαστικής συμμετοχής των παιδιών στη διεξαγωγή του σχεδίου εργασίας. Ακόμα και αν κάποιος μπορεί να διατηρεί επιφυλάξεις για ορισμένες διδακτικές επιλογές (όπως η περιορισμένη έκταση της αναφοράς στην επανάσταση των Ζηλωτών), τόσο η πολιτική κατεύθυνση του σχεδίου εργασίας, όσο και η, επίσης δηλωμένη, συστηματική ώθηση των μαθητών από το δάσκαλο στη διεξοδική (επιτόπια και βιβλιογραφική) αναζήτηση και μελέτη, καθιστούν το σχέδιο εργασίας για τη Θεσσαλονίκη δείγμα αντίπαλης πρακτικής στην κρατική παιδαγωγική. Κρατική παιδαγωγική που, κυρίως, θεωρεί τους μαθητές αποδέκτες γνώσεων, η απόκτηση των οποίων ελέγχεται διαρκώς μέσω εξεταστικών διαδικασιών ενώ, παράλληλα και δευτερευόντως, τους καλεί να αναλώνονται σε επιφανειακές δραστηριότητες ή/και να διεκπεραιώνουν εν πολλοίς προκατασκευασμένα σχέδια εργασίας με το δάσκαλο σε ρόλο «απλού συμβούλου».

Το δεύτερο σχέδιο εργασίας πραγματοποιήθηκε την περασμένη σχολική χρονιά και είχα την τύχη να παρακολουθήσω την παρουσίασή του στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, διαδικασία η οποία γνωρίζουμε ότι είναι εξαιρετικά σημαντική για τα παιδιά, αποτελώντας τον καθρέφτη των προσπαθειών και των επιτευγμάτων τους. Οι μαθητές, τώρα, δεν ήταν παιδιά φτωχών μεταναστών αλλά, ως επί το πλείστον, εύπορων μελών της μεσαίας κοινωνικής τάξης. Το λιμάνι επιλέχθηκε ως αντικείμενο μελέτης, κυρίως, στη βάση του σκοπού να γνωρίσουν, οι συγκεκριμένοι μαθητές, πλευρές της πραγματικής ζωής με τις οποίες δεν είχαν μέχρι τότε έρθει σε επαφή, μέσω αυθεντικών καταστάσεων επικοινωνίας με εργαζόμενους. Ο σκοπός του σχεδίου εργασίας γίνεται και πάλι ρητός από το δάσκαλο που παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στην επιλογή του και έχει σαφές κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Η άμεση επαφή με τον πολιτισμό της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας, με τις συνθήκες σκληρής και επικίνδυνης δουλειάς, με την πραγματικότητα της εκμετάλλευσης και των συνδικαλιστικών αγώνων, καθώς και με την αξία εφαρμοσμένων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, αποτελούν μερικές από τις πιο σημαντικές πλευρές του σχεδίου εργασίας οι οποίες, εμπράκτως, αμφισβητούν την αγνόηση ή την υποτίμηση των εργαζόμενων κοινωνικών τάξεων από την επίσημη σχολική γνώση. Αυτή ακριβώς η επαφή με, ανοίκειες για τους μαθητές, πλευρές της πραγματικότητας που διαρρηγνύει την αποστειρωμένη σχολική ρουτίνα είναι η πρωταρχική προϋπόθεση της ενεργητικής συμμετοχής τους στην κατεύθυνση της συστηματικής – προγραμματισμένης εργασίας. Η θεμελίωση του συνόλου της εργασίας στη βάση της ιστορικής γνώσης, οι ερευνητικές δραστηριότητες, η συνεργασία και η συνειδητή πειθαρχία αποτελούν στο σχέδιο εργασίας για το λιμάνι, όπως και σε εκείνο για τη Θεσσαλονίκη, χαρακτηριστικά που μπορούν εύκολα να αναγνωριστούν από κάθε προσεκτικό αναγνώστη.

Τα σχέδια εργασίας για τη Θεσσαλονίκη και το λιμάνι της αποτελούν, λοιπόν, δείγματα μιας παιδαγωγικής πρακτικής η οποία αξιοποιεί στοιχεία της παράδοσης του κινήματος της προοδευτικής εκπαίδευσης στη βάση σκοπών με ριζοσπαστικό κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Το γεγονός αυτό δεν είναι, βέβαια, τυχαίο. Ο Γιάννης Βεζυρτζής είναι ένας από εκείνους τους δασκάλους που πρωταγωνίστησαν στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες της τελευταίας εικοσαετίας στο χώρο της εκπαίδευσης στη Θεσσαλονίκη, στρατευμένος στις Κινήσεις, κατά την προσφιλή του λέξη, της ανεξάρτητης ριζοσπαστικής εκπαιδευτικής αριστεράς. Είναι ένας από εκείνους που δήλωσαν παρόντες στις κινητοποιήσεις ενάντια στην καταστολή του μαθητικού κινήματος το 1991, ενάντια στο χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών και των λαϊκών μορφωτικών δικαιωμάτων από τη μεταρρύθμιση Αρσένη το 1997, καθώς και στη μεγάλη απεργία των δασκάλων για δημόσια, δωρεάν και δημοκρατική εκπαίδευση το 2006. Και αυτά δεν είναι παρά μόνο στιγμιότυπα παρουσίας σε κρίσιμες συγκυρίες. Συνδέονται άρρηκτα με πλήθος άλλων παρουσιών σε συλλογικές πρωτοβουλίες και αντίστοιχες αμέτρητες ώρες προβληματισμού, μελέτης και διαλόγου.

Αυτήν ακριβώς τη στενή σχέση ανάμεσα στη συνδικαλιστική – πολιτική και την παιδαγωγική αναζήτηση και δράση αποτυπώνουν, με ένα ιδιαίτερα δημιουργικό και γόνιμο τρόπο, τα σχέδια εργασίας που παρουσιάζονται στο βιβλίο. Με αυτή την έννοια, νοηματοδοτούνται ως προϋποθέσεις ενός κινήματος που ήδη έγραψε ιστορία, καθώς και ως τροχιοδεικτικές βολές ενός πολύ πιο οργανωμένου, προγραμματικά ολοκληρωμένου και παιδαγωγικά προωθημένου κινήματος του μέλλοντος, σταθερά προσανατολισμένου στο ριζοσπαστικό κοινωνικοπολιτικό και εκπαιδευτικό μετασχηματισμό. Και με βάση αυτή τη διπλή νοηματοδότηση αξίζει να διαβαστούν και να αξιοποιηθούν, θεωρητικά και πρακτικά».

  1. Κείμενο του Γιώργου Γρόλλιου που γράφτηκε το Νοέμβρη του 2006 ως πρόλογος στο βιβλίο του Γιάννη Βεζιρτζή, που θα περιλάμβανε δύο σχέδια εργασίας που δουλεύτηκαν σε σχολεία της Θεσσαλονίκης. Το βιβλίο δεν εκδόθηκε τελικά λόγω υψηλού τιμήματος που απαιτούσαν οι εκδοτικοί οίκοι τότε.