Ποιοι είμαστε

εκπαιδευτική λέσχη

Τι είναι και τι θέλει η Λέσχη

Η Λέσχη (φιλοδοξεί να) είναι ένας χώρος αναζήτησης, επεξεργασίας και διάδοσης εκπαιδευτικών πολιτικών με πυξίδα τις αξίες της ισότητας, της ελευθερίας και της κοινωνικής χειραφέτησης. Συγκροτείται με βάση τις αρχές της ισότητας των μελών της, της αμεσοδημοκρατικής λειτουργίας, της απουσίας αντιπροσώπευσης, της ελεύθερης έκφρασης και της πολιτικής ανεξαρτησίας/αυτονομίας από πολιτικά κόμματα ή οργανώσεις. Οι εκπαιδευτικοί που παίρνουμε την πρωτοβουλία συγκρότησής της εμπνεόμαστε από ποικίλες κριτικές του (καπιταλιστικού) σχολείου και συμμετέχουμε στους αγώνες ενάντια στην υπαγωγή του δημόσιου σχολείου στα σχέδια των νεοφιλελεύθερων/ νεοσυντηρητικών αναδιαρθρώσεων του καπιταλισμού. Υπερασπιζόμαστε τη δημόσια εκπαίδευση και το δημόσιο σχολείο όχι μόνο ως νομικό κέλυφος, αλλά και σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές της λειτουργίες, τα περιεχόμενα, τον τρόπο οργάνωσης και πρόσβασης σ’ αυτήν. Πιστεύουμε ότι οι εκπαιδευτικές πολιτικές αναπτύσσονται τόσο στο επίπεδο των θεσμών και της οργάνωσης του σχολείου όσο και στο επίπεδο της καθημερινής σχολικής πρακτικής και επιδιώκουμε η Λέσχη μας να φανεί χρήσιμη και στα δύο : στην κατεύθυνση τόσο της θεωρητικής όσο και της έμπρακτης κριτικής της κυρίαρχης παιδαγωγικής και στη διατύπωση ενός προγραμματικού λόγου για την εκπαίδευση.

Εισαγωγή σε ένα αναγκαίο απολογισμό

Το εκπαιδευτικό κίνημα – μέρος του οποίου αποτελούμε κι εμείς – που πρωταγωνίστησε στον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση του  σχολείου  χαρακτηριζόταν από μια επαρκώς αναπτυγμένη κριτική πλευρά – άσχετα από το κατά πόσο ήταν πάντοτε συνεπής και ολοκληρωμένη – και από μια ατροφική έως ανύπαρκτη πολιτική οικοδόμησης προγραμματικού λόγου και εναλλακτικών/ανταγωνιστικών λύσεων. Αποτέλεσμα (ίσως όμως και αιτία) αυτής της ανισορροπίας ήταν η ισχυρή παρουσία των αντι-αναδιαρθρωτικών δυνάμεων στο εσωτερικού του εκπαιδευτικού κόσμου και η σχετική πολιτική αποτελεσματικότητα τους. Η αποτελεσματικότητα αυτή κάλυψε μια μεγάλη περίοδο κατά την οποία η διατήρηση της παλιάς ισορροπίας ήταν σε γενικές γραμμές δυνατή.

Μια σιωπηρή συμμαχία των αντικαπιταλιστικών εκπαιδευτικών δυνάμεων με τμήματα του εκπαιδευτικού σώματος που δεν μπορούσαν να κερδηθούν σε ένα επιθετικό ριζοσπαστικό πρόταγμα, αλλά υποστήριζαν τις κατακτήσεις της πρώτης δεκαετίας της μεταπολίτευσης, ανέβαλε για μεγάλο χρονικό διάστημα την εφαρμογή πλευρών της αναδιάρθρωσης. Δεν είναι μικρό το επίτευγμα. Δεκαετίες τώρα, το ελληνικό σχολείο αποφεύγει την υπαγωγή του σε συστήματα επιτήρησης, τιμωρίας, εμπορευματοποίησης και αγοραίου ανταγωνισμού που προωθούνται από την αρχή της αξιολόγησης – μέτρησης και δημοσίευσης των μετρήσεων. Οι εκπαιδευτικοί μπορούν ακόμα να εναντιώνονται σε μια διδασκαλία προσαρμοσμένη στο κυνήγι των επιδόσεων. Οι μαθητές (του δημοτικού σχολείου και του γυμνασίου) αναβάλλουν την αναμέτρηση με την κρησάρα πανελλαδικών  εξετάσεων.

Υπήρξε όμως και τίμημα. Μία πλευρά του τιμήματος αυτής της ανισορροπίας (μεταξύ της αναπτυγμένης κριτικής αποδόμησης των αναδιαρθρωτικών πρωτοβουλιών από τη μια πλευρά και του καχεκτικού προγραμματικού λόγου από την άλλη) αφορά την αδυναμία του εκπαιδευτικού κινήματος να συγκινήσει την πλειοψηφία του εκπαιδευτικού κόσμου με τρόπο ικανό να διαμορφώσει επιθυμητές εξελίξεις.  Καθώς η υπάρχουσα ρύθμιση φαίνεται αδιέξοδη, ο εκπαιδευτικός κόσμος (όπως αντίστοιχα και ο κόσμος της δουλειάς, σε ένα άλλο επίπεδο) χρειάζεται ένα φιλολαϊκό εκπαιδευτικό προγραμματικό λόγο και όχι μια αμυντική πολιτική.  Μια τέτοια πολιτική μπορεί να είναι ακόμη χρήσιμη πότε ‘δώ και πότε εκεί, αλλά δεν μπορεί πια να συγκροτήσει κίνημα.

Στο επίπεδο της θεσμικής οργάνωσης του σχολείου η διαμόρφωση της όποιας ανταγωνιστικής προοπτικής, ενώ την προηγούμενη περίοδο ήταν μηδενική από τη πλευρά του κινήματος – η συνολική στρατηγική ήττα των αντικαπιταλιστικών ρευμάτων έριξε κι εδώ τη βαριά σκιά της. Το σύνολο των δυνάμεων μας αναλίσκονταν αποκλειστικά επί δεκαετίες στο να μην περάσει το ένα ή το άλλο μέτρο. Οι λίγες διακηρύξεις μας ήταν γενικόλογες και τόσο πολύ ανεπεξέργαστες (π.χ. για το δωδεκάχρονο ενιαίο σχολείο ή την ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ) που λειτουργούσαν περισσότερο ως υπεκφυγές και λιγότερο ως δημιουργοί διλημμάτων. Οι προσπάθειες υπέρβασης των αδυναμιών αυτών ήταν ισχνές για δύο λόγους. Αφενός εξαιτίας  του φόβου της ενσωμάτωσης και του ξεπεσμού στη διαχείριση των αντιφάσεων του καπιταλιστικού σχολείου. Αφετέρου εξαιτίας  της δυνατότητας μιας πρωτόγνωρα μαζικής παρουσίας, –για τα μέτρα του δικού μας ανταγωνιστικού κινήματος – ως απόρροιας της πολυσυλλεκτικότητας που συνεπαγόταν η απουσία προτάγματος. Έτσι η στρατηγική της όξυνσης της κρίσης του αστικού σχολείου μεταλλάχθηκε σε τακτική εγκατάλειψης της διατύπωσης προγραμματικού αντιηγεμονικού λόγου και υιοθέτησης του πιο αυθόρμητου κινηματικού μαξιμαλισμού, όπου καθετί μεγαλύτερο (διεκδίκηση, διαδήλωση, απεργία) θεωρούνταν συνήθως καλύτερο. Η εγκατάλειψη προγραμματικού αντιηγεμονικού λόγου άφηνε ελεύθερο το πεδίο του πολιτικού προσδιορισμού της κρίσης και των όποιων λύσεων στην κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική και ερήμωνε το λαϊκό φαντασιακό για το σχολείο. Η τακτική επαναφορά της διεκδίκησης ενός γενικόλογου και αφηρημένου «άλλου» σχολείου, είναι ένδειξη αυτής της ερήμωσης.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι ικανό να μηδενίσει την προσφορά του αντι-αναδιαρθρωτικού κινήματος. Το γεγονός ότι συστηματικά αποδομούσε και εμπόδιζε την ηγεμόνευση των νεοφιλελεύθερων/νεοσυντηρητικών λύσεων στην εκπαιδευτική κοινότητα δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραγνωριστεί. Η αρνητική χροιά που απέκτησαν έννοιες όπως η αξιολόγηση, η αποκέντρωση, η καριέρα, ο ανταγωνισμός και η ιεραρχία,  είναι μια ανεκτίμητη προσφορά (και) του κινήματος αυτού στο σχολείο της εποχής μας.

Στο επίπεδο των εκπαιδευτικών πρακτικών τμήματα του αντι-αναδιαρθρωτικού κινήματος επιχείρησαν να μορφοποιήσουν αντίπαλες πρακτικές. Οι πρωτοβουλίες του παιδαγωγικού ομίλου των Παρεμβάσεων της πρωτοβάθμιας στο πλαίσιο του αντιπολεμικού κινήματος, η παρέμβαση του με αφορμή το τσουνάμι στη νότια Ασία και οι επεξεργασίες του για τις σχολικές γιορτές αποτέλεσαν απόπειρες παρέμβασης στο επίπεδο της σχολικής γνώσης. Ανάλογες απόπειρες παρέμβασης και ανάπτυξης τάσεων ανυπακοής υπήρξαν και στο πεδίο της λειτουργίας του συλλόγου διδασκόντων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μεταφορά στο εσωτερικό τους της συζήτησης για την Ευέλικτη Ζώνη. Παρόμοιες απόπειρες έγιναν παλιότερα από την ομάδα της ολικής γλώσσας και πιο πρόσφατα από τους συναδέλφους του 132ου δημοτικού σχολείου Αθήνας. Στο πέρασμα του χρόνου οι συλλογικές απόπειρες μειώθηκαν και με την έλευση της κρίσης περιορίστηκαν δραματικά. Από τις τελευταίες αναλαμπές σημειώνουμε την προσπάθεια εμπλοκής των συλλόγων διδασκόντων στην κριτική των σχολείων ΕΑΕΠ και την τρέχουσα αντιπαράθεση γύρω από το επίδικο της αυτοαξιολόγησης και των ομάδων εργασίας, ενώ συνεχίζεται η παραγωγή κάποιου εκπαιδευτικού υλικού στην κατεύθυνση αυτή (π.χ. διδακτικό υλικό για την εργατική πρωτομαγιά ή τη ναζιστική κατοχή). Ωστόσο λείπει σήμερα η προσπάθεια μαζικής πολιτικοποίησης της παραγωγής αυτής ως αποτέλεσμα της γενικότερης  αμηχανίας που προκαλεί στο εσωτερικό του αντι-αναδιαρθρωτικού κινήματος η απουσία μαζικής κινητοποίησης των εκπαιδευτικών την ώρα που οι επιθέσεις της κυβέρνησης και των συμμάχων της αγγίζουν ολοένα και πιο θεμελιώδη λαϊκά δικαιώματα.

Fail forward ονομάζουμε την πολιτική διαδικασία όπου η κάθε αποτυχία σπρώχνει σε βαθύτερη, εντατικότερη και ταχύτερη προώθηση των πολιτικών που απέτυχαν, χωρίς τον οποιοδήποτε αναστοχασμό γύρω από την ορθότητα των πολιτικών αυτών. Η διαδικασία αυτή ταιριάζει γάντι στην περίπτωση των μνημονίων αλλά και στο σύνολο των νεοφιλελεύθερων/νεοσυντηρητικών εκπαιδευτικών πολιτικών. Σε μεγάλο βαθμό εξυπηρετεί (και) τις τάσεις αποδόμησης του δημόσιου σχολείου της μεταπολεμικής εποχής. Δυστυχώς όμως αυτή η πολιτική διαδικασία τείνει να αγκαλιάσει και το ανταγωνιστικό κίνημα. Αντιτιθέμενοι στην τυφλότητα του fail forward, θεωρούμε χρήσιμη για τους γενικούς σκοπούς του κινήματος μας την εμβάθυνση του κριτικού απολογισμού της μέχρι τώρα δράσης του αντι-αναδιαρθρωτικού κινήματος στο σχολείο. 

Η σημερινή συγκυρία στις εκπαιδευτικές πολιτικές της θέσμισης

Σήμερα οι εκπαιδευτικές πολιτικές στο επίπεδο της θέσμισης κινούνται στο πλαίσιο που ορίζουν η λιτότητα και οι πολιτικές αποδόμησης του δημόσιου σχολείου.  Η λιτότητα και οι περικοπές επιφέρουν πλέον άμεσα αντιληπτές επιπτώσεις στο δημόσιο αγαθό της μόρφωσης. Αναφερόμαστε πρώτα απ’ όλα στην παράδοση μέρους της τεχνικής εκπαίδευσης στον ιδιωτικό τομέα στο κλείσιμο σχολείων της περιφέρειας  καθώς και στους μηδενικούς διορισμούς.  Επίσης, ένας παράγοντας που διασώζει τη μνημονιακή λιτότητα στα σχολεία από τη λαϊκή κατακραυγή είναι η επιμήκυνση του προγράμματος   των περισσότερων μαθητών του δημοτικού σχολείου, η αύξηση του διδακτικού προσωπικού των σχολείων αυτών μέσω των ΕΑΕΠ και της χρηματοδότησης τους από το ΕΣΠΑ. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα εξασφαλίζει ταυτόχρονα τη λειτουργία εκπαιδευτικών δομών με ελαστικές εργασιακές σχέσεις και την απόσπαση κοινωνικής συναίνεσης από ευρύτερα στρώματα του γονεϊκού πληθυσμού. Παρόμοια λειτουργεί και η επέκταση της παράλληλης στήριξης.

Η διαφαινόμενη κατάρρευση, οι απόπειρες συγχωνεύσεων/συμπτύξεων και οι περικοπές σε κατακτήσεις δεκαετιών, όπως το δωρεάν σχολικό βιβλίο,  διαμορφώνουν το έδαφος για κοινές κινητοποιήσεις εκπαιδευτικών γονιών σε επίπεδο σχολείων ή διευθύνσεων που ωστόσο ακόμα σε επίπεδο βάσης και πραγματικής κοινωνικής συμμαχίας έχουν ευκαιριακό χαρακτήρα.

Από την άλλη πλευρά, η πλατιά ομολογούμενη κρίση του δημόσιου σχολείου είναι περισσότερο αποτέλεσμα των δομικών χαρακτηριστικών του και της αναντιστοιχίας του με το κοινωνικό μοντέλο του και λιγότερο αποτέλεσμα των περικοπών, αν και αυτές υπήρξαν πολλές. Δεν είναι μία η αιτία για το γεγονός αυτό. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι λαϊκές τάξεις στο πεδίο του σχολείου ήταν και παραμένει η παραπαιδεία. Πολλά μπορούν να συνδεθούν μαζί της, αλλά είναι αδύνατον να συνδεθεί με τη μνημονιακή λιτότητα ή να αποδοθεί αποκλειστικά στη χρόνια υποχρηματοδότηση.

Επιπλέον, μέχρι στιγμής το μεγαλύτερο μέρος της μνημονιακής λιτότητας στα σχολεία βαραίνει τους μισθούς των εκπαιδευτικών, για τους οποίους δεν έχουν μείνει και πολλά δάκρυα σε μια κοινωνία όπου η  ανεργία αγγίζει το 30%. Τέλος, και αυτό έχει κάποια σημασία για το άμεσο μέλλον, πολλές από τις περικοπές όχι μόνο λειτουργούν μακροπρόθεσμα (π.χ. η εγκατάλειψη των κτιρίων δεν φαίνεται αμέσως, αλλά κάποτε αποκαλύπτεται) αλλά φτάνουν σε ένα σημείο που αγγίζουν τις πιο άμεσες εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Για παράδειγμα μπορεί η λιτότητα να επηρεάζει το επίπεδο της διδασκαλίας δια της κατάργησης των διδασκαλείων, αλλά αυτό δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό. Αντίθετα, όταν οι περικοπές οδηγούν στην αδυναμία αναπλήρωσης της νηπιαγωγού και άρα στο κλείσιμο του νηπιαγωγείου, αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό. Πλησιάζουμε πλέον μαζικά τέτοιες πλευρές. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα γεννηθεί και αυθόρμητα η μαζική αμφισβήτηση της λιτότητας. Στο παραπάνω παράδειγμα και με δεδομένους τους σημερινούς κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης, δεν είναι απίθανο αντί για τη λιτότητα, να αμφισβητηθεί η πληρωμένη άδεια της νηπιαγωγού.

Η δεύτερη συντεταγμένη των εκπαιδευτικών πολιτικών είναι οι πρωτοβουλίες του κυβερνώντων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η ιδιωτικοποίηση πλευρών της τεχνικής εκπαίδευσης, το ενιαίο μισθολόγιο και οι προβλέψεις του για τις προαγωγές, ο νόμος για την αξιολόγηση και το σχέδιο νόμου για το νέο λύκειο. Η παρακολούθηση των πρωτοβουλιών αυτών είναι απαραίτητη όχι μόνο για να μπορούμε να αποκαλύπτουμε τα αντιλαϊκά σχέδια, αλλά και για να κατανοούμε τη φύση τους, τις αναστολές των κυρίαρχων, την εκ μέρους τους συγκρότηση συμμαχιών και τα προβλήματα που απορρέουν από αυτές. Για παράδειγμα οι αναλύσεις μας για την αξιολόγηση δεν μπορούν να ξεπερνούν χωρίς συμπεράσματα το γεγονός ότι το ένα μετά το άλλο τα θεσμικά πλαίσια της αξιολόγησης μένουν στα χαρτιά ούτε να ξεπερνούμε χωρίς σκέψη το γεγονός ότι το 50% και όχι το 80% ή το 90% των θεμάτων των προαγωγικών εξετάσεων θα αντλούνται από την τράπεζα θεμάτων του υπουργείου ή ότι τα γραπτά των μαθητών θα διορθώνονται από τον οικείο καθηγητή. Ούτε μπορεί να περνά απαρατήρητο ότι στην συγκυρία της κρίσης, το κράτος προκρίνει να οικοδομήσει μηχανισμούς σκληρής και άμεσης επιτήρησης και ελέγχου του προσωπικού (survey, myschool, παρουσιολόγιο, ελεγκτές δημόσιας διοίκησης, πειθαρχικά) και μεθόδους που οδηγούν με συνοπτικές διαδικασίες στην απόλυση. Το να βρίσκουμε τις αναστολές, τις αλλαγές πλεύσης και τους περιορισμούς των κυβερνώντων δεν αποσκοπεί στο να τους κάνουμε πιο συμπαθείς ή να μειώσουμε την αγανάκτηση και την αγωνιστικότητα των από κάτω. Στοχεύει στην κατανόηση και στον εξ αυτής ορθότερο σχεδιασμό της δράσης μας.  

Η σημερινή συγκυρία στις εκπαιδευτικές πολιτικές της καθημερινής πρακτικής

Η ευρεία χρήση του διαδικτύου στην παραγωγή, δημοσίευση και αξιοποίηση εκπαιδευτικού υλικού από μεγάλο κομμάτι των συναδέλφων εκπαιδευτικών, η ωρίμανση της σχέσης με τα «νέα» βιβλία, ο φόβος για την επέλαση της αναδιάρθρωσης, τα σχολεία ΕΑΕΠ, η περαιτέρω υποβάθμιση του κοινωνικού γοήτρου του εκπαιδευτικού επαγγέλματος, η επέκταση της (απόλυτης) φτώχειας σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού και η συρρίκνωση των ελπίδων που συνδέονταν  με τους κοινωνικούς αγώνες ορίζουν ένα σαφώς διαφορετικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται η εκπαιδευτική πολιτική της καθημερινής πράξης.  Αυτό που κυριαρχεί είναι η αίσθηση υποχώρησης της πολιτικής ελπίδας, ακριβώς επειδή σήμερα είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Ωστόσο, δίπλα στην υποχώρηση αυτή και μέσα στα σχολεία, γεννιούνται απόπειρες αλληλέγγυας δράσης για την αντιμετώπιση της φτώχειας και στο διαδίκτυο γεννιέται μια νέα μορφή συναδελφικής αλληλεγγύης μέσα από τη δημοσίευση εκπαιδευτικού υλικού και την ελεύθερη πρόσβαση σ’ αυτό. Η ριζική αποτυχία κάποιων από τα νέα βιβλία και τα ελεύθερα πεδία που δημιουργεί το διαδίκτυο κάνουν πραγματικά χρήσιμες τις δημοσιεύσεις αυτές, ορίζοντας μια διαφορετική σχέση των εκπαιδευτικών με την επίσημη γνώση από αυτή που είχε εμπεδωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Η μελέτη και η παρέμβαση στο πεδίο αυτό είναι όχι μόνο χρήσιμη για τις δικές μας δυνάμεις αλλά μπορεί να αποδειχθεί και ιδιαίτερα πρόσφορη. Από την άλλη πλευρά, μια ματιά στην μεγάλη παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού που κυκλοφορεί ελεύθερα στο διαδίκτυο καταδεικνύει τη συντριπτική ηγεμονία της συντηρητικής παιδαγωγικής. Στην πλειοψηφία του πρόκειται για υλικό άμεσης χρήσης – άρα αποτελεσματικό – και ταυτόχρονα πιστής αντιγραφής των σχολικών βιβλίων. Για παράδειγμα, η ολιγωρία του εκπαιδευτικού κινήματος να ασκήσει κριτική στο νέο υπερσυντηρητικό σχολικό βιβλίο ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού αντίστοιχη τουλάχιστον με εκείνη που δίκαια είχε ασκήσει στο εγχειρίδιο της Ρεπούση, αλλά και η ανυπαρξία εναλλακτικού υλικού που να αποτελεί έμπρακτη απάντηση, είναι μια ακόμα αρνητική ένδειξη. Ας δούμε με αφορμή αυτό το παράδειγμα που στοχεύει η παρέμβαση της Λέσχης. Η εκπαιδευτική πολιτική σε επίπεδο θεσμών αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αναλυτικά προγράμματα και το σχολικό εγχειρίδιο, σε επίπεδο καθημερινότητας όμως, σημαίνει αυτό που πραγματικά συμβαίνει στις σχολικές τάξεις, εκεί που το αναλυτικό πρόγραμμα και – κυρίως – το σχολικό εγχειρίδιο διαμεσολαβείται από τον εκπαιδευτικό και τις πρακτικές που ακολουθεί. Από την άλλη πλευρά, η κριτική/πολεμική στο εγχειρίδιο, πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένες προτάσεις που να συνιστούν προγραμματικό λόγο για τη διδασκαλία της ιστορίας στο δημοτικό σχολείο και να οδηγούν σε συγκεκριμένες πρακτικές που θα διαφοροποιούν τη διδακτική μας πράξη από τα κηρύγματα της εθνικοφροσύνης.

Εκπαιδευτικές πολιτικές στην καθημερινή εκπαιδευτική πράξη

Φιλοδοξούμε η Εκπαιδευτική Λέσχη από τη μία πλευρά να καταδεικνύει  την πολιτική και κοινωνική διάσταση της σχολικής πρακτικής, να αναδεικνύει (ή και να επεξεργάζεται) ανταγωνιστικές ή εναλλακτικές πρακτικές στο πεδίο αυτό, να συνδέει τις πρακτικές αυτές με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές επιλογές και προοπτικές και να συμβάλλει έτσι στον επανακαθορισμό της έννοιας διδασκαλία. Δεν ισχυριζόμαστε ότι η πολιτική και η ιδεολογία είναι οι αποκλειστικές διαστάσεις της σχολικής πρακτικής και της διδασκαλίας. Ωστόσο, στην εποχή των “δεξιοτήτων”, της “καινοτομίας” και των “καλών πρακτικών”, η κυρίαρχη ιδεολογία μέσα από την ενεργοποίηση της πρωτοβουλίας και της επινοητικότητας των εκπαιδευτικών και, πολύ περισσότερο, μέσα από τις εκκλήσεις για καθημερινή επένδυση των παραπάνω στη σχολική πράξη διεκδικεί την ψυχή και το μυαλό των εκπαιδευτικών, αφήνοντας την πολιτική και την κοινωνική πάλη έξω από τις καθημερινές πρακτικές. Με τον τρόπο αυτό ο πολιτικός και κοινωνικός αγώνας χάνει μεγάλο μέρος της ελκυστικότητας/αποτελεσματικότητάς του, αφού περιορίζεται στο επίπεδο των διακηρύξεων, των υποσχέσεων και των «φιλικών» διευθετήσεων. Έτσι η πολιτική και συνδικαλιστική δράση εγκαταλείπεται στους “ειδικούς”: συνήθεις συνδικαλιστές και αιρετούς. Η προκύπτουσα “άρνηση της πολιτικής” δεν μπορεί παρά να εξυπηρετεί τους σημερινούς κυρίαρχους, αφού τους επιτρέπει να διατηρούν την κυριαρχία τους.

Όμως η ελλιπής παραγωγή, οργάνωση και διάδοση ανταγωνιστικών και εναλλακτικών σχολικών πρακτικών υπονομεύει τα συμφέροντα των κοινωνικά κυριαρχούμενων και με άλλους τρόπους. Τα υπονομεύει επίσης δια της συνεπαγόμενης απουσίας ρητής αμφισβήτησης της κοινωνικής ανισότητας στο σχολείο και της συνεπαγόμενης στέρησης βασικών μορφωτικών αγαθών από τα παιδιά των λαϊκών τάξεων. Τα υπονομεύει τέλος η απουσία διδασκαλίας με στόχο την κριτική συνειδητοποίηση των μαθητών. Αντί αυτής η κυρίαρχη διδασκαλία στοχεύει στην αναπαραγωγή των κυρίαρχων ιδεολογημάτων που συναρθρώνονται γύρω από τον ατομικισμό του αγοραίου υποκειμένου.

Εκπαιδευτικές πολιτικές και εκπαιδευτική θέσμιση

Από την άλλη πλευρά η δημιουργία της Λέσχης επιδιώκουμε να χρησιμεύσει στην κάλυψη ενός κενού που βιώνουμε όλοι όσοι ζούμε στα σχολεία και προσπαθούμε να εμποδίσουμε τις νεοφιλελεύθερες/νεοσυντηρητικές αναδιαρθρώσεις του καπιταλισμού στην εκπαίδευση. Μιλάμε για το κενό αντι-ηγεμονικού προγραμματικού λόγου στο πεδίο της οργάνωσης της εκπαίδευσης. Στον καιρό της καπιταλιστικής κρίσης και της επέλασης των ιδεολογημάτων του ανταγωνισμού, του ατομικισμού και της αξιολόγησης,  η αντίσταση δεν επαρκεί. Αποτελεί αναγκαίο όρο, αλλά όχι ικανό. Γιατί η κρίση και η πολιτική αξιοποίηση της από τον ταξικό αντίπαλο αποδιαρθρώνει την παλιά ισορροπία και τις παλιές συμμαχίες στα πλαίσια του κοινωνικού ανταγωνισμού και αυτό που τώρα εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας είναι η μορφοποίηση (υλική αποτύπωση) ενός νέου συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων. Οι κυρίαρχοι είτε γιατί δεν μπορούν είτε γιατί δεν θέλουν παρουσιάζονται απρόθυμοι για τον παραμικρό συμβιβασμό. Όσοι εμφανίζονται να νοσταλγούν το παρελθόν και να αγωνίζονται για την επαναφορά του – άλλοι γιατί υποτιμούν τη σημασία της κρίσης και άλλοι γιατί διαχωρίζουν απόλυτα τη στιγμή της άρνησης από τη στιγμή της οικοδόμησης –  δεν συμβάλλουν στη θετική εξέλιξη της μάχης για τις δυνάμεις της εργασίας, αφού τα υποκείμενα της αλλαγής, οι εργαζόμενοι,  αντιλαμβάνονται – με ποικίλους τρόπους – το ύψος των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε και δεν βολεύονται με την απουσία αντίπαλων πολιτικών.

Σχέση και στόχος των δύο επιπέδων εκπαιδευτικής πολιτικής της Λέσχης

Στο χώρο της εκπαίδευσης η δημιουργία αντίπαλων πολιτικών στο πεδίο οργάνωσης του σχολείου ολοκληρώνει την ανάπτυξη αντίπαλων πρακτικών στο πεδίο της πράξης. Δεν μιλάμε εδώ μονάχα για τις συνειδητές  και οργανωμένες αντίπαλες πρακτικές, αλλά κυρίως για εκείνες τις αντίπαλες πρακτικές  που γεννιούνται αυθόρμητα και φυσικά στις παιδαγωγικές σχέσεις. Αυτές μπορούν να γίνουν προάγγελοι ενός λαϊκού σχολείου μονάχα αν συνδεθούν με ένα αντίπαλο πρόγραμμα που θα επιδιώκει να αγκαλιάσει όλο το σχολείο -από τα βιβλία και τα προγράμματα ως τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών και τη δομή των βαθμίδων. Διαφορετικά θα χαρακτηριστούν εξαιρέσεις, ανθρωπιστικά και συναισθηματικά υπολείμματα στα πλαίσια μιας “σοβαρής” και “επαγγελματικής” εργασίας που πρέπει να επιβιώσει και να προχωρήσει σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον χωρίς τα βαρίδια του ρομαντισμού.

Πέρα λοιπόν από την αναγκαία αντίσταση υπάρχει και η αναγκαία οικοδόμηση πρακτικών και διεκδικήσεων που εδώ και τώρα θα μορφοποιούν  ένα ανταγωνιστικό σχέδιο για το σχολείο και την κοινωνία. Στόχος αυτής της οικοδόμησης είναι η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών μονόδρομων, η δημιουργία διλημμάτων και συνακόλουθα η τοποθέτηση του εκπαιδευτικού και ευρύτερου κοινωνικού σώματος σε ζητήματα που αναδεικνύει το αντιηγεμονικό πρόγραμμα. Η πολιτική αντιπαράθεση επί αυτών των ζητημάτων αποτελεί ταυτόχρονα απάντηση στην αναπτυσσόμενη άρνηση του πολιτικού και την εξ αυτής ανάπτυξη του μαζικού φασισμού. Επιδιώκοντας μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ αντίστασης, προγραμματικού λόγου και πράξης, η Λέσχη – και μέσα από το διπλό της πρόταγμα για διαμόρφωση αντίπαλων εκπαιδευτικών πολιτικών τόσο στο επίπεδο της πρακτικής όσο και στο επίπεδο της οργάνωσης –  επιδιώκει να αναπαράγει διευρυμένα και σε μια νέα εποχή, το μαζικό χαρακτήρα του  κινήματος εναντίωσης στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση και φιλοδοξεί να φιλοξενεί άρθρα και κείμενα στις σελίδες της που θα υπηρετούν αυτή την κατεύθυνση.