ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

της ΠΑΥΛΙΝΑΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

Στο πλαίσιο της συντηρητικής αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση, η οποία έχει ξεκινήσει, σε γενικές γραμμές, από την περίοδο Διαμαντοπούλου και η οποία στοχεύει μεταξύ των άλλων, στην εναρμόνιση του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας με τις επιταγές του ΟΟΣΑ, επανεμφανίζονται στο προσκήνιο θέσεις και πυροδοτούνται συγκρούσεις που επί σειρά ετών θεωρούσαμε οριστικά λυμένες. Με εξαιρετική κάποιες φορές δριμύτητα επανεμφανίζονται θέσεις του παρελθόντος διεκδικώντας τον τίτλο του καινοφανούς και καινοτόμου θυμίζοντας το γνωστό ποίημα του Μπρεχτ για το παλιό που επανέρχεται σαν νέο,διασύροντας κάθε τι αληθινά νέο.Το γεγονός είναι εξηγήσιμο αφού καμία συντηρητική αναδιάρθρωση, ιδιαίτερα στον ευαίσθητο χώρο της Παιδείας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ή έστω ανεκτή αν δεν καταφέρει να κερδίσει ένα βαθμό ιδεολογικής νομιμοποίησης.

Η περίπτωση της Παιδαγωγικής επιστήμης είναι χαρακτηριστική. Τα παλιά ερωτήματα, με διάφορους τρόπους επανέρχονται: «Είναι επιστήμη η Παιδαγωγική;», «Είναι απαραίτητες οι παιδαγωγικές σπουδές για όποιον διδάσκει  ή αρκεί η γνώση  των  επί μέρους αντικειμένων;», «Η μάθηση ως αυτοσκοπός ή η μάθηση ως  ένα από τα μέσα της αγωγής», «Προώθηση και αποδοχή της αριστείας ή  όχι;». Η  ιδεολογική μάχη, γύρω από τα θέματα της αγωγής, και της επιστήμης που την ερευνά, έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια με την συντηρητική ιδεολογία να κερδίζει έδαφος ενώ η αντίδραση των χώρων εκείνων που παραδοσιακά την αντιμάχονταν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαμφοτερίζουσα.Αναμφίβολα υπήρξε ένα τμήμα αριστερών διανοουμένων που αντέδρασε άμεσα στα νεοσυντηρητικά ιδεολογήματα, προβάλλοντας τις θέσεις που σε βάθος ενός αιώνα επεξεργάστηκε και υπερασπίστηκε το εκπαιδευτικό κίνημα. Υπήρξε ωστόσο και ένας σημαντικός αριθμός, που θεώρησε τη σύγκρουση στο πεδίο των παιδαγωγικών ιδεών ως προσχηματική, ενώ τη συγκρότηση μίας αριστερής παιδαγωγικής πρότασης αντίστοιχης των απαιτήσεων των καιρών, σχεδόν ως μία πολυτελή επιλογή που το κίνημα δεν διαθέτει σήμερα το  χρόνο για να επεξεργαστεί. Εκείνο που κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε να είναι σαφές είναι πως το κίνημα δεν έχει καμία δυνατότητα να επιλέξειή να καθυστερήσει το χρόνο της ιδεολογικής σύγκρουσης. Αυτή έχει αρχίσει από πολύ καιρό ήδη, με τις συντηρητικές ιδέες να κερδίζουν έδαφος στην κοινωνία ακόμα και σε χώρους που θα περίμενε κανείς ότι θα ήταν εχθρικοί ως προς αυτές,  γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος της επικράτησής της. Εκείνο που μπορούμε να επιλέξουμε είναι αν θα δώσουμε η όχι τη μάχη. Η απόσυρση από το ιδεολογικό μέτωπο, για τους όποιους σκοπούς μπορεί να επικαλεστεί ο καθένας, συνιστά κατά τη γνώμης μας ομολογία ήττας την οποία σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα πληρώσει ακριβά το εκπαιδευτικό κίνημα.Στην προσπάθεια μας να συμβάλλουμε στην συζήτηση που κατά τη γνώμη μας με νηφαλιότητα πρέπει να ξεκινήσει όχι μόνο για τα τρέχοντα εκπαιδευτικά προβλήματα αλλά και για παιδαγωγικά ζητήματα που δεν άπτονται υποχρεωτικά της καθημερινότητας αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο άρθρο στην ανάδυση της επιστήμης της Παιδαγωγικής και την εγκαθίδρυσή της στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια καθώς και στους λόγους που επέβαλαν  να γεννηθεί μια επιστήμη από έναν επαγγελματικό κλάδο.

Γεννημένη το 18ο αιώνα, τον αιώνα που αντιμετώπισε τον εαυτό του ως «παιδαγωγικό», την εποχή  που οι λαοί προβάλλουν δυναμικά στο προσκήνιο της ιστορίας, η Παιδαγωγική κλήθηκε από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης της να υπηρετήσει ένα πολιτικοϊδεολογικό όραμα. Να μελετήσει και να επεξεργαστεί τους όρους δημιουργίας του σχολικού συστήματος, τους όρους ύπαρξης του κρατικού σχολείου. Επιστήμη που διακονεί ένα αντικείμενο τόσο πολύ περιβεβλημένο από εξουσία και επιφορτισμένο με μία σημαντική για την κοινωνία αποστολή όπως είναι η εκπαίδευση, επηρεάζεται ισχυρά από τις επιδιώξεις τόσο της πολιτικής-διοικητικής εξουσίας όσο  και των επαγγελματικών  και κοινωνικών χώρων οι οποίοι συχνά αναπτύσσουν θεωρητικές θέσεις για το φαινόμενο της αγωγής και τη λειτουργία του εκπαιδευτικού θεσμού.

Ο Διαφωτισμός προβάλλει την ιδέα μιας αγωγής σύμφωνης με τις ανάγκες του παιδιού που θα επιτρέπει την αίσθηση της χαράς κατά τη μαθησιακή διαδικασία  και θα δίνει σημασία στην αυτενέργεια του παιδιού. Οι νέες αντιλήψεις περί αγωγής, η πίστη στη δύναμη που έχει η γνώση για την  ολοκλήρωση του ανθρώπου,  οι ανάγκες στελέχωσης των κρατικών σχολείων τα οποία επεκτείνονται στο πλαίσιο μιας απαίτησης  για γενίκευση της  μόρφωσης, φέρνουν στο προσκήνιο το αίτημα της μόρφωσης των δασκάλων. Το ενδιαφέρον για τα ζητήματα της εκπαίδευσης φαίνεται και από την πληθώρα των παιδαγωγικών εργασιών  που δημοσιεύονται αυτή την περίοδο. Μια «παιδαγωγική φιλολογία» αναπτύσσεται και θέτει τις βάσεις για την δημιουργία μιας επιστήμης που θα συμβάλλει στη μόρφωση των διδασκόντων και γενικότερα στη «διαφώτιση» του ανθρώπου∙ της επιστήμης της Παιδαγωγικής.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες (η ψυχολογία, η κοινωνιολογία, η γλωσσολογία, η ανθρωπολογία και εθνολογία) θεσμοποιούνται ως ακαδημαϊκοί επιστημονικοί κλάδοι.  Την ίδια εποχή  η Παιδαγωγική που ανήκει στον τομέα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, βρίσκει και αυτή μια θέση στα πανεπιστήμια.Η γένεση του «εκπαιδεύοντος κράτους», η γενίκευση της υποχρεωτικής φοίτησης, η ανάγκη βελτίωσης της παιδαγωγικής κατάρτισης του εκπαιδευτικού προσωπικού έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της πανεπιστημιακής Παιδαγωγικής μεταξύ 1890 και 1910. Οι Ευρωπαϊκές ακαδημίες θεσμοποιούν η μία μετά την άλλη- την «Παιδαγωγική» ή «Επιστήμη της Εκπαίδευσης». Οι δύο όροι εναλλάσσονται , χωρίς να διαφοροποιούνται, για να ονοματοθετήσουν τη νέα επιστήμη.

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η επιστημονική Παιδαγωγική είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένη στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Οι έδρες της Παιδαγωγικής ιδρύονται για να συμβάλλουν, κατ’ αρχάς, στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σε μια εποχή που προβάλλει την ωφελιμοκρατική προοπτική της μόρφωσης και απαιτεί την όσο το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού ώστε να επιτευχθεί η οικονομική και κοινωνική πρόοδος, ο εμπειρισμός στην εκπαιδευτική διαδικασία αποδοκιμάζεται. Νέες ορθολογικές και αποτελεσματικές εκπαιδευτικές μέθοδοι καλούνται να τον αντικαταστήσουν[1].Η νέα μεθοδολογία  οφείλει να προέρθει από  μια επεξεργασμένη Παιδαγωγική  θεωρία. Μια επιστημονική θεωρία, από την οποία θα εξάγονται νόμοι γενικότερου κύρους που θα μπορούν να μεταδοθούν και  να εφαρμοστούν στην εκπαίδευση και στις διδακτικές μεθόδους συνεισφέροντας στην μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων. Οι εκπαιδευτικοί δεν αρκεί να κατέχουν τις ειδικές γνώσεις που αφορούν στο περιεχόμενο της διδακτέας ύλης αλλά για να είναι αποτελεσματικοί οφείλουν να κατέχουν και να εφαρμόζουν μια ειδική μεθοδολογία στη διδασκαλία τους η οποία, με τη βοήθεια καθαρά παιδαγωγικών γνώσεων, καλείται να επιτύχει προκαθορισμένους από την επιστήμη της εκπαίδευσης στόχους.

Η εγκαθίδρυση της νέας επιστήμης συνδέεται με τη δυνατότητα να παραχθούν γνώσεις που να μην είναι αυστηρά χρηστικές, απλά εργαλεία της διδασκαλίας, αλλά να αποτελέσουν ένα σώμα γενικότερων παιδαγωγικών γνώσεων που θα είναι απαραίτητες για την εξάσκηση του επαγγέλματος. Η επιστήμη της Παιδαγωγικής, η κρατική μέριμνα για την εκπαίδευση και η βελτίωση του επαγγελματικού κύρους των εκπαιδευτικών είναι οι τρεις παράγοντες που αλληλοεπιδρούν αμοιβαία δημιουργώντας το κατάλληλο κοινωνικό και εννοιολογικό πλαίσιο που επιτρέπει την ανάπτυξη της Παιδαγωγικής σκέψης.  Οι  γνώσεις αυτές, επειδή ακριβώς  είναι επιστημονικές, δεν προέρχονται ούτε αφορούν αποκλειστικά στην πράξη της εκπαίδευσης, ενισχύουν, ωστόσο, την εγκυρότητα και την αποτελεσματικότητα της.

Η ανάπτυξη της επιστημονικής Παιδαγωγικής σκέψης έρχεται να ενισχύσει το κύρος του εκπαιδευτικού και προβάλλεται ως απάντηση στην προϊούσα απαξίωση του επαγγέλματος, το οποίο επικρίνεται ως αναποτελεσματικό, ανίκανο  να ανταποκριθεί στις κοινωνικές απαιτήσεις. Οι χρονικές περίοδοι [στα 1880, (εκπαιδεύονκράτος) στα 1920 (ανάπτυξη πειραματικών μεθόδων), στα 1960 (ανάπτυξη ψυχοπαιδαγωγικής)] που αναπτύσσεται η παιδαγωγική προβληματική και εξελίσσεται η επιστήμη της Παιδαγωγικής είναι ταυτόχρονα και οι στιγμές της επαγγελματικής επιβεβαίωσης των εκπαιδευτικών. Ταυτόχρονα όμως επειδή οι μέχρι εκείνη τη στιγμή επικρατούσες παιδαγωγικές θεωρίες και πρακτικές, υπό την επίδραση μεταρρυθμιστικών κινήσεων, αναθεωρούνται, οι επαγγελματικές γνώσεις των εκπαιδευτικών που στηρίχθηκαν σε αυτές, τίθεται με τη σειρά τους υπό αμφισβήτηση.   «Πρέπει να επισημάνουμε αυτό το παράδοξο: κάθε πρόοδος στις επιστήμες της εκπαίδευσης έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των όρων εξάσκησης του επαγγέλματος και του κύρους των εκπαιδευτικών, αλλά ταυτόχρονα υφίσταται μια αμφισβήτηση των δεξιοτήτων τους, ειδικά σε ότι αφορά το κύρος των γνώσεων τους, δηλαδή των γνώσεων που παράχθηκαν μέσω της εμπειρίας και του προβληματισμού επί της εκπαιδευτικής πρακτικής.»[2]

Η ίδρυση εδρών Παιδαγωγικής στα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, παρ’ ότι χρονικά δεν απέχει ιδιαίτερα από χώρα σε χώρα, δεν υπακούει ωστόσο παντού  στις ίδιες πιέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ένταξη της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο, δεν απαντά σε καμία ζήτηση -απαίτηση του ακαδημαϊκού χώρου, ούτε του κόσμου της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή της κοινωνίας. Είναι η πολιτική θέληση  για μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος  και μόρφωση των εκπαιδευτικών, ώστε να ικανοποιηθούν, πολιτικοί στόχοι εκδημοκρατισμού της κοινωνίας μέσω της εξάπλωσης του λαϊκού σχολείου, αυτή που θα οδηγήσει, με τη βοήθεια της κεντρικής διοίκησης, στην ένταξη της Παιδαγωγικής στα Πανεπιστήμια.[3]

Στη Γαλλία, το έθνος -κράτος επιθυμεί να οικοδομήσει ένα  εκπαιδευτικό σύστημα ενιαίο  με κριτήρια σταθερά  και αντικειμενικά  δηλ. επιστημονικά. Η Παιδαγωγική καλείται να προτείνει εκπαιδευτικές πρακτικές ορθολογικές και αποτελεσματικές ικανές να εφαρμοστούν στο σύνολο των σχολικών μονάδων της χώρας. Καλείται να γίνει «το μάτι της λογικής», θεσπίζοντας κανόνες και πρακτικές και  διαμορφώνοντας ορθολογικές θεωρίες που θα συμβάλλουν στην ενοποίηση και στην εκλογίκευση του εκπαιδευτικού συστήματος. Η νέα επιστήμη τίθεται στην υπηρεσία  μιας  αγωγής πολιτικής  και ηθικής. Μελετά  τη μέθοδο με την οποία κανείς   θα διδάξει τις δημοκρατικές αρχές και  αξίες ακόμα και στο πιο μικρό παιδί  συμβάλλοντας έτσι στην παγίωση της ΙΙΙης γαλλικής δημοκρατίας. Παίρνει μέρος στην προσπάθεια να διαπλάσσει ένα πολίτη υπεύθυνο και ανεξάρτητο. Έχει διπλό έργο. Να μορφώσει  έναν ικανό αριθμό δασκάλων για  να στελεχώσουν τα λαϊκά σχολεία και να διαδώσουν την δημοκρατική ιδεολογία. Να οικοδομήσει την ισότητα μεταξύ των πολιτών οι οποίοι θα εξελίσσονται με τη βοήθεια του εκπαιδευτικού συστήματος ανάλογα με τις ικανότητες και τα προσόντα τους. Το έργο της νέας επιστήμης αφορά και υπηρετεί εθνικούς στόχους:« … δεν θα αρνηθούμε λοιπόν και στο πιο ταπεινό χωριατόπαιδο όλη την αισθητική κουλτούρα για την οποία είναι ικανό. Γιατί είναι αμάρτημα να εγκαταλείψουμε οικειοθελώς μια ευφυΐα ακαλλιέργητη. Κάθε δεξιότητα, κάθε ασυνείδητο αίσθημα οφείλουμε να το αναζητήσουμε, να το ξυπνήσουμε,  να το εξελίξουμε με στοργική φροντίδα  και σε εκείνον που θα αποδεχόταν με ελαφριά καρδιά  την ευθύνη μιας ολιγωρίας η πατρίδα θα μπορούσε να πει “Αυτό που αρνήθηκες στον πιο μικρό ανάμεσά τους το αρνήθηκες σε εμένα.”»[4]

Στην περίπτωση της Γαλλίας η προσφορά, σύμφωνα με τη θέληση της Πολιτείας, παιδαγωγικών μαθημάτων στα πανεπιστήμια  προηγείται της όποιας ζήτησης από τον ακαδημαϊκό χώρο και την παρακινεί.[5]Σε άλλες χώρες, ωστόσο, η δημιουργία έδρας  Παιδαγωγικής είναι αποτέλεσμα μιας ισχυρής κοινωνικο-επαγγελματικής ζήτησης. Κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες, καθώς και εκπαιδευτικά συνδικάτα, αγωνίζονται για τη βελτίωση της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών προτείνοντας την ένταξη της νέας επιστήμης στον πανεπιστημιακό χώρο. Η διοίκηση θα συμβάλλει στην ικανοποίηση ενός κοινωνικού και επαγγελματικού αιτήματος.[6]

Στην Ελλάδα η  Παιδαγωγική εγκαθιδρύθηκε  εντός του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο τέλος του 19ου αιώνα. για να συμβάλλει στην υλοποίηση ενός φιλόδοξου πολιτικού σχεδίου: την ανάπτυξη και διεύρυνση ενός αστικού ελληνικού έθνους-κράτους. Αναμενόταν από τη νέα επιστήμη να συμβάλλει στην μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος  προτείνοντας τρόπους βελτίωσης και τελειοποίησης  των εκπαιδευτικών πρακτικών, ώστε να μπορέσει ο εκπαιδευτικός θεσμός να στηρίξει την ανάπτυξη των νέων παραγωγικών σχέσεων στη χώρα και παράλληλα να προετοιμάσει τους πολίτες-στρατιώτες για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας.

Η ανάδυσή της ως επιστήμης στον ελλαδικό χώρο είναι κυρίως αποτέλεσμα πολιτικής θέλησης και σε πολύ μικρότερο βαθμό απαίτηση της ακαδημαϊκής κοινότητας ή των επαγγελματικών χώρων. Η σύσταση της νέας έδρας της Παιδαγωγικής δεν αποτελεί αίτημα κατ’ αρχάς της Φιλοσοφικής  Σχολής, αν και δεν  την βρίσκει αντίθετη. Πριν ωστόσο καν εγκαθιδρυθεί θα διαπιστωθεί η πρώτη διαφωνία της Σχολής με την Πολιτεία που αφορούσε το αντικείμενο της νέας έδρας. Η κυβέρνηση Θεοτόκη στην προσπάθεια να πετύχει την πρώτη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αστικής αντίληψης το 1899, επιθυμεί την νέα επιστήμη προσανατολισμένη στον κόσμο στης πράξης, ενώ η Σχολή ενδιαφέρεται για μία επιστήμη οικοδομημένη στη βάση θεμελιωδών αρχών και προσανατολισμένη στην παραγωγή μιας παιδαγωγικής θεωρίας κατά τα πρότυπα μιας φιλοσοφικής- κανονιστικής παιδαγωγικής.

Τελικά και εφ’ όσον η Σχολή δεν είχε δικαίωμα να αποφασίσει για το αντικείμενο της νέας έδρας, θα ιδρυθεί έδρα «Γυμνασιακής Παιδαγωγικής» προσανατολισμένης στις ανάγκες στελέχωσης της δευτεροβάθμιας όπως η Πολιτεία επιθυμούσε, η οποία θα καταργηθεί δύο σχεδόν χρόνια αργότερα και πάλι με απόφαση της Πολιτείας χωρίς η Σχολή να αντιδράσει και να διαμαρτυρηθεί, γεγονός που καταδεικνύει ότι η νομιμότητα της νέας επιστήμης στον Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν περιορισμένη.

Όταν θα επανιδρυθεί το 1912 η έδρα μετά από δέκα χρόνια συζητήσεων για την αναγκαιότητα ή όχι ένταξής της στο Πανεπιστήμιο Αθηνών- ερώτημα που σχετίζονταν με την αναγνώριση ή όχι της Παιδαγωγικής ως επιστήμης -θα ονομάζεται  έδρα «Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής» και θα χρειαστούν άλλα δέκα σχεδόν χρόνια, και οι στενές σχέσεις του κατόχου της με την πολιτική εξουσία για να μετονομασθεί σε έδρα «Παιδαγωγικής» το 1921.

Ενταγμένη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο ως αυτόνομος φορέας ιδεολογίας συνδέθηκε από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του με την καλλιέργεια της εθνικής ιδεολογίας και την δημιουργία της εθνικής ταυτότητας, η Παιδαγωγική σχετίζεται στενά με την επίτευξη εθνικών επιδιώξεων.

Οι χρονικές στιγμές  που επανιδρύεται η έδρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1912) και κατακτά την αυτονομία της από την Φιλοσοφία (1921) δεν είναι τυχαίες. Αποτελούν κρίσιμες ιστορικές καμπές, κατά τη διάρκεια των οποίων προβάλλεται η ανάγκη κρατικής ανασυγκρότησης και ενδυνάμωσης της κρατικής μηχανής, ώστε το κράτος να καταφέρει να επιτύχει τους εθνικούς του στόχους, είτε αυτοί αφορούσαν εδαφικές διεκδικήσεις έναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είτε την ανασυγκρότηση μετά τη μικρασιατική καταστροφή και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας.

Η ανάγκη ενοποίησης ατόμων διαφορετικής προέλευσης και καταγωγής  καθιστούσε αναγκαία την εξάπλωση και βελτίωση του  εθνικού συστήματος παιδείας. Ακόμα περισσότερο, όπως το έθεσε ο Ν. Εξαρχόπουλος στο μεσοπόλεμο, η ύπαρξη κοινωνικών διαφορών επέτεινε την ανάγκη δημιουργίας ενός σχολείου στο οποίο όλοι θα ήταν ισότιμοι και  θα προόδευαν ανάλογα με τις ικανότητές τους. Το έθνος-κράτος επιθυμούσε να οικοδομήσει ένα  εκπαιδευτικό σύστημα ενιαίο  με κριτήρια σταθερά  και αντικειμενικά δηλ. επιστημονικά. Η Παιδαγωγική καλείται να προτείνει εκπαιδευτικές πρακτικές ορθολογικές και αποτελεσματικές, ικανές να εφαρμοστούν στο σύνολο των σχολικών μονάδων της χώρας. Επρόκειτο για πρακτικές που θα συνέβαλλαν στην αφομοίωση της εθνικής ιδεολογίας, στην αγωγή του πολίτη, στην εσωτερίκευση μιας κοινής κουλτούρας την οποία εκπαιδευτικοί εκπαιδευμένοι με τα ίδια προγράμματα, την ίδια γλώσσα, την ίδια ηθική, ήταν επιφορτισμένοι να διδάξουν στα παιδιά δημιουργώντας τους την αίσθηση ότι ,παρά τις όποιες διαφορές τους, έχουν ένα κοινό  γενικό συμφέρον∙ δημιουργώντας τους την αίσθηση του πολίτη.

Στενά συνδεδεμένη με πολιτικά διακυβεύματα από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής της η Παιδαγωγική  θα αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση της στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως αυτόνομος επιστημονικός κλάδος. Η περίπτωση της Φυσικομαθηματικής, τη δεκαετία του ’20, όπου τα παιδαγωγικά μαθήματα διδάχθηκαν ως προαπαιτούμενα για την απόκτηση «παιδαγωγικού ενδεικτικού», παρά τη ρητά διατυπωμένη αντίθεση της Σχολής να τα εντάξει στο πρόγραμμα της είναι ενδεικτική. Η Παιδαγωγική διδάχθηκε στη Φυσικομαθηματική χάρη στη διοίκηση που νομοθέτησε ενάντια στις αποφάσεις της Σχολής, γεγονός που καταδεικνύει τους στενούς δεσμούς που συνέδεαν την νέα επιστήμη και την πολιτικο-διοικητική εξουσία. Η αποτυχία ωστόσο της έδρας να εδραιώσει την παρουσία της στη Σχολή και να καθιερώσει τελικά το παιδαγωγικό ενδεικτικό ως απαραίτητο εφόδιο για τους διδάσκοντες στη δευτεροβάθμια, παρά τις μακροχρόνιες προσπάθειες της, είναι ενδεικτική της αμφισβήτησης των αντιστάσεων και της περιορισμένης τελικά νομιμοποίησής της στον πανεπιστημιακό χώρο.

Το ίδιο το πεδίο της Παιδαγωγικής -ένα πεδίο εξαιρετικά ευρύ- δημιουργούσε πρόσθετες δυσκολίες στη νέα επιστήμη, κυρίως στο να καθορίσει τα όρια της σε σχέση με άλλους κλάδους που  ήταν ήδη εγκατεστημένοι  στο Πανεπιστήμιο και έχαιραν αναγνώρισης, όπως ήταν η Φιλοσοφία ή η Φιλολογία.Η πολυπλοκότητα του φαινομένου της αγωγής και η πολλαπλότητα των παραγόντων που επιδρούν κατά την εξέλιξή του και την καθορίζουν, έχει ως αποτέλεσμα το φαινόμενο αυτό να εμπίπτει στο πεδίο διερεύνησης και άλλων κλάδων με αποτέλεσμα  η έδρα της Παιδαγωγικής  να δέχεται πιέσεις από εδραιωμένους στο πανεπιστήμιο κλάδους οι οποίοι συχνά πρόβαλλαν θέσεις για την αγωγή  και για τα επιστημονικά  παιδαγωγικά ρεύματα, αντίθετες από αυτές που οι κάτοχοι της έδρας υιοθετούσαν[7]. Ακόμα και η πολύ περιορισμένη αμφισβήτηση από τον πρώτο κάτοχο της έδρας Παιδαγωγικής της Αθήνας, του Δημήτρη Ζαγγογιάννη, της πάγιας θέσης της Φιλοσοφικής για την ανάγκη ενός αποκλειστικά κλασικιστικού προσανατολισμού του συνόλου της ελληνικής εκπαίδευσης, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί από αυτή, όταν θα δεχθεί την επίθεση του υπουργείου. Δεκαετίες αργότερα η  επιφυλακτικότητα  και  η  συχνά ανοιχτή εχθρότητα με την οποία η Φιλοσοφική αντιμετώπιζε τις εμπειρικές μεθόδους, θα εκφραστεί  το 1939, εμποδίζοντας την Σοφία Γεδεών να καταλάβει την επικουρική έδρα της Παιδαγωγικής, παρά την οργισμένη αντίδραση του κατόχου της έδρας Ν. Εξαρχόπουλου.

Η Παιδαγωγική στο πλαίσιο του Πανεπιστημίου Αθηνών στη διάρκεια σχεδόν ενός αιώνα παρουσιάζει την εικόνα μιας επιστήμης η οποία, παρά την ανάπτυξη που γνωρίζει κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, όπου αναπτύχθηκαν σημαντικοί θεσμοί που πλαισίωσαν την έδρα, δεν θα κατορθώσει να κατακτήσει μία σταθερή και αδιαμφισβήτητη θέση μέσα σε αυτό. Ωστόσο παρ’ ότι  το επιστημονικό κύρος της αμφισβητείται συχνά στη Φιλοσοφική,  η αξία της παραμονής της έδρας σε αυτήν δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Η ύπαρξή της επέτρεπε στη Σχολή να προβάλλει την επιστημονική εγκυρότητα των επιχειρημάτων της στη σύγκρουσή της με τις μεταρρυθμιστικές απόπειρες των κυβερνήσεων. Της επέτρεπε επίσης να διατηρεί την επιρροή της στις άλλες δύο βαθμίδες της εκπαίδευσης. Άλλωστε, και παρά τις κατά καιρούς διαφωνίες των κατόχων της έδρας με εδραιωμένες εντός του πανεπιστημίου απόψεις σε σχέση με τη μεθοδολογία έρευνας, την αυτονομία και το κύρος της Παιδαγωγικής επιστήμης, σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής όλοι συμπορεύτηκαν με τη Σχολή.  Όλοι τους αποδέχονταν και υπερασπίζονταν την πάγια θέση της Φιλοσοφικής Σχολής σε ό,τι αφορούσε τον κυρίαρχο προσανατολισμό της ελληνικής εκπαίδευσης στα κλασσικά γράμματα. Υπήρξαν ένθερμοι θιασώτες της καθαρεύουσας ως γλώσσας του εκπαιδευτικού θεσμού και χρησιμοποίησαν το κύρος της επιστήμης που υπηρετούσαν, καθώς και επιχειρήματα που αντλούσαν από τις παιδαγωγικές έρευνες και μελέτες  τους, για να απαιτήσουν την δίωξη των δημοτικιστών παιδαγωγών. Έθεσαν την Παιδαγωγική στην υπηρεσία των επιδιώξεων της Σχολής και αυτός είναι και ο λόγος που η Φιλοσοφική  αντιτάχθηκε σταθερά και σθεναρά στις  προτάσεις για  δημιουργία ανεξάρτητης Παιδαγωγικής Σχολής πανεπιστημιακού επιπέδου.

Η Παιδαγωγική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αναπτύσσεται ευθύς εξ’ αρχής υπό την πίεση μιας προσπάθειας προσαρμογής στις ανάγκες της πολιτικής, κοινωνικής  και ακαδημαϊκής πραγματικότητας από τη μία μεριά και της αναζήτησης επιστημονικής αναγνώρισης ως ενός αυτόνομου επιστημονικού κλάδου από την άλλη. Η στενή σύνδεσή της με  πολιτικά κοινωνικά και επαγγελματικά διακυβεύματα είχε ως αποτέλεσμα  η ακαδημαϊκή κοινότητα να την αντιμετωπίσει με επιφύλαξη και να  δυσκολευτεί να αποκτήσει μια πραγματική επιστημονική νομιμότητα.

Η ικανότητα της Παιδαγωγικής, ωστόσο, να ανταποκριθεί στις κοινωνικοπολιτικές ανάγκες και απαιτήσεις καθορίζεται από την ύπαρξη μιας ποιοτικής επιστημονικής έρευνας που θα αναπτύσσεται στο σύνολο του ευρύτατου πεδίου της και δεν θα υπόκειται αποκλειστικά και μόνο σε εξωτερικές  επιταγές για αποτελεσματικότητα. Το πρόβλημα μιας ποιοτικής  και έγκυρης επιστημονικής παιδαγωγικής έρευνας,   που τέθηκε από την αρχή σχεδόν της προσπάθειάς της να συγκροτηθεί σε ανεξάρτητο επιστημονικό κλάδο, παραμένει και σήμερα επίκαιρο.

Το ευρύτατο πεδίο έρευνάς της αφορά τελικά μια επιστήμη της εκπαίδευσης ή το μέλλον ανήκει στον πληθυντικό των επιστημών της εκπαίδευσης; Η αναγκαιότητα να μελετηθεί το φαινόμενο της αγωγής στις διάφορες διαστάσεις του και σε διαφορετικά  επίπεδα επιβάλλει  την ύπαρξη μιας παιδαγωγικής επιστήμης που θα συνθέτει  τα πορίσματα διαφορετικών κοινωνικών επιστημών προσανατολισμένων στην εκπαίδευση ή οδηγεί στη συγκρότηση ενός νέου αυτόνομου γνωστικού πεδίου, των Επιστημών της Εκπαίδευσης; Οι Επιστήμες της Εκπαίδευσης που θα συγκροτούνται από όλους τους κλάδους  που μελετούν τους όρους ύπαρξης και λειτουργίας του φαινομένου της αγωγής καθώς και τις συνθήκες υπό τις οποίες δρουν και εξελίσσονται τα εκπαιδευτικά συστήματα θα μπορούσαν άραγε να  τύχουν της επιστημονικής νομιμοποίησης την οποία ο ακαδημαϊκός χώρος αρνήθηκε σε μεγάλο βαθμό στην Παιδαγωγική;

Η μορφή και η πορεία που θα ακολουθήσει ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με το φαινόμενο της αγωγής είναι κατά την άποψη μας βέβαιο πως θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις απαντήσεις  που θα προκρίνει η επιστημονική και εκπαιδευτική  κοινότητα στα ζητήματα που τέθηκαν ήδη  από  πρώτη στιγμή που αναδύθηκε ως επιστημονικός κλάδος στα τέλη του 19ου αιώνα. Στην προσπάθεια αυτή θεωρούμε επίσης βέβαιο πως θα αξιοποιηθεί  η πείρα από τις πετυχημένες και αποτυχημένες απόπειρες να θεμελιωθεί επιστημονικά η Παιδαγωγική ως ανεξάρτητος κλάδος  κατά τη  διάρκεια του 20ου αιώνα καθώς και ο λόγος που θα αρθρώσουν επαγγελματικοί και κοινωνικοί χώροι για τα εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά ζητήματα.


[1]Ed.Claparède , Psychologie de l’ enfant et Pédagogie experimentale, imprimerie, Albert Kundig, Genève, 1916, σ.27.

[2]Antonio Novoa « La raison et la responsabilité: une science du “gouvernement des âmes” (1880-1920)»  :, Rita Hofstetter , Bernard Schneuwly,(Ed.), Science(s) de l’ education 19e-20e siècles, Peter Lang, Bern 2002, σ. 244.

[3]Françoise Mayeur, Histoire de l’ enseignement et de l’ education. III. 1789-1930, Editions Perrin, 2004, σ. 581-582

[4]Thamin, 1884, p.387-388 : JacquelineGauterin , « Une discipline pour la République» Peter Lang SA, Editions scientifiques européennes , Bern, 2002. σ. 294-295.

[5]JacquelineGautherin , « La Science de l’ éducation, une discipline republicaine dans les facultesfrancaises (1883-1914) », :Hofstetter R, Schneuwly B,  Science(s) de l’ éducation., σ.109.

[6]Rita Hofsteter , B Schneuwly ,  «Ηεμφάνισηενόςνέουγνωστικούπεδίου» :  Rita Hofsteter , B Schneuwly (επιμ.), Εισαγωγήστιςεπιστήμεςτηςεκπαίδευσης , μτφ. ΔέσποιναΚαρακατσάνη, Αθήνα, Μεταίχμιο,  2005, σ.110.

[7]Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι σήμερα μαθήματα θεωρητικού κυρίως χαρακτήρα που αφορούν την Διδακτική ή τις Θεωρίες της Παιδείας θεωρούνται αρκετό εφόδιο «παιδαγωγικής κατάρτισης» αγνοώντας το σημαντικό εμπειρικό κομμάτι της Παιδαγωγικής επιστήμης χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί ως επιστήμη.