Ο Μπονιάτης αγρότης Πέτρος Κοντουδάκης, μιλά για τις αιτίες και τις παραλείψεις που γιγάντωσαν τη φωτιά στη Ρόδο*.

Δεν υπάρχουν λόγια, μόνο έργο θα πρέπει να γίνει για να ξεπλύνει το σκηνικό της καταστροφής που εξαπλώθηκε στην καρδιά του νησιού. Διαχρονικές, εγκληματικές, κρατικές ελλείψεις έκαναν τα δάση απροσπέλαστα, τα μηχανήματα άφαντα, τα πυροσβεστικά ασυντήρητα. Η μάχη δόθηκε αλλά ήταν άνιση. Το μεγαλείο ψυχής των εθελοντών ανυπέρβλητο. Μικρές πινελιές από ανθρώπινες ιστορίες ήδη γίνονται γνωστές και προκαλούν συγκίνηση.

Όμως γιατί ξέσπασε αυτή τη φωτιά; Θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση: τα σκουπίδια τα ξέρει καλύτερα ο σκουπιδιάρης, τον θάνατο αυτοί που έχουν ανυπόφορα πονέσει, τα ανθρώπινα δικαιώματα αυτοί που τα έχουν στερηθεί. Η ζωή μας θα γινόταν καλύτερη αν μπορούσαμε ν’ ακούμε αυτούς που έχουν ζήσει, γι’ αυτά που έχουν ζήσει.

Τον λόγο λοιπόν έχει ο Πέτρος Κοντουδάκης, αγρότης συνεπής και δυνατός από τον Έμπωνα που έζησε δεκαετίες τις φωτιές από το ξεκίνημά τους από το σημείο που όπως λένε οι πυροσβέστες μπορούν να σβήσουν και μ’ ένα ποτήρι νερό.

«Εμάς τα χωράφια μας είναι στην περιοχή Σαλάκου, μου λέει. Στην περιοχή Natura που δεν ήρθε ποτέ κανένας… Natura να δει τι γίνεται ή να την καθαρίσει ή να πει «ρε παιδιά, τι γίνεται, γιατί είναι οι πευκοβελόνες δίπλα στο δάσος, δίπλα στον δρόμο»… Όλος ο Προφήτης Ηλίας είναι περιοχή Natura. Γιατί δεν ενδιαφέρεται κάποιος να καθαριστεί; Τ’ αφήνουν όλα στο έλεος του θεού.

Παλιά οι Ιταλοί τον είχαν κούκλα. Από κάτω τον κεντρικό δρόμο μέχρι πάνω, παγκάκια, υλοτομία, καθαρισμένα όλα. Και οι Έλληνες μετά για πολλά χρόνια ήταν ολοκάθαρος, σκουπισμένος, σου έδιναν ξύλα, δούλευε κόσμος. Τώρα είναι σαν το σκουπιδιάρικο. Οι πευκοβελόνες έχουν είκοσι πόντους πάχος στην άκρη του δρόμου. Προχθές έπιασα με το τρακτέρ καθάριζα, κι ήτανε στοίβες οι πευκοβελόνες. Και να μη θέλεις να τον κάψεις τον Προφήτη Ηλία, με μία σπίθα καίγεται. Εκεί που πήρε φωτιά είναι να ντρεπόμαστε.

Πριν από 40 χρόνια είχαν γίνει δρόμοι. Όταν έμπαινες στο δάσος αυτό δεν μπορούσες να βγεις από τις αντιπυρικές ζώνες, που υπήρχαν. Οι οποίες καθαρίζονταν κάθε χρόνο. Περνούσαν γκρέιντερ, φορτωτάδες και τα καθαρίζανε. Τώρα οι ζώνες έχουν γίνει δάση. Δεν περνάει ούτε γάιδαρος: όχι αυτοκίνητο! Γι’ αυτό κάηκαν όλα. Δεν είχαν πρόσβαση τα πυροσβεστικά να πάνε κοντά. Οι ζώνες έχουν καταστραφεί. Από Προφήτη Ηλία, περιοχή Έμπωνα, Άγιο Ισίδωρο, περιοχή Θάρρι υπήρχαν αντιπυρικές ζώνες που τις είχε κάνει το Δασαρχείο το οποίο είχε την αρμοδιότητα.

Τώρα ποιος την έχει; Χαμηλή βλάστηση, πεύκα και πευκοβελόνες, μία σπίθα χρειάζονται. Δεν υπάρχουν μηχανήματα. Έχουν να δοθούν μηχανήματα στις ενότητες πολλά χρόνια. Εμείς εδώ έχουμε έναν φορτωτή που τον κρατάμε με νύχια και με δόντια που θέλουν να τον πάνε στον ΧΥΤΑ.

Η ενότητα Καμείρου έχει μία τσάπα, κι αυτή χαλασμένη, η ενότητα Ατταβύρου ένα φορτηγό, μία τσάπα μισοχαλασμένη, κι ένα γκρέιντερ, έναν φορτωτή που τον δουλεύει ένας χωριανός, κι ήταν ο πρώτος που έτρεξε επειδή έχει φιλότιμο. Αλλά προλαβαίνει ένα μηχάνημα κι ένας ιδιώτης;»

Εσείς από την εμπειρία σας και από το γεγονός ότι είδατε πώς ξεκίνησε η φωτιά, πώς λέτε να προκλήθηκε;

Εμπρησμός, καθαρός. Μέσα σ’ έναν λάκκο βαθύ, τι ήθελε η φωτιά; Και μετά ένα ζώο ή οτιδήποτε την έχει εξαπλώσει. Ας είναι καλά τα παιδιά της ΕΜΑΚ Σαλάκου, στον Προφήτη Ηλία, μόνο αυτοί είναι πάνω. Αυτοί τρέξανε πρώτοι, αυτοί το πολεμούν. Αν έλειπαν οι εθελοντές που πήγαν σ’ όλα

τα επίμαχα σημεία, θα ήταν καμένο το νησί. Λέμε ένα μεγάλο μπράβο στους εθελοντές και στους χειριστές των μηχανημάτων. Κι ο κόσμος κουβαλάει νερά, τρόφιμα.

Οι πυροσβέστες οι καημένοι έρχονται από την πόλη σ’ ένα άγνωστο μέρος με πυροσβεστικά που χαλάνε μεσ’ τη φωτιά. Τα πυροσβεστικά είναι ερείπια. Και πολλοί στρατηγοί, πολλοί συντονιστές… ήταν μεγάλο το μέτωπο, πελώριο. Η φωτιά είναι σαν τον καρκίνο, αν την προλάβεις καλώς. Αν ήταν καθαρισμένα τα δάση, αν δεν υπήρχε χαμηλή βλάστηση πού θα την έβαζαν τη φωτιά; Ο πεύκος καθαρισμένος δεν παίρνει φωτιά. Οι πυροσβέστες και οι εθελοντές, δεν έχουν μέσα, μόνοι τους φέρνουν οι εθελοντές, μόνοι τους τ’ αγοράζουν. Έρχονται στις έξι το πρωί και φεύγουν στη 1 το μεσημέρι, της επόμενης μέρας.

Θυμάστε τη φωτιά του 1987 που έκαψε το νησί;
Η φωτιά του 1987 ξέσπασε από ανθρώπινο λάθος. Ένας ηλικιωμένος αντλούσε νερό από έναν λάκκο, έβγαλε σπινθήρα και «πήραν» οι καλαμιές. Η φωτιά έφτασε μέχρι κάτω τη Λίνδο. Είχε αέρα όμως τότε, δυνατό. Τώρα δεν είχε καθόλου αέρα. Αν υπήρχαν αντιπυρικές ζώνες θα έσβηνε η φωτιά σε χρόνο ρεκόρ. Τα πυροσβεστικά θα είχαν πρόσβαση γρήγορη. Είναι ασυντήρητα.

Να κόβονται δέντρα που έχουν επισημανθεί ώστε να ανοίγονται δρόμοι. Κι όχι να πας στο δικαστήριο αν πεις να βοηθήσεις. Ξέρεις πόσες φωτιές περάσανε, και τρέχαμε με γκασμάδες με φτυάρια; Και τώρα τρέχουνε τα παιδιά, αλλά είναι λίγα, δε ζουν εδώ οι πιο πολλοί. Τη μεγάλη ζημιά την κάνει και η ερημοποίηση της περιοχής. Δεν καλλιεργείται η γη. Έφυγαν οι παλιοί, καινούργιοι δεν έρχονται, γέμισαν ξερά χόρτα που είναι μία βόμβα για την περιοχή. Τα χωράφια είναι χέρσα και γίνονται επικίνδυνα.

Ήταν η ώρα της ολιγόλεπτης ανάπαυλας για φαγητό, μεσ’ το χωράφι. Πάνω, ψηλά φαίνονταν ακόμα τα λαμπυρίσματα της φωτιάς. Είχανε φτιάξει τη σαλάτα, η Παναγιούλα η σύζυγος του Πέτρου κάθε φορά δυό-τρία φαγητά στέλνει για τον άντρα της και τον γιο της τον Κυριάκο όταν δεν έρχεται κι εκείνη μαζί, να δουλέψει τη γη… 
Αυτή είναι η αλήθεια: μόνο εκείνος που ζει εκεί και σβήνει φωτιές σ’ όλη του τη ζωή, μόνο εκείνος ξέρει.

*Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη, αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Η ΡΟΔΙΑΚΗ” [Εδώ]