Γιάννης Σκαλιδάκης*
Το Ελληνικόν έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυρρανίας, και αποσείσας αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων Παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την Πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν.
Εν Επιδαύρω, την α. Ιανουαρίου, έτει 1822. και Α΄ της Ανεξαρτησίας.
Το 1821 ξέσπασε μια μεγάλη επανάσταση ενάντια σε μια αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους πολύ νωρίτερα από κάθε άλλο βαλκανικό εθνικό κράτος ή ακόμα κρατών όπως η Ιταλία ή η Γερμανία. Ενός κράτους που έβγαινε από τον επαναστατικό πόλεμο με μια στέρεη δημοκρατική παράδοση, με Συντάγματα που κατοχύρωναν ισονομία και οιονεί καθολικά πολιτικά δικαιώματα για τον (ανδρικό) πληθυσμό· μετά από μια αρχική περίοδο αυταρχικής διακυβέρνησης, η δημοκρατική παράδοση θα επανακατοχυρώσει τη συνταγματική λειτουργία του κράτους φτάνοντας στο Σύνταγμα του 1864, ίσως το πιο δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του. Ήταν μια επανάσταση στην οποία συμμετείχαν όλες οι τάξεις και τα στρώματα του τότε ελληνισμού σύμφωνα με τα συμφέροντά τους και είχε ως αποτέλεσμα μια κοινωνία πολύ πιο εξισωτική απ’ ότι θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν αγροτικοί πληθυσμοί σε πολλές άλλες περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου, που θα περίμεναν άλλα 25 ή και 40 χρόνια για την κατάλυση της δουλοπαροικίας. Το 1821 ξέσπασε μια επανάσταση που πέτυχε τους στόχους της φτάνοντας στα απώτατα όρια της εποχής της, λαμπρό παράδειγμα της σημασίας της επαναστατικής διαδικασίας στην κοινωνική εξέλιξη. Δεν της αξίζει διακόσια χρόνια μετά να τη μειώνουμε βαραίνοντας την με καθήκοντα που την υπερέβαιναν ούτε να εντοπίζουμε σε αυτήν “κακοδαιμονίες”, δηλαδή πολιτικά προβλήματα και κοινωνικές στρεβλώσεις μεταγενέστερων περιόδων.
Η Ελληνική Επανάσταση ανήκει στην περίοδο των επαναστάσεων που ανοίγει με τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντιους Πολέμους. Τα προτάγματά της έρχονται από τη νέα αυτή εποχή που προβάλει στη Γαλλία και την Αμερική. Η ιδεολογική της προετοιμασία, ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, είναι κομμάτι των Φώτων ενάντια στο σκοτάδι του παλαιού καθεστώτος. Είναι επανάσταση της φιλελεύθερης αστικής τάξης που δίνει τον τόνο μέσα από τον επαναστατικό της φορέα, τη Φιλική Εταιρεία, και κινητοποιεί τον ελληνισμό για τη δημιουργία ενός νεωτερικού κράτους. Είναι επανάσταση εθνική με την οποία το έθνος κηρρύτει “την Πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν”, δημιουργεί πολίτες μιας ελεύθερης πατρίδας εκεί όπου υπήρχαν κατακτημένοι υπήκοοι μιας αυτοκρατορίας. Είναι επανάσταση δημοκρατική, που μέσα στην αντεπαναστατική άμπωτη της Ιεράς Συμμαχίας, επίμονα εγγράφει την ισονομία και ισοπολιτεία στη λειτουργία της νέας εξουσίας. Το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος καθιέρωσε θεσμούς οι οποίοι υπάκουαν στα κηρύγματα του Διαφωτισμού: σε αυτή τη μορφή, του Ελληνικού Συντάγματος δηλαδή, δεν είχαν υπάρξει στο παρελθόν παρά μόνο στη Γαλλία, μετά την Επανάσταση του 1789. Είναι επανάσταση κοινωνική: η ίδια η επαναστατική διαδικασία θα αποτελέσει μηχανισμό κοινωνικής κινητικότητας και θα ρηγματώσει τις παραγωγικές σχέσεις του παλαιού καθεστώτος. Είναι επανάσταση διεθνούς εμβέλειας, διαρρηγνύοντας το αντεπαναστατικό ευρωπαϊκό σύστημα, δίνοντας ώθηση στον επαναστατικό φιλελευθερισμό και οδηγώντας στο μετασχηματισμό της ίδιας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ελληνική Επανάσταση πέτυχε τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Καθόλου δεδομένη δεν ήταν αυτή η εξέλιξη. Εξαρχής πάλεψε για την ανεξαρτησία και την πέτυχε “με μεγάλας θυσίας” ως το 1830. Διέρρηξε την αντεπαναστατική ευρωπαϊκή συναίνεση μετά την ήττα του Ναπολέοντα, πέτυχε την de facto αναγνώριση από την Αγγλία των ελληνικών πλοίων ως πλοίων εμπόλεμου έθνους το 1823 και το αγγλικό δάνειο το 1824· κανείς δεν δανείζει κάποιον που δεν υπάρχει. Το δάνειο ήρθε λειψό, όχι όμως και η πολιτική επιτυχία. Η Ιερά Συμμαχία διερράγη, καθώς η Ρωσία έσπευσε να προκαταβάλει την αγγλική επιρροή εγκαταλείποντας την Αυστρία. Αυτή ήταν η πραγματικότητα της εποχής και οι Έλληνες επαναστάτες την αντιλαμβάνονταν πολύ καλύτερα από κατοπινούς επικριτές τους. Και έκαναν τα πάντα για να κρατήσουν την Επανάσταση ζωντανή ενάντια στις στρατιές του Ιμπραήμ, με την Έξοδο του Μεσολογγίου και τις μάχες στη Στερεά. Η επιμονή της Επανάστασης οδήγησε στη διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος. Και ήρθαν οι ρωσικές προτάσεις για αυτόνομη Ελλάδα (ενιαία ή σε τμήματα), φόρου υποτελή στον Σουλτάνο. Δεν ήταν ασύνηθες αυτό το σχήμα εκείνη την εποχή. Οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (μετέπειτα Ρουμανία), όπου ξεκίνησε μάλιστα η Επανάσταση υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ήταν τέτοιες αυτόνομες οντότητες εντός της αυτοκρατορίας. Οι Σέρβοι αρκέστηκαν σε αυτονομία ως το 1878, οι Βούλγαροι ως το 1908. Το περίφημο Ναβαρίνο και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828 οδηγούσε στην αυτονομία υπό τη ρωσική προστασία, οι Άγγλοι υπερθεμάτισαν προτείνοντας ανεξαρτησία. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα γινόταν χωρίς την επίμονη προσήλωση των Ελλήνων επαναστατών στον αρχικό τους στόχο “Ελευθερία ή Θάνατος”.
Η Ελληνική Επανάσταση οδήγησε στη συγκρότηση ενός συνταγματικού μοντέρνου ελληνικού κράτους. Καθόλου δεδομένη δεν ήταν ούτε αυτή η εξέλιξη. Από το 1815 το αντεπαναστατικό κύμα σάρωνε την Ευρώπη. Εξαρχής η πολιτική ηγεσία της Επανάστασης (οι τόσο λοιδωρημένοι “πολιτικοί” και ο κατεξοχήν πολιτικός άνδρας της Επανάστασης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος) συγκρότησαν “σύστημα”, Εθνοσυνελεύσεις, Συντάγματα, νόμους, θεσμούς. Η Πολιτική Διοίκηση του Ρήγα, εμπνευσμένη από το γαλλικό σύνταγμα του 1793, δεν είχε ξεχαστεί. Οι “καλαμαράδες”, οι διαφωτισμένοι Φαναριώτες, οι έμποροι, οι καραβοκυραίοι, προεστοί που είχαν συνδεθεί με το εμπόριο επιζήτησαν ένα νεωτερικό συγκεντρωτικό κράτος με νόμους, θεσμούς και μηχανισμούς, ικανό να προστατεύσει τις νέες παραγωγικές σχέσεις, να επικυρώσει δηλαδή μορφές ατομικής ιδιοκτησίας σε έναν χώρο που ως τότε η γη άνηκε στο Θεό, δηλαδή στον Σουλτάνο. Μέρος των παλαιών αρχόντων του Μοριά και των “στρατιωτικών” θα αρκούνταν στο να απαλλαγούν από τους Τούρκους και να κάνουν κουμάντο στον τόπο τους, δηλαδή ο καθένας στην επαρχία του· θα αρκούνταν και στην ελέω Ρώσων αυτονομία με έναν πρίγκιπα ηγεμόνα. Σε αυτό το κλίμα συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις με τον εχθρό από ανθρώπους των όπλων ωσάν να επρόκειτο για άλλη μια εξέγερση. Η πολιτική ηγεσία της Επανάστασης ακύρωσε τα πισωγυρίσματα και τις φυγόκεντρες τάσεις, όπως κάθε γνήσια επανάσταση, με τη βία.
Κάθε επανάσταση άξια του ονόματος της εμπεριέχει τον εμφύλιο πόλεμο, τη σύγκρουση δηλαδή για τη μορφή της νέας εξουσίας. Και η νέα εξουσία θα ήταν απρόσωπη και συγκεντρωτική, δηλαδή νεωτερική. Δεν διαπραγματεύτηκε με τους αντιπάλους της, αλλά αφού αυτοί υποτάχθηκαν στη νέα (μόνη και ενιαία) εξουσία, τους αμνήστευσε. Η διαμάχη των αντίπαλων μπλοκ εξουσίας θα αφορούσε εφεξής όχι την ίδια τη μορφή της διακυβέρνησης, αλλά τη διαμόρφωση των συσχετισμών στο εσωτερικό της για τον έλεγχο της εξουσίας. Η πολιτική παράταξη που βγήκε νικήτρια από τον Εμφύλιο οδήγησε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση και ψήφισε το πιο δημοκρατικό από τα Συντάγματα του Αγώνα, το “Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος”, αλλά και εξέλεξε ως Κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια. Από το 1823 είχε γράψει ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας στον Μαυροκορδάτο: “Πολιτείαν [= Δημοκρατία] να συστήσετε δεν το βλέπω πιθανόν … διότι δεν το δέχονται αι Δυνάμεις της Ευρώπης ως σύστημα και καθ’ αυτό εναντίον εις τα πολιτικά σχέδια και τέλη των”. Την προσαρμογή αυτή διατυπώνει με σαφήνεια ο Μαυροκορδάτος, γράφοντας τον Ιούνιο του 1825, σε έγγραφο αγνώστου παραλήπτη (μάλλον επρόκειτο για οδηγίες προς την επιτροπή που πηγαίνει τότε στο Λονδίνο), “ν’ αποδείξη τέλος πάντων την ανάγκην του να μοναρχηθώμεν, δια να σωθή και να υπάρξη η Ελλάς”, αφού “είναι αδύνατον να υπάρχωμεν με το καθεστώς σύστημα διοικήσεως” [εννοεί το δημοκρατικό]. “Όλοι οι πατριώται”, συνεχίζει, “είναι σύμφωνοι εις αυτήν την βάσιν, αλλ’ είναι επίσης σύμφωνοι εις το ότι η μοναρχία πρέπει να είναι συνταγματική και θεμελιωμένη εις βάσεις, αι οποίαι να εξασφαλίζουν τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων και να εμποδίζουν τον απόλυτον δεσποτισμόν”. Ο Καποδίστριας κυβέρνησε απολυταρχικά, όπως και ο Όθωνας μετά από αυτόν. Απολυταρχική αλλωστε ήταν η εξουσία σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη εκείνη την περίοδο. Αυτό ήταν φυσικά γνωστό στους επαναστάτες, που όμως επίμονα έθεσαν τις βάσεις της συνταγματικής διακυβέρνησης, η οποία θα δέσμευε τον όποιο μονάρχη, περιορίζοντας την εκτελεστική εξουσία του από μια νομοθετική εξουσία εκλεγμένων αντιπροσώπων του έθνους. Η δημοκρατική παράδοση επέζησε και επιβλήθηκε με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και πολύ περισσότερο με την Εθνική Συνέλευση του 1862.
Είναι απόλυτα λογικό το θεμελιώδες και θεμελιακό αυτό γεγονός της νεοελληνικής ιστορίας να μεταπλαστεί από τις μετέπειτα αντιτιθέμενες κοινωνικές τάξεις, τις πολιτικές παρατάξεις και τους διανοούμενούς τους σύμφωνα με την εκάστοτε κοσμοαντίληψη, ιδεολογία αλλά και πολιτικό πρόγραμμα. Η εθνικιστική ιστοριογραφία, που κυριαρχεί ακόμη στο εκπαιδευτικό σύστημα και το δημόσιο λόγο, αφαίρεσε την ιστορικότητα της επανάστασης και την ενέταξε ως “παλιγγενεσία” σε έναν προαιώνιο αγώνα των Ελλήνων με τους εχθρούς τους από τους Περσικούς πολέμους ως το σήμερα. Η αστική αφήγηση του 1821 μεταπλάθει τις ενδοεπαναστατικές αντιθέσεις σε δίπολο “εκσυγχρονιστών” και “μεταρρυθμιστών” πολιτικών (ξεκινώντας από τον Καποδίστρια) εναντίον των “λαϊκιστών”, ενώ υπερτονίζει την έξωθεν παρέμβαση στην έκβαση του αγώνα. Υπάρχει όμως και μια λαϊκή αφήγηση που αντιπαραθέτει τον “λαό” γενικά, ο οποίος είχε επαναστατική διάθεση, στους προεστούς, Φαναριώτες, καραβοκύρηδες (υποβιβάζοντας όλους αυτούς από πολιτική ηγεσία του αγώνα σε λίγο-πολύ συρόμενους και φερόμενους) και βαφτίζει την επανάσταση ως “ανολοκλήρωτη”, καθώς οι ηγεσίες την πρόδωσαν. Αυτή η δημοφιλής ανάγνωση, κυρίαρχη τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, στηρίχθηκε στην εκλαΐκευση της μεσοπολεμικής αριστερής ανάγνωσης του 1821 υπό το βάρος της μετεμφυλιακής αμερικανοκρατίας.
Όλα τα παραπάνω σχήματα, με τις διαφορές τους οπωσδήποτε, εξυπηρέτησαν ιδεολογικές ανάγκες και πολιτικά προγράμματα μετασχηματιζόμενες αναλόγως. Κληρονομιά μας έχουν αφήσει το λάβαρο της Αγίας Λαύρας και το κρυφό σχολειό, την βιολογικού τύπου “αλληλοφαγωμάρα” των Ελλήνων, την ηρωοποίηση όσων φέρουν όπλα και ενίοτε ράσο και την καταδίκη των “πολιτικών” που “ραδιουργούν” και “προδίδουν”. Στην αριστερή εκδοχή αυτής της κληρονομιάς, η έκβαση του αγώνα φέρει το σπέρμα της εξάρτησης της χώρας και του συνακόλουθου “ραγιαδισμού”· μια κατάσταση υπαρκτή, στην οποία όμως η τότε επαναστατική πρωτοπορία (προφανώς αστική, στα 1821 βρισκόμαστε) αντιστάθηκε όσο μπορούσε και άντεχε. Και όμως υπάρχει εδώ και χρόνια στέρεο επιστημονικό έδαφος για μια προοδευτική ερμηνεία του 1821 με βάση το έργο μαρξιστών ιστορικών, όπως ο Νίκος Σβορώνος, ο Σπύρος Ασδραχάς και ο Βασίλης Κρεμμυδάς, για να μείνουμε στην παλαιότερη γενιά. Μια ερμηνεία που τονίζει τη σημασία της επαναστατικής δυναμικής και παρουσιάζει τεκμηριωμένα τις “κινητήριες δυνάμεις” και τις αντιθέσεις τους με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια. Μια ερμηνεία που αναγνωρίζει τόσο την εθνική όσο και την κοινωνική διάσταση της επανάστασης και συμβάλει στην, κατά τον Ασδραχά, εθνικοποίηση της ταξικότητας ενάντια στην “επίκληση των εθνικών αξιών, επίκληση η οποία συνοδεύεται από πράξεις ή υποταγές, καταναγκασμούς που οδηγούν στην κατάλυση της εθνικής ανεξαρτησίας”.
Συμπερασματικά, το ελληνικό κράτος, ανεξάρτητο και εντέλει συνταγματικό, συγκροτήθηκε επαναστατικά πολύ νωρίτερα από πολλά άλλα εθνικά κράτη. Η ελληνική κοινωνία επίσης συγκροτήθηκε μέσα στην επανάσταση σε μια πολύ πιο εξισωτική βάση απ’ ότι σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ανατολικά αλλά και δυτικά. Η γη δεσμεύτηκε από το κράτος ως “εθνικές γαίες”, δεν την άρπαξαν οι ισχυροί γαιοκτήμονες αλλά αποτέλεσε de facto τη βάση μιας πλατιάς μικροϊδιοκτησίας με έναν αγροτικό πληθυσμό που είχε καθολικό δικαίωμα ψήφου και που άντεξε μέχρι τις αλλεπάλληλες αγροτικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν με τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο το 1871. Μόνο στη Γαλλία είχαν οι άνδρες καθολικό δικαίωμα ψήφου από το 1848. Μέσα στο ιστορικό πλαίσιο λοιπόν της Ευρώπης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, η Ελληνική Επανάσταση όχι μόνο δεν ήταν “ανολοκλήρωτη”, “λειψή” ή “στρεβλή”, αλλά ένας θρίαμβος που θα έπρεπε να εμπνέει κάθε πολιτική δύναμη που συνεχίζει να πιστεύει στην ανάγκη κοινωνικών ανατροπών.
Αποσπάσματα:
Η εθνική ιδεολογία της πιο δυναμικής μερίδας της αστικής τάξης και των διανοουμένων που την εκφράζουν φτάνει στο τέλος του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου σε τέτοια ωριμότητα και καθαρότητα, ώστε να επιτρέψει στις δυνάμεις αυτές να οργανώσουν τις διάχυτες επαναστατικές δυνάμεις του έθνους (την αγροτιά με τα ένοπλα σώματα των κλεφτών, τα μικροαστικά στοιχεία των ναυτικών, των εμπόρων και των βιοτεχνών), να σπάσει τους δισταγμούς ή την εχθρότητα των ηγετικών συντηρητικών ομάδων και να παρασύρει ολόκληρο τον Ελληνισμό σε έναν κοινό απελευθερωτικό αγώνα. Νίκος Σβορώνος
Η κυριαρχική παρουσία των ξένων δυνάμεων στη διαδικασία της επίλυσης του εθνικού προβλήματος και στη ρύθμιση της καθεστωτικής μορφής του ελληνικού κράτους είχε πολλαπλές επιπτώσεις που συνοψίζονται στην εξάρτηση της Ελλάδας σε όλη της την ιστορία. Η επιλογή που έκαμαν η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία αναφορικά με το πολιτικό καθεστώς της χώρας ήταν αντίθετη με την επιλογή που είχαν κάμει οι διευθυντικές τάξεις της χώρας κατά την πορεία της επανάστασης, οι οποίες, πετυχαίνοντας μια σύγκλιση φιλελεύθερων αστικών εμπνεύσεων και παραδοσιακών ιδιαιτεροτήτων, είχαν θεσμοθετήσει τα πρώτα συντάγματα που ανταποκρίνονταν στη γενική, και ως ένα σημείο φενακιστική, απαίτηση για ελευθερία. Σπύρος Ασδραχάς
Στην ηγεσία της Επανάστασης βρέθηκε η ελληνική αστική τάξη που είχε διαμορφωθεί στα 50-60 χρόνια που προηγήθηκαν· αυτήν εκπροσώπησε η Φιλική Εταιρεία, μυστική συνωμοτική οργάνωση που λειτούργησε κατά τα πρότυπα των ευρωπαϊκών καρμποναρικών εταιρειών και διατύπωσε το αίτημα της Επανάστασης: ίδρυση ελεύθερου, ανεξάρτητου μοντέρνου ελληνικού κράτους. […] Στο πολιτικό περιβάλλον της Ευρώπης, τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, και μόνον η διατύπωση ως επιθυμίας ενός τέτοιου αιτήματος ισοδυναμούσε με επανάσταση· μια επανάσταση μάλιστα που υπερέβαινε τα πιο προωθημένα αιτούμενα της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. Βασίλης Κρεμμυδάς
Ο Γιάννης Σκαλιδάκης διδάσκει ευρωπαϊκή και ελληνική ιστορία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Πηγή: https://kosmodromio.gr/