Μετάφραση: Κώστας Αμοιρόπουλος
Το παρακάτω κείμενο είναι η απάντηση έμπειρων εκπαιδευτικών του Εθνικού Συλλόγου Διδασκαλίας του Δράματος της Αγγλίας (NATD) στην έκκληση του Κώστα Αμοιρόπουλου να μας ενημερώσουν για τις επιπτώσεις της εφαρμογής τού νεοφιλελεύθερου προγράμματος γενικότερα στην εκπαίδευση της χώρας τους. Το ζητήσαμε για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος και στην Ελλάδα μετά από την πρόσφατη όξυνση της συζήτησης περί νεοφιλελεύθερων πολιτικών στη δική μας εκπαίδευση.
Η Αγγλία είναι από τις πρώτες χώρες που εφάρμοσαν αυτό το μοντέλο από τις αρχές της δεκαετίας του 80. Πιστεύουμε λοιπόν ότι οι εκπαιδευτικοί της μπορούν να μας προσφέρουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το τι σημαίνει στη σχολική πράξη και πρακτική η νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Οι συνάδελφοι από την Αγγλία ανταποκρίθηκαν με μεγάλο ενδιαφέρον αλλά και ανησυχία για αυτές τις πολιτικές που φαίνεται να επικρατούν στις προθέσεις των σχεδιαστών της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα αλλά και να «γοητεύουν» όλο και περισσότερο τους εκπαιδευτικούς στη χώρα μας.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια μετάφραση ενός ελαφρά μεγαλύτερου κειμένου (επειδή κάποιες λεπτομέρειες μάλλον δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές στην Ελλάδα ή κρίθηκαν ότι δυσκολεύουν την ανάγνωση του άρθρου εξαιρέθηκαν από τη μετάφραση).
Το κείμενο γράφτηκε εκ μέρους του NATD από τους:
Maggie Hulson και Guy Williams εκδότες του περιοδικού The Journal for Drama in Education National Association for the Teaching of Drama
Επίσης συνεισέφεραν οι :
Liam Harris – πρόεδρος του National Association for the Teaching of Drama
Theo Bryer – ταμίας του National Association for the Teaching of Drama
Κείμενα σε italics και σε παρένθεση αποτελούν διευκρινίσεις του μεταφραστή.
Αυτό συνέβη στην Αγγλία
Κάποια από αυτά που αναφέρονται παρακάτω προέρχονται από έρευνα. Το μεγαλύτερο κομμάτι όμως προέρχεται από την εμπειρία μας.
Ιστορικό πλαίσιο: Το παρελθόν
Το 1944 η μεταπολεμική κυβέρνηση των εργατικών εισήγαγε την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, Butler, που προέβλεπε δωρεάν παιδεία για όλα τα παιδιά. Η κρατική εκπαίδευση εξελίχθηκε, ως επί το πλείστον, σε προοδευτική κατεύθυνση και τα γενικά σχολεία άρχισαν να εξαπλώνονται σε όλη την επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου. Σε αντίθεση με τον προηγούμενο τύπο σχολείων, τα γενικά σχολεία δεν επέλεγαν τους εισαγόμενους σε αυτά στη βάση των επιδόσεών τους ή των ταλέντων τους.
Μέχρι τη δεκαετία του 70 οι Τοπικές Αρχές Παιδείας (Local Education Authorities, σε συντομογραφία LEAs ή ΤΑΠ για τα ελληνικά) ανέπτυξαν έναν εκλεπτυσμένο επίπεδο υποστήριξης για όλα τα σχολεία της γεωγραφικής τους περιοχής. Το σημαντικότερο, εγγυούνταν ότι όλοι οι νέοι/ες στην περιφέρειά τους (5-18 ετών) πήγαιναν σε σχολεία που εκπλήρωναν τις ανάγκες τους. Παρείχαν οικονομική υποστήριξη για τους μαθητές ώστε να μπορούν να φοιτήσουν στα πανεπιστήμια. Αποτελούνταν από μεγάλες ομάδες παιδαγωγών, γνωστοί/ές ως σύμβουλοι μαθημάτων, οι οποίοι/ες υποστήριζαν τους εκπαιδευτικούς στα σχολεία. Προσέφεραν σεμινάρια και ανέπτυσσαν πηγές. Εξασφάλιζαν ότι κάθε εκπαιδευτικός σε μία ΤΑΠ ήταν κομμάτι μιας ομάδας ενός ευρύτερου τομέα συνεργασίας για την εκπαίδευση όλων των παιδιών.
«Ελευθερία» από τον τοπικό έλεγχο.
Τη δεκαετία του 80 η Συντηρητική Πρωθυπουργός, Μάργκαρετ Θάτσερ, θέλησε να θέσει τα κρατικά σχολεία σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, έτσι όπως τη συμβούλεψε ο «μέντοράς της» Κηθ Τζόουζεφ (Keith Joseph), και να τα απαγκιστρώσει από τον τοπικό έλεγχο. Της προτάθηκε, λοιπόν, ότι για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρξει ένας τρόπος να συγκριθούν τα σχολεία μεταξύ τους έτσι ώστε ο ανταγωνισμός τους να μπορεί να αξιολογηθεί. Για να γίνει αυτό θα έπρεπε να υπάρχει ένα εθνικό αναλυτικό πρόγραμμα. Έτσι ξεκίνησαν δεκαετίες αναταραχών και αυξανόμενων πιέσεων προς τους εκπαιδευτικούς. Επιπλέον, αν και φαινομενικά παρουσιαζόταν ως φιλελευθεροποίηση της εκπαίδευσης, η κρατική εκπαίδευση γινόταν ολοένα και πιο συγκεντρωτική.
Ως εκπαιδευτικοί βιώσαμε αυτή την πολιτική διαφορετικά εκείνη τη χρονική στιγμή. Εκείνο που μπορούσαμε να αντιληφθούμε τότε ήταν ότι πρώτα ήρθε το εθνικό αναλυτικό πρόγραμμα, μετά ο οικονομικός διαχωρισμός, (…) και μετά η εισαγωγή των πινάκων βαθμολογίας των σχολείων. Όλες αυτές οι κινήσεις καμουφλαρίστηκαν κάτω από όρους όπως «επιλογή» και «ατομική ευθύνη». Και έτσι, ενώ παρουσιαζόταν ως φιλελευθεροποίηση, η κρατική εκπαίδευση μετατρέπονταν σε έναν άκρως συγκεντρωτικό μηχανισμό.
Σε συνδυασμό με άλλες δομικές αλλαγές που εισήχθησαν μετά το 1988, με τη στείρωση των εργατικών συνδικάτων που ξεκίνησε με τους ανθρακωρύχους και συνεχίστηκε σε όλο το εργατικό κίνημα, η οικονομική ιδεολογία της μείωσης των φόρων κατέστρεψε τις ΤΑΠ και εγκατέλειψε τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς να παλεύουν μόνοι τους για την επιβίωσή τους. Πάντα εις βάρος άλλων σχολείων και άλλων δασκάλων. Και φυσικά πάντα εις βάρος των παιδιών.
Η «μεταρρύθμιση» των δομών
Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του 1988 οριστικοποίησε την εμπορευματοποίηση του Αγγλικού σχολικού συστήματος. Μετέφερε την πλειοψηφία των εξουσιών που αφορούν την εκπαίδευση στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης. Η διάταξη αυτή θεωρείται σήμερα ως «δεδομένο της ζωής» αλλά το NATD επανειλημμένα εναντιωνόταν σε αυτήν.
Καθιερώθηκαν οι εθνικές επιτροπές για να αναθεωρούν στοιχεία του αναλυτικού προγράμματος και των εξετάσεων και ευνοήθηκε η ίδρυση ανεξάρτητων σχολείων που χρηματοδοτούνταν απευθείας από την κεντρική κυβέρνηση με χρήματα που αφαιρούνταν από τις τοπικές αρχές.
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα έγινε αναγκαίο για κάθε σχολείο να έχει οικονομικό διαχειριστή, να ξοδεύει διαρκώς αυξανόμενα ποσά χρημάτων αλλά και χρόνου στην προώθηση του «προϊόντος» του και στη διαχείριση των χώρων εκπαίδευσης ως επιχειρήσεων.
Η συγκεκριμένη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (και κατά τη διάρκεια της επόμενης κυβέρνησης των Εργατικών) έστρωσε τον δρόμο για την είσοδο των Ιδιωτικών Οικονομικών Πρωτοβουλιών (Private Finance Initiatives) στην εκπαίδευση, τις λεγόμενες Ακαδημίες[1], που αργότερα ονομάστηκαν «Ελεύθερα Σχολεία» υπό τον έλεγχο των ιδιωτών/χορηγών το 2011. Σε αυτά τα σχολεία δόθηκε η άδεια να διαμορφώνουν την σχολική τους μέρα όπως ήθελαν, να μην ακολουθούν το Εθνικό Αναλυτικό Πρόγραμμα, και να διαμορφώνουν τις δικές τους συνθήκες εργασίας και μισθοδοσίας για τους εργαζομένους τους. Όλα αυτά υπονόμευσαν αργότερα:
«τον εθνικό κατώτατο μισθό και το πλαίσιο συνθηκών εργασίας για τους εκπαιδευτικούς όπως επίσης τις τοπικές συλλογικές συμβάσεις»[2]
Η μεταρρυθμιστική διάταξη επέτρεψε επίσης την καθιέρωση των πινάκων βαθμολογίας. Με τους πίνακες αυτούς, τα σχολεία κατατάσσονται με βάση τα αποτελέσματα των μαθητικών εξετάσεων (SATs, GCSES, και A levels[3]). Οι πίνακες δημοσιεύονται σε εφημερίδες και στο ίντερνετ. Η επίσημη πρόθεση των πινάκων αυτών ήταν να επιτρέψουν στους γονείς να έχουν εύκολη πρόσβαση στα καλύτερα σχολεία στην περιοχή τους και να εξαναγκάσουν τα σχολεία να ανεβάσουν το επίπεδό τους επειδή κανένας γονιός δεν θα ήθελε να στείλει το παιδί του σε ένα σχολείο που βρίσκεται στον πάτο του πίνακα.
Στην πραγματικότητα όμως:
«Η ιεραρχία στα Αγγλικά σχολεία είναι περισσότερο ισχυρή από ποτέ, με κάποιες επιλογές να διατίθεται σε επιλεγμένες ομάδες γονιών που μπορούν να ανταποκριθούν στα τεράστια δίδακτρα, να κυνηγήσουν τα επιτυχημένα σχολεία ή να πληρώσουν ακριβά δίδακτρα για ιδιωτικά μαθήματα ώστε (τα παιδιά τους) να επιτύχουν στις εξετάσεις υψηλού διακυβεύματος. Τα δημοφιλή σχολεία δεν επεκτάθηκαν για να στεγάσουν όλους τους υποψηφίους, όπως προέβλεπαν οι υποστηρικτές της καθαρής αγοράς, και αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ δυσκολότερο να κλείσουν τα απορριφθέντα σχολεία. Η περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ επιλογής, πρακτικών δικαιώματος εισόδου, τιμές σπιτιών (όταν ένα σχολείο θεωρείται καλό οι τιμές των σπιτιών της περιοχής που βρίσκεται ανεβαίνουν κατακόρυφα) και μέτρησης της απόδοσης καθιέρωσε τον διαχωρισμό των σχολείων επιβάλλοντας εντελώς διαφορετικά προφίλ από τις τοπικές κοινότητές τους.» [4]
Μια άλλη επίπτωση των πινάκων βαθμολογίας ήταν ότι μέσα στα σχολεία η πίεση για επίδοση άρχισε να «δαγκώνει». Και τα μαθήματα αλλά και το αναλυτικό πρόγραμμα διαταράχθηκαν καθώς οι εκπαιδευτικοί εξαναγκάστηκαν να διδάσκουν με σκοπό την επίδοση στα διαγωνίσματα.
Όλα αυτά δεν συνέβησαν ταυτόχρονα και υπήρξαν αξιοσημείωτες αντιδράσεις αλλά είδαμε μεγάλους αριθμούς εκπαιδευτικών να εγκαταλείπουν το επάγγελμα (έγινε σχεδόν αδύνατο να βρεθούν εκπαιδευτικοί σε μερικές περιοχές ακόμα και σήμερα) και οι μαθητές μας είναι από τους πιο στρεσαρισμένους στην Ευρώπη.
Ένα «εθνικό» αναλυτικό πρόγραμμα
Τα κρατικά σχολεία έπρεπε να διδάσκουν το «βασικό αναλυτικό πρόγραμμα» που αποτελείται από τη θρησκευτική αγωγή και το Εθνικό Αναλυτικό Πρόγραμμα, το οποίο οριοθετεί την επίτευξη στόχων, των προγραμμάτων, και των πλάνων αξιολόγησης. Το Εθνικό Αναλυτικό Πρόγραμμα αποτελείται από τρία βασικά μαθήματα (Μαθηματικά, Αγγλικά (Γλώσσα) και Επιστήμες), έξι μαθήματα θεμελίωσης (Ιστορία, Γεωγραφία, Τεχνολογία, Μουσική, Εικαστική Τέχνη, και Φυσική Αγωγή) και επιπλέον μία ξένη γλώσσα. (…)
Σε σχέση με τη Θρησκευτική αγωγή, η κάθε σχολική μέρα θα έπρεπε να ξεκινά με μια «πράξη συλλογικής προσευχής», η πλειοψηφία της οποίας έπρεπε να είναι χριστιανικού χαρακτήρα. (…)
Η γλώσσα του «δικαιώματος» στην εκπαίδευση που χρησιμοποιήθηκε στην εισαγωγή αυτών των πολιτικών έγινε μόνο και μόνο για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι όλα τα παιδιά θα λάβουν αξιοπρεπή εκπαίδευση. Το υπουργείο παιδείας και οι πολιτικοί χρησιμοποίησαν επίσης συνθήματα όπως η αύξηση του επιπέδου γνώσεων για να αντιπαλέψουν όλους όσους αντιδρούσαν στις αλλαγές και να πατάξουν οποιαδήποτε αντίσταση ή αντίθεση. Ωστόσο έγινε ξεκάθαρο ότι το εθνικό πρόγραμμα καθοδηγούνταν από την αγορά. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που το οδηγούσε επιδιώκει να εξασφαλίσει ότι θα υπάρχουν αρκετοί εργαζόμενοι ώστε να επιτρέψουν στην οικονομία να συνεχίσει να λειτουργεί. Η εκπαίδευση όμως των νέων ώστε να μπορούν να φανταστούν έναν κόσμο, να σκέφτονται αυτόνομα και να μπορούν να αρθρώσουν την ανάγκη για αλλαγή, αφέθηκε μόνο στα ιδιωτικά σχολεία. Δεν απαιτούνταν καθόλου από αυτά να διδάξουν το αναλυτικό πρόγραμμα αλλά αντίθετα να εξασφαλίσουν ότι οι λίγοι και οι εκλεκτοί θα μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν την οικονομία και να διαιωνίζουν το πολιτικό σύστημα.
Πρόσφατα, αλλαγές στον τρόπο που αξιολογούνται τα σχολεία οδήγησαν σε μια πιο πλάγια επίθεση στις τέχνες αλλά με πιο συγκεκριμένο τρόπο στο δράμα. Η μείωση στην προσφορά των τεχνών στα σχολεία ήταν αποτέλεσμα του επιβεβλημένου περιορισμού του εύρους των μαθημάτων που προσμετρούνται στη μαθητική επίδοση. (…) Μερικά σχολεία δεν διδάσκουν πλέον το δράμα ή δεν έχουν πλέον τμήματα δράματος. (…) αλλά και σε αυτά που συνεχίζει να διδάσκεται έχει αλλάξει η εστίαση του μαθήματος προς την επαγγελματική κατάρτιση που υποθετικά προετοιμάζει τους μαθητές να δουλέψουν στη «δημιουργική βιομηχανία» – που είναι κεντρική στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα.
Ταυτόχρονα οι οδηγίες από το OFQUAL (The Office of Qualifications and Examinations Regulation, Το Γραφείο Πιστοποιήσεων και Κανονισμού Εξετάσεων είναι κρατικό και καθορίζει τις πιστοποιήσεις, τις εξετάσεις και τις αξιολογήσεις στην Αγγλία) ορίζουν ότι οι εξετάσεις για τις τέχνες θα πρέπει να γίνονται πανεθνικά την ίδια ώρα στο ίδιο μέρος. Αυτό σημαίνει ότι οι εξετάσεις του δράματος (όπως και οι εξετάσεις για τις άλλες συνεργατικές τέχνες) γίνονται πλέον γραπτά. Η συνεργασία δεν θεωρείται πλέον σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης των νέων ανθρώπων. Ο κάθε ένας για τον εαυτό του.
Ofsted (Η γραμματεία για τις επιδόσεις στην εκπαίδευση, την παροχή υπηρεσιών και δεξιοτήτων των παιδιών. Είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων)
Το 1992 η νέα κυβέρνηση των συντηρητικών υπό τον Τζων Μέιτζορ εισήγαγε το μηχανισμό που χρειαζόταν για να εξασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Η Ofsted ξεκίνησε πρώτη φορά να αξιολογεί τα σχολεία το 1993. Είναι ένα τέρας που στοιχειώνει τα όνειρα όλων των εκπαιδευτικών. Για παράδειγμα, στην αρχή, κάποιες περιοχές του προγράμματος φαινόταν ότι ήταν ανοιχτές για διαφορετικές ερμηνείες από τα σχολεία. Όμως σύντομα είδαμε την Ofsted να διευκρινίζει τα πάντα. Ήταν και είναι ένας φορέας επιβολής του νεοφιλελεύθερου κράτους.
Στην τωρινή της παρουσία η έμφασή της απομακρύνθηκε φαινομενικά από την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών (αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό συνέβη μετά από συλλογικές αντιδράσεις και την αποδεδειγμένη απόλυτη καταστροφή της ψυχολογικής υπόστασης των εκπαιδευτικών που άφησε τα σχολεία χωρίς προσωπικό) και επικεντρώθηκε στο σχολείο ως σύνολο. Τα πρόσωπα που ηγούνται του οργανισμού έγιναν πιο ανθρώπινα αλλά εξακολουθεί να είναι, παρ’ όλα αυτά, ένα τέρας.
Η διαδικασία είναι εντυπωσιακά ακριβής: πρέπει να διδάξεις ένα περιορισμένο πρόγραμμα με ακόμα πιο περιορισμένη γκάμα τεχνικών. Οι μαθητές σου πρέπει να επιτυγχάνουν όλο και καλύτερα αποτελέσματα κάθε χρονιά. Εάν το σχολείο πέσει στην κατηγορία της «ανάγκης βελτίωσης» (η τρίτη κατηγορία μετά το «εξαιρετικό» και «καλό» σχολείο) τότε η Ofsted θα σε επισκέπτεται κάθε χρονιά.
Εάν το σχολείο πέσει στην τελευταία κατηγορία της «ανεπάρκειας» τότε το σχολείο αναγκάζεται να μετατραπεί σε «Ακαδημία» και η Ofsted θα σε επισκέπτεται κάθε τρεις μήνες. Όταν το σχολείο πέφτει σε αυτή την κατηγορία τότε οι γονείς παίρνουν τα παιδιά τους και τα στέλνουν σε κάποιο άλλο σχολείο. Η επιχορήγηση πέφτει. Το προσωπικό μειώνεται και το σχολείο δυσκολεύεται να επιβιώσει. Είναι ένας βίαιος κύκλος.
Η Ofsted διαποτίζει με τρόμο τα σχολεία και έτσι εξασφαλίζει ότι τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί συμμορφώνονται ακόμη και όταν γνωρίζουν ότι αυτό που κάνουν, αυτό που διδάσκουν, είναι επιζήμιο για τους μαθητές τους. Η Ofsted είναι ένα «όπλο φόβου και τρόμου» για τους εκπαιδευτικούς που πρέπει να καταργηθεί. Η γενική γραμματέας του μεγαλύτερου σωματίου εκπαιδευτικών, η Mary Bousted, ανάφερε ότι η Ofsted βρίσκεται στο κέντρο ενός δυσλειτουργικού και τοξικού συστήματος λογοδοσίας σχολείων (…) που πρέπει να καταργηθεί.[5]
Οι νέες απαιτήσεις για τους εκπαιδευτικούς
Το 2012 τέθηκαν σε ισχύ νέοι κανονισμοί «προδιαγραφών» που εφαρμόστηκαν για όλους του εκπαιδευτικούς στην Αγγλία (Teachers’ Standards). Επιφανειακά αυτές οι απαιτήσεις φαίνονταν λογικές αλλά σηματοδότησαν μια ενοχλητική στροφή στο πεδίο εξουσιών τους που τώρα συμπεριλαμβάνουν τη συμπεριφορά των εκπαιδευτικών «μέσα και έξω από το σχολείο» η οποία δεν πρέπει να «υπονομεύει» τις βασικές «Βρετανικές ιδέες» συμπεριλαμβανομένης και «της εξουσίας των νόμων». Για τον ορισμό των Βρετανικών αξιών μας κατεύθυναν να συμβουλευτούμε την ιστοσελίδα Prevent[6] η οποία περιγράφει την αντιτρομοκρατική στρατηγική της Βρετανικής κυβέρνησης.
Το 2014 αυτή η ιδεολογία ενισχύθηκε με τις οδηγίες του Τμήματος Παιδείας (Department for Education, DfE) ζητώντας π.χ. να διδάσκονται οι μαθητές πώς «λειτουργεί η δημοκρατία στη Βρετανία, σε αντίθεση με άλλες κυβερνητικές μορφές σε άλλες χώρες» και να σχεδιάζουν τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί επιπλέον δραστηριότητες για να προωθήσουν τις Βρετανικές αξίες (…). Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες όλα τα σχολεία έπρεπε να σέβονται αυτές τις Βρετανικές αξίες και να αποδεικνύουν ότι η δουλειά τους είναι αποτελεσματική σε αυτούς τους στόχους. Δεν πέρασε βέβαια πολύς καιρός από τότε που η Ofsted κατηγορούσε σχολεία ότι «υπονομεύουν ενεργητικά τις Βρετανικές αξίες» – που στην πλειοψηφία τους ήταν θρησκευτικά σχολεία (Ισλαμικά, Εβραϊκά κλπ) (…)
Λιτότητα
Το πρόγραμμα λιτότητας ξεκίνησε το 2010 από την κυβέρνηση συνεργασίας Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών. Οι στόχοι του καθορίστηκαν ως στρατηγικές μείωσης του χρέους. Τα αποτελέσματά του ήταν περικοπές που πετσόκοψαν δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες. Φέτος τον Φεβρουάριο, στο κοινοβούλιο, συζητήθηκαν οι επιπτώσεις της λιτότητας στην εκπαίδευση μετά από δημόσιο, διαδικτυακό αίτημα για την αναθεώρηση του προγράμματος.
Μέλη όλων των κοινοβουλευτικών ομάδων υποστήριξαν το αίτημα. Μερικά από τα καταγραμμένα σχόλιά τους μιλούν μόνα τους:
- «Έκανα μια έρευνα και επισκέφτηκα αρκετά σχολεία την προηγούμενη χρονιά, η οποία έδειξε ότι από τα 103 σχολεία τα 102 υποφέρουν από έλλειψη εκπαιδευτικών, απογοήτευση, αύξηση αριθμού παιδιών ανά τάξη ή πτώση μισθών.»
- «Με αυξημένο αριθμό μαθητών και τη μείωση της χρηματοδότησης σε πραγματικούς όρους, τα σχολεία έκαναν περικοπές που είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί ο αριθμός των εκπαιδευτικών κατά 5.400, ο αριθμός των βοηθών τάξης κατά 2.800, του βοηθητικού προσωπικού κατά 1.400 και του επικουρικού προσωπικού κατά 1.200 άτομα. Εάν η χρηματοδότηση ανά μαθητή διατηρούνταν στο ποσοστό του 2015 τότε η χρηματοδότηση των σχολείων θα έπρεπε σήμερα να είναι ψηλότερο κατά 5.1 δισεκατομμύρια λίρες από ότι είναι τώρα.»
- (…)
- «Δεν μπορούμε πλέον να έχουμε αμφιβολίες για αυτά που ακούσαμε σήμερα, για τις επιπτώσεις της πολιτικής συνεχιζόμενης λιτότητας της κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα δεν μιλάμε πλέον για λιτότητα. Ο υπουργός έχει ήδη αναφέρει ότι θέλει να μειώσει τις δαπάνες για την εκπαίδευση τις οποίες θεωρεί υψηλές. Η πολιτική του έχει ιδεολογικό κίνητρο. Η εκπαίδευση χρειάζεται επειγόντως χρηματοδότηση και η κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να αντιστρέψει τις καταστροφικές περικοπές»
Σημειώσεις
(Τι είναι οι Ακαδημίες: Είναι στην ουσία ιδιωτικά ιδρύματα. Από το 1988 τα σχολεία έχουν μετατραπεί σε επιχειρήσεις. Ιδιώτες, ιδιωτικές επιχειρήσεις ή ιδρύματα και όμιλοι επιχειρήσεων επενδύουν αγοράζοντας σχολεία, ιδιαίτερα τα σχολεία που έχουν κακή αξιολόγηση, εισπράττουν την κρατική επιχορήγηση και διαμορφώνουν το πρόγραμμα των σχολείων αυτών κατά το δοκούν καθώς και τους μισθούς και τις εργασιακές συνθήκες των εκπαιδευτικών που εργάζονται σε αυτά. Υπάρχουν εταιρίες που έχουν «αγοράσει» ή νοικιάσει μέχρι και 500 σχολεία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά πλειοψηφία δεν έχουν ιδέα πώς να διευθύνουν τα κρατικά σχολεία προς όφελος των μαθητών, των τοπικών κοινοτήτων και των μαθητών τους και παρακινούνται κυρίως από την πρόθεση του κέρδους.) ↑
SATs: Standard Attainment Tests, είναι τα διαγωνίσματα στα οποία συμμετέχουν οι μαθητές σε εθνικό επίπεδο δύο φορές κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας σχολικής τους ζωής. Την πρώτη φορά στο τέλος του επιπέδου 1 (5 -7 χρονών) και τη δεύτερη στο τέλος του επιπέδου 2 (7-11 χρονών). Σε αυτές τις εξετάσεις αξιολογούνται η γνωστική επάρκεια των μαθητών αλλά μέσω αυτών και τα ίδια τα σχολεία για την αποτελεσματικότητά τους.
GCSES: Η εκπαίδευση στην Αγγλία είναι χωρισμένη σε 4 επίπεδα κλειδιά (Key Stages) Το τελευταίο επίπεδο διδάσκεται στα παιδιά των 14 – 16 χρονών. Οι εξετάσεις που δίνουν στο τέλος αυτού του επιπέδου ονομάζονται GCSES (General Certificate of Secondary Education, γενικό αποδεικτικό δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης). Είναι οι πιο σημαντικές εξετάσεις που δίνουν οι μαθητές πριν την είσοδό τους στα πανεπιστήμια. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών έχουν τεράστιες επιπτώσεις για το μέλλον των μαθητών. Κάθε πανεπιστημιακή σχολή απαιτεί τουλάχιστον 5 τέτοια αποδεικτικά ή περισσότερα.
A levels: Advanced level qualifications είναι η πιστοποίηση επιτυχίας σε ομάδες μαθημάτων η οποία μπορεί να οδηγήσει στην είσοδο στα πανεπιστήμια ή ακόμα και στην εργασία. Οι μαθητές μπορούν να παρακολουθήσουν έως τρία A Levels για δύο χρόνια ανάλογα με τα ενδιαφέροντά τους και σε σχέση με την μελλοντική επαγγελματική τους καριέρα. Για να πετύχουν στα A Levels οι μαθητές δίνουν πληθώρα εξετάσεων ανά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια των δύο αυτών χρόνων και χρειάζονται όσο το δυνατόν υψηλότερους βαθμούς για να γίνουν δεκτή στα πανεπιστήμια. ↑
https://www.theguardian.com/education/2018/may/08/english-education-wild-west-1988-reform-act-schools ↑
https://www.gov.uk/government/publications/prevent-duty-guidance ↑
Αναδημοσίευση από το 4ο τεύχος της Εκπαιδευτικής Λέσχης, Νοέμβριος 2019.