Νέος Νόμος ΑΕΙ: Ολιγαρχία και αγορά*

Αλέξανδρος Κουτσούρης, Καθηγητής Γεωπονικού Παν/μιου Αθηνών

Υπό την καθολική αντίδραση της ΠΟΣΔΕΠ και την ομόφωνη απόφαση για την προκήρυξη προειδοποιητικής απεργίας την πρώτη ημέρα κατάθεσης του Νομοσχεδίου στη Βουλή για τα ΑΕΙ, τα κυβερνητικά Μ.Μ.Ε. επιμένουν πως πρόκειται για συντεχνιακή αντίδραση και «παροτρύνουν» τον πρωθυπουργό να μην υποχωρήσει (ακόμη και) στις αντιδράσεις των πανεπιστημιακών του κυβερνώντος κόμματος. Τι ακριβώς συμβαίνει;

Αυτό που συμβαίνει, όπως συνοπτικά θα παρουσιαστεί στη συνέχεια, είναι ότι η κυβέρνηση (και όχι μόνη η υπουργός) επιχειρεί, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του 2007, να καταργήσει,  δια της πλαγίας οδού, το Άρθρο 16 του Συντάγματος.

Βέβαια, για να περάσει ένα τέτοιο εγχείρημα καταρχάς, όπως και στην περίπτωση του νόμου Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη-Αρβανιτόπουλου, τα γνωστά παπαγαλάκια εξαπολύουν τόνους λάσπης ενάντια στα ελληνικά πανεπιστήμια, «ξεχνώντας» τα «σκληρά δεδομένα» που, ανεξάρτητα εάν κάποιος/α τα αποδέχεται με κριτική ή μη ματιά, αποτελούν τα «αποδεικτικά» (κατά τους ίδιους τους θιασώτες της «αριστείας») της αξίας των δημόσιων ελληνικών ΑΕΙ. Παρά τα γνωστά (και μακροχρόνια) προβλήματα υποχρηματοδότησης (τόσο των ΑΕΙ όσο και της έρευνας συνολικά) και της δυσμενούς αναλογίας φοιτητών/καθηγητών, τόσο η κατάταξη των ελληνικών ΑΕΙ στις διεθνείς λίστες όσο και ο αριθμός και η αξία των δημοσιεύσεων βρίσκονται σε εξαιρετικό επίπεδο. Το ποσοστό των Ελλήνων φοιτητών και αποφοίτων 25-34 ετών με βάση τον πληθυσμό της χώρας είναι τυπικό για τα Ευρωπαϊκά δεδομένα ενώ οι δεκάδες χιλιάδες Έλληνες επιστήμονες που στη διάρκεια της κρίσης βρήκαν δουλειά και διαπρέπουν σε επιχειρήσεις και ιδρύματα στο εξωτερικό δείχνουν ότι το επίπεδο εκπαίδευσης των Ελληνικών ΑΕΙ δεν είναι πρόβλημα.

Ξεκινώντας την κριτική αποτίμηση του νομοσχεδίου αξίζει αρχικά να σημειωθεί η «αρχιτεκτονική» του: πρόκειται για ένα κείμενο 400 σελίδων και 345 άρθρων! Πρόκειται δηλαδή για ένα σχέδιο-μαμούθ που θυμίζει την αρχιτεκτονική των μνημονίων και αφενός δύσκολα διαβάζεται (άραγε θα το διαβάσουν, κάποιοι λίγοι έστω, βουλευτές της συμπολίτευσης ή θα το ψηφίσουν όπως τα Μνημόνια που «δεν χρειαζόταν» ή «δεν είχαν χρόνο» να τα διαβάσουν) ενώ, αφετέρου, παραπέμπει περισσότερο σε έναν αυστηρό κανονισμό λειτουργίας παρά σε ένα Νόμο Πλαίσιο. Υπό αυτή την έννοια, το νομοσχέδιο είναι υπερρυθμιστικό και, τελικά, αντί να οδηγεί σε μεταρρύθμιση, δημιουργεί ένα οριζόντιο ασφυκτικό καθεστώς λειτουργίας στα Πανεπιστήμια χωρίς παράλληλα να παρέχονται πόροι υλοποίησης και υπονομεύοντας την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του κάθε Ιδρύματος.

Το τμήμα του νομοσχεδίου που εξαρχής  έχει προσελκύσει το «ενδιαφέρον» και στο οποίο έχει ασκηθεί η ισχυρότερη κριτική αφορά στη μετάβαση σε ένα ολιγαρχικό σύστημα διοίκησης των ΑΕΙ που καταργεί την ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση με τη θεσμοθέτηση Συμβουλίων Διοίκησης/ΣΔ (και όχι Συμβουλίων Στρατηγικού Σχεδιασμού και Εποπτείας, όπως συμβαίνει σε άλλα κράτη). Στα Συμβούλια αυτά σχεδόν κατά το ήμισυ συμμετέχουν εξωπανεπιστημιακοί, χωρίς καμία ακαδημαϊκή εμπειρία και χωρίς ακαδημαϊκά προσόντα, οι οποίοι παρόλα αυτά θα κληθούν να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις για τα προγράμματα σπουδών, για τα γνωστικά αντικείμενα και για την πορεία των κρίσιμων ακαδημαϊκών ζητημάτων.

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο το ΣΔ συγκροτείται από 6 μέλη ΔΕΠ (βαθμίδας Καθηγητή) που εκλέγονται με ηλεκτρονική ψηφοφορία από τα μέλη ΔΕΠ του εκάστοτε ΑΕΙ και 5 εξωπανεπιστημιακά μέλη («αναγνωρισμένες προσωπικότητες!») τα οποία εκλέγονται από τα προαναφερόμενα 6 μέλη ΔΕΠ του ΣΔ. Στη συνέχεια, ο Πρύτανης δεν εκλέγεται από την Πανεπιστημιακή Κοινότητα, αλλά από το ΣΔ (ένας/μια μεταξύ των 6 μελών ΔΕΠ του ΣΔ). Δηλαδή, οι καθηγητές, όταν ψηφίζουν τα εσωτερικά μέλη του ΣΔ δεν γνωρίζουν ποιο μέλος από αυτούς θα είναι ο Πρύτανης(!). Επιπλέον, οι Αντιπρυτάνεις ορίζονται από το ΣΔ με πρόταση του Πρύτανη. Το ΣΔ επιλέγει επίσης τους Κοσμήτορες με μυστική ψηφοφορία, μεταξύ τριών υποψηφίων που υποδεικνύονται από Επιτροπή Αξιολόγησης που συγκροτείται από τηνΚοσμητεία. Το ίδιο όργανο (ΣΔ) μπορεί και να παύσει τους Κοσμήτορες, αλλά και τους Αντιπρυτάνεις, «για σπουδαίο λόγο»!

Σημαντικό στοιχείο του νομοσχεδίου είναι επίσης το γεγονός ότι το ΣΔ έχει την ευθύνη όλου του στρατηγικού και οικονομικού σχεδιασμού, αφήνοντας στη Σύγκλητο μόνο τα ακαδημαϊκά θέματα σπουδών. Συνεπώς, ο ρόλος της Συγκλήτου, που σήμερα αποτελεί το βασικό όργανο για τη λειτουργία και τη στρατηγική ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, περιορίζεται σημαντικά και υποβαθμίζεται σε όργανο με ρόλο διακοσμητικό και ελεγχόμενο. Όμως, ακόμη και στα ακαδημαϊκά θέματα το ΣΔ έχει δυνατότητες παρέμβασης όσον αφορά στον καθορισμό των γνωστικών αντικειμένων και την αποτίμηση των προσόντων των υποψηφίων. Έτσι, κρίσιμες αποφάσεις ακόμη και ακαδημαϊκού περιεχομένου, όπως τα μητρώα γνωστικών αντικειμένων και η συγκρότηση των εκλεκτορικών σωμάτων, θα λαμβάνονται από πρόσωπα που δεν θα έχουν καμία σχέση ούτε γνώση του ακαδημαϊκού χώρου.

Από όσα προηγήθηκαν γίνεται φανερή η υπερσυγκέντρωση των εξουσιών στο Συμβουλίου Διοίκησης και τον Πρύτανη που, με την παράλληλη υποβάθμιση του ρόλου της Συγκλήτου και την κατάργηση της εκλογής των Αντιπρυτάνεων και των Κοσμητόρων, πλήττουν ευθέως την δημοκρατική λειτουργία του Πανεπιστημίου. Ουσιαστικά, πρόκειται για την επαναφορά (και μάλιστα σε μια πιο «σκληρή» εκδοχή) αποτυχημένων ιδεών, είτε εδώ (Συμβούλια Ιδρύματος του ν. Διαμαντοπούλου) είτε στο εξωτερικό, με μοναδικό στόχο τη μετατροπή του δημόσιου δημοκρατικού πανεπιστημίου σε «οίκο εμπορίου» (βλ. παρακάτω). Για να πραγματοποιηθεί αυτός ο μετασχηματισμός απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συντριβή κάθε δημοκρατικής διαδικασίας. Το Συμβούλιο Διοίκησης πρέπει να λειτουργεί εν κρυπτώ, να μη λογοδοτεί σε κανέναν, ο Πρύτανης να έχει υπερεξουσίες που πηγάζουν από έναν μικρό και ελεγχόμενο πυρήνα ατόμων του ΣΔ, οι Κοσμήτορες να είναι διορισμένοι και οι μοναδικοί εκλεγμένοι, οι Πρόεδροι των Τμημάτων, να έχουν μειωμένη εξουσία. Έτσι, δεν είναι δύσκολο να γίνει ο παραλληλισμός της προβλεπόμενης λειτουργίας των ΑΕΙ με αυτή των Ανωνύμων Εταιρειών: με Διοικητικά Συμβούλια (βλ. Συμβούλια Διοίκησης), που προσλαμβάνουν ή παύουν τον Πρόεδρο (βλ. Πρύτανη και Αντιπρυτάνεις), τον εκτελεστικό διευθυντή τους (βλ. μάνατζερ) καθώς και τα υπόλοιπα «στελέχη» όπως τους Κοσμήτορες. Οι αρμοδιότητες της Συγκλήτου, των Κοσμητειών και των Τμημάτων περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο σε αποφάσεις για ελάσσονα θέματα, και στην εκτέλεση των αποφάσεων του Συμβουλίου. Οι επιμέρους ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου με συστηματικό τρόπο «εξαφανίζουν» κάθε τι που θα μπορούσε να εγγυηθεί τη δημοκρατική λειτουργία του Πανεπιστημίου και άρα να διασφαλίσει την επιστημονική και κοινωνική του αποστολή.

Ένα δεύτερο εξίσου σημαντικό ζήτημα που εισάγει το νομοσχέδιο, που δεν έχει τύχει μέχρι στιγμής της απαιτούμενης προσοχής μας, και με το οποίο καταργείται ουσιαστικά το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων αφορά στην ίδρυση, συγχώνευση και κατάργηση ακαδημαϊκής μονάδας που πραγματοποιείται με Προεδρικό Διάταγμα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου του Α.Ε.Ι. Έτσι, ένα Τμήμα μπορεί να κλείσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Πανεπιστημίου στο οποίο ανήκει. Πρόκειται για μια ρύθμιση που ολοκληρώνει τη διαδικασία συρρίκνωσης της δημόσιας δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ξεκίνησε με τη μείωση των εισακτέων λόγω και της θεσμοθέτησης της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής. Ο αριθμός των εισακτέων μειώθηκε δραματικά και τώρα η κατάργηση ενός Τμήματος μπορεί να γίνει με γρήγορες διαδικασίες, δηλαδή με την έκδοση ΠΔ, πάνω στο οποίο η Σύγκλητος ενός Πανεπιστημίου μπορεί να υποβάλει μόνο γνωμοδότηση.

Επιπλέον, Τμήματα που δεν θα συγκεντρώσουν επαρκή αριθμό φοιτητών – ανεξάρτητα αν αυτό οφείλεται στο αντικείμενο τους ή στην γεωγραφική τοποθέτησή τους – θα υποβιβαστούν σε Τμήματα Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας, ώστε να απορροφήσουν αποτυχόντες των Πανεπιστημίων. Έτσι θα δημιουργηθούν φοιτητές και καθηγητές δεύτερης κατηγορίας εντός των ίδιων Πανεπιστημίων. Σημειώνεται επίσης ότι στα Τμήματα αυτά δεν δίνεται η δυνατότητα να οργανώνουν προγράμματα τρίτου κύκλου σπουδών (διδακτορικές σπουδές) με αποτέλεσμα οι υπηρετούντες σε αυτά τα Τμήματα Αναπληρωτές Καθηγητές να μην έχουν την δυνατότητα να εξελιχθούν σε Καθηγητές πρώτης βαθμίδας εφόσον δεν θα πληρούν το κριτήριο της επίβλεψης διδακτορικής διατριβής.

Από την άλλη, στο νομοσχέδιο προβλέπεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός διαφόρων μορφών εκπαιδευτικών προγραμμάτων για κάθε λογής πελάτες στα οποία θα μπορούν να εντάσσονται ευέλικτα μαθήματα-πασπαρτού: εκτός των 4ετών προπτυχιακών και των 5ετών προγραμμάτων που οδηγούν σε απονομή ενιαίου και αδιάσπαστου τίτλου σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου (integrated master), προβλέπονται διπλά προγράμματα σπουδών α’ κύκλου (dual major, συν 2 έτη, 360 ECTS), προγράμματα σπουδών εφαρμοσμένων επιστημών και τεχνολογίας (7 εξάμηνα, 270 ECTS), ειδικό πρόγραμμα σπουδών δευτερεύουσας κατεύθυνσης (minor degree, συν 1 έτος, συν 60 ECTS), προγράμματα σπουδών σύντομης διάρκειας (short course, 30-60 ECTS), πιστοποιητικό ψηφιακών δεξιοτήτων, ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών και ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών διπλής ειδίκευσης σε συνεργασία ή όχι με ιδρύματα της αλλοδαπής, θερινά προγράμματα σπουδών, Κοινά Διεθνή Διιδρυματικά Προγράμματα Σπουδών (Κ.Δ.Δ.Π.Σ.) σύντομης διάρκειας και πρώτου, δεύτερου και τρίτου κύκλου. Παράλληλα προβλέπονται τα ήδη υφιστάμενα Κέντρα Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) που διοργανώνουν επιμορφωτικά και εκπαιδευτικά προγράμματα και συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα κατάρτισης. Όλα αυτά με δίδακτρα και με αναζήτηση χρηματοδότησης από ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς και εταιρίες. Αυτή η γκάμα προγραμμάτων θολώνει και διασπά την έννοια του ενιαίου πτυχίου, διαλύοντας και τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων, όπου αυτά υπάρχουν. Η ισοπέδωση των πτυχίων των δημόσιων πανεπιστημίων ολοκληρώνεται με την αναγνώριση, μέσα από «αυτοματοποιημένες – fast track» διαδικασίες, των τριετών πτυχίων της αλλοδαπής από το ΔΟΑΤΑΠ και βεβαίως με την ισοτίμηση των πτυχίων των Κολλεγίων.

Παράλληλα, από τη μια, αφαιρείται η υποχρέωση διδασκαλίας των μελών ΔΕΠ σε μεταπτυχιακά προγράμματα (ΠΜΣ), γεγονός που υποβαθμίζει την εκπαιδευτική αποστολή των Α.Ε.Ι., ενώ παράλληλα ενθαρρύνει την ουσιαστική κατάργηση των εναπομεινάντων δωρεάν προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι οι υποτροφίες για οικονομικά ασθενείς ισχύουν μόνο για φοιτητές με εξαιρετικές επιδόσεις, ασχέτως κοινωνικών αναγκών, στερώντας έτσι την ακαδημαϊκή κοινότητα από πλήθος ταλέντων. Από την άλλη, θεσμοθετούνται τα «βιομηχανικά διδακτορικά» που δίνουν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα παρέμβασης στις αποφάσεις και στην αξιολόγηση των υποψήφιων διδακτόρων. Εκπρόσωπος της επιχείρησης ή βιομηχανίας μπορεί να συμμετέχει ως μέλος στην τριμελή συμβουλευτική επιτροπή ή στις συνεδριάσεις της Τριμελούς και της Επταμελούς Επιτροπής εκφράζοντας τις απόψεις του.

Περαιτέρω, εισάγονται ελαστικές σχέσεις εργασίας σε όλες τις κατηγορίες προσωπικού (ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΕΕΠ και διοικητικό προσωπικό) των ΑΕΙ. Προς τούτο, προβλέπεται μια τεράστια γκάμα σχέσεων εργασίας ενώ ενεργοποιούνται και οι ομότιμοι καθηγητές και καθηγήτριες και τα αφυπηρετήσαντα μέλη ΔΕΠ που μπορούν να διδάσκουν σε διάφορα προγράμματα σπουδών. Επισκέπτες καθηγητές, επισκέπτες ερευνητές, ερευνητές επί θητεία, ερευνητές και ειδικοί λειτουργικοί επιστήμονες των ερευνητικών κέντρων, μεταδιδακτορικοί ερευνητές, επικουρικό διδακτικό προσωπικό (διδακτορικοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές), εντεταλμένοι διδάσκοντες, συνεργαζόμενοι καθηγητές, επιστημονικοί συνεργάτες.

Είναι φανερό ότι υπό συνθήκες υποστελέχωσης και ουσιαστικού «παγώματος» των προσλήψεων, το μόνο μόνιμο που διασφαλίζεται με το νομοσχέδιο είναι οι ελαστικές σχέσεις εργασίας! Η ουσιαστική απογύμνωση των ΑΕΙ από το προσωπικό τους και η περαιτέρω επέκταση της επισφαλούς εργασίας και του κατακερματισμού των εργασιακών σχέσεων, εκτός όλων των άλλων, δεν προσφέρει σοβαρά αντίβαρα ούτε στο φαινόμενο του “Brain Drain”. Στο τελευταίο αναμφισβήτητα θα συμβάλλει και η υπονόμευση της βαθμίδας του επίκουρου καθηγητή, με την κατάργηση της μονιμότητας (μετά μια πρώτη περίοδο «επί θητεία»). Από την άλλη, η σύνδεση της μονιμότητας αποκλειστικά με τις δύο πρώτες βαθμίδες διαμορφώνει συνθήκες «οιονεί έδρας».

Κατά τα άλλα, για τα μέλη ΔΕΠ επιχειρείται η σύνδεση της εξέλιξης σε ανώτερες βαθμίδες με την αγορά εργασίας και την επιχειρηματικότητα αφού θέτει μεταξύ άλλων κριτήρια όπως η κατοχύρωση διανοητικής ιδιοκτησίας μέσω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η συμμετοχή στην ίδρυση ή τη διοίκηση spin off εταιρειών και η προσέλκυση ερευνητικών χρηματοδοτήσεων.

Και η χρηματοδότηση; Το νομοσχέδιο σαφώς προκρίνει ως κύρια πηγή χρηματοδότησης την …αυτοχρηματοδότηση μέσω προγραμμάτων! Σε συνδυασμό με τους νέους «κόφτες» της κρατικής χρηματοδότησης, ανοίγει ο δρόμος ώστε κάθε ΑΕΙ να καλύπτει τις λειτουργικές του ανάγκες και τη μισθοδοσία του προσωπικού του από τα έσοδά του. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο η Συνέλευση του Τμήματος έχει την αρμοδιότητα να «αναζητά πάσης φύσεως χρηματοδοτήσεις, δωρεές, οικονομικές ενισχύσεις και χορηγίες για την υποστήριξη των εκπαιδευτικών, ερευνητικών και εν γένει δραστηριοτήτων του Τμήματος και για την αναβάθμιση των υποδομών του». Το ίδιο ισχύει και για τα πανεπιστημιακά Εργαστήρια που οφείλουν «να εξασφαλίζουν πόρους και πηγές χρηματοδότησης για την ενίσχυση της έρευνας στα αντικείμενα του Εργαστηρίου».

Γίνεται λοιπόν εύκολα κατανοητό ότι η προβλεπόμενη από το νομοσχέδιο πολλαπλή εντατικοποίηση των διαδικασιών διαχείρισης ερευνητικών προγραμμάτων, ανθρώπινου δυναμικού, διδακτικών και εκπαιδευτικών προϊόντων κτλ. θα οδηγήσουν στον πολλαπλασιασμό του ήδη εξαιρετικά εκτεταμένου διοικητικού φόρτου του διδακτικού προσωπικού. Ο δυσανάλογα εκτενής εργασιακός χρόνος που αφιερώνεται σε διοικητικό έργο έναντι τόσο του διδακτικού όσο και του ερευνητικού έργου είναι από τις πιο εμφανείς και συντριπτικές επιπτώσεις του επιχειρηματικού πανεπιστημίου στην καθημερινότητα του διδακτικού προσωπικού που ισχύει εδώ και δεκαετίες σε χώρες όπως η Μ. Βρετανία. Άπειρες εργατοώρες καταναλώνονται στην αναζήτηση χρηματοδότησης, συνεργασιών και συνεταίρων, καθώς και στη σύνταξη προτάσεων, αναφορών, αξιολογήσεων, αναπτυξιακών σχεδίων και εκθέσεων, υπό συνεχή πίεση και κυνήγι προθεσμιών.

Συνολικά λοιπόν, το νομοσχέδιο ωθεί τους πανεπιστημιακούς δασκάλους σε επιχειρηματικές δραστηριότητες (εκπαιδευτικές ή/και ερευνητικές), που αντίκεινται στην απρόσκοπτη άσκηση του λειτουργήματός τους, ως μόνο μέσο για να έχουν αξιοπρεπέστερες απολαβές. Η ίδια η υπουργός άλλωστε, σε επιστολή της προς τα μέλη ΔΕΠ με στόχο να εξάρει τα θετικά του κυβερνητικού νομοσχεδίου, θεωρεί τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας ως επιχειρηματίες στους οποίους προσφέρονται σημαντικές ευκαιρίες για πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Ενδεικτικό είναι άλλωστε το γεγονός ότι η ορολογία που διατρέχει το νομοσχέδιο περιλαμβάνει όρους που επαναλαμβάνονται εξοντωτικά σε όλο το κείμενο, όπως νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups) εταιρίες-τεχνοβλαστοί (spin-offs), επιχειρηματικοί άγγελοι (business angels), θερμοκοιτίδες επιχειρήσεων (business incubators), διαχείριση κινδύνου (risk management), επιχειρηματικά σχέδια (business plans) κτλ.

Στο σύνολό του λοιπόν το νομοσχέδιο αναγορεύει τους μηχανισμούς της αγοράς ως φάρμακο «δια πάσαν νόσον…». Πρόκειται για ιδεολογική εμμονή που θα έχει ολέθρια αποτελέσματα. Καθώς εκτός όλων των άλλων δεν λύνει καίρια προβλήματα όπως η υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων, η ισοτιμία των πτυχίων, η φοιτητική στέγη, κ.α., αλλά αντίθετα, με τις ξεκάθαρες βλέψεις για μετατροπή του πανεπιστήμιου σε επιχείρηση, τα επιτείνει.

Και για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω, προκειμένου δηλαδή η επιχειρηματική δραστηριότητα να διεξάγεται απρόσκοπτα εντός του Πανεπιστημίου και να εξασφαλίζεται η εντατικοποίησή της, στο νομοσχέδιο προβλέπεται η ποινικοποίηση οποιαδήποτε εκδήλωσης η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι παρακωλύει τις εκπαιδευτικές, ερευνητικές, διοικητικές, εν τέλει, επιχειρηματικές δραστηριότητες εντός του χώρου του Πανεπιστημίου. Ολοφάνερα, στόχος είναι ο περιορισμός της ελευθερίας των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας καθώς στα παραπτώματα που μπορεί να υποπέσουν οι εργαζόμενοι περιλαμβάνεται «η χρησιμοποίηση χώρων, εγκαταστάσεων και υποδομών του ιδρύματος με τρόπο αντίθετο προς τον προορισμό τους» και στα παραπτώματα που μπορεί να υποπέσουν οι φοιτητές «η χρήση των στεγασμένων ή ανοικτών χώρων, των εγκαταστάσεων, των υποδομών και του εξοπλισμού του ιδρύματος για την εξυπηρέτηση σκοπών που δεν συνάδουν με την αποστολή του», διατυπώσεις που επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες και δύναται να οδηγήσουν σε περιορισμό της ακαδημαϊκής έκφρασης. Ταυτόχρονα, καταργείται στην ουσία η όποια ανεξαρτησία χαρακτήριζε την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού και μετατρέπεται σε πειθαρχικό αδίκημα «η άρνηση συμμετοχής στις διαδικασίες και τα όργανα του ιδρύματος, η παρακώλυση του έργου τους και η διατάραξη της ομαλής λειτουργίας τους».

Επιφανή βέβαια θέση κατέχει το σώμα της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, που, ωστόσο, αποτελεί έναν μόνο από τους μηχανισμούς που (θα) λειτουργούν προς αυτή την κατεύθυνση. Με την ίδρυση της Μονάδας Ασφάλειας και Προστασίας, του Κέντρου Ελέγχου και Λήψης Σημάτων και Εικόνων και της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, στο πλαίσιο της εκπόνησης του Σχεδίου Ασφάλειας και Προστασίας, η ακαδημαϊκή κοινότητα θα είναι υπό συνεχή επιτήρηση και καταγραφή στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους του Πανεπιστημίου ενώ τα δεδομένα θα διαχειρίζεται όχι η όποια διοίκηση του πανεπιστημίου αλλά η Ελληνική Αστυνομία έξω από αυτό.

Το νέο νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ, με το μοντέλο «ολιγαρχικής-αυταρχικής» διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου, που στηρίζεται σε ένα πλέγμα μηχανισμών ελέγχου, εκβιαστικής συναίνεσης, πειθαρχίας, ποινών και καταστολής, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να το συγκαλύψει με το ευφυολόγημα της «αποτελεσματικότητας», το μόνο που θα επιφέρει είναι μια (νέα) μεγάλη αναστάτωση. Πλην όμως, τα Πανεπιστήμια, ως ιδρύματα παραγωγής και μετάδοσης της επιστημονικής γνώσης, χρειάζονται την ύπαρξη 3 απαράβατων προϋποθέσεων για να μπορέσουν να επιτελέσουν την αποστολή τους: Ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση, Εσωτερική Δημοκρατία, και Χρηματοδότηση. Και γι’ αυτό και αυτή η προσπάθεια μετάλλαξης των δημόσιων ΑΕΙ θα αποτύχει για μια ακόμη φορά.

*Αναδημοσίευση από την έντυπη έκδοση της Εκπαιδευτικής Λέσχης, τεύχος 5, Ιούνιος 2022