Γιάννα Κατσιαμπούρα, Επίκ. Καθηγήτρια ΠΤΔΕ ΕΚΠΑ
Ένα από τα πεδία στα οποία εκβάλλει όλο και πιο έντονα η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση των τελευταίων τριάντα χρόνων είναι η εκπαίδευση. Η καπιταλιστική κρίση υπαγορεύει μια επιθετική τακτική του κεφαλαίου που εκφράζεται με τη νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική πολιτική που υλοποιείται και προωθείται διεθνώς ως «η μόνη λύση», με το σύνθημα «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (TINA) και έχει επαναπροσδιορίσει ουσιαστικά τον κοινωνικοπολιτικό και ιδεολογικό ρόλο της εκπαίδευσης.
Μέσα από το πρίσμα της κρίσης γίνεται κατανοητό το σύμπλεγμα των κυβερνητικών πολιτικών όσον αφορά την πολιτική για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που εκφράζει το νέο νομοσχέδιο της ΥΠΑΙΘ Νίκης Κεραμέως για τα ΑΕΙ, με τον τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και λοιπές διατάξεις».
Έχει ιδιαίτερη σημασία, βέβαια, να αναφερθεί ότι το νομοσχέδιο ενσωματώνει πτυχές των αποφάσεων υπερεθνικών οργανισμών, όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ, και ακολουθεί τα σχέδια νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης. Δηλαδή, υποταγή της Εκπαίδευσης στους κανόνες της αγοράς για την εμπέδωση των καπιταλιστικών προταγμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, εξαιρετικά σημαντικός είναι ο μηχανισμός επιβολής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην εκπαίδευση, ο κύριος στόχος της οποίας διατυπώνεται εναργέστατα στα επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδώ και τρεις δεκαετίες
Είναι γεγονός ότι η δωρεάν δημόσια εκπαίδευση συρρικνώνεται και ολοένα και πιο έντονα αμφισβητείται εκ των περιστάσεων ως κοινωνικό δικαίωμα. Η εκπαίδευση, λοιπόν, ιδίως την τελευταία τριακονταετία, εμπορευματοποιείται, και τα χαρακτηριστικά της καθίστανται όλο και λιγότερο δημοκρατικά. Όσον αφορά το περιεχόμενο, αυτό συνεχώς αποθεωρητικοποιείται και απομακρύνεται συνεχώς από το αίτημα της ανάπτυξης κριτικής σκέψης.
Από τη σκοπιά των κυρίαρχων τάξεων επιβεβαιώνεται ότι ένας από τους κύριους στόχους της ανώτατης εκπαίδευσης είναι να αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία περί αριστείας, ατομικής ευθύνης κλπ. Η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας συνεπάγεται τη στρέβλωση της πραγματικότητας, την παρεμπόδιση της απόκτησης κριτικής γνώσης, της κριτικής κατανόησης της πραγματικότητάς του φυσικού και κοινωνικού κόσμου γύρω τους.
Ταυτόχρονα όμως μέσα από την ανώτατη εκπαίδευση συντελείται και μια αναπαραγωγική διαδικασία. Μια διαδικασία αναπαραγωγής των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης μέσα από την ενίσχυση της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας.
Η νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική στοχεύει στην προλεταριοποίηση της πνευματικής εργασίας και στη δημιουργία συνθηκών όπου η εκπαίδευση δεν θα αποτελεί στοιχείο και εφαλτήριο κοινωνικής ανόδου αλλά μέσο για τη δημιουργία απειρίας ελαστικά εργαζομένων, πρεκαριάτου – μάλλον «απασχολήσιμων», με πτυχία που δεν συνεπάγονται άμεσα επαγγελματικά δικαιώματα ούτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Το νέο νομοσχέδιο ουσιαστικά αλλάζει το χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης και του πανεπιστημίου όπως καθιερώθηκε από τη Νεωτερικότητα. Δεν πρόκειται για αναδιάρθρωση αλλά για αποδιάρθρωση της δωρεάν και δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης.
Ουσιαστικά προτείνει έναν τρόπο λειτουργίας «επιχείρησης», με εξωτερικό οικονομικό διαχειριστή, και μια σύγκλητο που θα είναι αποδυναμωμένη όσον αφορά τη διαχείριση, δηλαδή ένα πανεπιστήμιο που δεν θα είναι πια αυτοδιοίκητο. Ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας αμφισβητείται και από την πρόβλεψη διορισμού εξωτερικών μελών των συμβουλίων διοίκησης, που θα εκπροσωπούν τον κόσμο των επιχειρήσεων, ακόμη και χωρίς να διαθέτουν διδακτορικό, άρα ακαδημαϊκό προφίλ.
Από κει και πέρα, σταχυολογώ κάποια από τα νέα χαρακτηριστικά που προβλέπει όσον αφορά τη δομή και διοίκηση: διορισμός κοσμητόρων αντί εκλογής από το ακαδημαϊκό σώμα, αποδυνάμωση των κατώτερων βαθμίδων διδασκόντων, ομηρία σε θέση μη μόνιμη των νεοεκλεγέντων επίκουρων καθηγητών κλπ. Οι νόμοι της αγοράς επιβάλλονται και εδώ, βέβαια, αφού για την αξιολόγηση των διδασκόντων/ουσών σημαντικό ρόλο θα παίζει η συμμετοχή τους σε spin off εταιρείες, δηλαδή το πόσα έσοδα θα φέρουν από ιδιωτικό κεφάλαιο στο Πανεπιστήμιο, ή αλλιώς η νομιμοποίηση του επιχειρηματικού Πανεπιστημίου. Είναι δε προφανές πόσο μεγάλο πλήγμα συνιστά αυτή η μέθοδος χρηματοδότησης της έρευνας για τις ανθρωπιστικές-κοινωνικές σπουδές.
Από την άλλη, το νομοσχέδιο προβλέπει για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες προπτυχιακά προγράμματα διαφορετικών ταχυτήτων (6, 8 και 10 εξαμήνων), και προσωπικό πρόγραμμα σπουδών, με το «εσωτερικό Erasmus”, δηλαδή τη δυνατότητα μετακίνησης για ένα εξάμηνο σε τμήματα που μπορεί να μην έχουν καμία συνάφεια με το οικείο, να αποδυναμώνει εντελώς τα επαγγελματικά δικαιώματα του πτυχίου, άρα και τις μελλοντικές δυνατότητες των αποφοίτων για συλλογικές συμβάσεις εργασίας κλπ. Το μέλλον των αποφοίτων είναι προδιαγεγραμμένο: θα γεμίσουν τη δεξαμενή του πρεκαριάτου.
Ο ταξικός χαρακτήρας κάνει πολύ εμφανή την παρουσία του στο επίπεδο των μεταπτυχιακών σπουδών. Όλα τα μεταπτυχιακά προγράμματα είναι με δίδακτρα, οι προβλεπόμενες δε υποτροφίες παύουν να εξαρτώνται από την οικονομική κατάσταση του/ης φοιτητή/ήτριας και συνδέονται με την «άριστη» επίδοση. Γεγονός που μπορεί να αποκλείσει ανθρώπους που εργάζονται κ.ο.κ.
Στο επίπεδο των διδακτορικών σπουδών, η έρευνα για τα συμφέροντα του κεφαλαίου νομιμοποιείται με τη θέσπιση των «βιομηχανικών» διδακτορικών. Που σημαίνει έρευνα χειραγωγούμενη, σε αντίθεση με την ακαδημαϊκή, και διδακτορικές σπουδές δύο ταχυτήτων.
Η λογική που διέπει το σύνολο νομοσχέδιο είναι όχι απλώς απελευθέρωση της σύμπραξης των ΑΕΙ με ιδιωτικούς φορείς, άρα μεγαλύτερη εξάρτηση των πανεπιστημίων από το ιδιωτικό κεφάλαιο, άρα μεγαλύτεροι φραγμοί στην ελευθερία της έρευνας, αλλά επιβολή των όρων του κεφαλαίου στην έρευνα.
Για να επιβληθεί με όσο το δυνατόν λιγότερες αντιστάσεις αυτό το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα είναι αναγκαία η επιστράτευση μιας σειράς αυταρχικών μέτρων πειθάρχησης. Ουσιαστικά, από το νομοσχέδιο προβλέπεται η μετατροπή των ΑΕΙ σε μηχανισμό πειθαρχίας. Με τη χρήση του αφηγήματος της ανομίας στα ΑΕΙ, γίνεται προσπάθεια να νομιμοποιηθεί π.χ. η εγκατάσταση ειδικού σώματος της ΕΛΑΣ εντός των ΑΕΙ, μια παγκόσμια πρωτοτυπία. Το νέο νομοσχέδιο, που κατατίθεται προς ψήφιση, περιλαμβάνει μια σειρά μέτρα που βάλλουν την ακαδημαϊκή ελευθερία, από τα πειθαρχικά τόσο για τους/ις φοιτητές/ήτριες όσο και για τους διδάσκοντες/ουσες, την επίθεση στο συνδικαλισμό έως και τη σκληρή αστυνόμευση, που ήταν αναμενόμενο να προκαλέσουν αντιδράσεις από την πλευρά της ακαδημαϊκής κοινότητας, φοιτητών, εργαζομένων και διδασκόντων/ουσών.
Στόχος όλων των προαναφερθέντων, λοιπόν, η εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου πανεπιστημίου, τεχνοκρατικού, χωρίς ακαδημαϊκή ελευθερία και περιθώριο κριτικής σκέψης και κριτικής. Ένα αυταρχικό πανεπιστήμιο-επιχείρηση εντέλει, που λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, απεμπολώντας το χαρακτήρα του δωρεάν και δημόσιου.
Ωστόσο, η εμπειρία έχει δείξει ότι το εκπαιδευτικό κίνημα κερδίζει μάχες. Μεγάλα παραδείγματα, οι μάχες ενάντια στην κατάργηση του άρθρου 16, στο νόμο Διαμαντοπούλου κλπ.
Η απάντηση του κινήματος πρέπει να είναι ο συντονισμός τόσο με τις ομάδες της ακαδημαϊκής κοινότητας όσο και με τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες που δίνουν τη μάχη στους χώρους εργασίας. Γιατί ο νεοφιλελευθερισμός μας αφορά όλους και όλες και όλες και η αντιμετώπισή του πρέπει να ειναι μαχητική, μαζική και αποφασιστική. Γιατί οι ψευδώνυμοι «Νέοι Ορίζοντες» του νομοσχεδίου έρχονται από πολύ παλιά και είναι ζοφεροί.