Μιλώντας για πραγματικά διλήμματα: με ποιο συνδικαλισμό απέναντι στη νεοφιλελεύθερη επέλαση;

του Δημήτρη Μαριόλη

Η αυταπάτη είναι μια παραπλανημένη ελπίδα

Σ. Φρόυντ

Η Δεξιά επελαύνει. Ο εκλογικός θρίαμβος της ΝΔ απηχεί κοινωνικές διεργασίες που καθιστούν ηγεμονικό έναν νέο δεξιό λόγο ο οποίος συνδυάζει τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό με τον ανορθολογικό εθνικισμό. Στα δεξιά της ΝΔ, παρά την υποχώρηση της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, διαμορφώνεται μια τεράστια ακροδεξιά δεξαμενή ψήφων που ξεπερνά το 10%. Ο ακροδεξιός λόγος που αρθρώνουν σήμερα στελέχη της, ως συστατικό της ιδεολογίας τους, σε αυτήν ακριβώς τη δεξαμενή στοχεύει.

Σε ένα μήνα, η ΝΔ, είτε αυτοδύναμη, είτε σε συνεργασία με κάποιον άλλον σχηματισμό, θα είναι κυβέρνηση. Οτιδήποτε άλλο θα αποτελεί τεράστια έκπληξη. Η γνωστή δήλωση στελέχους της ΝΔ που φαντασιώνεται την Κούνεβα να επιστρέφει στο επάγγελμα της καθαρίστριας ξεκινώντας με την καθαριότητα του δικού του διαμερίσματος, δεν εκφράζει μόνο μια ρεβανσιστική διάθεση απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε μια εμφανή τάση κοινωνικού ρατσισμού. Πρόκειται για κάτι πολύ βαθύτερο, καθώς αποτυπώνει (με λάθος τρόπο και σε λάθος χρόνο για τον ίδιο), την ανυπομονησία των πιο γνήσιων εκφραστών του νεοφιλελευθερισμού και των δυνάμεων της αγοράς να ισοπεδώσουν στην κυριολεξία, με την ταχύτητα της καταιγίδας, οποιοδήποτε δικαίωμα έχει αφήσει όρθιο η μνημονιακή δεκαετία. Η επίθεση στο δημόσιο, στις εργασιακές σχέσεις των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα, η οριστική ισοπέδωση του ασφαλιστικού, το δόγμα «νόμος και τάξη» αποτελούν αδιαμφισβήτητες αιχμές στην ατζέντα της ΝΔ στα πλαίσια της αγαπημένης νεοφιλελεύθερης τακτικής «σοκ και δέος». Τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι 15 συλληφθέντες της αντιφασιστικής μοτοπορείας στον Άγιο Παντελεήμονα, μετά τη σύλληψή τους τον Οκτώβρη του 2012, είναι απλώς μια σκηνή από το μέλλον. Η δημόσια υγεία θα βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα, καθώς θα μπει ευθέως ζήτημα άμεσης εκχώρησης ολόκληρων τομέων της σε ιδιώτες. Το σχολείο, παρά τα αλλεπάλληλα κύματα αναδιαρθρώσεων, ακριβώς εξαιτίας των αντιστάσεων και των αγώνων του εκπαιδευτικού κινήματος, διατηρεί σε μεγάλο βαθμό το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα του. Αυτός ο δημόσιος χαρακτήρας, σύντομα θα μπει στο στόχαστρο: αξιολόγηση, «ελεύθερη» επιλογή σχολείων, κατάργηση της δίχρονης υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής/εκπαίδευσης και παράλληλο δίκτυο για τα προνήπια, αριστεία, πρότυπα σχολεία σε κάθε Διεύθυνση Εκπαίδευσης, ιδιωτικά πανεπιστήμια, ωράριο, είναι μέτρα που συμπεριλαμβάνονται ήδη στο πρόγραμμα της ΝΔ. Συγκεκριμένα, ο Κ. Μητσοτάκης δήλωσε: «Ένας διευθυντής, μια διευθύντρια σχολικής μονάδας(…)Να συμβάλλει στις διαδικασίες αξιολόγησης του εκπαιδευτικού προσωπικού και της αυτο-αξιολόγησης της σχολικής μονάδας. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα επιλέγουμε διευθυντές οι οποίοι δεν πιστεύουν στην έννοια της αξιολόγησης και της αυτο-αξιολόγησης(…)να δώσουμε τελικά στα σχολεία τη μεγαλύτερη ευελιξία και αυτονομία που χρειάζονται(…)Σε πρώτη φάση θα αξιολογήσουμε τις σχολικές μονάδες και τον διευθυντή των σχολείων. Μετά θα πάμε στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών». Κι όμως, τα πράγματα μπορούν να πάνε ακόμα χειρότερα από ότι είναι τώρα. Διόλου τυχαία, ανάμεσα στους τρεις Έλληνες που συμμετείχαν στις αρχές Ιούνη στις εργασίες της 67ης ετήσιας συνάντησης της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, συμπεριλαμβάνεται η κυρία Κεραμέως.

Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να διαχειριστεί τα μνημόνια και όποιος διαχειρίζεται τα μνημόνια πληρώνει το λογαριασμό. Η απόπειρα να διαμορφωθεί ένα πιο φιλολαϊκό μείγμα μνημονιακής πολιτικής ή αλλιώς μια φιλολαϊκή διαχείριση των μνημονίων, σε πλήρη συνεργασία με την (άλλοτε επάρατη) τρόικα, το μόνο που απέφερε ήταν η ταχύτατη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε νέο (μνημονιακό) ΠΑΣΟΚ και η διαμόρφωση ενός μνημονιακού διπολισμού με διακριτούς ρόλους. Στο κοινωνικό πεδίο, τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής σε καμιά περίπτωση δεν συγκροτούσαν ένα κοινωνικό ρεύμα που θα υπερασπιζόταν (με αποδοχή των μνημονίων και της επιτροπείας) τα ταξικά του συμφέροντα – κάτι τέτοιο απλώς ήταν αδύνατον. Οι περικοπές στις συντάξεις, ακόμα και των χαμηλοσυνταξιούχων, ο αντιασφαλιστικός νόμος Κατρούγκαλου, η εξάπλωση της ελαστικής εργασίας στο δημόσιο (συμβασιούχοι, κοινωφελής εργασία), οι ιδιωτικοποιήσεις, ο νόμος 4601/2019 για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς που άνοιξε το δρόμο στην απόσχιση τμημάτων της Τράπεζας Πειραιώς μαζί με τους εργαζόμενούς τους, αποτελούν, μερικά μόνο, χαρακτηριστικά παραδείγματα μιας μνημονιακής πολιτικής που στρέφεται ενάντια στους εργαζόμενους και τα ταξικά τους συμφέροντα. Στο πεδίο της εκπαίδευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε με την επαγγελία «θα εκλέγετε τους διευθυντές σας» (χωρίς όμως να αλλάζει ο ρόλος τους) και κατέληξε με την θεσμοθέτηση της αξιολόγησης των διευθυντών από τους εκπαιδευτικούς με ένα ανώνυμο χαρτί! Από την επαγγελία κατάργησης της αξιολόγησης κατέληξε στην ψήφιση των νέων δομών, της αξιολόγησης, του προσοντολογίου. Στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης δεν άλλαξε τίποτε απολύτως σε τέσσερα ολόκληρα χρόνια – πρόκειται για αρνητικό ρεκόρ όλων των εποχών. Ακόμα και η Ένωση Κέντρου, το 1964 εισήγαγε εννέα νέα σχολικά βιβλία, μεταξύ αυτών τη γραμματική του Μανώλη Τριανταφυλλίδη και τη Ρωμαϊκή και Μεσσαιωνική Ιστορία του Καλοκαιρινού που αποτέλεσε κομβικό σημείο αντιπαράθεσης με τους συντηρητικούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ  –  με μοναδική εξαίρεση το βιβλίο μαθηματικών της Ε΄ Δημοτικού – δεν άλλαξε τίποτε απολύτως, ούτε καν την υπερσυντηρητική ιστορία της Στ΄ Δημοτικού.

Επιπλέον, ταυτίστηκε απολύτως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής με τους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς και τις επιλογές των ΗΠΑ και του Ισραήλ και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με προηγούμενες μεταπολιτευτικές ελληνικές κυβερνήσεις.

Ο λαϊκός παράγοντας

Την περίοδο 2010-12 διαμορφώθηκε ένα πολύμορφο λαϊκό κίνημα που, με τον δυναμισμό και τις αντιφάσεις του, ανέτρεψε ισχυρές μνημονιακές κυβερνήσεις, διέρρηξε τις σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης με τους πυλώνες του δικομματισμού και οδήγησε σε μια πρωτοφανή κρίση του πολιτικού συστήματος. Η ανεξαρτησία από κομματικούς μηχανισμούς, η ισχυρή τάση σύγκρουσης με την τρόικα και τις μνημονιακές κυβερνήσεις, οι αντι – ΕΕ, αντινεοφιλελεύθερες και, σε ένα βαθμό, αντικαπιταλιστικές διαθέσεις, ο ριζοσπαστισμός στο περιεχόμενο, οι αμεσοδημοκρατικές μορφές συγκρότησης ήταν κάποια από τα χαρακτηριστικά αυτού του κινήματος. Ήταν ακριβώς η περίοδος που δοκιμάστηκαν όλες οι πολιτικές γραμμές από όλες τις εκφράσεις της αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου. Για να είμαστε πιο ακριβείς, ήταν η περίοδος που, παρά τη σημαντικότατη συμβολή του κόσμου της αριστεράς και του δυναμικού του αντιεξουσιαστικού χώρου στις κινητοποιήσεις και τις απεργίες, έγινε φανερή η παντελής έλλειψη πολιτικού σχεδίου αλλά και πολιτικής βούλησης για μετωπικές πρωτοβουλίες με κατεύθυνση σύγκρουσης και ρήξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύτηκε αυτό ακριβώς το κενό, επεδίωξε να αξιοποιήσει αυτό το κίνημα για να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία, με ένα θολό αντιμνημονιακό λόγο, χωρίς καμία διάθεση ρήξης και σύγκρουσης με την τρόικα, την ΕΕ και το ΔΝΤ, χωρίς κανένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο – κανένα εκτός από το στόχο της ανόδου στην εξουσία και την παραμονή σε αυτήν όσο το δυνατόν περισσότερο και με κάθε τίμημα. Ωστόσο, αισθανόταν ιδιαίτερα άβολα και αμήχανα απέναντι στον λαϊκό παράγοντα. Οι ημέρες πριν και μετά το δημοψήφισμα, την λαϊκή απάντηση στους εκβιασμούς και το μεγαλειώδες 62% ήταν ενδεικτικές από αυτήν την άποψη.

Η ευρύτατη πλέον πεποίθηση, ότι «όλοι ίδιοι είναι», ότι ο διαχωρισμός δεξιά – αριστερά δεν υπάρχει ή ακόμα κι αν υπάρχει δεν αφορά τα ταξικά συμφέροντα των εργαζομένων αλλά μια εναλλαγή στην εξουσία διαφορετικών πολιτικών διαχείρισης του μνημονιακού καθεστώτος, ότι δεν υπάρχει διέξοδος από το μνημόνιο και τη λιτότητα, καλλιεργήθηκε και εμπεδώθηκε από την πολιτική συμβιβασμού με την τρόικα των πρώτων μηνών διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και την εντυπωσιακή κυβίστηση αμέσως μετά το δημοψήφισμα. Η απογοήτευση, η αποστράτευση και η ηττοπάθεια που ακολούθησαν, η απόσυρση του πρωταγωνιστή-λαϊκού παράγοντα από το προσκήνιο ήταν το παράγωγο αυτών των επιλογών, ένα παράγωγο αρκετά χρήσιμο και επιθυμητό για την κυβερνώσα αριστερά ώστε να μπορεί να διαχειρίζεται χωρίς αριστερή αμφισβήτηση τις μνημονιακές πολιτικές.

Μνημονιακός διπολισμός με διακριτούς ρόλους

Παρά την ήττα και τη διάλυση του λαϊκού αντιμνημονικού μπλοκ η πολιτική κρίση συνεχίζεται. Η εμφάνιση και εξαφάνιση, ανάμεσα σε δυο – τρεις εκλογικές αναμετρήσεις κομμάτων που κινούνται στο 3-5%, η μαζική αποστοίχιση από τους παλιούς κομματικούς μηχανισμούς (ιδιαίτερα του ΠΑΣΟΚ), η διάλυση των κομματικών στρατών και η απροθυμία να συσπειρωθούν δεκάδες χιλιάδες πολίτες σε μαζικές προεκλογικές συγκεντρώσεις είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας εκτεταμένης κρίσης εκπροσώπησης και αστάθειας που συνεχίζει να χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα.

Ακόμα και η τάση για τη διαμόρφωση ενός νέου δικομματισμού, ενός μνημονιακού διπολισμού με διακριτούς ρόλους, κάθε άλλο παρά έχει αποκτήσει σταθερά χαρακτηριστικά – απέχει πολύ ακόμα από το σταθερό δικομματισμό ΠΑΣΟΚ-ΝΔ των προηγούμενων δεκαετιών.

Σε αυτό το ρευστό και ευμετάβλητο πολιτικό περιβάλλον, η διαρκής εκλογική μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών τα τελευταία δέκα χρόνια είναι μια σαφής ένδειξη ότι ο κόσμος της εργασίας αναζητά – πλην ματαίως – μια πολιτική έκφραση για τα ταξικά του συμφέροντα. Κι όμως, παρά τη ρευστή του εκλογική συμπεριφορά ούτε μια φορά δεν ενίσχυσε με σαφή τρόπο ούτε το ΚΚΕ ούτε την εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Κατά τη γνώμη μας, το αποτέλεσμα αυτό δεν οφείλεται στη σκληρή κριτική που άσκησαν αυτές οι δυνάμεις στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά στο γεγονός ότι, πέρα από αυτήν τη σκληρή κριτική, δεν είχαν τίποτα περισσότερο να προτείνουν ως πολιτικό σχέδιο στον κόσμο της εργασίας τα ταξικά συμφέροντα του οποίου επιθυμούν να εκφράσουν.

Μια αριστερά που δεν αναλαμβάνει τις ιστορικές της ευθύνες, που δεν παίρνει ρίσκα είναι χρήσιμη μόνο στον εαυτό της και όχι στον κόσμο της εργασίας, τα συμφέροντα και τις διεκδικήσεις του. Μια άλλη πορεία προϋποθέτει οριστικό διαζύγιο με όλες τις λογικές και τις αντιλήψεις που οδήγησαν στην γραφειοκρατικοποίηση, την ενσωμάτωση και την ήττα, με τις κυρίαρχες κομματικοκεντρικές τακτικές και σκοπιμότητες, με την μονομερή και αποκλειστική στοχοθεσία της κομματικής αναπαραγωγής, με το σεχταρισμό και τον οπορτουνισμό, με την έλλειψη τακτικής, με τις αλαζονικές, ηγεμονίστικες πρακτικές, με τον κατακερματισμό και τον αλληλοσπαραγμό, με την εργαλειακή χρήση του κινήματος, με την έλλειψη πραγματικής κουλτούρας συντροφικής συζήτησης και πολιτικής αντιπαράθεσης. Διαφορετικά, ακόμα και αν υπάρξει άμεσα επόμενη ιστορική ευκαιρία όπως αυτή του 2010-12, θα έχουμε και πάλι τα ίδια αποτελέσματα.

Η ελπίδα στους αγώνες

Δεν υπάρχουν ούτε εύκολες ούτε έτοιμες λύσεις! Δεν υπήρχαν ποτέ. Ούτε έτοιμα πολιτικά σχέδια που αναζητούν το υποκείμενο που θα τα υπηρετήσει. Υπάρχουν όμως συλλογικότητες που σήκωσαν και σηκώνουν το βάρος της αντιπαράθεσης με τη μνημονιακή βαρβαρότητα. Που αγωνίστηκαν και αγωνίζονται για τα συμφέροντα της τάξης μας. Που ανέλαβαν την ευθύνη τους στις πιο κρίσιμες στιγμές της αναμέτρησης να συγκρουστούν, να διεκδικήσουν νίκες. Μια τέτοια συλλογικότητα είναι οι Παρεμβάσεις, ως δίκτυο ανεξάρτητων αυτόνομων σχημάτων. Μια άλλη τέτοια συλλογικότητα είναι τα σωματεία μας που πρέπει να διαφυλαχτούν, ως κοινωνικές οργανώσεις που διασφαλίζουν την ενότητα των εργαζόμενων και μάχονται για τα δικαιώματα και τις ανάγκες τους. Οι Γενικές Συνελεύσεις και τα συνέδρια των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών μπορεί και πρέπει να συμβάλλουν στην οργανωτική και πολιτικοσυνδικαλιστική προετοιμασία του κινήματος για τις μάχες της επόμενης μέρας. Τα πλέον κομβικά ζητήματα στη δική μας ατζέντα για το αμέσως επόμενο διάστημα είναι η προετοιμασία της μάχης ενάντια στην αξιολόγηση/αυτοαξιολόγηση, δηλαδή η απόφαση για απεργία-αποχή, οι μαζικοί μόνιμοι διορισμοί και το σύστημα διορισμού/προσλήψεων αποκλειστικά με το πτυχίο και την προϋπηρεσία, η υποχρεωτική δίχρονη προσχολική αγωγή και εκπαίδευση και η ειδική αγωγή.

Οι εκπαιδευτικοί, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, καλούνται να απαντήσουν καθαρά και χωρίς ταλαντεύσεις, ποιο συνδικαλισμό επιλέγουν. Το συνδικαλισμό που θα είναι δεκανίκι των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση, που θα συνδιαλέγεται για τους όρους αποδοχής των αντιεκπαιδευτικών μέτρων; Το συνδικαλισμό που, αδιαφορώντας για την ισοπέδωση του δημόσιου σχολείου και της ζωής μας, διαχειρίζεται τα σωματεία ως σφραγίδες ενός κομματικού σχεδιασμού και τους αγώνες ως μια πικρή και σκληρή εμπειρία ώστε πένητες και ηττημένοι, ως νέοι οσιομάρτυρες να «βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα μπροστά στις κάλπες»; Ή τον ανεξάρτητο, αυτόνομο συνδικαλισμό της αδιαμεσολάβητης δράσης, του αγώνα, της σύγκρουσης με στόχο τη νίκη, το συνδικαλισμό που έχει άποψη και λόγο για το σχολείο και τα παιδιά, που έχει μοναδική του πυξίδα τις ανάγκες και τα δικαιώματά μας;