του Στάθη Γκότση
Αρκετός λόγος γίνεται το τελευταίο διάστημα, τουλάχιστον μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων, για τη δυνατότητα να υπάρξει μια «μη τιμωρητική αξιολόγηση» του προσωπικού που στελεχώνει τον δημόσιο τομέα. Η σχετική συζήτηση αναζωπυρώθηκε από την πρόσφατη (3/2/2018) απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της ΑΔΕΔΥ που υιοθέτησε, με την υποστήριξη των ΔΑΚΕ, ΔΗΣΥΠ (πρ. ΠΑΣΚ), ΕΑΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ) και Δημοσιοϋπαλληλικής Ανατροπής (πρ. ΠΑΣΚ από τον χώρο των ΟΤΑ), τη θέση πως «Η ΑΔΕΔΥ είναι υπέρ της αξιολόγησης – αποτίμησης του έργου των Δημοσίων Υπηρεσιών και των Δημοσίων Υπαλλήλων, η οποία δεν θα είναι τιμωρητική και δεν θα συνδέεται με τη βαθμολογική και μισθολογική του εξέλιξη. Θα λαμβάνεται υπόψη για την επιλογή στελεχών στο Δημόσιο».[i]
Η εξέλιξη αυτή, η οποία, όπως έχει επισημανθεί[ii], συνιστά σαφή μετατόπιση της ΑΔΕΔΥ από την εναντίωση στην αξιολόγηση του ν. 4369/2016 προς την αναζήτηση μιας δήθεν «άλλης», «καλής» και «μη τιμωρητικής αξιολόγησης», προσφέρει μια εξαιρετική υπηρεσία στο κυβερνητικό εγχείρημα να διασπάσει τους εργαζόμενους και να κάμψει τις ισχυρές αντιστάσεις που εκδηλώθηκαν όλη την προηγούμενη χρονιά, απέναντι στην προσπάθεια επιβολής της αξιολόγησης, προσπάθεια που αποτελεί, άλλωστε, και μνημονιακή της δέσμευση.
Εξάλλου, η φιλολογία περί «μη τιμωρητικής αξιολόγησης», προέρχεται από το οπλοστάσιο επιχειρημάτων των ίδιων των κυβερνητικών στελεχών, όταν προσπαθούν να υπερασπιστούν το ν. 4369/2016. Ο Χρ. Βερναρδάκης λ.χ., ο εισηγητής του νόμου, δήλωνε, το Σεπτέμβρη του 2016, πως «Με τη διαδικασία αυτή δεν είναι θέμα επιβράβευσης ή τιμωρίας για κάποιους ή κάποιες. Βεβαίως, οι καλύτερες υπηρεσίες θα επιβραβεύονται όχι ατομικά αλλά για το σύνολο των υπαλλήλων τους»[iii]. Κι αυτά, την ίδια ώρα που οι διατάξεις του ν. 4369/2016 διέπονται ακριβώς από το αντίθετο: από τη λογική της ατομικής αξιολόγησης που αποδίδει εξατομικευμένες ευθύνες για την πλημμελή λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή/και για την υλοποίηση των αντεργατικών πολιτικών που εφαρμόζει το κράτος, με κατηγοριοποίηση, διαφοροποίηση και ιεράρχηση των εργαζομένων, με ατομικές επιβραβεύσεις και τιμωρίες, σε συνάρτηση με το μισθολόγιο, την κινητικότητα, το πειθαρχικό δίκαιο κοκ.
Ακόμη και σήμερα, η Ό. Γεροβασίλη, στα χνάρια του προκατόχου της στο Υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης (ΥΔΑ), επιμένει να επαναλαμβάνει μονότονα, όπως έκανε και στη συνάντησή της με την Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ στις 15/2, πως η αξιολόγηση του ν. 4369/2016 «δεν είναι τιμωρητική, δε συνδέεται με απολύσεις, γίνεται με άκρως δημοκρατικό τρόπο γιατί βασίζεται σε στόχους που αποφασίζονται σε γενικές συνελεύσεις εργαζομένων(!)»[iv]. Βέβαια, για την Ό. Γεροβασίλη, η έννοια «μη τιμωρητική», έχει, προφανώς, ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα ερμηνειών, αφού, όπως δήλωσε ανερυθρίαστα στη Βουλή, παρουσιάζοντας την απεργοσπαστική τροπολογία, σύμφωνα με την οποία μόνο όσοι σπάσουν την απεργία/αποχή από την αξιολόγηση θα έχουν δικαίωμα να κριθούν εκ νέου για να καταλάβουν θέσεις ευθύνης, η ρύθμιση που εισηγήθηκε «δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα» και… απλώς «υπενθυμίζει στα στελέχη που είναι σε θέσεις ευθύνης, ότι δεν μπορεί να είναι κάποιος προϊστάμενος και να μην αξιολογεί το προσωπικό του αν και διεκδικεί θέση προϊσταμένου και την επαύριο»[v]. Τόσο καλά!
Στους θιασώτες της «μη τιμωρητικής αξιολόγησης», ωστόσο, μοιάζει να έχει προσχωρήσει πλέον και ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κ. Μητσοτάκης – ή μήπως ήταν πάντα λάτρης του είδους και τον είχαμε παρεξηγήσει; Μιλώντας, πάντως, τον Οκτώβρη του 2017 στην Πάτρα, στο 2o Προσυνέδριο του κόμματός του για τους νέους και την Παιδεία, ήταν σαφής, εξειδικεύοντας τη θέση του ειδικά για την εκπαίδευση: «Στην αξιολόγηση στα σχολεία δεν πρόκειται να κάνω πίσω. Θα υπάρχει αξιολόγηση παντού και για όλους. Μια αξιολόγηση όμως η οποία δεν θα είναι τιμωρητική. Κακώς κάποιοι επεδίωξαν να συνδέσουν την έννοια της αξιολόγησης με απολύσεις»[vi]. Τη θέση αυτή επανέλαβε, άλλωστε, και στις αρχές Μάρτη του 2018, τονίζοντας πως «Ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις είναι να παίρνεις πρωτοβουλίες, με σημαντικότερη την αξιοποίηση του στελεχιακού δυναμικού της Δημόσιας Διοίκησης, η οποία περνάει μέσα από μία σειρά από δράσεις, με πρώτη τη σωστή και όχι τιμωρητική αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων»[vii].Περήφανος δε, για το πογκρόμ απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων που εξαπέλυσε όταν του δόθηκε η ευκαιρία, αλλά και για τον αλήστου μνήμης ν. 4250/2014, με το υποχρεωτικό 15% των υπαλλήλων που έπρεπε να χαρακτηριστούν ως κακοί, συνέχισε απτόητος: «Έδωσα μεγάλο αγώνα όσο ήμουν υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης για να εισάγω την έννοια της αξιολόγησης στο δημόσιο διάλογο. Και πιστεύω ότι αυτό το κατακτήσαμε ως κοινωνία (…). Και η αξιολόγηση να γίνεται με έναν τρόπο, ο οποίος να είναι θεσμικά κατοχυρωμένος και – το επαναλαμβάνω – να μην έχει τιμωρητική διάσταση».
Φαίνεται λοιπόν πως όλοι, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη μέχρι την πλειοψηφία της ΑΔΕΔΥ, ομονοούν πως υπάρχει – ή, έστω, μπορεί να υπάρξει – μια «καλή, μη τιμωρητική αξιολόγηση» των υπαλλήλων, χωρίς, βέβαια, να υπεισέρχεται κανείς σε περισσότερες διευκρινίσεις (πλην των κυβερνητικών στελεχών, φυσικά, που υποστηρίζουν πως το μοντέλο αυτό προβλέπεται ήδη με τον ν. 4369/2016…).
Ας υποθέσουμε, χάριν της συζήτησης αυτής της άποψης, πως πράγματι η αξιολόγηση του προσωπικού δεν συνδέεται άρρηκτα με ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο αντιδραστικής αναδιάρθρωσης στο δημόσιο που έχει επιβληθεί τα τελευταία χρόνια (με τη συρρίκνωση δομών και τα νέα οργανογράμματα παντού, τις συγχωνεύσεις υπηρεσιών και φορέων, τις ιδιωτικοποιήσεις τομέων ευθύνης του δημοσίου και την προωθούμενη επιχειρηματική λειτουργία συνολικά του δημοσίου, τη συνεχή κατασκευή πλεονασμάτων προσωπικού και τη δραματική μείωσή του, τα περιγράμματα θέσεων, την κινητικότητα και τις υποχρεωτικές μετακινήσεις, την εντατικοποίηση της εργασίας, την ανάθεση παράλληλων καθηκόντων κοκ), αν και η σύνδεση αυτή έχει αρκούντως αναλυθεί[viii], ακόμη και στα κείμενα της ΑΔΕΔΥ[ix].
Ας υποθέσουμε, δηλαδή, πως η συζήτηση για την αξιολόγηση των υπαλλήλων γίνεται εκτός του συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, σε ένα σχετικά ουδέτερο πλαίσιο. Ας πάμε, φερ’ ειπείν, πίσω στη δεκαετία του ’90, όταν δεν είχαμε τέτοιας μορφής και έκτασης επίθεση στο δημόσιο, όπως αυτή που εκτυλίσσεται την τελευταία περίπου δεκαετία. Τι ίσχυε τότε σε σχέση με το θέμα που μας απασχολεί; Το 1992 εκδόθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 του ν.1943/1991, το Π.Δ. 318/1992 με τίτλο «Αξιολόγηση των ουσιαστικών προσόντων του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών -πλην των εκπαιδευτικών λειτουργών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης- και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου», σε αντικατάσταση παλαιότερων σχετικών ρυθμίσεων.
Αξίζει να σημειώσουμε μερικές από τις προβλέψεις του συγκεκριμένου Π.Δ., που μοιάζουν να έχουν ξεχαστεί, παρότι με εκείνη την αξιολόγηση πορεύτηκε ουσιαστικά το δημόσιο μέχρι το ν. 4250/2014 του Κ. Μητσοτάκη. Τα κριτήρια αξιολόγησης που καθιέρωσε το Π.Δ. 318/1992 ήταν συνολικά 16, χωρισμένα σε 5 ομάδες: η γνώση του αντικειμένου, το ενδιαφέρον και η δημιουργικότητα, οι υπηρεσιακές σχέσεις και η συμπεριφορά, η αποτελεσματικότητα και τέλος οι εξαιρετικές αποδόσεις. Το Π.Δ. 318/1992 ήταν που καθιέρωσε την αριθμητική βαθμολογία (από το 1 έως το 10), τη συνέντευξη του αξιολογούμενου στον πρώτο αξιολογητή, πριν από τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης, την αυτοαξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και την στοχοθεσία της οργανικής μονάδας, με τη συμμετοχή όλων των συμμετεχόντων, τόσο σε επίπεδο Διεύθυνσης όσο και σε επίπεδο Τμήματος!
Αυτά, λοιπόν, που εμφανίζονται ως καινοτομίες στα συναφή νομοθετήματα των τελευταίων ετών και συζητούνται έντονα, προκαλώντας αναταράξεις στον δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο, έχουν θεσπιστεί σε μεγάλο βαθμό ήδη από το 1992! Ακόμη και η προκαθορισμένη κατανομή (ποσόστωση) των βαθμολογιών, που εισήγαγε ο ν. 4250/2014, πρωτοεμφανίστηκε με την ΥΑ ΔΙΔΑΔ-Φ.32-47-1353-19/1/1993 (ΦΕΚ 8Β΄) – που αποσύρθηκε, βέβαια, μέσα σε λίγους μήνες και δεν εφαρμόστηκε ποτέ – η οποία προέβλεπε ότι με τους βαθμούς 9-10 μπορεί να αξιολογείται μόνο ένας (!) υπάλληλος σε κάθε υπηρεσία, με 8-8,9 μέχρι το 45% των υπαλλήλων, από 7-7,9 μέχρι το 30%, από 6-6,9 και 5-5,9 μέχρι το 10% και από 1-4,9 μόνο το 5% των υπαλλήλων κάθε υπηρεσίας.
Γιατί, επομένως, ξεσηκώνονται και φωνάζουν οι δημόσιοι υπάλληλοι και αρνούνται την αξιολόγηση, προκαλώντας την μήνι των συστημικών κομμάτων, των «Θεσμών», των κυριάρχων ΜΜΕ; Γιατί, ενώ επί δεκαετίες συμμετείχαν, έστω και απρόθυμα, σε μια αξιολόγηση που είχε λίγο-πολύ παρόμοια χαρακτηριστικά με την τωρινή, τώρα επαναστατούν; Για έναν απλούστατο λόγο: διότι, το 2013, όταν ξεκίνησαν οι λεγόμενες διαθεσιμότητες των δημοσίων υπαλλήλων, πριν καν έρθει προς συζήτηση ο ν. 4250/2014, οι δημόσιοι υπάλληλοι είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τον τρόπο με τον οποίο εκείνες οι «ανώδυνες» αξιολογήσεις των περασμένων ετών, με βάση το Π.Δ. 318/1992, (οι οποίες ως τότε προκαλούσαν απλώς ενδοϋπηρεσιακές έριδες και ανταγωνισμούς, κυρίως ανάμεσα σε όσους «κυνηγούσαν το βαθμό» για να διεκδικήσουν αργότερα μια θέση προϊσταμένου), μπορούσαν να αξιοποιηθούν για να γίνουν και απολύσεις!
Όπως είναι γνωστό, οι χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι που βρέθηκαν στο κατώφλι της απόλυσης, δια της μεθόδου της διαθεσιμότητας, την περίοδο 2013-14, χωρίζονταν, χονδρικά, σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία βρέθηκαν όσοι είδαν να καταργούνται εν μία νυκτί είτε οι φορείς που εργάζονταν είτε ολόκληροι οι κλάδοι και οι ειδικότητες στις οποίες υπηρετούσαν. Στη δεύτερη κατηγορία συμπεριλήφθηκαν όσοι είδαν να καταργείται ένα μέρος μόνο των οργανικών θέσεων του κλάδου/ειδικότητάς τους.
Έτσι, για παράδειγμα, στο Υπουργείο Πολιτισμού βρέθηκαν σε διαθεσιμότητα, μεταξύ άλλων, οι 4, όλοι κι όλοι, βιβλιοθηκονόμοι που υπηρετούσαν, καθώς καταργήθηκε ο κλάδος τους από το συγκεκριμένο υπουργείο, αλλά και 63 από τους 99 υπηρετούντες σχεδιαστές, όπως και 44 από τους 100 εργάτες. Στην περίπτωση των σχεδιαστών και των εργατών, των οποίων δεν καταργήθηκε ολόκληρος ο κλάδος, αλλά ένα μέρος των αντίστοιχων οργανικών θέσεων, βαρύνοντα λόγο στις επιλογή όσων τέθηκαν σε διαθεσιμότητα έπαιξαν ακριβώς οι βαθμολογίες που είχαν στις εκθέσεις αξιολόγησης του Π.Δ. 318/1992 των προηγούμενων ετών. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως λ.χ. στους διοικητικούς των πανεπιστημίων, όσοι υπηρετούσαν σε πανεπιστήμια που δεν γινόταν τα προηγούμενα χρόνια αξιολόγηση (π.χ. στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμια Αθηνών) βρέθηκαν σε δυσμενέστερη θέση, σε σχέση με συναδέλφους τους άλλων πανεπιστημίων, και ήταν αυτοί που πήραν μαζικά την άγουσα προς την απόλυση.
Εκείνο, λοιπόν, που διαφοροποίησε άρδην την κατάσταση σε σχέση με την αξιολόγηση μετά το 2013, είναι πως οι δημόσιοι υπάλληλοι συνειδητοποίησαν, με τον πιο βίαιο τρόπο, πως η αξιολόγηση, όσο ήπια, αθώα, ακίνδυνη ή μη τιμωρητική κι αν εμφανίζεται, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αξιοποιηθεί ως ένα καθοριστικό εργαλείο εις βάρος της ίδιας της εργασιακής τους υπόστασης. Συνειδητοποίησαν πως τα φύλλα αξιολόγησης μιας «μη τιμωρητικής αξιολόγησης», που, ωστόσο τους κατηγοριοποιούσε και τους τοποθετούσε σε μια ιεραρχική κλίμακα, με τους βαθμούς και όσα άλλα στοιχεία εμπεριείχαν, δεν ήταν απλώς για να παραμείνουν στον υπηρεσιακό τους φάκελο, αλλά ανασύρθηκαν με ευκολία από φωριαμούς και ντουλάπες για να τους οδηγήσουν στην οιωνεί απόλυση.
Όταν, αμέσως μετά, ήρθε και ο ν. 4250/2014 τα πράγματα ξεκαθάρισαν ακόμη περισσότερο. Και ήταν αυτή η συνειδητοποίηση του πραγματικού και άμεσου κινδύνου, από τις αλλεπάλληλες θεσμικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση συνολικά, η οποία, όχι μόνο οδήγησε στον μεγάλο και νικηφόρο αγώνα που επανέφερε στη δουλειά όσους είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα και ανέτρεψε την αξιολόγηση του ν. 4250/2014, αλλά επέτρεψε να συζητηθούν ευρύτερα μέσα στον κόσμο της δημοσιοϋπαλληλίας και άλλες πτυχές της επιχειρούμενης αντιδραστικής αναδιάρθρωσης προς ένα «μικρό και ευέλικτο επιτελικό κράτος».
Σε αυτό το έδαφος δόθηκε και δίνεται, εδώ και ένα χρόνο, η μάχη ενάντια στην αξιολόγηση του ν. 4369/2016, μια μάχη που εξελίχθηκε νικηφόρα για το 2017, κονιορτοποιώντας τα μυθεύματα των απολογητών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και διαψεύδοντας πανηγυρικά όσες από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις πόνταραν στην αποτυχία της απεργίας/αποχής από τις διαδικασίες της αξιολόγησης, είτε καταγγέλλοντας την από την αρχή ως αδιέξοδη καρικατούρα είτε υπονομεύοντάς την στην πράξη.
Σήμερα, οι συνδικαλιστικές αυτές δυνάμεις, σαν να μη πέρασε μια μέρα από το 2013, ανασυντάσσονται και επαναφέρουν στο τραπέζι την ιδέα της «μη τιμωρητικής αξιολόγησης», ευθυγραμμιζόμενες με τη ρητορική της Γεροβασίλη και του Μητσοτάκη. Αποκόπτοντας την αξιολόγηση από το ευρύτερο πλαίσιο θεσμικών ρυθμίσεων στο οποίο εγγράφεται, ετοιμάζονται να διαπραγματευτούν με την πολιτική ηγεσία του ΥΔΑ όρους και προϋποθέσεις για την εφαρμογή της, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και τον άχαρο ρόλο να μεταστρέψουν το κλίμα που κυριαρχεί στο χώρο των δημοσίων υπαλλήλων.
Θα πρέπει να είμαστε σαφείς. Όσοι μιλούν για αποδοχή της αξιολόγησης «με όρους», παριστάνοντας πως αγνοούν το πραγματικό της περιεχόμενο, στην ουσία προετοιμάζουν το έδαφος για την πλήρη επιβολή της, ως εργαλείο κατηγοριοποίησης και διαχωρισμού των εργαζομένων, ως μέσο πειθάρχησης και υποταγής τους. Τα φληναφήματα περί «μη τιμωρητικής αξιολόγησης» δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να συσκοτίζουν την πραγματικότητα που έχει συνειδητοποιήσει πια η πλειονότητα του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου: η αξιολόγηση δεν έχει καμία σχέση ούτε με τη βελτίωση των δημόσιων/κρατικών υπηρεσιών ούτε με την υποστήριξη των υπαλλήλων για να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους.
Η συζήτηση για μια φαντασιακή «καλή
και μη τιμωρητική αξιολόγηση» υπηρετεί αναπόφευκτα την εφαρμογή της «κακής»,
της μόνης πραγματικά εφικτής.
[i] Απόφαση Γενικού Συμβουλίου Α.Δ.Ε.Δ.Υ. 03.02.2018 http://adedy.gr/apofasigs322018/
[ii] Παρεμβάσεις Δημοσίου«Πανελλήνια ΣυνδιάσκεψηΑΔΕΔΥ 2/3 Φλεβάρη: ολοταχώς στο δρόμο του κυβερνητικού-εργοδοτικού συνδικαλισμού»Παρεμβάσεις 5-2-2018 – Για Συνδιάσκεψη Α.Δ.Ε.Δ.Υ.
[iii]«Βερναρδάκης στην aftodioikisi.gr: Τι λέει για συμβασιούχους, ΑΔΕΔΥ, αξιολόγηση, προσλήψεις, Μητσοτάκη» (19/9/2016) http://www.aftodioikisi.gr/sunenteuxeis/vernardakis-stin-aftodioikisi-gr-ti-leei-gia-simvasiouxous-adedi-axiologisi-proslipseis-mitsotaki/
[iv] Παρεμβάσεις ΔημοσίουΓεροβασίλη: «Δε παίρνω πίσω την τροπολογία, αν δεν πάρετε πίσω την αποχή από την αξιολόγηση»!Δελτίο Τύπου των Παρεμβάσεων Δημοσίου για τη συνάντηση ΑΔΕΔΥ – Γεροβασίλη στις 15/2
[v]«Γεροβασίλη: Η τροπολογία για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα» (21/9/2017) http://www.vimaonline.gr/20/article/29824/-gerovasili-i-tropologia-gia-tin-axiologisi-ton-dimosion-upallilon-den-ehei-timoritiko-haraktira
[vi] «Μητσοτάκης από Πάτρα: Αξιολόγηση παντού και για όλους» (21/10/2017)
[vii] «Κυρ. Μητσοτάκης: ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ διορίζουν συγγενείς και φίλους»http://www.liberal.gr/arthro/193777/epikairotita/2018/kur-mitsotakis-forologoun-ti-mesaia-taxi-gia-na-moirasoun-ta-pleonasmata-stin-eklogiki-pelateia-tous-.html