του Δημήτρη Αλεξάκη
Από το 2010 η Ελλάδα πλήττεται από μια βαθύτατη οικονομική κρίση. Τα σκληρά μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν από το ΔΝΤ και την ΕΕ έπληξαν τα μεσαία και χαμηλά στρώματα. Η ανεργία εκτινάχθηκε και χιλιάδες ζουν κάτω από συνθήκες φτώχειας. Ως αποτέλεσμα δημιουργήθηκε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης. Μέρος αυτού του μεταναστευτικού ρεύματος κινήθηκε προς τη Γερμανία, όπου υπήρχαν ήδη συγκροτημένες ελληνικές κοινότητες από την δεκαετία του 1950 και του 1960.
Στις ελληνικές κοινότητες διάφορων γερμανικών πόλεων η ελληνική κυβέρνηση χρηματοδοτεί και συντηρεί ελληνικά σχολεία όλων των βαθμίδων. Τα σχολεία αυτά ακολουθούν το αναλυτικό πρόγραμμα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, ενώ περιλαμβάνουν και συστηματική διδασκαλία της γερμανικής γλώσσας ως ξένης γλώσσας. Τα συγκεκριμένα σχολεία αποτέλεσαν για δεκαετίες σημαντικό σημείο αναφοράς των ελληνικών κοινοτήτων. Έδιναν στα παιδιά τη δυνατότητα να φοιτήσουν στην μητρική τους γλώσσα, ενώ διατηρούσαν για τις οικογένειες την ελπίδα του επαναπατρισμού. Ταυτόχρονα, συνέβαλλαν στην περιχαράκωση των Ελλήνων μεταναστών στην εθνοτική τους κοινότητα.
Εργαζόμενος τα τελευταία δύο χρόνια ως εκπαιδευτικός σε ελληνικό σχολείο του Μονάχου είχα τη δυνατότητα να παρακολουθήσω από κοντά ένα σημαντικό πειραματισμό στα ελληνικά σχολεία της Βαυαρίας. Κάθε σχολικό έτος εισάγεται σε μία βαθμίδα ένα νέο δίγλωσσο αναλυτικό πρόγραμμα. Τη φετινή σχολική χρονιά (2018-2019) ο πειραματισμός ολοκληρώνεται με την εισαγωγή του νέου αναλυτικού προγράμματος στην 6η βαθμίδα. Στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσω να εκφράσω μερικές σκέψεις για τον συγκεκριμένο πειραματισμό και τον τρόπο που αυτός αντιμετωπίζει το παιδί – μετανάστης.
Το δίγλωσσο αναλυτικό πρόγραμμα ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό την αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων που λαμβάνει ταυτόχρονα χώρα στα βαυαρικά σχολεία. Είναι προσανατολισμένο στην καλλιέργεια συγκεκριμένων δεξιοτήτων, περιέχει συγκεκριμένη μεθοδολογία, ενώ περιγράφονται αναλυτικά οι επιδιωκόμενοι στόχοι ως αλλαγές στη συμπεριφορά των μαθητών. Από την άποψη αυτή εντάσσεται στην προοπτική του σχολείου της κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τα δίγλωσσα αναλυτικά προγράμματα και την πειραματική τους εφαρμογή από διαφορετικές οπτικές. Πολλά από τα προβλήματα που προκύπτουν αφορούν την έλλειψη πόρων, την έλλειψη εξειδικευμένου και δίγλωσσου εκπαιδευτικού προσωπικού, την αντίσταση των γονιών στις αλλαγές, αλλά και συγκεκριμένες δυσκαμψίες του ίδιου του αναλυτικού προγράμματος που προέκυψαν από τον τρόπο της σύνταξής του, ως συμβιβασμό του ελληνικού και του βαυαρικού παιδαγωγικού ινστιτούτου. Εδώ, θα στρέψουμε την προσοχή μας στον πυρήνα του ίδιου του εκπαιδευτικού πειραματισμού∙ τη μετάβαση από ένα εθνοκεντρικό σε ένα δίγλωσσο αναλυτικό πρόγραμμα και θα τον συσχετίσουμε με την ταυτότητα των παιδιών ως μεταναστών πρώτης ή δεύτερης γενιάς.
Όπως αναφέρεται στο γενικό πλαίσιο των αναλυτικών προγραμμάτων τα δίγλωσσα ελληνικά σχολεία ακολουθούν το μοντέλο one-way bilingual education, σύμφωνα με το οποίο οι μαθητές μιας μόνο γλωσσικής ομάδας εκπαιδεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής τους φοίτησης ταυτόχρονα σε δύο γλώσσες: στη μητρική τους γλώσσα και στη γλώσσα της πλειονότητας της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. Οι αρχές του συγκεκριμένου μοντέλου ορίζουν πως οι γλώσσες συνθέτουν το βασικό γλωσσικό μέσο με τη βοήθεια του οποίου πραγματοποιείται η διδασκαλία, η μάθηση και η επικοινωνία σε όλη τη διάρκεια της σχολικής τους ζωής.[i] Οι δύο γλώσσες διδάσκονται ισότιμα σε όλες τις σχολικές βαθμίδες, ενώ στα υπόλοιπα γνωστικά αντικείμενα οι δύο γλώσσες χρησιμοποιούνται εξίσου ως μέσο προσέγγισής τους διαμορφώνοντας ένα συνεχές.
Βασική πρόθεση του πειραματισμού είναι η ισότιμη αντιμετώπιση των δύο πολιτισμών – ελληνικού και γερμανικού – και η δυνατότητα των παιδιών να συνεχίσουν τη σχολική τους φοίτηση εξίσου στο ελληνικό και στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα. Για αυτό και επιδιώκεται η ανάπτυξη της γνωστικής ακαδημαϊκής γλωσσικής ικανότητας και στις δύο γλώσσες. Ταυτόχρονα, επιδιώκεται η ανάπτυξη της διαπολιτισμικής επάρκειας, της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης των μαθητών, οι οποίες θεωρούνται ιδιαιτέρως σημαντικές για τη σχολική επιτυχία.
Αυτό που κάνει εντύπωση στον αναγνώστη του αναλυτικού προγράμματος είναι η σχεδόν πλήρης παράβλεψη της μεταναστευτικής ταυτότητας των παιδιών των συγκεκριμένων σχολείων. Αν και αναφέρεται στο γενικό πλαίσιο του προγράμματος πως τα παιδιά έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο, δεν γίνεται καμία προσπάθεια να ανιχνευθεί το περιεχόμενο αυτού του υποβάθρου, ούτε να συνυπολογισθούν οι συνέπειές του στη σχολική καθημερινότητα. Αντιθέτως, φαίνεται να κυριαρχεί η έννοια της διαπολιτισμικής επάρκειας ως ικανότητας των παιδιών να ανταποκριθούν στις πολύπλευρες προκλήσεις της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Έτσι, το αναλυτικό πρόγραμμα φαίνεται να έχει συνταχθεί αγνοώντας το βασικό χαρακτηριστικό του ίδιου του πληθυσμού – τόσο του μαθητικού πληθυσμού των σχολείων όσο και της ελληνικής κοινότητας μέσα στην οποία αυτά μεγαλώνουν – στον οποίο απευθύνεται, τη μετανάστευση.
Ωστόσο, το μεταναστευτικό υπόβαθρο αναδύεται με διάφορες ευκαιρίες στο κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα. Τα παιδιά που δεν έχουν γεννηθεί στη Γερμανία, αλλά έρχονται στην αρχή ή στη μέση της σχολικής τους φοίτησης, αποτελούν ένα σημαντικό αριθμό του μαθητικού πληθυσμού των σχολείων. Αυτά τα παιδιά κουβαλούν ήδη ένα σημαντικό μεταναστευτικό βίωμα. Έχουν αφήσει πίσω κάποιο σπίτι, αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς τους – συνήθως παππούδες – ένα σχολείο με φίλους. Αναφέρονται σε εκείνους τους φίλους με παρελθοντικούς όρους – οι παλιοί μου φίλοι, οι φίλοι μου στο παλιό μου σχολείο – κάτι που ήδη σηματοδοτεί μία τομή στη ζωή. Αυτήν την τομή δεν την συναντάς σε παιδιά χωρίς μεταναστευτικό υπόβαθρο. Το βίωμα αυτό της μετάβασης από τη ζωή πριν και μετά την μετανάστευση αντιστοιχεί σε δύο χώρες, σε δύο πολιτισμούς. Η πατρίδα συνιστά τη ζωή πριν, ενώ η χώρα της υποδοχής τη ζωή μετά. Το βίωμα αυτής της τομής εκφράζεται ενίοτε ως θυμός για ό,τι εγκατάλειψαν και ενίοτε ως άρνηση για οτιδήποτε εκφράζει ο πολιτισμός της χώρας υποδοχής. Πιο συχνά εκφράζεται μέσα από τη δημιουργία ή/και την αναπαραγωγή στερεοτυπικών δίπολων που βοηθάει τα παιδιά να τακτοποιήσουν τον “διχασμένο” κόσμο γύρω τους.
Τα παιδιά που έχουν γεννηθεί στη Γερμανία βιώνουν λιγότερο έντονα τον διχασμό ανάμεσα στην πατρίδα και τη χώρα υποδοχής. Στις περισσότερες περιπτώσεις ζουν κυρίως εντός της ελληνικής κοινότητας οργανώνοντας τις δραστηριότητές τους, τις διασκεδάσεις τους και τις φιλίες τους σε ελληνόφωνο περιβάλλον. Αν και σπανιότερα θα προσεγγίσουν με στερεοτυπικό τρόπο τη Γερμανία, η συγκεκριμένη ομάδα δεν αποφεύγει τα στερεοτυπικά δίπολα μεταξύ των δύο χωρών. Επιπλέον η ομάδα αυτή μαθητών βιώνει συχνά τη ρευστότητα της ίδιας της μαθητικής κοινότητας. Κάθε σχολικό έτος, σε κάθε σχεδόν τάξη μεταβάλλεται η ομάδα των μαθητών. Ορισμένα παιδιά αποχωρούν επειδή επιστρέφουν στην Ελλάδα ή επειδή προτιμούν τη φοίτηση σε γερμανικό σχολείο, ενώ άλλα, νέοι μετανάστες, έρχονται στο Μόναχο.
Τέλος, υπάρχει μία μικρή ομάδα μαθητών η οποία βιώνει μία διπλή μετανάστευση. Πρόκειται για παιδιά με αλβανική, γεωργιανή ή ρωσική καταγωγή τα οποία γεννήθηκαν στην Ελλάδα από μετανάστες γονείς και οι οποίοι αναγκάστηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης να μεταναστεύσουν για δεύτερη φορά. Τα παιδιά αυτά έχουν πρόσθετες γλωσσικές δυσκολίες αφού προέρχονται από ένα τρίγλωσσο περιβάλλον, ενώ δεν απουσιάζουν τα ρατσιστικά σχόλια για την καταγωγή τους.
Η παραπάνω σκιαγράφηση του μεταναστευτικού υπόβαθρου των παιδιών είναι προφανώς ανεπαρκής και βασισμένη σε απλή, μη συστηματική παρατήρηση. Είναι, όμως, ενδεικτική ενός πλούσιου υλικού διαδρομών, διαδικασιών, βιωμάτων και στάσεων, τα οποία δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη στη σύνταξη του αναλυτικού προγράμματος. Ο πειραματισμός προσπαθεί να υπερβεί την περιχαράκωση στην εθνοτική κοινότητα μέσα από τη δίγλωσση εκπαίδευση των παιδιών και την καλλιέργεια της διαπολιτισμικής τους επάρκειας σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία. Ωστόσο, οι μαθητές των ελληνικών δίγλωσσων σχολείων δεν καλούνται να ζήσουν σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία. Καλούνται να ζήσουν ως μετανάστες σε μια ξένη χώρα. Παραβλέποντας αυτό το γεγονός παραβλέπουμε το συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιείται η εκπαιδευτική διαδικασία με αποτέλεσμα η έννοια της διαπολιτισμικής επάρκειας να παραμένει αρκετά αφηρημένη.
Ο αφηρημένος χαρακτήρας της διαπολιτισμικής επάρκειας καθιστά αδύνατο στα νέα, δίγλωσσα αναλυτικά προγράμματα να συμβάλλουν στον ριζικό μετασχηματισμό των σχολείων. Τα ίδια τα περιεχόμενα του αναλυτικού προγράμματος με τον εθνοκεντρικό χαρακτήρα της διδασκαλίας της ελληνικής ιστορίας και τη σχεδόν αποκλειστική διδασκαλία των μαθηματικών στα γερμανικά υπονομεύουν τον αρχικό στόχο για ισότιμη αντιμετώπιση των δύο πολιτισμών. Ακόμα και η αντίσταση των γονιών στον πειραματισμό του δίγλωσσου σχολείου μπορεί να κατανοηθεί κάλλιστα μέσα από αυτό το πρίσμα. Τα αμιγώς ελληνικά σχολεία αντιστοιχούσαν στην ταυτότητα και στα βιώματα των γονιών ως μεταναστών. Βεβαίως, η επεξεργασία αυτής της ταυτότητας γινόταν πολλές φορές με τρόπο φοβικό με αποτέλεσμα την περιχαράκωση στην εθνοτική ομάδα.
Ωστόσο,
δεν είμαστε αναγκασμένοι να διαλέξουμε ανάμεσα σε ένα σχολείο που αντιδρά
φοβικά απέναντι στην κυρίαρχη κουλτούρα και σε ένα πολυπολιτισμικό σχολείο, που
αγνοεί το μεταναστευτικό βίωμα παιδιών και γονιών. Η σύνταξη του δίγλωσσου
αναλυτικού προγράμματος μπορεί να λάβει υπόψη του την μεταναστευτική ταυτότητα
των παιδιών. Κάτι τέτοιο, όμως, απαιτεί τη συστηματική διερεύνηση των βιωμάτων,
των συναισθημάτων, των στάσεων και των αφηγήσεων των μεταναστών παιδιών και
γονιών μέσα από μια ομάδα ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και εκπαιδευτικών.
Απαιτεί, επίσης, την εγκατάλειψη ενός σχολικού μοντέλου κοινωνικής
αποτελεσματικότητας που δίνει έμφαση στην καλλιέργεια συγκεκριμένων δεξιοτήτων
και τη μετάβαση σε ένα κριτικό μοντέλο που θέτει στο επίκεντρο την ανάπτυξη της
κοινότητας που οργανώνεται γύρω από το σχολείο συνολικά.
[i] Triarchi – Herrmann, V. (2012), Αναλυτικό Πρόγραμμα σπουδών για τα ιδιωτικά δίγλωσσα δημοτικά σχολεία της Βαυαρίας της ελληνικής δημοκρατίας στη Βαυαρία. Ανακτήθηκε από εδώ