Βασίλης Μακρής
Ήμασταν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου και ανεβαίναμε μέχρι την οδό Μεθώνης, όπου βρισκόταν ο εκπολιτιστικός Σύλλογος Εξαρχείων και παίζαμε πιγκ-πογκ, μέχρι τελικής πτώσεως. Στην ίδια πολυκατοικία στο διπλανό ημιισόγειο βρίσκονταν τα γραφεία του σκηνοθέτη Ντίνου Κατσουρίδη. Κάθε φορά που πηγαίναμε στον Πολιτιστικό Σύλλογο, βλέπαμε συχνά εκεί, τη γεμάτη ενέργεια, καλοσύνη και χαμόγελο φιγούρα του Θανάση Βέγγου. Έμενε άλλωστε μερικά τετράγωνα πιο κάτω, κοντά στα σπίτια μας, στην οδό Πολυβίου στα Εξάρχεια.
Είτε σερβιτόρος φιλόσοφος είτε ποιητής, μαθητής ή μυστικός πράκτωρ, τρεχάλας βιοπαλαιστής ή τσιγγάνος βιολιστής, φορτηγατζής ή θυρωρός, κουρέας ή απεργός πείνας, άτεγκτος εφοριακός που κυνηγάει τον καπιταλιστή Ξεζουμίδη ή βοθρατζής που παλεύει για να σπουδάσει η αδερφή του, ξεναγός που δεν ξέρει γρι εγγλέζικα ή ταβερνιάρης με αμνησία, πωλητής οικιακών συσκευών και κυνηγημένος από την πεθερά του ή τον χασάπη αδερφό της μνηστής του, σχεδιάζοντας με τους γαμπρούς του την απαγωγή της νύφης ή κάνοντας χρηματικούς πολλαπλασιασμούς για να κάνει «βασίλισσα την Ελενίτσα του», θηροφύλακας ή μοναχικός συνταξιούχος, παπατρέχας ή αντιστασιακός, Σαρλώ ή Καραγκιόζης… Πόσοι χαρακτήρες που η αύρα τους και η «ζώνη» τους, μας άγγιξε.
Για μας που μεγαλώναμε στις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, ήταν και παραμένει ένα κομμάτι της λαϊκής μας κουλτούρας, μέρος της νεανικής μας συγκρότησης, δίνοντας έναν ιδιαίτερο τόνο στην ύστερη μεταπολίτευσή μας. Διαμόρφωσε τον τρόπο που λειτουργούσαμε στις παρέες μας, απελευθέρωσε το σουρεαλισμό που είχαμε εντός μας, έβαλε φωτιά στις γκριμάτσες μας και έδωσε πνοή στις ατάκες μας, διαλύοντας τη σοβαροφάνεια και προσδίδοντας αντικομφορμισμό στην κοινωνικότητά μας.
Με την αναβλύζουσα ανθρωπιά των χαρακτήρων του, αποδομούσε κάθε πτυχή του νεοφιλελεύθερου ωφελιμισμού που κουβαλούσε η εποχή του ανατέλλοντος θατσερισμού. Μάς έδωσε την αξία μιας γνήσιας λαϊκότητας, που προσπαθεί, που παλεύει, που δεν το βάζει κάτω, που προσφέρει ανιδιοτελώς.
Μαζί του μοιράσαμε το φαΐ μας, παίξαμε τουρτοπόλεμο, ξεπεταχτήκαμε από καταπακτές, παράθυρα και ντουλάπες, διαπεράσαμε τζαμαρίες.
Νιώσαμε τη δύναμη του γέλιου ως μορφής αντίστασης, τη δύναμη που έχει ένα βλέμμα κουβαλώντας ένα όλον, που τα λόγια υστερούν να διατυπώσουν.
Περνάνε τα χρόνια, αλλά οι μνήμες μας τραγουδάνε ακόμα μέσα μας.
Δεν είναι μόνο μνήμες, είναι διαμορφωμένη συνείδηση ζωής.
*Θανάσης Βέγγος, 29 Μαΐου 1927 – 3 Μαΐου 2011