Η Πολιτεία της θετικής Ουτοπίας της Φωτεινής Φραγκούλη

Γιάννης Παπαδάτος*

Τρία χρόνια χωρίς τη Φωτεινή Τη Φωτεινή τη γνώρισα πρώτα ως συνάδελφο. Είχα ακούσει τόσα για τις θεατρικές παραστάσεις που ετοίμαζε με τα παιδιά της που αποφάσισα να πάω να παρακολουθήσω μία από αυτές. Όσα κι αν είχα ακούσει ήταν λίγα. Οι γιορτές της Φωτεινής ήταν μια μυσταγωγία. Μια είσοδος μυστική σε έναν κόσμο μαγικό. Με την Κατερίνα στο αρμόνιο και τη μουσική επιμέλεια αποτελούσαν ένα απίστευτο δίδυμο, ανεπανάληπτο. Εκεί, είδα για πρώτη φορά την τεχνική της παρέμβασης/συμμετοχής της Φωτεινής και της Κατερίνας στις παραστάσεις, με μικρά σχόλια που παρεμβάλλονταν στους διαλόγους των παιδιών: «α, ναι ε;», «τι μας λες; Και μετά τι έγινε;», «Για να δούμε ποιος θα έρθει τώρα».Τη Φωτεινή ως δασκάλα και ως μέλος του Συλλόγου μας, τη γνώρισα αργότερα. Μου έκανε βαθιά εντύπωση, η πραότητα και η γλύκα του χαρακτήρα της, το ιδιαίτερο χιούμορ της, η βαθιά σκέψη και κρίση της, η ευγένεια και η ταπεινότητα που απέπνεε, η κατανυκτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε μέσα στη σχολική της τάξη. Πάντα παρούσα στις απεργίες και τις συνελεύσεις. Τη Φωτεινή ως συγγραφέα την είχα γνωρίσει πιο πριν, πρώτα από το κείμενό της, Τριάντα εννιά καφενεία και ένα κουρείο, στο βιβλίο της γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού. Τα βιβλία της ξετρέλαιναν την κόρη μου, η οποία είχε τη χαρά και την τιμή να την γνωρίσει και να την εκτιμήσει ιδιαίτερα ως μια φωτεινή δασκάλα και έναν άνθρωπο του πνεύματος. Στον καιρό της μεγάλης στέγνιας, το έργο της Φωτεινής είναι εδώ, φωτίζει και λάμπει, για να μας υπενθυμίζει πάντα πως το σκοτάδι δεν είναι μόνο και ανίκητο. Με αφορμή τη σημερινή ημέρα, όπου κλείνουν τρία χρόνια χωρίς τη Φωτεινή, αναδημοσιεύουμε εδώ το άρθρο του Γιάννη Παπαδάτου που είχε δημοσιευτεί στην Εκπαιδευτική Λέσχη, τ. 2, Νοέμβριος 2018. Δημήτρης Μαριόλης

Μια σύντομη περιδιάβαση στο  έργο της:

– Παράδοση, Διαπολιτισμικότητα και Οικολογική σκέψη, οι τρεις ιδεολογικές συνιστώσες του

– Ρεαλισμός, φαντασία και μαγικός ρεαλισμός, οι τρόποι αφήγησής του

– Ποιητικό, βαθιά στοχαστικό και κατανοητό για αναγνώστες και

αναγνώστριες όλων των ηλικιών, το ύφος του

« Η Φωτεινή πήρε αγκαλιά την Πουπέτα και βγήκανε στο μπαλκόνι…  Ήταν οι δυο τους αλλά ήταν και οι τρεις μαζί. Ο ήλιος που έλαμπε έκανε τα δύσκολα πιο εύκολα, πιο απαλά. Φώτιζε τον κόσμο. Και η αγάπη τους τις ζέσταινε και από τον ήλιο πιο πολύ. Η Πουπέτα την κοίταξε με τα σμαράγδια μάτια της και της ψιθύρισε: «Νιάου! Αγαπωνιάου!

«Αγαπωνιάου κι εγώ! Για πάντα!» είπε η Φωτεινή και χάιδεψε με συγκίνηση το σοφό κεφαλάκι της γέρικης γατούλας της».

                              (Το πίσω μπαλκόνι, σ. 42)

  1. Η Δασκάλα

Η Φωτεινή Φραγκούλη είναι από  εκείνες τις περιπτώσεις συγγραφέων  που ό,τι κι αν έχει γράψει αποτελεί κόσμημα λόγου, μορφής και περιεχομένου. Το έργο της  είναι πηγή  διαχρονικών ιδεών που έλκουν την καταγωγή τους από αρχετυπικές μήτρες της παράδοσης, οραματικές σκέψεις του ανθρωπισμού και ιδεολογικές συνιστώσες της οικολογικής σκέψης. Αναχώρησε τον Μάρτη του 2018, στην ακμή της συγγραφικής της πορείας. Είναι κοινότοπο αν πω ότι είχε ακόμα πολλά να δώσει, γιατί σε όλα της τα βιβλία έδινε πολλά: λέξεις και γενεσιουργές στιγμές από το θησαυροφυλάκιο της παράδοσης, εικόνες ξεχασμένες, εικονογραφίες εμβληματικών ανθρώπων της επαρχίας, οικουμενικά και βαθιά οικοκεντρικά μηνύματα  Γι’ αυτό και πρόλαβε να αφήσει το στίγμα της στην ελληνική λογοτεχνία και όχι μονάχα στη λογοτεχνία για παιδιά. Δεν συναντάς αναγνώστη και αναγνώστρια του έργου της που να μην σου μιλήσει για την απόλαυση του λόγου και τη γοητεία εικόνων και ιδεών που αναδύονται από αυτό.

Πεδία δημιουργικής της άσκησης ήταν η εκπαίδευση και η λογοτεχνία. Όσον αφορά στο πρώτο πεδίο, οι πλέον ειδικοί για να μιλήσουν είναι οι κατά καιρούς μαθητές και μαθήτριές της, που είναι οι πλέον αντικειμενικοί αξιολογητές και αντικειμενικές αξιολογήτριες για έναν δάσκαλο, μια δασκάλα. Όπου μιλούσε, όπου παρουσιαζόταν βιβλίο της ένα μεγάλο μέρος του ακροατηρίου το αποτελούσαν μαθητές και μαθήτριές της όλων των ηλικιών. Ποια, στ’ αλήθεια μεγαλύτερη αναγνώριση και δόξα μπορεί να έχει ένας δάσκαλος!  

Η Φραγκούλη ήταν θιασώτις της ανθρωπιστικής παιδαγωγικής. Αντιμετώπιζε τους μαθητές και τις μαθήτριές της με ένα πνεύμα ισοτιμίας, αυτονομίας και συνάμα συντροφικότητας, φιλίας, συνεργασίας, αλληλοβοήθειας. Ήταν κοντά στον καθένα και στην καθεμία σαν φίλη, αδελφή και γονιός. «Κι εσύ και η συντροφιά σου, είσαστε ό,τι πιο πολύ αγάπησε», θα πει σε ένα φανταστικό μαθητή, τον Πάρη, η αφηγήτρια γάτα Πουπέτα, στο Κατ…γαρ-καραγάτ (σ. 40). Στις διδασκαλίες της και στην παιδαγωγική που εφάρμοζε έβρισκες τα καλύτερα στοιχεία πρωτοπόρων σχολείων όπως εκείνων της Μοντεσόρι, του Νηλ, των απόψεων του Ροντάρι αλλά κυρίως του Φρενέ και του Φρέιρε. Μάγευε τα παιδιά της με την αφήγηση, την ποίηση, το θέατρο. Μετέδιδε  σε αυτά με μοναδικό τρόπο, μέσα από πρωτότυπες και γοητευτικές φιλαναγνωστικές δράσεις, την αγάπη για το βιβλίο.

«Στον απογευματινό ουρανό με αξιοθαύμαστη ευελιξία πετάνε πλάσματα παράξενα. …Πουλιά πάντως δεν είναι! Όχι, σίγουρα δεν είναι πουλιά. Καλέ, είναι παιδιά, ιπτάμενα παιδιά, με πράσινες μπέρτες. Αλλά αυτές οι μπέρτες τους δεν είναι από ύφασμα. Είναι τεράστια φρέσκα πλατανόφυλλα» (Κατ… γατ – καραγάτ, σ. 36).

Οι θεατρικές παραστάσεις στο σχολείο της, πέρα από την αισθητική πληρότητα, αποτελούσαν μαθήματα ουσιαστικής θεατρικής παιδείας. Είμαι σίγουρος, πως, αν έγραφε ένα σχετικό εγχειρίδιο, θα ήταν ένα σύγχρονο πολύτιμο εγκόλπιο των εκπαιδευτικών. Πέρασε όμως τις ιδέες αυτές στα λογοτεχνικά της κείμενα με έναν απολύτως λογοτεχνικό τρόπο, τόσο που να μη χάνει η λογοτεχνία, αλλά να κερδίζει η ποίηση του πεζού λόγου και,  παράξενο, η παιδαγωγική πράξη με έναν αισθητικό τρόπο υπαινικτικό και υπονοούμενο.

  • Η Συγγραφέας: αφηγήσεις για όλες τις ηλικίες –

Μια περιδιάβαση σε σταθμούς του έργου της

Στη συνέχεια θα αναφερθώ, αναγκαστικά σύντομα, σε ορισμένους σταθμούς  του πολυβραβευμένου, από φορείς και από το υπουργείο πολιτισμού, λογοτεχνικού της έργου. Το κάθε βιβλίο της δεν το περίμενες μόνο επειδή η ίδια αφηγείται ικανά ή επειδή ο λόγος της είναι μοναδικά ποιητικός. Αυτά τα στοιχεία υπάρχουν αναντίρρητα ήδη από το πρώτο της βιβλίο. Απλά, πιστεύω ότι ο κάθε αναγνώστης και η κάθε αναγνώστρια, ανεξάρτητα από ηλικία –κι αυτό είναι ένα από τα προσόντα του λόγου της, να γεφυρώνει, δηλαδή, αναγνωστικά διαφορετικές ηλικίες-, βρίσκει στο έργο της ο ανήλικος την αθωότητά του και την ανιδιοτελή αγάπη ή ο ενήλικος τον παράδεισο της χαμένης αθωότητας, έναν κόσμο δηλαδή που έχασε και επιθυμεί να τον ανασυνθέσει.

2.1 Η παράδοση

Το συγγραφικό της έργο, ποσοτικά, είναι μικρό. Άλλωστε η Φραγκούλη εκινείτο στον αντίποδα της πολυπληθούς ανά συγγραφέα συνήθους πραγματικότητας.  Οι ήρωες και οι ηρωίδες των βιβλίων της Το χωραφάκι της αγάπης (1990), Η Κυράνη του Δάσους (1993) και Η Πορφυρένια και το μαντολίνο της (1995), είναι πλάσματα ανάερα, ποιητικά, φιγούρες της πραγματικότητας και του ονείρου λες απ’ την Πολιτεία της Εσώτερης Διαμονής του Ανθρώπου, εκείνης της παράδοσης και των συμβόλων.  Μιας πολιτείας με δέντρα, νερά, ελαφίνες που γίνονται γυναίκες, παλικάρια της ομίχλης, πλατάνια της σιωπής, μαντολίνα, υφαντά, φτερωτά άλογα, ποτάμια, με ανθρώπους δημιουργούς που κουβαλάνε μνήμες, λέξεις, τρυφερότητα, ομορφιά, πρωτεϊκή δύναμη που με ανεπαίσθητες ποιητικές κινήσεις, προσέχουν να μη θίξουν την αρμονία αυτής της Πολιτείας.  Με γυναίκες που αναζητούνε την ανέφικτη τελειότητα ή την εφικτή ατέλεια της καθημερινότητας σαν αυτή που ψάχνουν οι λέξεις, τα κείμενα. Όπως η Αταίριαστη στο Ταίρι της Αταίριαστης (2003) και η μάνα στο Τραγούδι της Περσεφόνης (2005). Η Αταίριαστη, είναι γυναίκα θυμόσοφη της λαϊκής παράδοσης της Ανατολής που όμως συνταιριάζει με τη νοσταλγική φιγούρα της Δύσης. Μια διαχρονική γυναίκα που προσπάθησε να ανακαλύψει τον εαυτό της ψάχνοντας και κατανοώντας τους άλλους με ευθύβολο τρόπο. Μόνη της σωτηρία ήταν οι λέξεις που πάντα την έβγαζαν στην ακτή, μετά από τη συναναστροφή της με τους ανθρώπους. Ύστερα η μάνα της Ροδιάς, η Περσεφόνη, που έφυγε μια μέρα εύστοχα και διακριτικά όπως πέρασε όλη της τη ζωή. Η Περσεφόνη, των αλλοτινών καιρών, το κοριτσάκι με τα ναυτικά κι ύστερα η όμορφη ψηλή γυναίκα κι αργότερα η άρρωστη γριούλα. Και μετά η πανέμορφη ανάερη γυναίκα με τα γαλάζια ρούχα που έρχεται κάθε τόσο και χαιρετά τη μικρή Ροδιά.

Σε αυτά τα βιβλία που είναι κυρίως για ενήλικες, η μοναξιά, ο έρωτας, η γενέθλια δύναμη της ζωής και η φθορά βρίσκονται σε μια ιερουργία εικόνων που εγείρουν τις αισθήσεις κατά την ανάγνωση, αφήνοντας μια γλυκιά πίκρα, όπως άλλωστε πολλές από τις ιστορίες της Φραγκούλη.

Οι καθημερινοί άνθρωποι και η παράδοση, λοιπόν: ο ένας αρμός της ποιητικής της.

«Όταν οι λέξεις είναι ζυγισμένες τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια και τα λίγα είναι του πλούτου το ζουμί» (Ελιά στο πέλαγος», σ. 60).

2.2.  Το διαπολιτισμικό στοιχείο

Ο δεύτερος αρμός είναι το διαπολιτισμικό στοιχείο που έτσι κι αλλιώς υπάρχει διάχυτο σε όλο της το έργο. Το Μισό Πιθάρι (2000) είναι ένα βιβλίο γεμάτο εικόνες  από την παιδική ηλικία της κεντρικής ηρωίδας, στη Μυτιλήνη. Εκεί, παρέα με τον παππού της και τις αφηγήσεις του, περνούσε ευχάριστα τον καιρό της. Με το πέρασμα των χρόνων εικόνες του σήμερα ανασυνθέτουν μνήμες κι ο παππούς γίνεται πάλι εκείνη η εμβληματική μορφή που την έχει μέσα της και τις δίνει στοιχεία για να ερμηνεύσει τον κόσμο. Πρόκειται για ένα έξοχο διαπολιτισμικό βιβλίο με άσβηστες μνήμες και οικουμενικά μηνύματα, το οποίο πάνω απ’ όλα προτάσσει την ασύνορη θέαση των πραγμάτων. Που για να τα δεις στέκεσαι στη μια πλευρά και βλέπεις απέναντι: «Πώς να την έλεγαν άραγε την Τουρκαλίτσα που έχσσε το πσσουμάκι της, είπε σφηρημένα η Ελενίτσα» (Το μισό πιθάρι, σ. 28). Γιατί απέναντι πάντα βρίσκεται ο άλλος μας μισός εαυτός.  Γιατί οι πραγματικές πατρίδες του νου και της ψυχής δεν υπακούουν σε σύνορα. Όπως τα ποτάμια, υπέργεια και υπόγεια. Σαν τον ηρακλείτειο ποταμό, το σύμβολο και του παραμυθά παππού τής ιστορίας μας, που πάντα τον ανέφερε, όταν κουβέντιαζε για μικρά και μεγάλα πράγματα, με την εγγονή του.

            2.3. Το κοινωνικά οικολογικό και διαπολιτισμικό στοιχείο σε συλλογές

Ο τρίτος αρμός της ποιητικής της Φραγκούλη είναι ο οικολογικός που κι αυτός, όπως ο διαπολιτισμικός, διαχέεται σε όλο σχεδόν το έργο της. Στη συλλογή διηγημάτων Οι Άγγελοι των Κοχυλιών (2003), η Φραγκούλη δίνει  εννέα ποιητικές στιγμές της προαναφερόμενης «πολιτείας». Προσφέρει μέσα από εικονογραφίες ονειρεμένων τόπων και χαρακτηριστικών μορφών μια καθημερινότητα που φαίνεται να χάνεται, όμως το νιώθουμε, την έχουμε μέσα μας. Από τη μια πλευρά στέκονται φαντασιακά όντα, ζώα και άνθρωποι απλοί που φέρουν την ποίηση κι από την άλλη πλευρά τα ίδια όντα, τα ζώα κι οι άνθρωποι γίνονται η συνείδηση της παγκοσμιότητας των συναισθημάτων και συνακόλουθα της ύπαρξης των ανθρώπινων δυνατοτήτων.

Στις συγκεκριμένες ιστορίες και σε άλλες πιο ρεαλιστικές που θα βγουν στο φως αρκετά χρόνια αργότερα, στο βιβλίο Ελιά στο πέλαγος (2013), θα βρει κάποιος μια «διαφορετική» πολιτεία, εκείνη της Θετικής Ουτοπίας, της πανδαισίας των ζωντανών χρωμάτων και του οράματος. Με δέντρα γεμάτα πάνσπερμη ύλη κι ερωτική ενέργεια, με  ζώα που κρύβουν τα χαμένα συναισθήματα των ανθρώπων, με ανθρώπους μοναχικούς που ζωγραφίζουν την ευτυχία  χαρίζοντας στον κόσμο τα χαμένα του όνειρα. Που γεμάτοι μνήμη δίνουν φως και αγάπη σε ό, τι υπάρχει, καθημερινό, απλό, σύντομο μα τόσο αληθινό και γενέθλιο. Όλες οι ιστορίες δίνουν την αίσθηση ότι κάτι το μοναδικό υπάρχει στα όντα τους. Εκείνο που ο καθείς το κουβαλάει κι ίσως περάσει τη ζωή του και δεν το νιώσει. Κι όμως θα το κατακτήσει, έτσι να κάνει, μια δρασκελιά, ένα φτερούγισμα, μια εικόνα μνήμης να αναβιώσει αληθινά, καλά έργα αν κάνει, όμορφες λέξεις αν σκεφτεί…. Οι ιστορίες μέσα από εικόνες εντοπιότητας οικουμενικοποιούν τη νησιωτική παράδοση, το συναίσθημά της. Μας δείχνουν ν’ αγαπήσουμε όσα δεν βλέπουν οι άλλοι: μια χήνα επαναστάτρια έφυγε από την παγωμένη της λίμνη κι έγινε η εξομολογήτρα του άτυχου έρωτα ενός ναύτη από τη Λήμνο που της χάρισε ένα μενταγιόν από μαργαριτάρια. Κι ένας γάιδαρος, όχι ο στερεότυπος, αλλά κάποιος διαφορετικός, θλιμμένος  και μοναχικός κάνει συντροφιά σ’ ένα μοναχικό κορίτσι. Κι οι δυο τους καλπάζουν μια Πρωτομαγιά στην πανδαισία της φύσης. Εκεί που μια κυδωνιά πίκρανε τους καρπούς της επειδή δεν ξανάδε το παλικάρι που ξαπόσταινε στον ίσκιο της. Κι ύστερα ο μικρός Αχιλλέας, ο πιο καλός πολίτης της Πολιτείας, που ξέρει από μικρό παιδί να σκορπίζει άπλετη αγάπη. Κι ο Αντώνης με την Καλημέρα που ένωσαν τις ζωές τους στην αγκαλιά της φύσης που σέβονταν. 

«…θα παραμερίσει ο χειμώνας, θα’ ρθει το καλοκαίρι σου. Κάνε υπομονή παιδί μου. Μη στενοχωριέσαι. Η σκέψη είναι ο πιο καλός τόπος να φυλάξεις τα πολύτιμα που αγαπάς. Κράτα το καλοκαίρι στο κεφάλι!» (Ελιά στο πέλαγος, σ. 43).

 Ένα από τα πλέον εμβληματικά βιβλία της Φραγκούλη είναι τα Εφτά ορφανά μολύβια… εφτά ιστορίες (2008). Τα όντα τους είναι άνθρωποι και ζώα, αλλά και δέντρα και βάρκες που ζωντανεύουν λες και  κάνουν ένα βήμα στην ξεκάθαρη πλέον αναζήτηση της Θετικής Ουτοπίας. Εκείνης που υπάρχει μέσα μας και που μπορεί εικόνες της να νιώθουμε πως είναι μακρινές, μα αν δούμε καλύτερα, αν σκύψουμε σε στιγμές δικές μας, καθημερινές, θα δούμε ότι είναι οι καλύτερες του παρελθόντος οι διαχρονικές και γι’ αυτό οικείες, που προσβλέπουν σε ένα απώτερο μέλλον.  

Οι ήρωές της πλέον έχουν ένα λόγο απόλυτα συγκεκριμένο. Η νοσταλγία μετατρέπεται σε δρώσα μνήμη, η ποίηση σε λόγο που ωθεί για δράση. Δηλαδή για επαναφορά του χαμένου παράδεισου. Όχι ως μνημειακού ειδώλου, ή νοσταλγικής ειδυλλιακής εικόνας, αλλά εικονογραφίες όντων που μας καλούν έμμεσα να επαναφέρουμε τα χαμένα μετεικάσματα και να δράσουμε.

Οι ήρωες, πέρα από την αποτύπωση συναισθημάτων, την άφατη χαρά και τη συγκίνηση και βέβαια τη δυναμική τους αύρα, πιστοποιούν ενσυνείδητα το σήμερα, επαναφέρουν τους κόσμους που χάθηκαν, συνδιαλέγονται, ανατρέπουν στερεότυπες καταστάσεις καταγραμμένες στο συλλογικό ασυνείδητο, σηματοδοτώντας  κόσμους που θα γεννηθούν, αν υπάρχουν η μνήμη, η νοσταλγία, η αγάπηκαι στο επίπεδο της πρωτογενούς δημιουργίας η χειροποίητη γραφή πολύ σημαντικών ανθρώπων.

Μερικά στιγμιότυπα των ιστοριών αυτού του βιβλίου είναι: η επίσκεψη δύο δέντρων στο σπίτι μιας γερόντισσας, της Φλούδως, που «ζούσε τα θαυμαστά της φύσης…με όλα συμφιλιώθηκε, σε όλα επέτρεψε να μπουν στη ζωή της με νόημα και αξία» (σ.7) και η μεταμόρφωση του ενός σε πανάρχαια σεγκόγια για να μεταφέρει την αγάπη των δέντρων, που «δηλώνει» τον απαιτούμενο σεβασμό από μέρους του ανθρώπου προς τη φύση. Κι ο Δημήτρης, που φύτεψε ένα κουκούτσι κερασιάς από άπειρα κεράσια που έπεσαν ξαφνικά, φερμένα λες από κάποιον μαγικό άνεμο, στο χωριό του. Κι αργότερα  όταν έγινε δάσκαλος «όλα στον κόσμο του και έξω απ’ αυτόν τα νοιαζόταν και τ’ αγαπούσε» (σ. 9). Δέθηκε με την κερασιά της προσφοράς, μεγάλωσε μαζί της. Κι όταν αυτή καταστράφηκε από έναν κεραυνό, πώς αλλιώς αφού δέντρο της προσφοράς ήταν, η ίδια, μεταμορφωμένη είπε στο Δημήτρη να γεμίσει με κερασιές το χωριό του από το βαζάκι των παιδικών του χρόνων που φύλαγε γεμάτο κουκούτσια, αδέλφια της κερασιάς του. Και το χωριό του από Πλαγιά ονομάστηκε Κερασιά. Σε μια πανδαισία ήχων και μουσικών χρωμάτων, ένας μουσικός, ο Τριαντάφυλλος, σ’ ένα σταθμό λεωφορείων μαγεύει τους περαστικούς με τη μουσική του. «Είναι που δεν παίζω μόνος μου, απάντησε. Είμαστε ολόκληρη ορχήστρα: ο άνεμος, τα πουλιά κι εγώ» (σ.18). Μια τέτοια ρήση είναι ο ορισμός της μουσικής, οι ήχοι δηλαδή της φύσης που μεταστοιχειώνονται, ή καλύτερα μεταμορφώνονται σε φωνές, νότες μουσικές.  Πρόκειται για μια ιστορία, που πέρα από το φευγαλέο πέρασμα ενός ανθρώπου που μπαίνοντας ο ίδιος ηθελημένα σε δεύτερο πλάνο, προτάσσει τη μουσική του, είναι υπόδειγμα σύζευξης μορφής και περιεχομένου, σύζευξης λυρισμού και ρεαλισμού: «Στέκομαι μπροστά του. Οι αλλόκοτες νότες του με περικυκλώνουν, σαν χρυσές κλωστές, με κινητοποιούν. Με βλέπει πίσω από τη μελωδία του, παίρνει θάρρος και αρχίζει να τραγουδά. Η φωνή του άρθρωνε σιρόπια λόγια. Πλατάγιζαν τα φωνήεντα στα γυμνά του ούλα, πανηγυρικά επέμενε η παιδικότητα σε παράταιρο κορμί» (σ. 17). Μια πραγματικότητα στην οποία η μορφή και το περιεχόμενο λειτουργούν ολιστικά ως διαλεκτικό δέσιμο προς ένα ξανακοίταγμα, με σημερινά διαπολιτισμικά σημαινόμενα, αυτού που ονομάζουμε «ελληνικότητα». Που θα την ορίσει ίσως η συγγραφέας επαναφέροντας την παράδοση. Πάντα το μέλλον έρχεται μέσα από το παρελθόν: «Κι εγώ είδα τον ουρανό στα μάτια του πιο ελληνικό από ποτέ. Ήταν έναστρος, παραθαλάσσιος και μύριζε αρχοντιά, μοναξιά και γλυκάνισο» (σ. 18).

«Οι χαμένες ώρες είναι μέσα σε όλα τα ώριμα και τα ωραία. Ίσως γι’ αυτό τα λέμε ωραία και ώριμα, γιατί μέσα τους κουβαλούν τις χαμένες μας ώρες» 
(Ελιά στο πέλαγος, σ. 25).

.

Κάποιες από τις ιστορίες αναφέρονται στη φύση. Για δέντρα που μεταμορφώνονται, μιλάνε, άλλοτε ως σύμβολα που μεταφέρουν τη μνήμη, άλλοτε ως σύμβολα που δυναμικά αλλάζουν την πραγματικότητα, άλλοτε ως σύμβολα που αναζωογονούν το τοπίο κι άλλοτε ως σύμβολα που μεταστοιχειώνονται και ερμηνεύουν την τέχνη και μέσω αυτής δίνουν μιαν άλλη ερμηνεία για την έννοια της θρυλούμενης ελληνικότητας. Και στις τέσσερις περιπτώσεις η γενεσιουργός αιτία είναι η άφατη, η άδολη αγάπη των πρωταγωνιστών και το αποτέλεσμα η αλλαγή ενός κόσμου που έρχεται να συστοιχηθεί κατευθείαν με τα όνειρα, δηλαδή η αλλαγή ενός κόσμου που αποδέχεται η συνείδησή μας, αλλά δεν μπορεί να τον φτάσει. Κι όχι γιατί είναι ακατόρθωτο, αλλά γιατί πρέπει να επαναορίσουμε το χαμένο μας παράδεισο, να τον επαναφέρουμε όχι μόνον ως ανάμνηση, αλλά ως δρώσα καθημερινή πραγματικότητα.  Ακριβώς όπως οι ήρωες των ιστοριών.

«Τι όμορφο που είναι να μπορούν οι άνθρωποι, αν είναι για καλό, να αλλάζουν τις συνήθειες και τις αποφάσεις τους» (Ελιά στο πέλαγος, σ. 51).

  2.4. Ο μαγικός ρεαλισμός

  Άφησα δύο από τα τελευταία της βιβλία, μαγικού ρεαλισμού, στα οποία η Φραγκούλη είναι περισσότερο αυτοβιογραφική. Στον μαγικό ρεαλισμό τα φαντασιακά γενόμενα παρουσιάζονται ως πραγματικά, δίχως να ανατρέπεται το ρεαλιστικό στοιχείο. Η Φραγκούλη είναι από τους πρώτους Έλληνες συγγραφείς, τουλάχιστον στην παιδική λογοτεχνία, που τον χρησιμοποίησε ως τρόπο αφήγησης. Ο στοχαστικός λόγος, η ποίηση κι ένα λεπτό χιούμορ βρίσκονται στο απόγειό τους. Πρόκειται για το Κατ… Γατ Καραγάτ (2011) και το Πίσω μπαλκόνι (2018).

Κρυμμένη πίσω από τις περσόνες, που της κρατούσαν συντροφιά στην καθημερινότητα, των δυο αγαπημένων της γατών της Μελένιας και της Πουπέτας, ανοίγει ένα διάλογο μαζί τους. Ήδη, ως δασκάλα, έχει ολοκληρώσει τη θητεία της στην εκπαίδευση και πια γεμάτη νοσταλγία, με τον τρόπο της αφήγησης του μαγικού ρεαλισμού, αποτυπώνει σημαντικά νοήματα για τη ζωή, τον άνθρωπο, την εκπαίδευση, την τέχνη.

Στο πρώτο βιβλίο  μιλάει η Πουπέτα για τον εαυτό της, για την τέχνη, για την αγάπη, για την καθημερινότητα, για τη συγκάτοικό της που δεν είναι άλλη από τη συγγραφέα. Μιλάει για τη  μοναξιά που νιώθει τώρα που αποχώρησε από την εκπαίδευση μεταφέροντας στην αφήγησή της, μια αναπόληση των παιδικών της χρόνων και τέλος την παρακολουθεί στον ύπνο της τροποποιώντας και ερμηνεύοντας τα όνειρά της που πρωτεύουσα θέση έχουν οι κατά καιρούς μαθητές της, το « τάγμα των πλατανόπαιδων», σε ανάμνηση των δικών της παιδικών χρόνων. Μονολογεί η Πουπέτα: «Λένε πως τους ανθρώπους, για να τους καταλάβεις, πρέπει να τους δεις στα δύσκολα. Στις λύπες τις μεγάλες, στις έντονες χαρές. Εκεί φαίνεται ο αληθινός χαρακτήρας. Εγώ νομίζω ότι μαθαίνεις έναν άνθρωπο από τα όνειρά του. Σ’ αυτό συμφωνεί κι ένας άλλος διάσημος γάτος, ο Φρόυντ, μορφωμένος και σοφός σαν κι εμένα. Κι εγώ αυτήν, την αθώα κοιμωμένη, την αγάπησα για τα όνειρά της» (Κατ…γατ-καραγάτ, σ. 37).

Στο δεύτερο βιβλίο, σε τριτοπρόσωπη πια αφήγηση, η Πουπέτα έχει διαπιστώσει ότι η Μελένια, στην ουσία δεν έφυγε, αλλά έγραφε ποιήματα που τα είχε αφήσει στο μπαλκόνι. Η συγγραφέας εδώ, πιο φανερά, ανοίγει έναν διάλογο με τη γάτα και μιλά   για ένα αξιακό πλαίσιο έμπλεο από χαρά, αγάπη, δημιουργία, με ένα ύφος τρυφερό θα έλεγε κάποιος και συνάμα λυπημένο. Κέντρο της συζήτησής τους με αφορμή τα ποιήματα της Μελένιας είναι η τέχνη, η ποίηση. «Όταν γελάς, Φωτεινούλα, στρογγυλεύει όμορφα ο κόσμος» (σ. 20) της λέει η Πουπέτα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που με πλαίσιο τον θάνατο μιλάει για τις ομορφιές της ζωής και το οποίο θαυμάσια μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην εκπαίδευση και για τη μύηση των παιδιών στην ποίηση αλλά και για ασκήσεις δημιουργικής γραφής.

Η Φραγκούλη στα βιβλία της είχε συνεργαστεί με δύο από τις καλύτερες Ελληνίδες εικονογράφους. Την Φωτεινή Στεφανίδη και την Εύη Τσακνιά.   Οι φιγούρες τους ξεχειλίζουν συναίσθημα.  Η παράξενα φαινομενική ακινησία τους και τα βελούδινα, ζεστά και νοσταλγικά χρώματα, αλλά και τα ρεαλιστικά,  προσδίδουν στα βιβλία μια δική  τους ξεχωριστή χρωματική άποψη που με τη σειρά της κινητοποιεί τις αισθήσεις κατά την αναγνωστική διαδικασία. Τα χρώματα είναι στο ύφος των κειμένων και ξεκουράζουν δημιουργικά τον αναγνώστη συνοδεύοντάς τον στα θαύματα που συντελούνται στις σελίδες τους.

  • Επίλογος

Καταλήγοντας αυτό το σημείωμα, να υπογραμμίσω ότι η Φραγκούλη για την ελληνική παιδική λογοτεχνία είναι μοναδική και απαρόμοιαστη. Γεφυρώνει αναγνωστικά ηλικίες, ο λόγος της ποιητικός και, ανεξάρτητα από το θέμα, έντονα ερωτικός, ρέει συναίσθημα, οι λέξεις της, στέρεη γη, καλλιεργούν το κάλλος, ο ήχος τους είναι ένα αεράκι ζωογόνο που έρχεται πάντα από το νησί της. Γι’ αυτό και τα βιβλία της είναι θεματοφύλακας της παράδοσής του. Με τέτοιον τρόπο, οικολογικό και οικουμενικό, που είναι οικείος στον οποιοδήποτε αναγνώστη και στην οποιαδήποτε αναγνώστρια που πιστεύουν ότι μπορεί η τέχνη, η λογοτεχνία, εν προκειμένω, να αδυνατεί να αλλάξει τον κόσμο, αλλά μπορεί να κάνει εκείνους που την κοινωνούν να τον αλλάξουν.

«Λέω πως τους ανθρώπους, για να τους καταλάβεις πρέπει να τους δεις στα δύσκολα. Στις λύπες τις μεγάλες, στις έντονες χαρές. Εκεί φαίνεται ο αληθινός χαρακτήρας. Εγώ νομίζω ότι μαθαίνεις έναν άνθρωπο από τα όνειρά του» (Κατ…γατ-καραγάτ, σ.37).

  Ένας δημιουργός ζει πάντα μέσα από τα έργα του, αν διαβάζονται. Τα βιβλία της Φωτεινής Φραγκούλη είναι βέβαιο ότι θα ανακαλύπτονται συνεχώς, καθώς ήδη έχει κατακτήσει μια εμβληματική θέση στην ελληνική λογοτεχνία.

Ήταν μια δασκάλα και μια συγγραφέας που σεμνά, με μια μεγαλειώδη απλότητα, μακριά από παράτες και τυμπανοκρουσίες υπηρέτησε με συνέπεια και ουσία την παιδαγωγική πράξη και καλλιέργησε εύστοχα τον έντεχνο λόγο μέσα από κείμενα αληθινά διαμάντια της νεότερης λογοτεχνίας.


*Ο Γιάννης Παπαδάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο ΤΕΠΑΕΣ του Πανεπιστημίου Αιγαίου