Δημήτρης Μαριόλης
Αυτή είναι η ιστορία του Ισαούρο, του αργεντινού δασκάλου και συνδικαλιστή της ATEP (Σωματείο Επαρχιακών Εκπαιδευτικών του Τουκουμάν), ο οποίος δολοφονήθηκε τα ξημερώματα της 24ης Μαρτίου του 1976, ένας από τους πρώτους εκτελεσμένους («κατεσβεσμένους», όπως αποκαλούνταν στη χουντική ορολογία οι «εξαφανισμένοι») του πραξικοπήματος του Βιντέλα. Είναι ακόμα η ιστορία ενός καινούριου ζευγαριού παπουτσιών που κλάπηκαν από τον Ισαούρο το ίδιο βράδυ, ίσως η πρώτη πράξη της λεηλασίας του αργεντίνικου πλούτου στην οποία επιδόθηκε η δικτατορία. Έτσι λοιπόν, στο πρακτικό αναφοράς της αστυνομίας, πέρα από τις εκατό σφαίρες στο σώμα του δασκάλου καταγράφηκε και η εξαφάνιση ενός καινούργιου ζευγαριού παπουτσιών μάρκας Delgado που του είχαν χαρίσει οι αδελφές του ειδικά για το μνημόσυνο της μητέρας του.
Είναι η ιστορία του ιστορικού στελέχους ενός από τα πιο μαζικά και δυναμικά αργεντίνικα σωματεία εκπαιδευτικών των ταραγμένων δεκαετιών 1950-70, η ιστορία ενός μαχητικού συνδικαλιστή με εντυπωσιακή ευρύτητα βλέμματος και ταξική στάση, ενός ενεργού δασκάλου που κήρυττε στους δασκάλους ότι αν ζούσαν σε συνθήκες ζωώδεις δεν θα μπορούσαν να διδάξουν σαν άνθρωποι, ότι θα πρέπει να κατορθώσεις να είσαι ελεύθερος για να διαδώσεις την ελευθερία, ότι ο δάσκαλος δεν θα πρέπει να εκπαιδεύει μόνο, θα πρέπει και να οργίζεται, ότι τα παιδιά πρέπει να εκπαιδεύονται για να σκέφτονται και να αλλάζουν τη ζωή και όχι για να την απαγγέλλουν, ότι χωρίς εκπαίδευση δεν υπάρχει απελευθέρωση. Σε μια εποχή όπου η αξιολόγηση-εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης προϋποθέτει την ψυχική, κοινωνική και παιδαγωγική υποδούλωση, ένα είδος πνευματικού θανάτου κάθε δασκάλας και δασκάλου αυτής της χώρας, η ιστορία του Ισαούρο είναι εξαιρετικά διδακτική για όσες και όσους σέβονται και υπερασπίζουν τον παιδαγωγικό και κοινωνικό τους ρόλο.
Μια ιστορία που μας την αφηγείται με λατινοαμερικάνικο ταπεραμέντο ο Eduardo Rosenzvaig στο βιβλίο του Η κάμπια πάνω στον μαυροπίνακα, εκδόσεις Πανοπτικόν, παίζοντας ανάμεσα στα όρια της βιογραφίας, του ιστορικού ντοκουμέντου, της μαρτυρίας, των αναφορών στην παιδαγωγική του Φρέιρε και του μυθιστορήματος και αναδεικνύοντας τη μορφή του δασκάλου-πολιτικού αγωνιστή με τη νοηματοδότηση την οποία ο Πάουλο Φρέιρε όρισε. Μέσα από την αφήγηση των τελευταίων ωρών της ζωής του Ισαούρο και την ταλάντευσή του να περάσει τη νύχτα του στα γραφεία του συνδικάτου, παρ’ ότι ήξερε πως μάλλον θα ήταν η νύχτα του πραξικοπήματος και πως ο ίδιος θα αποτελούσε στόχο των χουντικών, μέσα από διαρκείς μετακινήσεις στο χρονικό άξονα που ξεπερνούν το όριο της μεταμυθοπλασίας, ξεδιπλώνεται η σύγχρονη ιστορία των εκπαιδευτικών και κοινωνικών αγώνων της Αργεντινής μέχρι το αιμοσταγές πραξικόπημα του Βιντέλα. Ο Eduardo Rosenzvaig, πέρα από μυθιστοριογράφος, υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς δοκιμιογράφους της Λατινικής Αμερικής και φίλος του Eduardo Galeano. Στο δεύτερο παράρτημα του βιβλίου του, σε ένα εξαιρετικό κείμενο με τίτλο «Οι όροι ύπαρξης του συγγραφέα στην ύστερη αποικιοκρατία», ο Rosenzvaig ξεδιπλώνει τη σκέψη του, μιλάει για το μοντέλο διάλυσης της κοινωνίας σε ένα άθροισμα καταναλωτών, για αργεντίνικα περιοδικά όπου σχεδόν δεν έχουν τυπωμένα γράμματα, αφού ο κόσμος «δε διαβάζει, μονάχα βλέπει» και αναρωτιέται: αν η δημόσια εκπαίδευση κατεβαίνει μέχρι τα υπόγεια της δημόσιας ταπείνωσης, τότε ποιο θα είναι το κοινό των συγγραφέων; Τέλος, κλείνει θαρραλέα με το συμπέρασμα: «ο συγγραφέας πρέπει να κοιτάξει τον ήλιο χωρίς να πεταρίσει τα βλέφαρά του. Ακόμη κι αν έτσι κινδυνεύει να τυφλωθεί».
Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα διαφωτιστικό πρόλογο του Βασίλη Αλεξίου (που ανέλαβε και τη μετάφρασή του), σύμφωνα με τον οποίο η εργασία του αυτή αποτελούσε ένα προσωπικό χρέος του προς το συγγραφέα. Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο, το βιβλίο «είναι μια προσπάθεια να ξαναπάρουμε από τους φυγόδικους εγκληματίες τα κλεμμένα παπούτσια. Για να τα ξαναδώσουμε στον Ισάουρο. Δεν είναι καθόλου σωστό ένας δάσκαλος να περπατάει ξυπόλυτος στους ουρανούς».