Η διαπραγμάτευση της έννοιας, των περιεχομένων και της κοινωνικής σημασίας της αξιολόγησης

Γιάννης Βεζιρτζής

Σημείωμα της Εκπαιδευτικής Λέσχης:

Το κείμενο του αείμνηστου συντρόφου Γιάννη Βεζιρτζή, που ακολουθεί, γράφτηκε στα τέλη του 2013 ή τις αρχές 2014 και παρουσιάστηκε δυο περίπου μήνες μετά τον θάνατό του στο 4ο Διεθνές συνέδριο για την Κριτική Εκπαίδευση που έγινε στη Θεσσαλονίκη από τις 23 ως τις 26 Ιουνίου του 2014, υπό τον τίτλο “Educational assessment in the light of dialectic logic”. Για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου τα αντιθετικά ζεύγη ευνοϊκών – μη ευνοϊκών συνθηκών πρέπει να διαβάζονται αντιπαραθετικά γι’ αυτό παρατίθενται το ένα μετά το άλλο. Επιπλέον επισημαίνουμε ότι οι παραπομπές 2 και 3 διευκρινίζουν όρους που αναφέρονται στο κείμενο και έχουν προστεθεί από την συντακτική ομάδα της Εκπαιδευτικής Λέσχης.

Στην αφετηρία της διαπραγμάτευσης[1] τοποθετούμε την αντικατάσταση του θεμελιακού, κλασσικού -τυπικού- ερωτήματος, που τίθεται από τους εμπλεκόμενους στην εκπαιδευτική διαδικασία γονείς των μαθητών μας: “Είναι ή δεν είναι το παιδί μας καλός μαθητής;”, ως μη υπαρκτού ερωτήματος, στηριγμένου σε επίπλαστο δίπολο, από τη διατύπωση – πεποίθηση: “Είναι και δεν είναι”, αφού κάθε εκπαιδευόμενος, για μας θα πρέπει να εκλαμβάνεται:

Ως πεδίο εν δυνάμει πραγματωμένων αντιφατικών δυνατοτήτων στα πλαίσια ευνοϊκών συνθηκών.

Έτσι, αντίστοιχα, και η κοινωνία θα πρέπει να αντιλαμβάνεται τον κάθε εκπαιδευτικό “ως είναι και δεν είναι καλό”, δηλαδή:

Ως πεδίο εν δυνάμει πραγματωμένων αντιφατικών δυνατοτήτων στα πλαίσια ευνοϊκών συνθηκών.

1. Ευνοϊκές συνθήκες

  1. Ελεύθερος καταμερισμός εργασίας.
  2. Μόνιμη και ασφαλής εργασία.
  3. Συντροφικές και αλληλέγγυες σχέσεις στο χώρο εργασίας.
  4. Αξιοποίηση των μορφωτικών εφοδίων στα πλαίσια της εσωτερικής θεσμικής παιδαγωγικής σχέσης.
  5. Διατήρηση του ελεύθερου παιδαγωγικού κλίματος ανάμεσα σε εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενους.
  6. Θετικά διαμορφωτικός και αναμορφωτικός χαρακτήρας του δικαιοπρακτικού ελέγχου.
  7. Το σχολείο ως χώρος ελεύθερων αναπνοών και μετασχηματιστικών διδακτικών δράσεων.

2. Μη ευνοϊκές συνθήκες

  1. Κοινωνικός καταμερισμός εργασίας.
  2. Επισφαλής και ελαστική εργασία.
  3. Ανταγωνιστικές σχέσεις στο χώρο εργασίας.
  4. Μετατροπή των μορφωτικών εφοδίων σε όχημα προσωπικής ανέλιξης και κατάληψης θέσεων στελεχών εκπαίδευσης.
  5. Μετακύλιση της πίεσης και της «ευθύνης» προς τους εκπαιδευόμενους.
  6. Τιμωρητικός και μισαλλόδοξος τρόπος άσκησης του δικαιοπρακτικού ελέγχου.
  7. Διατήρηση της ιδεολογικής αναπαραγωγικής σχολικής λειτουργίας.

1.1. Ευνοϊκές συνθήκες: Ελεύθερος καταμερισμός εργασίας

Αποκαθιστά την ανάγκη για εργασία ως εσωτερική ανάγκη.

Εσωτερική ανάγκη η οποία απορρέει, αφενός από τις συναπτόμενες με την ιδιοσυγκρασία ιδιαίτερες ροπές προς δραστηριότητες συγκεκριμένου τύπου και αφετέρου από τις διαμορφούμενες στα πλαίσια της εκπαίδευσης, πολύπλευρες δημιουργικές-πολιτισμικές ικανότητες.

Με τους ανθρώπους της εργασίας να ιδιοποιούνται τα μέσα παραγωγής ως φορείς της καθολικής επιστημονικής εργασιακής ικανότητας, ως μορφωμένα, πολύπλευρα καλλιεργημένα, πολιτισμικά ανεπτυγμένα πρόσωπα, συντροφικά και αλληλέγγυα προς τους συνανθρώπους τους.

Προϋποθέτει, στο εσωτερικό της εκπαίδευσης, την κατάργηση της επικρατούσας στα πλαίσια της καθημερινής συνείδησης αντίληψης για την μετατροπή της εργασιακής ικανότητας σε ανταλλακτική αξία.

Με τον εκπαιδευτικό, από τη στιγμή που γνωρίζει ότι η πολιτισμική κληρονομιά δεν συνιστά αυθύπαρκτη πνευματική υπεροχή και ταυτόχρονα από τη στιγμή που είναι σε θέση να συνειδητοποιεί τις αιτίες και τις γεννεσιουργές διαδικασίες των μορφωτικών ανισοτήτων, να θέτει ως βασικό του σκοπό την ανάδειξη της ανάγκης για τη διαμόρφωση και ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών του και την αποδοχή τους στη βάση της πολυμορφίας των αναγκών και επιθυμιών τους, των εμφανών ή λανθανουσών κλίσεων τους και των δεξιοτήτων και δυνατοτήτων ανάπτυξης τους.

2.1. Μη ευνοϊκές συνθήκες: Κοινωνικός καταμερισμός εργασίας

Επιδιώκει και συνήθως επιτυγχάνει τη νομιμοποίηση της αναπαραγωγής των υπαρκτών ταξικών διαφορών με την μορφή του αξιολογικά αναπόφευκτου και την αποσυμπίεση των κοινωνικών απαιτήσεων, αφού οι απαιτήσεις αυτές δεν θα διεκδικούνται μέσω συγκρούσεων, αλλά μέσω της εκδοχής της ατομικής ικανοποίησής τους εντός της διατηρημένης τάξης που παραμένει ανέπαφη και νομιμοποιημένη.

Νομιμοποίηση που περνάει μέσα από την ανάθεση της κατανομής των κοινωνικών ρόλων, από την ηγεμονικά κυρίαρχη τάξη, στην εκπαίδευση.

Με τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας να κυριαρχεί πάνω στον «τεχνικό καταμερισμό εργασίας»,[2]  μέσα από μια εκπαίδευση σε κοινωνικούς ρόλους όπου μέσα τους είναι φυσικά ενσωματωμένη και η «τεχνική» πλευρά, όπως αυτή διαμορφώνεται από το κοινωνικό.

Αποτέλεσμα των προηγούμενων είναι η αξιολόγηση της σημασίας, της αξίας και των περιεχομένων της εργασίας να γίνεται όχι στη βάση της εσωτερικής τους αξίας και της παραγωγής κοινωνικά χρήσιμων αποτελεσμάτων, αλλά στη βάση εξωτερικών κινήτρων όπως αυτά της αμοιβής και του κοινωνικού status.

Μεταθέτοντας, έτσι ταυτόχρονα τις ευθύνες από την κοινωνική δομή και τον οικονομικό και κοινωνικό ανταγωνισμό, στις ατομικές ικανότητες. Μέσω της ιδεολογίας που επικαλούμενη την ελευθερία και την «ισονομία» θεωρεί ότι το μέλλον κάθε ανθρώπινου όντος δεν εξαρτάται πια από την ισχύουσα κοινωνική κατάσταση, αλλά από τις προσωπικές του δεξιότητες, τις προσωπικές του ικανότητες για μόρφωση, την προσωπική προσπάθεια και τον επίμονο εργασιακό μόχθο και εν τέλει, από τη δυνατότητά του να εξωτερικεύει τις αξίες και του κανόνες που απαιτούνται για την κατανομή στους ρόλους του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας που επιδιώκει να καταλάβει.

1.2. Ευνοϊκές συνθήκες: Μόνιμη και ασφαλής εργασία.

Πρόκειται για βασική κατάκτηση, σύμφυτη με την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών στη διαδικασία της ανθρώπινης φυλογένεσης.[3] Κατάκτηση η οποία διασφαλίζει, σε ψυχολογικό και όχι μόνο πεδίο, τη δυνατότητα του σύγχρονου ανθρώπου να αποδίδει απερίσπαστος, το μέγιστο των εργασιακών του δυνατοτήτων.

Γιατί διαφορετικά, πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος ανασφαλής, τρομοκρατημένος, υποτακτικός, ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται την αξία της εργασίας ως θετικά αυτοκαθοριζόμενη εσωτερική αξία της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, να αποκτήσει εκείνη την πνευματική υποδομή και την κοινωνική συνειδητοποίηση που η παραγωγική και κοινωνικά χρήσιμη εργασία προϋποθέτει;

2.2. Μη ευνοϊκές συνθήκες: Επισφαλής και ελαστική εργασία.

Η οποία επιβάλλεται μέσω της υποκατάστασης του κενού του Κράτους από την επιχείρηση και υποστηρίζεται:

Α. Στο επίπεδο της εκπαίδευσης από:

  • την άρνηση του ενιαίου χαρακτήρα της γνώσης,
  • την εκμάθηση μόνο διαδικασιών μάθησης,
  • την άρνηση της επιστημονικής και ιστορικής κατανόησης της κοινωνίας,
  • τη μη εμβάθυνση στην ενότητα θεωρίας πράξης,
  • την απουσία της ανακάλυψης από τους εκπαιδευόμενους των αιτιατών σχέσεων,
  • την αντικατάσταση των εσωτερικών γενετικών σχέσεων των φαινομένων από σπαράγματα γνώσεων τα οποία αφορούν μόνο τη φαινομενικότητά τους.

Β. Στο επίπεδο της αξιολόγησης από:

  • την αποκλειστική υποταγή της στη διαδικασία επιλογής, άρα, και απόρριψης.

Εν τέλει επιδιώκεται η δημιουργία ενός εργασιακά αναλώσιμου, μερικού και μονοδιάστατου ανθρώπου, με έντονα υπαρξιακά αδιέξοδα και ανασφάλειες, ο οποίος εγκλωβίζεται, επενδύει στον ατομικισμό και γίνεται εύκολα χειραγωγίσιμος.

1.3. Ευνοϊκές συνθήκες: Συντροφικές και αλληλέγγυες σχέσεις στο χώρο εργασίας.

Με δεδομένο ότι οι προδιαθέσεις, οι δυνατότητες και οι τάσεις του ανθρώπου, εξαρτώνται από σωματικούς και κοινωνικούς καθορισμούς, η δε ελεύθερη βούλησή του και η ελευθερία του δεν συνιστούν παρά τα αποτελέσματα μιας σχετικής απελευθέρωσής του από την αντικειμενική αναγκαιότητα, όπως αυτή κερδίζεται μέσα από την εργασία και τη γνώση, καταλαβαίνει κανείς αμέσως τη σημασία του χαρακτήρα του εργασιακού χώρου.

Εργασιακός χώρος ο οποίος ρυθμίζεται από, και ταυτόχρονα συνδιαμορφώνει (ρυθμίζει), την κοινωνική συμβίωση και την καθημερινή πράξη.

Η αναγκαιότητα για συντροφικότητα και αλληλεγγύη θεμελιώνεται περαιτέρω, αν στα παραπάνω προσθέσουμε τη ριζική μας αντίθεση απέναντι στους «μηχανικούς» της συμπεριφοράς, οι οποίοι θεωρούν ότι η διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα επιτυγχάνεται κατά παραγγελία και αποκλειστικά με όρους κοινωνικού ελέγχου.

Γιατί μόνο μέσα στα πλαίσια της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης αποκαθίσταται η σημασία της κοινωνικής διαμόρφωσης των προθέσεων. Γιατί μόνο στα πλαίσια της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης η βουλητική, προθεσιακή και συνειδητή ανθρώπινη δράση, εντάσσεται στην κατεύθυνση του εξανθρωπισμού του εργασιακού χώρου και της ποιοτικής αναβάθμισης των εργασιακών αποτελεσμάτων.

Συντροφικότητα και αλληλεγγύη οι οποίες είναι και οι μόνες οι οποίες μπορούν να κατοχυρώσουν και να διασφαλίσουν το συνεργατικό – κοινωνικό χαρακτήρα της ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας.

2.3. Μη ευνοϊκές συνθήκες: Ανταγωνιστικές σχέσεις στο χώρο εργασίας.

Ως αποτέλεσμα μιας συγκριτικής (ποσοστώσεις για βαθμολογική εξέλιξη), απορριπτικής (μη ικανός/η) και τιμωρητικής (απολύσεις) αξιολόγησης, οι σχέσεις των ανθρώπων που θα διαμορφώνονται στα πλαίσια της συγκεκριμένης διαδικασίας στον εργασιακό χώρο, μετατρέπονται σε ανταγωνιστικές.

Ο χειραγωγικός, πειθαναγκαστικός χαρακτήρας της εργασίας εκτινάσσεται και ο εργαζόμενος «αναδεικνύεται» μέσα από τη σχέση του με τη νεκρή εργασία και όχι μέσα από τις σχέσεις συλλογικής πολιτισμικής ανάπτυξης που δομεί με τους συναδέλφους του στον κοινό εργασιακό χώρο.

Ο εργασιακός χώρος μετατρέπεται από δεσπόζουσα μήτρα αυθεντικής συλλογικότητας (πεδίο ολόπλευρης ανάπτυξης της κάθε συμμετέχουσας προσωπικότητας), σε πεδίο διαγκωνισμού (βαθμοθηρία, ανταγωνιστικές στάσεις) και οι καθημερινές εργασιακές σχέσεις σε σχέσεις έχθρας και αλλοτρίωσης.

Ο αυθόρμητος ρεαλισμός του κοινού νου, ο οποίος διακρίνεται από μια πραγματιστική στάση απέναντι στον κόσμο, αποθεώνεται εγκαθιδρύοντας αποξενωτικές, υπεραπλουστευμένες και χρησιμοθηρικές κοινωνικές αντιλήψεις.

Η επιζητούμενη «πολιτισμικό-κοινωνική ενότητα» της συναδελφικής σχέσης, η οποία πρέπει να στηρίζεται στην αμοιβαία γνώση και αναγνώριση της οντολογικής διάστασης των εμπειριών των συμμετεχόντων, η απαραίτητη απελευθερωτική σχέση ανάμεσα στη γνώση και τη διαφωνία, δίνουν τη θέση τους σε μια άγονη πειθαρχία ως αποτέλεσμα εξωτερικού καταναγκασμού.

1.4. Ευνοϊκές συνθήκες: Αξιοποίηση των μορφωτικών εφοδίων στα πλαίσια της εσωτερικής θεσμικής παιδαγωγικής σχέσης.

Η ενίσχυση των μορφωτικών εφοδίων των μελών του κλάδου (επιμορφώσεις, πτυχία άλλων πανεπιστημιακών σχολών, διδασκαλεία μετεκπαίδευσης, εξομοίωση, ξένες γλώσσες, εκμάθηση και χρήση νέων τεχνολογιών, μεταπτυχιακά, διδακτορικά), αποτυπώνουν και αναδεικνύουν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη μορφωσιογόνο τάση και ανάγκη του κλάδου για επιστημονική χειραφέτηση.

Στα πλαίσια της αυτοκαθορισμένης ανάγκης για την αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, τα μορφωτικά αυτά κεφάλαια θα πρέπει να κατατίθενται αποκλειστικά στην κατεύθυνση της συνειδητοποίησης, απ΄ την πλευρά εκπαιδευτικών, της δυνατότητας να βιώσουν την αναγκαιότητα για μόρφωση ως ελευθερία. Αποδομώντας την κυρίαρχη καθημερινή κοινωνική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η θέση του ατόμου στην κοινωνία εξαρτάται από την αξιακή-χρηματική διάσταση των υλικών και πνευματικών αγαθών που κατέχει και κεφαλαιοποιώντας τα μορφωτικά του εφόδια αποκλειστικά στο εσωτερικό της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Με τη μορφή του χρέους, το οποίο συνίσταται στη δυνατότητά του εκπαιδευτικού:

  • να συνδέει τη γνώση με την πράξη,
  • να αξιολογεί τις γνώσεις αυτές μέσα από την πράξη-εργασία,
  • να αναπτύσσει τη δυνατότητα υπογράμμισης των ορθών πυρήνων των γνώσεων,
  • να αναδεικνύει το ταξικά προσδιορισμένο κριτήριο της γνώσης,
  • να αποκαλύπτει τις ιδεολογικές αποκρύψεις,
  • να μεταθέτει το κέντρο βάρους σε μια συλλογική προσπάθεια για τη λύση πραγματικών προβλημάτων για τους μαθητές,
  • να αναδεικνύει τον κοινωνικό και ιστορικό χαρακτήρα της γνώσης

2.4. Μη ευνοϊκές συνθήκες: Μετατροπή των μορφωτικών εφοδίων σε όχημα προσωπικής ανέλιξης και κατάληψης θέσεων στελεχών εκπαίδευσης.

Πρόκειται για τη λογική αξιοποίησης των μορφωτικών εφοδίων με όρους δαπάνης- οφέλους, κέρδους- ζημίας, μετατρέποντας την μορφωτική εργασιακή ικανότητα των εκπαιδευτικών σε εμπόρευμα προς ανταλλαγή.

Η ανάγκη για πολύπλευρη διαμόρφωση και ανάπτυξη της προσωπικότητας του εκπαιδευτικού τοποθετείται σε δεύτερο πλάνο και ενσωματώνεται απόλυτα στα στενά πλαίσια μιας αντιπαροχικής λογικής με στόχο την καριέρα, παραχωρώντας τη θέση της στην ανάγκη διαμόρφωσης εμπορεύσιμων «δημιουργικών» ικανοτήτων ( που εγκλωβίζονται σε ένα πιστοποιητικό τυπικών προσόντων –portfolio).

Με αποτέλεσμα, από τη στιγμή που οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις υποτάσσουν τους ανθρώπους, ως εργαζόμενους, σε αλλοτριωτικούς σκοπούς, το μαζικό ενδιαφέρον για την μόρφωση να σταματά να αφορά δραστηριότητες που έχουν εσωτερική αξία και τη μόρφωση ως αυτοσκοπό και να μετατρέπεται σε οργανικό μέρος της διαδικασίας συγκρότησης της εργασιακής ικανότητας, η οποία έτσι μετατρέπεται σε εμπόρευμα και αλλοτριώνεται.

Αντίληψη η οποία, συνοδοιπορεί με την καινοφανή ιδεολογική πεποίθηση ότι ο καθένας αξίζει ό,τι κερδίζει και κερδίζει ό,τι αξίζει, ταυτίζοντας -στη συνείδηση της κοινωνίας- την οικονομική επιφάνεια των ανθρώπων με τον ενδότερο χαρακτήρα του ατόμου.

1.5. Ευνοϊκές συνθήκες: Διατήρηση του ελεύθερου παιδαγωγικού κλίματος ανάμεσα σε εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενους.

Ο υπερτονισμός της δυνατότητας της εκπαίδευσης να ρυθμίσει με δίκαιο τρόπο τους όρους της αυτόνομης ατομικής συμμετοχής στον κοινωνικό ανταγωνισμό, είναι αδύνατον να απεγκλωβιστεί από το πνεύμα της πολιτικής ιδεοκρατίας (απόρριψη των κοινωνικών προσδιορισμών των τάξεων, των ταξικών σχέσεων, των ταξικών συμφερόντων, της ταξικής κυριαρχίας) που χαρακτηρίζει εν γένει το φιλελευθερισμό, αποσιωπώντας έτσι την ανάγκη της κοινωνικής αλλαγής.

Ταυτόχρονα η επιδίωξη της κοινωνικής συναίνεσης στη βάση των ιδεολογημάτων των «ίσων ευκαιριών» και της «αξιοκρατίας», αγνοεί επιδεικτικά την αυτονόητη αρχή ότι το άτομο δεν επιλέγει την αγαθή ζωή διαμέσου της λογικής σκέψης, αφού η συγκεκριμένη δυνατότητα είναι προκαθορισμένη από τις πρακτικές της κοινωνίας στην οποία βρίσκεται και βιοπορεί.

Συνεπώς μόνο μέσω του ελεύθερου παιδαγωγικού κλίματος μπορεί:

  • να αποδομηθεί η κυρίαρχη, καθημερινή, κοινωνική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η θέση του ατόμου στην κοινωνία εξαρτάται από την αξιακή-χρηματική διάσταση των υλικών και πνευματικών αγαθών που κατέχει και
  • να ανατραπεί η μονοσήμαντη αποτίμηση των κλίσεων, δεξιοτήτων και γνώσεων με το υποκατάστατο του καθολικού ισοδύναμου της αξίας (χρήματος), και αντιστοίχως στην εκπαίδευση με τους βαθμούς.

2.5. Μη ευνοϊκές συνθήκες: Μετακύλιση της πίεσης και της «ευθύνης» προς τους εκπαιδευόμενους.

Σε πλήρη αντίθεση με την ανάγκη για τη διατήρηση του ελεύθερου παιδαγωγικού κλίματος, η μηχανιστική αναγωγή των δεικτών επίδοσης των μαθητών σε δείκτη επίδοσης του εκπαιδευτικού τους:

  • αφενός θα εξοβελίσει την ανάγκη για τη συνειδητοποίηση των αιτιών και των γενεσιουργών διαδικασιών των μορφωτικών ανισοτήτων και
  • αφετέρου θα μετατρέψει σε μη «ανταποδοτική» «πολυτέλεια» την ανάγκη για τη διαμόρφωση και ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών και την αποδοχή της πολυμορφίας των αναγκών και επιθυμιών τους, των εμφανών ή λανθανουσών κλίσεών τους, των δεξιοτήτων και των δυνατοτήτων ανάπτυξής τους.

Η πίεση που θα ασκηθεί στους μαθητές θα μεγεθυνθεί, η σχέση θα ιεραρχηθεί με τρόπο αυταρχικό και αποξενωτικό, και η εκπαίδευση θα συρρικνωθεί σ’ έναν στείρο, τιμωρητικό, φορμαλιστικό και ανελαστικό μηχανισμό αξιολόγησης.

Τέλος, η μετωπική και τραπεζικού χαρακτήρα κατάθεση της γνώσης θα προκριθεί σε σχέση με ουσιαστικότερες διδακτικές προσεγγίσεις οι οποίες θέτοντας ως προτεραιότητες την επαφή των μαθητών μας με τα μεγάλα κοσμοθεωρητικά και οντολογικά ερωτήματα και την ιστορία των ανθρώπων και των πραγμάτων, θα κρίνονται ως μακροπρόθεσμα χρήσιμες και δεν θα προσπορίζουν στον εκπαιδευτικό το αναμενόμενο «κέρδος» όσον αφορά την αναγνώριση της δουλειά του.

1.6. Ευνοϊκές συνθήκες: Θετικά διαμορφωτικός και αναμορφωτικός χαρακτήρας του δικαιοπρακτικού ελέγχου

Καθώς ο εκπαιδευτικός – από τον πρώτο κιόλας χρόνο της επαγγελματικής του ενασχόλησης- αποτελεί υποκείμενο διαρκούς και ουσιαστικής αξιολόγησης, από τους μαθητές και τους γονείς τους, η επαγγελματική του συμπεριφορά, για να μπορεί να σταθεί στο ύψος του λειτουργήματος το οποίο επιτελεί, θα πρέπει να εμπεριέχει στοιχεία πολιτικής και κοσμοθεωρητικής αντίληψης, φιλοσοφικές παραδοχές και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να εξαντλείται στα στενά όρια μιας συρρικνωμένης, βιοπρακτικού και πραγματιστικού χαρακτήρα αντίληψης.

Στα πλαίσια της παραπάνω παραδοχής, όπως και εκείνης σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι για να πάρουν μια απόσταση από τη στενή βιοτική τους δραστηριότητα, θα πρέπει να αρθούν στο επίπεδο του στοχασμού, μόνον η κατανόηση και η προσαρμογή του εκάστοτε εκπαιδευτικού σε ένα προωθητικό ευνοϊκό εργασιακό περιβάλλον ασφάλειας και αγάπης για την παιδαγωγική επιστήμη, μπορεί να τον κινητοποιεί και να τον βελτιώνει.

Πεποίθηση, η οποία συμπορεύεται με εκείνη η οποία αντιλαμβάνεται τον κοινό νου ως κάτι μη άκαμπτο και στατικό, αλλά ως διαρκώς, εμπλουτιζόμενο με επιστημονικές ιδέες και φιλοσοφικές απόψεις, αξίες και στάσεις, οι οποίες εισβάλλουν στην καθημερινή ζωή, μέσω της ενεργητικής και εποικοδομητικής αλληλόδρασης με τους ανθρώπους του εργασιακού περιβάλλοντος, στα πλαίσια φυσικά του κοινού σκοπού για την προαγωγή της εκπαίδευσης.

Έτσι κι αλλιώς δεν θα πρέπει να ξεχνάει οι άνθρωποι είναι εκείνοι οι οποίοι αλλάζουν τις περιστάσεις και ότι ο παιδαγωγός έχει κι αυτός την ανάγκη να παιδαγωγηθεί.

2.6. Μη ευνοϊκές συνθήκες: Τιμωρητικός και μισαλλόδοξος τρόπος άσκησης του δικαιοπρακτικού ελέγχου.

Εφαρμόζεται από την στιγμή που ο εκπαιδευτικός και γενικά ο εργαζόμενος, υποτιμάται όσον αφορά τη δική του προθεσιακότητα που αφορά την τέλεση του λειτουργήματός του και γίνεται αντιληπτός ως ένας απλός «διακόπτης» μεταξύ προκαθορισμένων δράσεων και τελικών αντιδράσεων, αποστερούμενος από κάθε επιτυχημένη αυτενέργεια σε αυτομετασχηματιστική κατεύθυνση, με την ψυχική του ανάπτυξη, ταυτόχρονα, να συρρικνώνεται σε μια ανάπτυξη προσαρμοστικών μηχανισμών της συμπεριφοράς.

Έτσι μέσα στα πλαίσια ενός πανοπτικού συστήματος στηριγμένου στο δίπολο «έγκλημα και τιμωρία», ετεροκαθορίζεται, χειραγωγείται, πειθαναγκάζεται και εν τέλει ιδιωτεύει και προσαρμόζεται σε αντιπαροχικού τύπου δράσεις και συμπεριφορές, χωρίς καμία εσωτερική αξία.

Η «βιτρίνα» έρχεται να αντικαταστήσει την ουσία, τα εξωτερικά κίνητρα τα εσωτερικά, η καταναγκαστική προσαρμογή τη βούληση, η επιφάνεια των φαινομένων τις εσωτερικές αιτιακές σχέσεις τους, η ανταγωνιστικότητα τη συντροφική και υγιή κοινωνική αλληλόδραση.

Τέλος η ποινικού χαρακτήρα αντιμετώπιση του εκπαιδευτικού κλάδου, η συστηματική απαξίωσή του μέσα από τα Μ.Μ.Ε. και ο κοινωνικός αυτοματισμός, καταρρακώνουν το ηθικό ενός κλάδου, χωρίς την αναγνωρισμένη κοινωνικά συμμετοχή του οποίου, καμιά μεταρρυθμιστική εκπαιδευτική προσπάθεια δεν μπορεί να ευοδωθεί.

1.7.Ευνοϊκές συνθήκες: Το σχολείο ως χώρος ελεύθερων αναπνοών και μετασχηματιστικών διδακτικών δράσεων.

Μέσα από την ανακατασκευή των θετικιστικών κατασκευών περί αποϊδεολογικοποιημένης γνώσης, που αποσιωπούν την ανάγκη και τη χρησιμότητα την οποία ενέχει η κατανόηση της αμοιβαίας συνάφειας της επιστήμης, του φιλοσοφικού στοχασμού και της πολιτικής διαύγειας του εκπαιδευτικού λειτουργού, η ανάγκη για την ύπαρξη μετασχηματιστικών δράσεων στην εκπαιδευτική διαδικασία ανακτά τη θέση που της ανήκει.

Γιατί για μας η παιδαγωγική σχέση ως προς τη μορφή της συνιστά σχέση ενεργητική και αμφίδρομη και ως προς το περιεχόμενό της σχέση αντιθετική και ανισότιμη, όπου ο εκπαιδευτικός καταθέτει την επιστημονική του επάρκεια και την πολιτική του διαύγεια και οι εκπαιδευόμενοι το ήδη υπάρχον μορφωτικό τους κεφάλαιο. Με τη συνείδηση των εκπαιδευτικών για το χρέος τους να τη μετασχηματίζει και ως δεοντολογική και συλλογική, ως διαφοροποιημένη και ιστορικά καθορισμένη.

Με τον εκπαιδευτικό διδασκόμενο και αυτόν μέσα από τη σχέση του με τους μαθητές του, να μετασχηματίζει τις εμπειρίες τους, με στόχο όχι μόνο να τους κινητοποιήσει αλλά και να τους κατευθύνει στην κατανόηση του διδακτικού αντικειμένου, για την ανύψωση του κοινού ανθρώπου σε δημιουργό, με την έννοια της κατάκτησης του κόσμου και του εαυτού του.

2.7. Μη ευνοϊκές συνθήκες: Διατήρηση της ιδεολογικής αναπαραγωγικής σχολικής λειτουργίας.

Σε πλήρη αντίθεση με τα προηγούμενα, ο φιμωμένος, φοβισμένος, χειραγωγημένος, και υποτακτικός εκπαιδευτικός, κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη μιας τιμωρητικής αξιολόγησης και υπό τον τρόμο της απόλυσης και της ιδεολογικής κυριαρχίας των εκάστοτε εξουσιών, στοιχίζεται στην αναπαραγωγή της μηχανιστικής σκέψης, αποκηρύσσει το γεγονός της λυτρωτικής σημασίας των διαφωνιών και διενέξεων στο εσωτερικό των επιστημών, ως απαραίτητο συστατικό για την ιστορική τους εξέλιξη και παραδίδεται άνευ όρων στην αλόγιστη τεχνοποίηση της επιστήμης, συναινώντας στην μετατροπή του κοινωνικού βιόκοσμου σε αποικία του οικονομικοπολιτικού συστήματος.

Υποτάσσεται στην κυρίαρχη αντίληψη η οποία θεωρεί το γνωσιακό φαινόμενο ως απλή καταγραφή και επεξεργασία δεδομένων, από όπου απουσιάζουν οι ιστορικοί, κοινωνικοί, ιδεολογικοί και κοσμοθεωρητικοί καθορισμοί, εγκλωβίζει τη συνείδηση του μέσα στη «βιοτική οικονομία» της καθημερινότητας, αναπαράγοντας τελικά τη γνωσιακή ανεπάρκεια του κοινού νου, ο οποίος συγκροτεί και το περιεχόμενο της καθημερινής συνείδησης. Μετατρέπεται δηλαδή σε συνοδοιπόρο της θετικιστικής αντίληψης, η οποία αντιλαμβάνεται την επιστήμη μόνο ως γεγονότα, «δεδομένα» και «αποδοτικότητα».


  1. Το παραπάνω εγχείρημα, δηλώνεται, ότι επιχειρείται μέσα από τη μετάθεση της συζήτησης σε άλλο, από το κυρίαρχο, εννοιολογικό πλαίσιο και σε διαφορετικές, από τις επικρατούσες, κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις.

  2. [Σημείωση της σύνταξης] Κατά την μαρξιστική αντίληψη ο καταμερισμός της εργασίας διακρίνεται σε τεχνικό και κοινωνικό. Ο τεχνικός καταμερισμός αφορά τις σχέσεις συνεργασίας και τον τρόπο συντονισμού της εργασίας που απορρέουν από το επίπεδο ανάπτυξης της τεχνικής/τεχνολογίας σε μια κοινωνία. Η μορφή όμως που παίρνει η οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας σε μια κοινωνία δεν εξαρτάται μόνο από τεχνικούς παράγοντες (δηλαδή, οι εργασιακές σχέσεις δεν εκφράζουν τον καλύτερο δυνατό και πιο αποτελεσματικό τρόπο οργάνωσης της εργασίας με βάση κάποια δεδομένη τεχνική). Σε κάθε ταξική κοινωνία μέσα από τον καταμερισμό εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις ασκείται εξουσία. Ο όρος κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας αφορά τις σχέσεις κυριαρχίας που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία παραγωγής (ιεραρχική δομή των επαγγελμάτων, σχέσεις εξουσίας που καθορίζουν ποιος παίρνει τις αποφάσεις για το τι θα παραχθεί/πως θα παραχθεί και πως θα κατανεμηθεί το παραγόμενο προϊόν, σύστημα πειθαρχίας και ελέγχου κατά τη διαδικασία παραγωγής). 

  3. [Σημείωση της σύνταξης] Φυλογένεση είναι όλα τα στάδια από τα οποία πέρασε το είδος στο οποίο ανήκει το άτομο μέχρι να φτάσει στη σημερινή του μορφή. Είναι η εξελικτική ιστορία του είδους. Σε αντιδιαστολή προς την Οντογένεση που αναφέρεται σε όλα τα στάδια από τα οποία περνά ένα άτομο από τη στιγμή που ξεκινά ως γονιμοποιημένο ωάριο μέχρι τη συμπλήρωση της ανάπτυξής του. Είναι η αναπτυξιακή ιστορία του ατόμου. Στη διάσταση του χρόνου, η οντογένεση είναι ένα σημείο, η φυλογένεση είναι μια γραμμή.