Η ΒΕΒΗΛΩΣΗ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

του Δημήτρη Μαριόλη

Μάλιστα. Αν ζούσε λοιπόν ο «μακαρίτης» Νίκος Τεμπονέρας, θα μπορούσε «σήμερα να ήταν βουλευτής, ίσως ακόμα και υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ». Πρόκειται ασφαλώς για τον ορισμό της βεβήλωσης. Της βεβήλωσης του νεκρού αντιπάλου, δολοφονημένου, όλοι γνωρίζουν σε αυτή τη χώρα από ποιους και κάτω από ποιες συνθήκες. Θα μπορούσε να θυμώσει κάποιος με αυτό το εξοργιστικό σχόλιο. Να χάσει την ψυχραιμία του. Να απαντήσει στο ίδιο μήκος κύματος. Να σκεφτεί για παράδειγμα ότι η κυριακάτικη Καθημερινή έχει το κατάλληλο σχήμα και μέγεθος για να τυλίξει κανείς ένα ολόκληρο καφάσι ψάρια ή να δηλώσει χωρίς δεύτερη σκέψη ότι ο αρθρογράφος είναι ακροδεξιός.

Όμως όχι, κατά τη γνώμη μου, η πραγματικότητα είναι άλλη. Η Καθημερινή είναι η πολιτική ναυαρχίδα της δεξιάς εδώ και δεκαετίες. Και ο αρθρογράφος δεν είναι ακροδεξιός. Ας αναλογιστούμε: για όσα πεπραγμένα της η δεξιά ντρέπεται, φροντίζει να τα κρύψει κάτω από το χαλί του πολιτικού φιλελευθερισμού. Και τη βολεύει μια χαρά να χρεώνονται στο χώρο της ακροδεξιάς. Όμως δεν είναι έτσι. Στο δικό της πολιτικό χώρο χρεώνονται, δικά της πεπραγμένα είναι. Όπως δικό της πεπραγμένο είναι και η βεβήλωση της μνήμης του Τεμπονέρα. Και δεν πρωτοτυπεί καθόλου ο αρθρογράφος της Καθημερινής στον τομέα αυτό. Έχουμε ακούσει πολύ χειρότερα. Οι παλαιότεροι που είχαν μια επαφή με το φοιτητικό κίνημα, θυμούνται καλά, τα σχετικά υβριστικά συνθήματα της ΔΑΠ ΝΔΦΚ στο Πανσπουδαστικό Συνέδριο του 1993.

Ο αρθρογράφος και η εφημερίδα του δεν επιλέγουν τυχαία τον Τεμπονέρα. Ξέρουν καλά, ότι εδώ και 26 χρόνια αποτελεί το σύμβολο των αγώνων του εκπαιδευτικού και του νεολαιίστικου κινήματος. Ξέρουν ότι τη γενναία στάση του απέναντι στο σχέδιο βίαιης καταστολής του μαθητικού κινήματος την πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή. Δεν διστάζουν να βεβηλώσουν τη μνήμη του για να επιτύχουν ένα πολύ σημαντικό στόχο. Η συνεπαγωγή είναι απλή αλλά εύληπτη: η κυβέρνηση εγκαινιάζει τη σήραγγα δίνοντας το όνομα του Τεμπονέρα γιατί ο Τεμπονέρας πέθανε υποστηρίζοντας τις καταλήψεις – ο πρωθυπουργός υπήρξε καταληψίας γι’ αυτό τιμά τους καταληψίες του παρελθόντος –οι όμοιοι του Τεμπονέρα μας κυβερνούν σήμερα. Άρα, οι αγωνιστές, οι διαδηλωτές, οι καταληψίες του σήμερα, θα είναι, ίσως, αυτοί που θα μας κυβερνούν αύριο. Βουλευτές και υπουργοί.  

Όμως, οι καταληψίες του ‘90 που ακολούθησαν άλλο δρόμο, που έχουν διαβεί το μνημονιακό Ρουβίκωνα και βρίσκονται στην ίδια όχθη με τον εν λόγω αρθρογράφο, άτομα ή πολιτικές οργανώσεις, δεν είναι παρά οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Το γεγονός ότι ένα μέρος της γενιάς των μαθητικών/φοιτητικών καταλήψεων ’90-’91 παρέμεινε μετά ανέστιο και σιωπηλό και ένα άλλο μέρος της συμμετείχε και συμμετέχει σε ριζοσπαστικές συλλογικότητες και κινήματα, δεν είναι απλά γνωστό. Είναι άκρως ενοχλητικό για τις πολιτικές και δημοσιογραφικές ελίτ. Δεν ξεχνιέται έτσι εύκολα ένα κίνημα που νίκησε την πανίσχυρη και αήττητη ως τότε δεξιά του Μητσοτάκη. Όπως δεν ξεχνιέται και η τεράστια αμηχανία που άγγιζε τα όρια του πανικού στα επιτελεία της εξουσίας, απέναντι σε ένα κίνημα ριζοσπαστικό, συγκρουσιακό, πραγματικά ακηδεμόνευτο πολιτικά, στο εσωτερικό του οποίου οι μηχανισμοί και τα μέλη των επίσημων κομμάτων, ελάχιστη επιρροή είχαν.

Όπως δεν ξεχνιούνται και μερικές ακόμα πραγματικότητες. Ο Νίκος Τεμπονέρας δολοφονήθηκε από μέλος της ΟΝΝΕΔ που συμμετείχε στο σχέδιο βίαιης εκκένωσης των μαθητικών καταλήψεων. Και αυτό δεν είναι εικασία. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Και αυτή η ρετσινιά δεν σβήνεται από το σώμα της δεξιάς παράταξης όση λάσπη και αν πέσει, όσες απόπειρες επαναφοράς του εμφυλιοπολεμικού κλίματος και αν επιχειρηθούν από τις δεξιές γραφίδες.

Και όχι. Δεν κυβερνούν οι καταληψίες. Κυβερνούν τα μεγάλα συμφέροντα, η εγχώρια αστική τάξη, η ΕΕ και το ΔΝΤ. Αυτούς υπηρετεί η σημερινή κυβέρνηση και τα στελέχη της, όποιο κι αν είναι το παρελθόν τους. Αυτούς υπηρετεί και ο συγκεκριμένος αρθρογράφος. Αν επιθυμεί να τα βάλει με κάποιο ισχυρό αντίπαλο, ιδού η Ρόδος. Αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί, μεταξύ άλλων, γενναιότητα.

Και ναι, ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας προσέφερε. Προσέφερε στη νέα γενιά αυτό που οφείλει κάθε δάσκαλος να προσφέρει. Την ψυχή του, μέσα στη σχολική τάξη. Επιπλέον, θυσίασε και την ίδια τη ζωή του για να υπερασπιστεί τους αγώνες της. Και αν είναι απόλυτα ερμηνεύσιμη η πολιτική απέχθεια που προκαλεί η θυσία του στη δεξιά, είναι ωστόσο εντυπωσιακό και αξιοσημείωτο, πόσο ασήμαντη και μηδαμινή θεωρείται η κοινωνική προσφορά του δασκάλου για τον αρθρογράφο και την εφημερίδα του.

Ο Τεμπονέρας δεν ζει στα κρατικά έργα, δεν χωράει στους επίσημους πανηγυρικούς των εγκαινίων, δεν έχει καμία θέση στο πάνθεον του μνημονιακού καθεστώτος. Έζησε και αγωνίστηκε ενάντια στους πολιτικούς συμβιβασμούς της αριστεράς, ενάντια στις οικουμενικές συγκυβερνήσεις. Ζει και αναπνέει σαν σύμβολο και σημαία των μεγάλων αγώνων, όταν οι διαδηλώσεις ανεβαίνουν τη Σταδίου περνώντας από το σημείο δολοφονίας του Σωτήρη Πέτρουλα, ένα ρίγος ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα και το κέντρο της πόλης αντηχεί από το σύνθημα «Ζει ο Τεμπονέρας ζει – με Πέτρουλα, Λαμπράκη μας οδηγεί». Τι εφιάλτης αλήθεια για τη δεξιά και τη δημοσιογραφική της ναυαρχίδα!