ή η κότα που έκλωσε ένα αυγό πάπιας[1]
του Γιάννη Βεζιρτζή
ΜΙΑ ΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΙΕΤΑΙ
Η ίδρυση παιδαγωγικών τμημάτων στα πανεπιστήμια για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των δασκάλων σε συνδυασμό με την αύξηση των ετών φοίτησης είναι δυνατόν να θεωρηθεί κατάκτηση του οργανωμένου κλάδου των νηπιαγωγών, των δασκάλων και των σπουδαστών των παιδαγωγικών ακαδημιών, καθώς και των πολύχρονων αγωνιστικών κινητοποιήσεων.
Στα πλαίσια των αγωνιστικών διεκδικήσεων των δασκάλων και νηπιαγωγών για εκδημοκρατισμό και αναβάθμιση της παιδείας, θέματα αιχμής κατά καιρούς αποτελούσαν τα ζητήματα της αύξησης της διάρκειας των σπουδών, η ένταξη των σπουδών στα πανεπιστήμια, καθώς και η πληρέστερη επιστημονική τους κατάρτιση.
Και όλα αυτά ενταγμένα στην ικανοποίηση των αιτημάτων αναγνώρισης. Μιας αναγνώρισης κοινωνικής και επαγγελματικής που θα δημιουργούσε ζητήματα αναπροσδιορισμού επαγγελματικής αυτονομίας και διεκδίκησης από θέσης ισχύος, της συμμετοχής του κλάδου στην χάραξη επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής.
Αν στα προηγούμενα επισημανθεί η χαρακτηριστική απουσία των Α.Ε.Ι. από την προβολή του αιτήματος για πανεπιστημιακή μόρφωση των δασκάλων, καθώς και η απουσία της ΟΛΜΕ από τις αγωνιστικές διεκδικήσεις, η ικανοποίηση αυτού του αιτήματος, δεν μπορεί παρά να κατοχυρωθεί ως επιτυχία του κλάδου.
ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗΣ
Είναι βέβαια σαφές ότι οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις των δασκάλων και των νηπιαγωγών δεν αφορούσαν μόνο τους συναδέλφους που θα πλαισίωναν το επάγγελμα στο μέλλον. Αφορούσαν και αφορούν προσωπικά τους ίδιους που θα εξακολουθούσαν να εργάζονται στο σχολείο τα επόμενα 30 χρόνια. Σε αντίθετη περίπτωση θα ήταν αντιφατικοί γιατί στον αγώνα τους για κοινωνική αναγνώριση θα υπονόμευαν και τη διαπραγματευτική τους ισχύ και την επαγγελματική τους υπόσταση.
Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι η αναγνώριση και η ικανοποίηση ενός αιτήματος δεν μπορεί να συνδυαστεί με μεροληπτικές επιλογές σε βάρος αυτών που πρόβαλαν το αίτημα και αγωνίστηκαν για την ικανοποίησή του. Δεν μπορεί να οδηγήσει σε κατακερματισμό του ενιαίου σώματος των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σε δασκάλους και νηπιαγωγούς διαφορετικών ταχυτήτων. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να οδηγήσει σε διαχωρισμούς, αξιολογήσεις και απαξιωτισμούς.
Αυτονόητο τέλος είναι ότι δεν μπορεί η κατάκτηση από τον κλάδο ενός τέτοιου αιτήματος, ως αποτέλεσμα κοινωνικής πάλης και συγκρουσιακής διεκδίκησης, να εγκαταστήσει έναν ακόμα καινούριο ιδιότυπο ιδεολογικό εσωτερικό ρατσισμό, στα σπλάχνα της ίδιας της εκπαίδευσης.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Βρισκόμενοι λοιπόν στα 1997 έχουμε ήδη συμπληρώσει 15 ολόκληρα χρόνια έντονων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων για το ζήτημα της ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναβάθμισης των δασκάλων και των νηπιαγωγών που υπηρετούν, προς την κατεύθυνση της εξομοίωσης τους με τους πτυχιούχους τετραετούς φοίτησης.
Δεκαπέντε χρόνια μετά το 1982 οπότε θεσπίστηκε η εξομοίωση (ν. 1268/82) για να παραπεμφθεί και πάλι στο μέλλον η επαγγελματική και ακαδημαϊκή αναβάθμιση των εκπαιδευτικών μέσα από την διαδικασία της εξισορρόπησης (sic).
Το πρώτο σχέδιο προεδρικού διατάγματος (Π.Δ.) για την εξομοίωση, με την υπογραφή του τότε Υπουργού Παιδείας Γ. Παπανδρέου κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1989. Ήδη δηλαδή είχαν μεσολαβήσει 7 χρόνια σιωπής της εκπαιδευτικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ για το ζήτημα, με τη συνεργεία των παιδαγωγικών τμημάτων. Το σχέδιο είχε γίνει δεκτό ομόφωνα από τη Δ.Ο.Ε και όμως τελικά αποσύρθηκε.
Όταν υπουργός Παιδείας της «Οικουμενικής» κυβέρνησης ήταν ο Κ. Σημίτης, δόθηκε στην δημοσιότητα ένα άλλο Π.Δ. Αποσύρθηκε!
Το τρίτο αλλεπάλληλο, μέσα σε ένα χρόνο, σχέδιο Π.Δ. του Δεσποτόπουλου ως Υπουργού Παιδείας της υπηρεσιακής κυβέρνησης, δημοσιεύτηκε! (Π.Δ 130. 6.4 .90 Φ.Ε.Κ.52 τ. Α).
Όσο για τα παιδαγωγικά τμήματα, πέρασαν από την απουσία στην άρνηση. Οι πρόεδροι των παιδαγωγικών τμημάτων (Οικονομικός ταχυδρόμος 7/6/90) απέρριψαν συνολικά το Π.Δ. και ζήτησαν την αναστολή του και τον διάλογο με το Υ.Π.Ε.Π.Θ. Ως βασικός λόγος της άρνησης προβλήθηκε το γεγονός, ότι οι προϋποθέσεις για τη διαδικασία εξομοίωσης που προσπαθούσε να επιβάλλει το Υ.Π.Ε.Π.Θ. οδηγούσαν κατά τη γνώμη τους στην καταστρατήγηση των αρχών αυτονομίας. Μιας αυτονομίας όμως που λειτουργεί μάλλον επιλεκτικά, μιας και δεν επικαλείται το σταμάτημα των παρεμβάσεων του Υ.Π.Ε.Π.Θ. στις κατατακτήριες εξετάσεις, στις μεταγραφές, στον αριθμό εισακτέων, των συγγραμμάτων… Μιας αυτονομίας στο όνομα της οποίας τα Παιδαγωγικά τμήματα, αποκλείουν τη συμμετοχή των δασκάλων και των νηπιαγωγών στη λήψη σχετικών αποφάσεων.
Κάνοντας εδώ ένα μικρό άλμα για λόγους οικονομίας του άρθρου και μιας και η διαρκώς συρρικνούμενη διαδικασία εξομοίωσης και οι περιπέτειές της (κληρωτίδες κλπ), είναι ήδη γνωστές στους περισσότερους από εσάς, διαβάζουμε από την εισήγηση του Δ.Σ. της ΔΟΕ για τα θέματα της προσωρινής ημερήσιας διάταξης της 65ης Γ.Σ. του κλάδου για το ζήτημα της εξομοίωσης:
«Με τη μορφή και το ρυθμό που πραγματοποιείται η διαδικασία εξομοίωσης των πτυχίων, απόφοιτων Π.Α και Σ.Ν. με αυτά των απόφοιτων Π.Τ., σύμφωνα με το Π.Δ. 130/90 και έπειτα από την εμπειρία 6 χρόνων, ο κλάδος διαπιστώνει ότι παρουσιάζονται τεράστια προβλήματα. Προβλήματα που σχετίζονται με την απροθυμία των Π.Τ. (εκτός εξαιρέσεων) να υιοθετήσουν το Π.Δ.130/90 και να το εφαρμόσουν συστηματικά. Οι λόγοι που προβάλλονται είναι αντικειμενικοί (έλλειψη πιστώσεων, μελών Δ.Ε.Π., υλικοτεχνικής υποδομής κ.ά.), υπάρχουν όμως και λόγοι υποκειμενικοί που σχετίζονται με την στάση ορισμένων μελών της Ακαδημαϊκής κοινότητας απέναντι στο πρόβλημα αυτό. Οι μέχρι τώρα ευθύνες του Υπουργείου Παιδείας είναι τεράστιες. Έτσι μέχρι σήμερα εξομοιώθηκαν 2.500 περίπου εκπαιδευτικοί της Π.Ε (κυρίως νηπιαγωγοί) και με το ρυθμό αυτό, η προοπτική ολοκλήρωσης της διαδικασίας για τους απόφοιτους των Π.Α και Σ.Ν. φαίνεται απραγματοποίητη.
Το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. παρακολουθώντας την πορεία αυτή και διαβλέποντας τους μελλοντικούς κινδύνους κατηγοριοποίησης και διαφοροποίησης του κλάδου των εκπαιδευτικών της Π.Ε. (στη μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη, στην επιλογή των στελεχών εκπαίδευσης κ.ά.), διοργάνωσε τη σύσκεψη με τους προέδρους των Π.Τ. και εκπροσώπους του Υ.Π.Ε.Π.Θ., όπου επισημάνθηκαν τα προβλήματα και οι αδυναμίες υλοποίησης της διαδικασίας εξομοίωσης με το Π.Δ. 130/90….»[2]
ΠΩΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΙΩΠΗ
Και με βάση όλα τα παραπάνω το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. προτείνει: Άμεση προώθηση της διαδικασίας ουσιαστικής εξομοίωσης των πτυχίων, σύμφωνα με τις προτάσεις Εξαρχάκου (Π.Τ. Ιωαννίνων) και Δήμου (Π.Τ. Αθηνών), (μαζική εξομοίωση με αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου των εκπαιδευτικών, διακοπές, αργίες, κ.λπ.), με ουσιαστικότερη συνεκτίμηση και αποτίμηση των άλλων προσόντων των εκπαιδευτικών και της διδακτικής εμπειρίας με υποστήριξη και χρηματοδότηση μέσα από το Κοινοτικό πλαίσιο στήριξης.
Πού όμως μετατράπηκε σε σιωπή (από τη Δ.Ο.Ε.) η ίδια η ιστορία του κλάδου;
Αν κάποιος διαβάσει το διεκδικητικό πλαίσιο- πρόγραμμα δράσης που ψηφίστηκε από την αμέσως προηγούμενη (64η) Γ.Σ. του κλάδου, βλέπει:
«Διεκδικητικό πλαίσιο:
Την προώθηση και ολοκλήρωση της διαδικασίας ουσιαστικής εξομοίωσης μέσα από νέες και ρεαλιστικές προσεγγίσεις σε συνδυασμό με την ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΞΟΜΟΙΩΣΗΣ.»[3]
Έχουμε λοιπόν μπροστά μας τον ιδανικό αυτόχειρα ή την κατάθεση του πιο απολιτικού κυνισμού; Πώς το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. παραιτείται από το συνδικαλιστικό αίτημα διασφάλισης της ομοιογένειάς του; Και αν το κάνει το ίδιο, προς τι η αναλυτική κινδυνολογία στην εισήγηση του Δ.Σ. για κατακερματισμό του κλάδου; Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι στέλνει το μέσο συνάδελφο χωρίς όρους στην αγκαλιά του οποιουδήποτε μηχανισμού εξομοίωσης, που θα αναλάβει χωρίς δεσμεύσεις να τον «προφυλάξει» από «ατομικές» περιπέτειες που το ίδιο το Δ.Σ. περιγράφει; Πού βρίσκεται εδώ η αξιοπρέπεια του κλάδου και ποιος είναι ο θεματοφύλακάς της; Και πώς νομιμοποιείται το Δ.Σ. να αποσιωπά ψηφισμένη απόφαση της Γ.Σ του, που θα διασφάλιζε τα μέλη του;
Πώς απεμπολείται η διεκδίκηση ενός αιτήματος που, όπως αναλυτικά περιγράψαμε στις δυο πρώτες ενότητες, ιστορικά δικαιούται να κατοχυρώσει;
Γιατί δεν επιμένει στο διεκδικητικό πλαίσιο που ήδη υπήρχε, έχοντας και το προηγούμενο δεδικασμένο της αυτόματης διοικητικής εξομοίωσης των αποφοίτων των ΤΕΦΑΑ, όταν αυξήθηκε ο χρόνος σπουδών τους από 3 σε 4 χρόνια;
Το αυτονόητο βέβαια των απαντήσεων καταντά τις ερωτήσεις ρητορικές.
ΠΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες μας, στην συνάντηση της 23-1-97 στην Αθήνα, στην πρώτη της πράξη (ακολούθησε και 2η συνάντηση), της επιστημονικής επιτροπής για την εξομοίωση εκπαιδευτικών Α/θμιας εκπαίδευσης, με προέδρους και εκπροσώπους Π.Τ. ομόφωνα συμφωνήθηκε:
Α. Τα πανεπιστήμια θα πρέπει να ακολουθήσουν την παρακάτω διαδικασία για το πρόγραμμα εξομοίωσης χωρίς να καταργηθεί η αυτονομία τους:
- Εφαρμογή του Π.Δ. 130/90 για τις τρεις πρώτες κατηγορίες Δ.Ε. Δεν μπορούν να συμμετέχουν πτυχιούχοι Α.Ε.Ι. και κάτοχοι πτυχίου Μ.Δ.Δ.Ε.
- Η φοίτηση είναι υποχρεωτική.
- Υποχρεωτική παρουσία – δικαιολογημένες απουσίες (όχι πάνω από 20%).
- Κάθε πρόγραμμα θα το παρακολουθούν από 30 το ελάχιστο μέχρι 50 το μέγιστο εκπαιδευτικοί. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις (απομακρυσμένες περιοχές, δυσπρόσιτες) ο ελάχιστος αριθμός μπορεί να είναι 20 εκπαιδευτικοί.
Β. Καθορισμός εξαμήνων, μαθημάτων, και ωρών κατά κατηγορία (Π.Δ. 130/90).
1η Κατηγορία
Τέσσερα (4) εξάμηνα σπουδών για όσους εκπαιδευτικούς έχουν εκπαιδευτική υπηρεσία μέχρι 5 έτη και για τους αδιόριστους διετούς φοίτησης. Οι εκπαιδευτικοί της κατηγορίας αυτής υποχρεούνται να παρακολουθήσουν 28 μαθήματα. Κάθε μάθημα θα διδάσκεται για 30 ώρες συνολικά. Σύνολο ωρών: 840
2η Κατηγορία
Δυο (2) εξάμηνα σπουδών για όσους εκπαιδευτικούς έχουν εκπαιδευτική υπηρεσία πάνω από πέντε (5) έτη και μέχρι είκοσι (20) έτη. Οι εκπαιδευτικοί της κατηγορίας αυτής υποχρεούνται να παρακολουθήσουν 20 μαθήματα συνολικά. Κάθε μάθημα θα διδάσκεται για 30 ώρες συνολικά. Σύνολο ωρών: 600.
3η Κατηγορία
Ένα (1) εξάμηνο σπουδών για όσους εκπαιδευτικούς έχουν εκπαιδευτική υπηρεσία πάνω από 20 έτη ή ΣΕΛΔΕ ή πτυχίο Τ.Ε.Ι. ή εξάμηνο Π.Ε.Κ. Οι εκπαιδευτικοί της κατηγορίας αυτής υποχρεούνται να παρακολουθήσουν 10 μαθήματα συνολικά. Διδακτικές ώρες 300 συνολικά.
Οι εκπαιδευτικοί που θα παρακολουθήσουν τέτοια προγράμματα θα εγγραφούν στα αντίστοιχα τμήματα των Α.Ε.Ι σύμφωνα με το Π.Δ. 130/ 90 και αφού ολοκληρώσουν επιτυχώς τους κύκλους σπουδών τους θα τους χορηγηθεί πτυχίο Α.Ε.Ι. από τα αντίστοιχα Παιδαγωγικά τμήματα.
Γ. Θα ορισθεί γενικός υπεύθυνος ο οποίος θα εποπτεύει το Πρόγραμμα σε κάθε πανεπιστήμιο.
- Για κάθε μάθημα θα ορισθεί ένας υπεύθυνος.
- Οι διδάσκοντες θα καταθέτουν βαθμολογία στη Γραμματεία του Τμήματος που είναι γραμμένος ο εκπαιδευτικός.
- Όλοι οι διδάσκοντες θα είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος, εκτός από όσους διδάσκουν τα ειδικά μαθήματα, όπως τα Καλλιτεχνικά, τη Μουσική κλπ. και θα ορίζονται από τη Γενική Συνέλευση του οικείου Α.Ε.Ι.
- Τα Πανεπιστήμια που έχουν τη δυνατότητα μπορούν να λειτουργήσουν το Πρόγραμμα της Εξομοίωσης ταυτόχρονα και για τις τρεις (3) κατηγορίες.
Ποια μαθήματα θα ενταχθούν στο πρόγραμμα εξομοίωσης και σε ποιες πόλεις θα πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα, θα αποφασίσει η Γ.Σ κάθε πανεπιστημίου. Η χρηματοδότηση του ειδικού επιμορφωτικού προγράμματος θα γίνει από το Β Κοινοτικό πλαίσιο στήριξης. (Β΄Κ.Π.Σ).
Στη συνεδρίαση συμμετείχε σε ρόλο παρατηρητή, ο πρόεδρος της Δ.Ο.Ε.
ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΑΡΧΩΝ
Το αίτημα για επιμόρφωση πρέπει να προβληθεί και να διεκδικηθεί αναπόσπαστα μαζί με εκείνο της αυτόματης διοικητικής εξομοίωσης.
Μόνο έτσι ο κλάδος και ο κάθε συνάδελφος μπορεί να απελευθερωθεί από μειωτικά αισθήματα ανασφάλειας, που τον οδηγούν στην περιχαράκωση, την άμυνα και σπέρνουν διχαστικές λογικές ανάμεσα σε «εκείνους» (απόφοιτοι Π.Α ) και στους «άλλους» (απόφοιτοι Π.Τ.) .
Μόνο έτσι η διαδικασία της «εξομοίωσης» μπορεί να μετασχηματιστεί σε διαδικασία ουσιαστικής επιμόρφωσης, στην κατεύθυνση της επιστημονικής χειραφέτησης του μάχιμου εκπαιδευτικού.
Η αποδοχή του όρου εξισορρόπηση των μη εξομοιούμενων μέχρι σήμερα μάχιμων εκπαιδευτικών φωτογραφίζει δασκάλους α΄ και β΄ κατηγορίας στο ίδιο σχολείο. Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι δάσκαλοι που για τόσα χρόνια τους είχε ανατεθεί το λειτούργημα του εκπαιδευτικού και στις πιο αντίξοες αντικειμενικά συνθήκες (ελλείψεις χώρων, έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, υπερφίαλα αναλυτικά προγράμματα, ποσοτικοποίηση της προσφερόμενης ύλης, έλλειψη ειδικής επιστημονικής βοήθειας, απομακρυσμένα ξεχασμένα σχολεία), να αποδεχτούν ξαφνικά άνευ όρων την χαμηλή εκτίμηση του έργου τους.
Μια τέτοια εξάλλου παραδοχή δεν μπορεί να έχει παρά προεκτάσεις και στην αποδοτικότητα τους ή επιπτώσεις στην αποδοχή τους από την πλευρά των μαθητών τους. Είναι κοινός τόπος ότι η αποδοτικότητα της εργασίας ενός δασκάλου αποδυναμώνεται ή σχεδόν εξαφανίζεται κάτω από την επενέργεια διακρίσεων στην απονομή της κοινωνικής αναγνώρισης και εκτίμησης.
Δεν θα πρέπει τέλος να υποβαθμιστεί το γεγονός ότι οι δάσκαλοι και οι νηπιαγωγοί που υπηρετούν σήμερα στα σχολεία είναι εκείνοι που θα υποδεχτούν τους «νέου τύπου δασκάλους». Οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσά τους, ίσως αναπόφευκτα θέσει σε λειτουργία ισχυρούς μηχανισμούς προάσπισης του επαγγελματικού τους κύρους, που κινδυνεύει με άμεση υποτίμηση και υποβάθμιση. Είναι βέβαιο ότι οι εκπαιδευτικοί που υπηρετούν στα σχολεία αποτελούν ισχυρό παράγοντα στη διαδικασία επαγγελματικής ενσωμάτωσης και κοινωνικοποίησης του νεοδιοριζόμενου. Καταλαβαίνουμε λοιπόν όλοι πού μπορεί να οδηγήσει ένα διχαστικό κλίμα ανάμεσα σε συναδέλφους στο ίδιο σχολείο.
Κεντρικό διεκδικητικό αίτημα του κλάδου πρέπει να αποτελεί η συμμετοχή του, στη βάση επεξεργασμένων θέσεων, στη διαμόρφωση της μορφής και του είδους της επιμόρφωσης – μετεκπαίδευσης. Και αυτό γιατί η καθιέρωση κάθε επιμορφωτικής μορφής είναι κυρίως συνάρτηση των διαπιστωμένων αναγκών των εκπαιδευτικών, που επηρεάζονται από το είδος της υπάρχουσας βασικής τους εκπαίδευσης και το είδος του εκπαιδευτικού συστήματος μέσα στο οποίο εργάζονται. Ακόμα και αν βρίσκονται καθημερινά στα οριακά σημεία της αυτονομίας που τους παρέχει.
Είναι σημαντικό και εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η θεωρητική και ερευνητική μελέτη του θεσμού της «εξομοίωσης» και των διάφορων μορφών της, εξαντλείται σε αναλύσεις κυρίως οργανωτικών, και συντονιστικών προβλημάτων που συνδέονται με την καθιέρωσή της. Το πιο ζωτικό πρόβλημα, εκείνο του ελέγχου της «εξομοίωσης» στην κοινωνικοπολιτική του διάσταση έχει αγνοηθεί, ή ελάχιστα διερευνηθεί. Μόνο μέσα από μια κοινωνικοπολιτική οπτική μπορεί να δοθεί απάντηση στο κεντρικό θέμα, που είναι ο πραγματικός ρόλος των εκπαιδευτικών στη διαδικασία του προσδιορισμού των σκοπών και του «έγκυρου» περιεχομένου της επιμόρφωσης. Χρειάζεται λοιπόν η δημιουργία ενός συμμετοχικού πλαισίου, πρόκλησης, ενίσχυσης και προσφοράς ευκαιριών για την αυτοεξέλιξη του εκπαιδευτικού. Δεν μπορεί δηλαδή ο εκπαιδευτικός να υπάγεται ιεραρχικά σε μια εκπαιδευτική αρχή, που σαν αποκλειστικός χορηγός «εξομοίωσης», να διατηρεί το δικαίωμα του αποκλειστικού ελέγχου της.
Η προσωπική μας παρουσία και η σχέση μας με τον Πανεπιστημιακό χώρο στα πλαίσια της διαδικασίας επιμόρφωσης – μετεκπαίδευσης πρέπει να έχει τον χαρακτήρα της ανταλλαγής και όχι της συναλλαγής.
Εμείς θα πρέπει να απαιτήσουμε τη δυνατότητα να μετασχηματίζουμε την καθημερινή εμπειρία σε επιστημονικό λόγο και πράξη, το δε πανεπιστήμιο να αξιοποιήσει την κατάθεση από μεριάς μας της μάχιμης εμπειρίας και να κατανοήσει τις δυνατότητες παρέμβασης που έχει ο επιστημονικός λόγος, μέσα στα όρια της σημερινής εκπαιδευτικής πραγματικότητας.
ΠΩΣ ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΔΕΝ ΘΑ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ
Πώς μπορούν όμως να συμβούν όλα αυτά; Όχι βέβαια μέσα από μια διαδικασία νυχτερινού σχολείου πάρεργου, όπου ο εξουθενωμένος εκπαιδευτικός θα πρέπει να παρακολουθεί στα όρια των βιολογικών αντοχών του, τον αγώνα δρόμου για το πέρασμα επιτυχώς κάποιων μαθημάτων που θα «πιστοποιούν» την «επάρκειά» του.
Μόνο μέσα από τη διαδικασία ουσιαστικής επιμόρφωσης- μετεκπαίδευση, μέσα από τα διδασκαλεία που θα πρέπει να δημιουργηθούν σε όλη την Ελλάδα, μπορεί να πετύχει σήμερα ο εκπαιδευτικός την περαιτέρω επιστημονική χειραφέτησή του.
Αποσπασμένος από τα διδακτικά του καθήκοντα και αναπόσπαστος στη μελέτη επιστημονικών αρχών και στάσεων. Σε έναν καινούριο χώρο που μπορεί να μεταβληθεί σε χώρο προβληματισμού και διαλόγου ανάμεσα σε συναδέλφους, απαλλαγμένους από το άγχος της καθημερινής εκπαιδευτικής ρουτίνας. Μέσα από μια διαδικασία που θα περάσουν όλοι στη βάση κριτηρίων που θα προτείνει ο ίδιος ο κλάδος μέσα από διαδικασίες γενικών συνελεύσεων και προβληματισμού.
Και αυτό φυσικά αφού πρώτα έχει κατοχυρωθεί η αυτόματη διοικητική εξομοίωση. Για να μην έχουμε τη μετατροπή της καθαρής ανάγκης για το μορφωτικό αγαθό, σε μια τυπική διαδικασία απόκτησης διαπιστευτηρίων επιστημονικής «ανωτερότητας».
Όσο για τα χρήματα από τη χρηματοδότηση του Ειδικού επιμορφωτικού προγράμματος από το Β’ κοινοτικό πλαίσιο στήριξης (Β’ Κ.Π.Σ.), με το οποίο θα επιτελεσθεί η εξομοίωση, ένα κομμάτι τους επιτακτικό είναι να διατεθεί στα σχολεία. Στην κατεύθυνση δημιουργίας εκείνων των συνθηκών που θα κρίνουν την επιτυχία της εφαρμογής της νέας και ποιοτικά αναβαθμισμένης γνώσης, που θα μεταφέρει ο εκπαιδευτικός, επανερχόμενος στο φυσικό του χώρο, στο σχολείο.
Το δεύτερο κείμενο του Γιάννη Βεζιρτζή, που δημοσιεύουμε, είναι και αυτό γραμμένο στα 1997 και καταπιάνεται με την «εξομοίωση». Ο όρος αναφέρεται στο ζήτημα της ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναβάθμισης των δασκάλων και των νηπιαγωγών με πτυχίο διετούς Παιδαγωγικής Ακαδημίας, προς την κατεύθυνση της εξομοίωσης τους με τους πτυχιούχους εκπαιδευτικούς τετραετούς φοίτησης. Ζήτημα που πυροδότησε έναν ιδιαίτερης έντασης και παρατεταμένο αγώνα από την πλευρά του κινήματος των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το κείμενο επισημαίνει τις κρατικές ολιγωρίες και παλινωδίες αλλά και ασκεί δριμεία κριτική στη Δ.Ο.Ε της οποίας η υπαναχώρηση από το αίτημα για «αυτόματη διοικητική εξομοίωση» σηματοδότησε και την ήττα του εκπαιδευτικού κινήματος απέναντι στο Υπουργείο παιδείας αλλά και το τότε πανεπιστημιακό κατεστημένο που είχε αναλάβει- με το αζημίωτο- να διεκπεραιώσει την όλη διαδικασία. ↑
Διδασκαλικό Βήμα, Αριθμός φύλλου 1081, Μάρτιος 1996, σελ. 7. ↑
Διδασκαλικό Βήμα, Αριθμός φύλλου 1076, Ιούλιος- Αύγουστος 1995, σελ. 80. ↑