Εκπαιδευτικό υλικό για την 28η Οκτώβρη

Γιάννης Αναγνωσταράς, Σταμάτης Καμπάνταης

Τα παρακάτω ποιήματα και κείμενα μαζί με κατάλληλες φωτογραφίες, μπορούν να αποτελέσουν ένα αυθεντικό υλικό για να δουλέψουμε την ιστορία πίσω από την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.

Δίνουμε το υλικό χωρίς να πληροφορήσουμε τα παιδιά από τα πριν, τους λέμε μόνο σε ποια εποχή γράφτηκαν και ύστερα προσπαθούμε να εκμαιεύσουμε από τα παιδιά την ιστορία μέσα από τις λέξεις, τις εικόνες, τις ιστορίες. Είναι ένας τρόπος να κρατήσουμε ζωντανό το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή των παιδιών και βοηθά για να στήσουμε, μετά, τη γιορτή.

Με βάση τα κείμενα αυτά μπορεί να γίνεται και η εισαγωγή στα αντίστοιχα κεφάλαια της ιστορίας της ΣΤ’ τάξης.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ – ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΟΥΣ –

Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ (ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ)

ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ  (Μπέρτολτ  Μπρεχτ, 1936)

Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι

(Άννα μην κλαις)

θα γυρέψουμε βερεσέ απ’ το μπακάλη.

Μιλάνε για του έθνους, ξανά, την τιμή

(Άννα μην κλαις)

στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί.

Μιλάνε για νίκες που το μέλλον θα φέρει

(Άννα μην κλαις)

Εμένα όμως  δε με βάζουν στο χέρι.

Ο στρατός ξεκινά

(Άννα μην κλαις)

Σαν γυρίσω ξανά

Θ’ ακολουθώ άλλες σημαίες.

ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ  (Μπέρτολτ  Μπρεχτ, 1938)

Όταν διαταγή έβγαλε το καθεστώς να καούνε

σε δημόσιες πλατείες τα βιβλία που

 περικλείνουν ιδέες ανατρεπτικές,

κι από παντού κεντρίζανε τα βόδια

να σέρνουν κάρα ολόκληρα

με βιβλία για την πυρά, ένας εξορισμένος

ποιητής, ένας απ’ τους καλύτερους,

διαβάζοντας των βιβλίων τον κατάλογο,

με φρίκη του είδε πως τα δικά του

τα είχανε ξεχάσει. Χύμηξε στο γραφείο του

με τις φτερούγες της οργής, κι έγραψε στους τυράννους ένα γράμμα:

«Κάψτε με!» έγραφε με πένα ακράτητη, « κάψτε με!

Μ’ αφήσατε έξω! Δε μπορείτε να μου το κάνετε αυτό, εμένα!

Την αλήθεια δεν έγραφα πάντα στα βιβλία μου; Και τώρα

μου φερνόσαστε σαν να ’μαι ψεύτης! Σας διατάζω:

Κάψτε με!»

ΟΙ ΦΟΒΟΙ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ  (Μπέρτολτ Μπρεχτ 1937)

1

Ένας ξένος ταξιδιώτης που γύριζε απ’ το Τρίτο Ράιχ

Και τον ρωτήσανε ποιος κυβερνάει στ’ αλήθεια εκεί κάτω,

Αποκρίθηκε:  Ο τρόμος.

2

Φοβισμένος

σταματάει ο σοφός στη μέση τη συζήτηση και κοιτάει

κατάχλωμος τον φτενό τοίχο του γραφείου του. Ο δάσκαλος

δεν μπορεί να κλείσει μάτι γιατί τον τριβελίζει

μια λέξη διφορούμενη που είπε φευγαλέα ο επιθεωρητής.

Η γριούλα στο μπακάλικο

βάζει τα τρεμουλιαστά της δάχτυλα στο στόμα, μην της ξεφύγει μια θυμωμένη λέξη για τα χάλια του αλευριού. Τρομοκρατημένος βλέπει ο γιατρός τα σημάδια του στραγγαλισμού στο λαιμό τού αρρώστου. Γεμάτοι φόβο κοιτάνε οι γονείς τα παιδιά τους σαν προδότες.

Ακόμα και οι ετοιμοθάνατοι

χαμηλώνουν πιο πολύ τη σβησμένη τους φωνή  καθώς

αποχαιρετάνε τους δικούς τους.

3

Αλλά κι οι άνθρωποι με τα καφετιά πουκάμισα

τρέμουν εκείνον που δεν σηκώνει ψηλά το χέρι

και φοβούνται όποιον

τους λέει καλημέρα

Οι τσιριχτές φωνές αυτών που διατάζουν

είναι γεμάτες τρόμο σαν τα σκουξίματα

των γουρουνιών που περιμένουν του χασάπη το μαχαίρι, και οι

χοντροί τους πισινοί

στάζουν ιδρώτα φόβου πάνω στις πολυθρόνες του γραφείου τους.

Αφιονισμένοι από τον τρόμο

χυμάνε μες στα σπίτια και ψαχουλεύουν μέσα στους απόπατους

κι ο φόβος είναι κείνος

που τους κάνει βιβλιοθήκες ολόκληρες να καίνε. Έτσι

ο τρόμος κυβερνάει όχι μόνο τους κυβερνημένους αλλά και

τους κυβερνήτες.

4.

Γιατί

τρέμουν τόσο πολύ την τίμια λέξη;

5.

Βλέποντας την πελώρια δύναμη του καθεστώτος

τα στρατόπεδά του και τα υπόγεια των βασανισμών

τους καλοθρεμμένους τους χαφιέδες

τους φοβισμένους ή αγορασμένους δικαστές του

τις χαρτοθήκες του με τους φακέλους των υπόπτων

που ως το ταβάνι γεμίζουνε χτίρια ολόκληρα

θα ’λεγες πως δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από την τίμια λέξη ενός απλού ανθρώπου.

6.

Όμως το Τρίτο Ράιχ τους μοιάζει

 με το τεράστιο κάστρο που ’χε χτίσει ο Ταρ, ο Ασσύριος

και που, καθώς λέει ο θρύλος, κανείς στρατός να το πατήσει δεν

μπορούσε, αλλά

όταν μια λέξη ειπώθηκε δυνατά εντός του

εσωριάστη σκόνη

Ο φασισμός ενάντια στην ειρήνη

Κυρίως ο φασισμός σε ό,τι αφορά γενικά στο μέλλον και στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας, έξω από κάθε σημερινή πολιτική σκοπιμότητα, δεν πιστεύει ούτε στη δυνατότητα ούτε στη χρησιμότητα της διαρκούς ειρήνης. Γι’ αυτό απορρίπτει τις ειρηνιστικές θεωρίες που κρύβουν ένα είδος άρνησης κάθε αγώνα και μια δειλία μπροστά στην ανάγκη της θυσίας. Μόνο ο πόλεμος αναπτύσσει στο ανώτατο δυνατό σημείο όλες τις ανθρώπινες δυνατότητες και σφραγίζει με σφραγίδα ευγένειας τους λαούς που έχουν το θάρρος να τον αντιμετωπίσουν. Όλες οι άλλες δοκιμασίες είναι υποδεέστερες και δεν τοποθετούν ποτέ τον άνθρωπο μπροστά στον αληθινό εαυτό του, απέναντι στη ζωή και στον θάνατο. Γι αυτό κάθε θεωρία που ξεκινά από την αξία της ειρήνης είναι εχθρική προς το φασισμό.  (Μπενίτο Μουσολίνι, οι αρχές τους φασισμού 1930)

Η προσωπολατρία στον φασισμό

Όρκος του γερμανού στρατιώτη:

«Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να υπακούω τυφλά στον Αδόλφο Χίτλερ, αρχηγό του κράτους και του γερμανικού λαού και αρχιστράτηγο. Αναλαμβάνω ως γενναίος στρατιώτης, να τηρώ αυτόν τον όρκο έστω και με κίνδυνο της ζωής μου».

Η προπαγάνδα, κύριο στήριγμα της χιτλερικής δικτατορίας

Η χιτλερική δικτατορία διέφερε σ’ αυτό το θεμελιώδες σημείο από όλες τις δικτατορίες που προηγήθηκαν στην Ιστορία. Στάθηκε η πρώτη δικτατορία η οποία, αφού επιβλήθηκε στην τεχνολογική εποχή μας, εκμεταλλεύθηκε στο έπακρον όλα τα μέσα που η τεχνική έθετε στη διάθεσή της για να ισχυροποιήσει την κυριαρχία της στη χώρα.

Με τα τεχνικά επιτεύγματα της εποχής μας, όπως το ραδιόφωνο και το μεγάφωνο, 80 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν το δικαίωμα σε κάθε προσωπική σκέψη. Κι έτσι έγινε κατορθωτό να υποταχθούν στη θέληση του ενός… Οι παλιές δικτατορίες είχαν ανάγκη, ακόμη και στη βάση τους, από αξιόλογους συνεργάτες, από ανθρώπους ικανούς να σκέπτονται και να δρουν με δική τους πρωτοβουλία. Στην τεχνολογική εποχή μας, το κάθε ολοκληρωτικό σύστημα μπορεί να δράσει μόνο του, από την κορυφή. Μόνο τα μέσα μαζικής επικοινωνίας ενεργοποιούν τα κατώτερα στελέχη. Έτσι δημιουργείται ένας νέος τύπος ανθρώπου που είναι έτοιμος να εκτελεί την κάθε εντολή χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του την παραμικρή κριτική.

(Απολογία του Άλγερ Σπέερ υπουργού εξοπλισμού της χιτλερικής Γερμανίας στη δίκη της Νυρεμβέργης. )

Πώς θέλει ο Χίτλερ τη διαπαιδαγώγηση των νέων

Η διαπαιδαγώγησή μου είναι σκληρή. Η αδυναμία πρέπει να διώχνεται με μαστίγιο. Στα σχολεία μου θα ανδρωθεί μια νεολαία που θα αλλάξει τον κόσμο. Θέλω μια νεολαία απότομη, αυταρχική, ατρόμητη και σκληρή. Η νεολαία οφείλει να συγκεντρώνει όλα αυτά τα στοιχεία. Πρέπει να υπομένει τον πόνο. Δεν πρέπει να υπάρχει σ’ αυτήν κανένα ίχνος αδυναμίας ή τρυφερότητας…..Θέλω να δημιουργήσω μια αθλητική νεολαία. Αυτός είναι ο πρώτος και κυριότερος στόχος. Έτσι θα εξαλείψω χιλιετηρίδες ανθρώπινης υποτέλειας. Έτσι θα έχω μπροστά μου τον καθαρό ευγενικό καρπό της φύσης. Έτσι θα αναδημιουργήσω τον άνθρωπο. Δεν θέλω πνευματική καλλιέργεια. Η επιστήμη θα διέφθειρε τη νεολαία. …..

Ο Ιωάννης Μεταξάς σκιαγραφεί το καθεστώς του

« …. Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου κράτος αντικομουνιστικό, κράτος αντικοινοβουλευτικό, κράτος ολοκληρωτικό, κράτος με βάση αγροτική και εργατική και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό.»

(Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης υπήρξε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν, την περίοδο 1942-1945. Το 1965 έγραψε τέσσερα ποιήματα που αφορούσαν εκείνη την περίοδο και ζήτησε από τον Μίκη Θεοδωράκη να τα μελοποιήσει. Τα παρακάτω λόγια είναι η μαρτυρία του.)

”Κι όμως, όσο πλήθαιναν τα καλά σημάδια, τόσο πιο κοντινός γινόταν ο κίνδυνος για μας. Το ομαδικό ξεπάστρεμα είχε αρχίσει από βδομάδες. Ο θάλαμος του γκαζιού και οι φούρνοι δουλεύανε μέρα και νύχτα. Κάμανε αρχή με τους άρρωστους και συνεχίσανε με κείνους που είχαν έρθει από άλλα στρατόπεδα. Οι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά τη σειρά τους. Ο διοικητής έκανε απανωτές επιθεωρήσεις, σκύλιαζε που τόσοι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά. Φώναζε ότι έπρεπε να βρεθεί τρόπος να αυξηθεί η “απόδοσις”. Ο υποδιοικητής έλεγε ότι δεν υπάρχει πια αρκετό γκάζι για να κάμει κι άλλους θαλάμους. Και το πετρέλαιο όπου να ‘ναι θα τελειώσει. Ο διοικητής σκύλιαζε χειρότερα. “Να βρείτε άλλου είδους αέριο -φώναζε- κι όσο για καύσιμα υπάρχουν βουνά από ξύλα. Εγώ δε θέλω να στερήσω τα καύσιμα απ’ τη γερμανίδα νοικοκυρά ούτε το πετρέλαιο απ’ τη πολεμική μας βιομηχανία. Αλλά δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι είμαστε ανίκανοι να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας”. Ο υποδιοικητής επέμενε να αποφασιστεί η εκκαθάριση με τα πολυβόλα και οι νεκροί να θάβονται σε λάκκους που θα σκάβουν οι ίδιοι. “Γκάζι και πετρέλαιο -διαμαρτυρόταν- δεν έχω, ούτε τα μεταφορικά μέσα για να φέρω. Ενώ σφαίρες διαθέτω άφθονες”. Ο διοικητής έλεγε κοφτά πως αυτό αποκλείεται. “Δεν έχω καμιά τέτοια εντολή απ’ το Βερολίνο”. Η κουβέντα γινόταν πλάι στους μελλοθάνατους που καραδοκούσαν ν’ αρπάξουν τ’ αποτσίγαρα που έριχναν οι συνομιλητές. Ύστερα ο διοικητής σεργιάνιζε κατά μήκος του σωρού των νεκρών, που ήταν αραδιασμένοι σε απανωτές στρώσεις όπως τα ξύλα στις ξυλαποθήκες. Κουνούσε στεναχωρημένος το κεφάλι του και φώναζε: “Θα είμαστε τυχεροί αν δε φανεί κανένας Χίμλερ από ’δω να δει το χάλι μας”.

ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΕΠΟΣ

Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ

Ο Άγγελος Τερζάκης γράφει:

«Ήταν η ώρα έξι όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία…. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω. Από μακριά τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνονταν στον ουρανό, έψαχναν.

Όμως σ’ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές σε ομάδες που ξεκινούσαν για το κέντρο, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωινό αγέρι που κομπώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων αντικρίζονταν, έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα» (Άγγελου Τερζάκη, Ελληνική εποποιία)

Ο Aντρέ Ζιντ, Γάλλος συγγραφέας και διανοούμενος

.«…..Γενναίε Ελληνικέ λαέ! Καταλαβαίνετε τι είσαστε για μας σήμερα; Για πολλούς φοβερούς μήνες δεν είχαμε γνωρίσει παρά χρεοκοπίες, πικρίες, το γκρέμισμα των αιτιών της περηφάνιας μας και των ελπίδων μας…. και ξαφνικά, σαν από το βάθος ενός πάρα πολύ αγαπητού παρελθόντος, η φωνή σας η πολυαγαπημένη υψώνεται και κυριαρχεί αμέσως στους συγκεχυμένους θορύβους της κόλασης….  Αντιπροσωπεύετε για μας το θρίαμβο της παλικαρίσιας αρετής, της πραγματικής αξίας, εκείνης των ολιγάριθμων. Και τι ευγνωμοσύνη αισθάνονται για σας, γιατί ξαναδώσατε σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα εμπιστοσύνη, θαυμασμό , αγάπη κι ελπίδα στον άνθρωπο»

Οδυσσέα Ελύτη, Άξιο Εστί

.           «Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω από τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι. Φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα μας και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χει συνήθειό του στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

            Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους – ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση.»

ΚΑΤΟΧΗ – ΠΕΙΝΑ

Ένας λογοτέχνης περιγράφει:

«Χειμώνας του ’41 με ’42. Τώρα πεινώ και φοβάμαι. Η Αθήνα ρημάζει μέρα με τη μέρα. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι σκουπίδια. Οι άνθρωποι ζαρώνουν και τρέχουν να ζεσταθούν. Πολλοί φορούν τις ρόμπες τους για πανωφόρια. Κάποιοι είναι τυλιγμένοι με τσουβάλια και εφημερίδες. Κόπηκε και το ηλεκτρικό ρεύμα κατόπιν από το ψωμί. ….Αν προχωρούσες από την Ομόνοια στο Σύνταγμα σε πεντέξι σημεία θα συναντούσες κόσμο γύρω από σωριασμένους στο δρόμο. Μπουλούκια παιδιά ζητιάνευαν στους δρόμους και αρπούσαν ό,τι βρίσκανε που να μασιέται. Πολλά βλέπουν το ενδιαφέρον που προκαλούν οι πεσμένοι, ξαπλώνουν και κείνα στο πεζοδρόμιο, το ένα πλάι στο άλλο, κι εκεί ξεχνιούνται κι αρχίζουν να παίζουν. Κάποτε ο θάνατος τα μαζεύει ευχαριστημένα. Είδαμε στην πλατεία Κλαυθμώνος ένα τσούρμο παιδάκια μισόγυμνα κι ένας μαντράχαλος 25 χρονών σα χασές άσπρος από την πείνα, ο αρχηγός τους. Τα παιδάκια λεηλατούσαν τους σκουπιδοτενεκέδες από τα γύρω εστιατόρια των «των Αθηνών» και του «Αβέρωφ» που τρώγανε οι Γερμανοί».

Ακόμα μια μαρτυρία:

Πεινώ

Κατοχή. Στις γωνιές των δρόμων οι ντενεκέδες με τα σκουπίδια περιμένουν, όχι το αυτοκίνητο —ή μάλλον— το κάρο να τους αδειάσει· περιμένουν τους πεινασμένους ανθρώπους να ψάξουν μέσα να βρουν κάτι φαγώσιμο: λεμονόκουπα, φύλλα κρεμμυδιού…

[…]

Τα μπακάλικα άδεια. Το μόνο που βρίσκαμε ήταν μουστάρδα. Ο κυρ Βαγγέλης —ο παντοπώλης μας— διερωτάται πώς αγοράζουμε όλο μουστάρδα… Μια μέρα του έλυσα την απορία αυτή: “Σπουδαίο φαγητό” του λέω…

Η λέξη “πεινώ” αντηχούσε συνεχώς στ’ αυτιά μας. Παιδιά γύριζαν σκελετωμένα, ωχρά, σύρριζα στο πεζοδρόμιο και φώναζαν “πεινώ” για να τ’ ακούσουν οι ένοικοι των ισογείων σπιτιών, να συγκινηθούν και να τους δώσουν κάτι, αν είχαν.

[…]

Κάποτε μας έδιναν με δελτίο λίγο ψωμί οι φούρνοι. Ήταν από σκουπόσπορο. Αν το κρατούσες στα χέρια να πας στο σπίτι, κάποιος σου τ’ αρπούσε χωρίς ντροπή…

(Έρη Mελέκου, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 40-44, β’ έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 305)

Κι ο παράνομος ελληνικός τύπος:

«Τις πρωινές ώρες στα μικρά δίτροχα καράκια και στα κάρα καθαριότητας ακόμη φορτώνονται οι νεκροί που δεν μπόρεσαν να φτάσουν στα σπίτια τους…. Η αυτοσυντήρηση σε όσους ακόμα μπορεί να λειτουργήσει, οδηγεί στις πρώτες διαρπαγές των μεταφερόμενων τροφίμων. Και οι ηρωικοί αυτοί επιδρομείς δέχονται κατάστηθα  τις σφαίρες των Γερμανών και των Ιταλών, ενώ από το στόμα τους πέφτουν λίγες σταφίδες που δεν πρόλαβαν να καταπιούν.. Οι αγωνιώδεις παρακλήσεις των πεινασμένων μέσα στο σκοτάδι προκαλούν σπαραγμό. Τα πτώματα των ενδόξων τραυματιών μας, που πετάχτηκαν στους δρόμους παραμερίζονται για να μη σκοντάφτουν απάνω τους τα ανθρώπινα κτήνη (οι κατακτητές).»

ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Ανδρέα Κέδρου , Η Ελληνική Αντίσταση 1940-1944

Στα μέσα του χειμώνα 1941-’42, στην Αθήνα όπως και στον Πειραιά και στις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας, μεγάλες ουρές σχηματίζονταν μπροστά στα δημαρχεία, τα σχολεία, τις διοικητικές υπηρεσίες, τις τράπεζες κι άλλα ιδρύματα. Χιλιάδες και χιλιάδες πολίτες περίμεναν υπομονετικά, μ’ ένα άδειο κουτί κονσέρβας στο χέρι, τη διανομή του συσσιτίου. ….

Επίσημα το συσσίτιο ήταν έργο των δημάρχων, των συλλόγων ή και του κράτους. Στην πραγματικότητα, η επιχείρηση που απαιτούσε τεράστιο αριθμό από διαβήματα, ριψοκίνδυνες μεταφορές, κρυφές μάχες στα υπουργεία και τις Κομμαντατούρες, καθώς κι έναν έλεγχο και μια αφοσίωση την κάθε στιγμή, στηριζόταν στο ακέραιο στο ΕΑΜ, τη μεγάλη οργάνωση αντίστασης που είχε μόλις ιδρυθεί με την πιο μεγάλη μυστικότητα. Έτσι παράδοξα, η πρώτη εκδήλωση αυτής της κρυφής και μαχητικής οργάνωσης έπαιρνε για την ώρα νόμιμα πλαίσια για να διαφυλάξει την ύπαρξη των μελλοντικών μαχητών της. Το συσσίτιο αποτέλεσε, γι αναρίθμητους Έλληνες το μοναδικό μέσο επιβίωσης στον τρομερό χειμώνα της πείνας 1941-’42 και τον απαραίτητο όρο της μελλοντικής τους αντιστασιακής δραστηριότητας. Χωρίς την άθλια σούπα από ξεροφάσολα, που σερβίρονταν μια φορά την ημέρα, οι 300.000 χιλιάδες νεκροί από πείνα αυτού του ολέθριου χειμώνα θα ήταν εκατομμύρια.

«Οι γειτονιές του κόσμου» του Γιάννη Ρίτσου θυμούνται:

(απόσπασμα από τις «γειτονιές του κόσμου» του Γ. Ρίτσου, εκδόσεις Κεδρος, σελ. 18)

Οι γειτονιές θυμούνται. Οι γειτονιές

δε θέλουν να ξεχάσουν. Τα χαράματα

οι ομοβροντίες στο Σκοπευτήριο. Τη νύχτα

τα φώτα του Χαϊδαριού. Η συσκότιση.

Το φιλί ήταν πικρό και βιαστικό.

Ύστερα πέφτανε τα χέρια στο πλάι.

Μια πιστολιά στο δρόμο. Η νύχτα. Κι η τρεχάλα.

Η νύχτα. Κι η καρδιά που χτυπάει δυνατά

όπως χτυπάει μια γροθιά πάνου στο τραπέζι.

Ύστερα πάλι η σιγαλιά. Μονάχα

τα δεκανίκια του φεγγαριού στο πεζοδρόμιο

κι ένα χέρι που σφίγγει τη ράχη της καρέκλας

κι ένα χέρι που λαδώνει το παλιό περίστροφο

κι ένα χέρι που ράβει μια σημαία

κι ένα χέρι που σφίγγει ένα άλλο χέρι

και τ’ άστρα που δείχνουν τα σφιγμένα τους δόντια

πάνω από τον κυρτό σταυρό που ανεμίζει στην Ακρόπολη,

κι ο άνεμος που αρχίζει τα μεσάνυχτα.

Η Κυρα-Λένη κάθεται μονάχη στο κατώφλι της.

Δε μιλάει σε κανέναν. Δεν κοιτάζει τίποτα.

Κανένας από τους χαφιέδες που κόβουν βόλτες στο σκοτάδι

δεν καταλαβαίνει τίποτα. Μα η κυρα-Λένη

κοιτάει κατάματα το θάνατο,

κοιτάει πίσω από το θάνατο το μέλλον,

βλέπει τα τρία παιδιά της

και κείνους που σκοτώσαν τα παιδιά της,

βλέπει και κείνους πού ’ρχονται να εκδικηθούν τα παιδιά της,

βλέπει όλα τα παιδιά του κόσμου

να κουβαλάνε τριαντάφυλλα και τ’ άστρα και τα πράσινα παντζούρια της άνοιξης,

για τις μανάδες που κάθονται μονάχες τα βράδια στο κατώφλι.

Και η κυρα-Λένη που κάθεται στο κατώφλι της,

δεν είναι μόνη. Κάτου απ’ τη μαύρη της ποδιά κρύβει τα χέρια της,

κι ο κόσμος κάθε βράδυ  ακουμπάει το κεφάλι του στα βασανισμένα γόνατά της

 και περιμένει. Ο κόσμος περιμένει στα γόνατα της κυρα-Λένης

γιομάτος  εμπιστοσύνη και ψωμί και σημαίες,

περιμένει ο κόσμος τα τριαντάφυλλα και τ’ αστέρια,

περιμένει ν’ ανοίξουν τα πράσινα παντζούρια της άνοιξης,

για τις μανάδες που κάθονται μονάχες στο κατώφλι της νύχτας.