Διλήμματα και αναζητήσεις στον λαβύρινθο της ελληνικής εκπαίδευσης
του Χρήστου Χατζηχρήστου
Η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση αποδεικνύεται ίσως η ανθεκτικότερη δομή στην ελληνική κοινωνία, καθώς επιβιώνει (σε μορφή και περιεχόμενο) όχι μόνο των εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων, αλλά όλων των μείζονος σημασίας οικονομικών, πολιτισμικών, πολιτικών και πολιτειακών αλλαγών.
Δυο βασικές επισημάνσεις για τις εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις της τελευταίας 25ετίας είναι ότι:
- Όλες τους ανεξαίρετα (παρά τις διακηρύξεις των εμπνευστών τους) βάθυναν το χάσμα ανάμεσα αφενός στο γνωστικό περιεχόμενο και στη δομή του Λυκείου και αφετέρου στην κοινωνική πραγματικότητα.
- Καμιά από αυτές δεν πέτυχε να απομακρύνει τους μαθητές από το σχολείο, ούτε καν τα τερατουργήματα του Αρσένη το 1998 και του Αρβανιτόπουλου το 2013.
Η μεγάλη, συντριπτική ίσως πλειοψηφία της ελληνικής νεολαίας εξακολουθεί να αποφοιτεί από το Λύκειο. Και επιπλέον, μπορούμε σήμερα να δούμε ότι σε όλη αυτή την 25ετή πορεία το ελληνικό σχολείο αφομοίωσε κατά κανόνα ομαλά και σε ισότιμη βάση γενιές παιδιών της οικονομικής μετανάστευσης.
Οι επισημάνσεις αυτές, λογικά αντιφατικές, ωστόσο συνυπάρχουσες, ορίζουν την παγκόσμια ιδιαιτερότητα, που λέγεται ελληνικό σχολείο.
Πώς είναι δυνατό η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των οικογενειών που ζουν σε αυτή τη χώρα να εξακολουθεί να εντάσσει εθελοντικά και με πείσμα (πληρώνοντας μάλιστα και ένα σωρό χρήματα) τα παιδιά της σε ένα σχολείο αναχρονιστικό, που βαθμιαία στη συνείδησή της απαξιώνεται;
Και πώς είναι δυνατό η όλη εκπαιδευτική δομή να επιβιώνει και να αναπαράγεται, ακόμα και σε ακραίες συνθήκες κρίσης, ενώ δεν ανταποκρίνεται ούτε στις ανάγκες της ευρύτερης κοινωνίας, αλλά ούτε και στις επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης;
Θα εκθέσουμε ορισμένους παράγοντες, που μπορεί να απαντήσουν σε παρόμοιες απορίες ενός εξωτερικού παρατηρητή, ενώ ταυτόχρονα θα αναδείξουν, για όσους βιώνουμε αυτή την κατάσταση, τα ουσιαστικά ερωτήματα που απαιτούν απαντήσεις.
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Καθοριστική σημασία για τη διατήρηση της μαζικότητας του ελληνικού σχολείου έχουν τα εξής:
α) Σε πείσμα των καιρών, επιβιώνει ένα ιδιόμορφο πολιτισμικό – ψυχολογικό status στην ελληνική κοινωνία, που θεωρεί την κτήση τίτλων σπουδών του Δημοσίου (αλλά και ειδικότερα την επιτυχία στις Πανελλαδικές εξετάσεις) όχι μόνο (και πλέον όχι τόσο) ως εφόδιο αξιοπρεπούς εργασίας, αλλά και ως κριτήριο κοινωνικής καταξίωσης. Η τάση αυτή (όπως κι αν την κρίνει κανείς) πρακτικά ενισχύει την «κοινωνική αυτοάμυνα» απέναντι στις επιθέσεις που δέχεται η οντότητα και η ιδέα του Δημόσιου σχολείου.
β) Για την ίδια τη νεολαία, το σχολείο λειτουργεί όχι τόσο ως μορφωτικός χώρος (ιδιαίτερα στις δυο τελευταίες λυκειακές τάξεις οι μορφωτικοί δεσμοί της με το σχολείο είναι ιδιαίτερα χαλαροί), όσο (κυρίως) ως κοινωνικός χώρος, με άξονα τον οποίο δρα και «αποδρά» αναπτύσσοντας σχέσεις, συγκροτώντας προσωπικότητα, μετρώντας τις δυνάμεις της, ρυθμίζοντας τη ζωή της.
Βεβαίως τα παιδιά, για γενιές ολόκληρες, κάνουν κοπάνες, εθιμοτυπικές καταλήψεις, ζητούν εκδρομές και προσχήματα για «να χάσουν μάθημα». Αλλά ακριβώς οι κοπάνες, οι καταλήψεις, οι εκδρομές γίνονται γιατί υπάρχει σχολείο, είναι θα λέγαμε οργανικά στοιχεία της ιδιαιτερότητας του σχολείου μας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στις (σπανίζουσες πλέον) περιπτώσεις σχετικά μακρόχρονης διακοπής της σχολικής ζωής, τα παιδιά απορρυθμίζονται. Συχνά δηλώνουν ότι χαίρονται με την επανέναρξη ακόμα και μετά τις διακοπές των γιορτών.
Ακόμα και για τους «αδύνατους» μαθητές και τις οικογένειές τους, στα κριτήρια επιλογής για τον τύπο Λυκείου που θα ακολουθήσουν συνυπολογίζεται η ευκολία αποφοίτησης με την δυνατότητα ευρύτερης δυνατής κοινωνικής αποδοχής και ένταξης (και συχνά επικρατεί το δεύτερο).
Η στάση αυτή των εφήβων απέναντι στο σχολείο (σε πείσμα κάθε τύπου μαφίας, που προσπαθεί να επιβληθεί στις ζωές μας) είναι στοιχείο κοινωνικής υγείας.
ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ
Οι γενιές των εκπαιδευτικών, που ξεκινούν από την μεταπολίτευση, αναγνωρίζουν σε μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής ένταξης και συγκρότησης των εφήβων μέσω του σχολείου. Έτσι, κατά κανόνα δημιουργούν πρόσφορο κλίμα ένταξης των παιδιών, ενώ διευρύνοντας κατάλληλα (για ορισμένους «υπερβολικά») τα αξιολογικά τους κριτήρια, επιτρέπουν την ομαλή αποφοίτησή τους. Ιδιαίτερα μέσα στη μνημονιακή λαίλαπα της τελευταίας πενταετίας, η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, άσχετα από πολιτικές ή παιδαγωγικές αντιλήψεις, συνέβαλε τα μέγιστα για να μείνουν ανοιχτές οι πύλες του Δημόσιου Σχολείου για το σύνολο της νεολαίας μας.
Ειδικότερα, την τελευταία 20ετία δρα και ανανεώνεται μια δυναμική μερίδα εκπαιδευτικών, που στηρίζει την ισότιμη και ουσιαστική ένταξη των παιδιών των μεταναστών και των μειονοτήτων, συμβάλλοντας ενεργά στο ξεπέρασμα γλωσσικών, πολιτισμικών κ.λπ. δυσκολιών, προκαταλήψεων. Η συμβολή αυτή έχει ευρύτερη σημασία, καθώς ο χώρος της εκπαίδευσης λειτουργεί με αυτό τον τρόπο ως μοχλός ευρύτερης κοινωνικής ένταξης των μεταναστών και ουσιώδους αντιμετώπισης του ρατσισμού μέσα από τους ίδιους τους όρους ζωής των νέων ανθρώπων.
Βεβαίως σαν σώμα οι εκπαιδευτικοί υπηρετούν και αναπαράγουν το γνωστό μοντέλο διδακτισμού και μηχανικής αποστήθισης πληροφοριών και τεχνικών προς εξέταση. Η ερευνητική διάσταση, ο πειραματισμός, η συλλογικότητα, η πλαισιοθετημένη γνώση, οι διαθεματικές συνδέσεις είναι σχεδόν άγνωστες.
Ας μην ξεχνάμε ότι τόσο η προπτυχιακή παιδαγωγική εκπαίδευση, όσο και η οργανωμένη, καθολική και υποχρεωτική επιμόρφωση είναι πρακτικά ανύπαρκτες. Δεν είναι χωρίς σημασία και το γεγονός, ότι μικρό κομμάτι των καθηγητών έχουν επιλέξει συνειδητά το επάγγελμά τους. Σε μεγάλο βαθμό είμαστε «αποτυχημένοι» του Πολυτεχνείου ή της Νομικής, που καταλήξαμε σε καθηγητικές σχολές. Η αλλαγή στον τρόπο διορισμού με την κατάργηση της επετηρίδας και τη θέσπιση του ΑΣΕΠ αποδείχτηκε από την πρώτη στιγμή ότι είχε άλλες στοχεύσεις και όχι την ουσιαστική ποιοτική αναβάθμιση του κλάδου (βασικά επεδίωκε την βαθμιαία απεμπλοκή του κράτους από την «υποχρέωση» του να διορίζει τους πτυχιούχους και την επέκταση των ελαστικών σχέσεων απασχόλησης στο δημόσιο, μέσω δε αυτών και την πριμοδότηση του πασοκοδεξιού μηχανισμού «εξυπηρετήσεων»).
Τα ουσιαστικά προβλήματα, δηλαδή ο σύγχρονος παιδαγωγικός χαρακτήρας της προπτυχιακής εκπαίδευσης, ώστε βαθμιαία να διαμορφώνεται ένα σώμα εκπαιδευτικών από επιλογή και όχι μόνο από ανάγκη και η διαρκής επιμόρφωση με ευθύνη των πανεπιστημιακών φορέων, ποτέ δεν τέθηκαν με σοβαρό τρόπο από κανένα. Οι αυξανόμενοι κύκλοι επιμόρφωσης της τελευταίας δεκαπενταετίας δεν περιέχονται σε ένα συνεκτικό, μακροπρόθεσμο πρόγραμμα. Είναι κατά κανόνα ευκαιριακοί, με στόχο την απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων, ΕΣΠΑ κ.λπ., με τη συμμετοχή, εννοείται, των εκάστοτε «κατάλληλων».
Φυσικά, καμιά αναδιάρθρωση δεν έθιξε το απαρχαιωμένο δασκαλοκεντρικό και «εξετασιομανές» σύστημα. Αντίθετα, το ενίσχυσαν, με κορυφαία (όπως αναφέραμε) τα τερατουργήματα των Αρσένη – Αρβανιτόπουλου. Κάποιες θεσμοθετημένες «καινοτομίες» (όπως παλαιότερα η περιβαλλοντική εκπαίδευση και πιο πρόσφατα τα projects), που θα μπορούσαν να ανοίξουν δρόμους και να στηρίξουν πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών, γρήγορα εκφυλίστηκαν, αφενός σε προσχηματικές «δράσεις» για μοριοδότηση μελλοντικών «στελεχών» και αφετέρου σε μέσο ρύθμισης ενός «βολικού» προγράμματος για το «πλεονάζον» δυναμικό.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένας αριθμός καθηγητών, που αναπτύσσουν πρωτοβουλίες σύνδεσης της Τέχνης με τη Μόρφωση, που επαναπροσδιορίζουν (πέρα από τις δεσμεύσεις των αναλυτικών προγραμμάτων και της διδακτέας ύλης) το περιεχόμενο και τις μεθόδους της διδασκαλίας τους, απευθυνόμενοι στη φαντασία και στην κριτική σκέψη και φέρνοντας στο προσκήνιο τη συλλογική δραστηριότητα των μαθητών. Οι πρωτοβουλίες αυτές, που φέρνουν ένα νέο άνεμο στη σχολική κοινότητα, όχι μόνο δεν βρίσκουν στήριξη, αλλά είναι σε συνεχή ανταγωνισμό με τα σφιχτά εξωσχολικά προγράμματα των μαθητών, με τις απαιτήσεις του εξετασιοκεντρικού συστήματος και, ενίοτε δυστυχώς, και με αντιδράσεις γονέων. Οι συνδικαλιστικές δομές, από την μεριά τους, κατά κανόνα αδιαφορούν για τέτοιες δραστηριότητες.
Έτσι, οι συνάδελφοι αυτοί παραμένουν άτομα, μη βρίσκοντας δρόμους επικοινωνίας και δικτύωσης, ώστε να συγκροτήσουν κοινότητα. Οι δράσεις τους δεν μπαίνουν σε σταθερή βάση, δεν συντονίζονται, ούτε καν αρχειοθετούνται. Έτσι, δεν μπορούν με διακριτό και σαφή τρόπο να σημαδέψουν τη ζωντανή εκπαίδευση (παρά μόνο ίσως να καταγραφούν αυθόρμητα σε ένα περιορισμένης κλίμακας «συλλογικό θυμικό»).
Η ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Η ιδιωτική φροντιστηριακή εκπαίδευση των παλαιότερων εποχών έχει βαθμιαία τα τελευταία 30 χρόνια μετεξελιχτεί σε ένα γιγαντιαίο κύκλωμα αλυσίδων εμπορίας και βιομηχανοποίησης της εκπαίδευσης, με ενεργό συμμετοχή εκδοτών, διαφημιστικών εταιρειών και άλλων, ακόμα και σκοτεινής προέλευσης κύκλων του κεφαλαίου.
Το κύκλωμα αυτό έχει αυτονομημένα συμφέροντα και παίζει έναν πολύ ευρύτερο ρόλο από αυτόν, που συνήθως του αποδίδεται. Είναι ιδιαίτερα ευέλικτο, καθώς απλώνεται δυναμικά σε οποιοδήποτε χώρο του δημιουργούν οι εκάστοτε «μεταρρυθμίσεις», όχι μόνο φροντιστηριακό (φροντιστήρια για ΑΣΕΠ, φροντιστήρια από το Δημοτικό για την εισαγωγή στα «πρότυπα», τράπεζα θεμάτων και πάει λέγοντας), αλλά και επαγγελματικής κατάρτισης (ιδιωτικά ΙΕΚ και μεταγυμνασιακές σχολές μαθητείας, που πρόβλεπαν οι νόμοι Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου). Έτσι, ακόμα και όταν εμφανίζεται να θίγεται από πλευρές των αναδιαρθρώσεων (όπως ο δραστικός περιορισμός των τμημάτων αποφοίτων από τη μεταρρύθμιση Αρσένη και η απειλή δραστικής μείωσης του μαθητικού δυναμικού στο Λύκειο από τις πρώτες μνημονιακές κυβερνήσεις), τελικά, όχι μόνο βγάζει τα σπασμένα, αλλά συνεχώς διογκώνεται.
Η φροντιστηριακή βιομηχανία είναι από τη φύση της ο πιο ένθερμος υπέρμαχος της πλήρους εξάρτησης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τις Πανελλαδικές εξετάσεις και γενικότερα του εξετασιοκεντρικού χαρακτήρα του σχολείου. «Όσο περισσότερες και όσο πιο σκληρές εξετάσεις, όσο περισσότεροι εξεταστικοί πυλώνες εισαγωγής, που κατακερματίζουν την εκπαίδευση, τόσο περισσότερα κέρδη», θα μπορούσε άνετα να είναι το χαρακτηριστικό της μότο. Και, σύμφωνα με πάμπολλες ενδείξεις, φαίνεται ότι υπάρχουν οι κατάλληλοι σύνδεσμοι, τόσο στα διοικητικά, όσο και στα παιδαγωγικά όργανα της Εκπαίδευσης, που προωθούν σταθερά αυτό το μότο. Αυτό ακριβώς το μότο φωτογράφισαν οι νόμοι Αρσένη και Αρβανιτόπουλου, που έχουμε ήδη αναφέρει, όπως και τα θέματα των Πανελλαδικών εξετάσεων της τελευταίας πενταετίας.
Μαζί με αυτή την πολιτική πλευρά της λειτουργίας της, η φροντιστηριακή βιομηχανία έχει και μια αξιοσημείωτη ιδεολογική. Είναι ο βασικός φορέας που επιβάλλει το στερεότυπο της «γνώσης» ως ενός πεπερασμένου συνόλου τεχνικών και αντικειμένων αποστήθισης και μηχανικής αναπαραγωγής, που αφορούν στην εκάστοτε εξεταστέα ύλη. Η χρόνια συνύπαρξη και στενή σύνδεση του εξετασιοκεντρικού συστήματος με τη φροντιστηριακή λειτουργία έχει πλάσει στην κοινή συνείδηση μια ψευδή και συνάμα αποκρουστική εικόνα για τη φύση των μαθηματικών, της γλώσσας, της ιστορίας, των θετικών επιστημών. Απαξιώνει όποια γνωστικά πεδία δεν ανήκουν στην «εξεταστέα ύλη» (δηλαδή δεν είναι άμεσα χρηστικά) και κακοποιεί τη γνωστική διαδικασία, στερώντας της οποιαδήποτε κριτική, ερευνητική, ευρετική, αισθητική διάσταση.
Παραπέρα, η φροντιστηριακή βιομηχανία αυτοπροσδιορίζεται, μέσω του «θεσμικού της εκφραστή», δηλαδή του συνδικάτου των εργοδοτών, ως «πάροχος υπηρεσιών υψηλής ποιότητας», δίνοντας έτσι ένα ιδεολογικό στίγμα στον εκφυλισμό των Κοινωνικών Υπηρεσιών (Υγεία, Παιδεία κ.λπ.) από Δημόσια Αγαθά σε προϊόντα, που παρέχονται σε «πελάτες», ανάλογα με την αγοραστική τους δύναμη. Η ανθρώπινη υπόσταση λοιπόν εκφυλίζεται σε «πελατεία», η Παιδεία σε προϊόν συγκεκριμένης χρήσης, με ημερομηνία λήξης και η φροντιστηριακή βιομηχανία, από παρασιτικός οργανισμός ή, έστω, «αναγκαίο κακό», αναδεικνύεται στο «αναγκαίο καλό» στην εκπαίδευση.
Μια ακόμα βασική λειτουργία της φροντιστηριακής βιομηχανίας είναι ότι συνιστά πυλώνα εφαρμογής των πιο ακραίων σχέσεων εργασιακής εκμετάλλευσης (μαύρη και απλήρωτη εργασία, μαύρη λίστα, ασύδοτες απολύσεις, καταπάτηση και κατάργηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, εξοντωτικά ωράρια, απαγόρευση συνδικαλισμού, απειλές και τρομοκράτηση κ.λπ.). σε αυτές τις συνθήκες δουλεύουν χιλιάδες νέων συναδέλφων, το πιο νέο και ενθουσιώδες δυναμικό της εκπαίδευσης. Και αυτό δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να μας διαφεύγει.
Ιδιαίτερα στα φροντιστήρια των γειτονιών, οι σχέσεις αυτών των συναδέλφων με τους μαθητές είναι συχνά πιο άμεσες και ειλικρινείς, από τις αντίστοιχες σχέσεις στα σχολεία, ίσως γιατί δεν μεσολαβούν η ιδιότητα και οι ευθύνες του κρατικού υπαλλήλου, η διαφορά ηλικίας ή η αίσθηση του «βολέματος». Είναι και αυτός ένας παράγοντας προβληματισμού.
Η ΤΡΟΧΟΠΕΔΗ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Η ευστάθεια του εκπαιδευτικού συστήματος δεν θα ήταν αυτή που είναι, αν δεν υπήρχε ο βαθιά ριζωμένος, «αρχιτεκτονικής ΠΑΣΟΚ» μηχανισμός, που επιβιώνει όλων των πολιτικών και διοικητικών εξελίξεων. Ο μηχανισμός αυτός απλώνεται σε όλο το διοικητικό φάσμα και συνδέεται στενά, τόσο με την εκδοτική – φροντιστηριακή βιομηχανία, όσο και με τα λόμπυ που δρουν στις «επιστημονικές ενώσεις». Ο μηχανισμός αυτός δεν διστάζει να υπονομεύσει όποιον θεωρεί ότι τον θίγει ή, έστω, θέλει να τον ελέγξει ή να τον εντάξει σε πλαίσια. Τέτοιες τριβές υπήρξαν με υπουργούς, που προσπάθησαν να ελέγξουν και να εκσυγχρονίσουν (κάπως) τον παιδαγωγικό τομέα (Γιαννάκου, Διαμαντοπούλου) και , όπως ξέρουμε, δεν ήταν οι υπουργοί αυτοί που επιβίωσαν …
Η θεσμοθέτηση των αιρετών στα όργανα διοίκησης (ΠΥΣΔΕ, ΠΥΣΠΕ, ΑΠΥΣΔΕ κλπ.) χρησιμοποίησε τον συνδικαλισμό ως μεσολαβητή για να απλωθεί ο μηχανισμός προς το σώμα των εκπαιδευτικών και να στηριχτεί με σχέσεις πελατειακής εξυπηρέτησης. Αυτό το ρόλο έπαιξαν όλο το προηγούμενο διάστημα οι συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ.
Τα θέματα όμως του διεκδικητικού συνδικαλισμού και της δράσης των «εξωσυστημικών» αριστερών παρατάξεων, εκφεύγουν των παραπάνω και (καθώς παίζουν τον δικό τους ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση του συστήματος) απαιτούν μια ιδιαίτερη ανάλυση.
ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΕΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ 1990 – 2010.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ Ή ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΣ;
Σε παλαιότερες εποχές η εκπαιδευτική Αριστερά δεν είχε μια στεγνή συνδικαλιστική διάσταση. Ξεκινώντας από την εποχή των δημοτικιστών και, ουσιαστικά, με ιδρυτική και δεσπόζουσα, συμβολική μορφή τον Δημήτρη Γληνό, νοούνταν ως τμήμα της ευρύτερης αριστερής διανόησης. Ο αριστερός καθηγητής και ο αριστερός δάσκαλος ξεχώριζαν (και διώκονταν) κυρίως για την κοινωνική διάσταση του έργου τους και των ιδεών τους και όχι (τόσο) ως φορείς οικονομικών διεκδικήσεων. Οι οικονομικές διεκδικήσεις συνδέονται δυναμικά με το κίνημα Παιδείας στη 10ετία του ’60, αφορώντας όχι στενά τη θέση του εκπαιδευτικού, αλλά συνολικά την ποιοτική αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης, την διεύρυνση των μορφωτικών δικαιωμάτων των φτωχών στρωμάτων και την αναδιανομή του ΑΕΠ υπέρ των κοινωνικών παροχών (κίνημα του 15%).
Μετά τη μεταπολίτευση, η διασπασμένη και πολύμορφη Αριστερά, κυριαρχεί ιδεολογικά και πολιτικά στον εκπαιδευτικό χώρο, με αλληλοσυγκρουόμενες τις δυο τάσεις της: Αφενός, την μεταρρυθμιστική, που διεκδικεί θεσμικές αλλαγές και άρση των ταξικών φραγμών και αφετέρου την αντισυστημική, που εμπνέεται από το Μάη του ’68 και τα αντίστοιχα ρεύματα. Στο μορφωτικό περιεχόμενο παρεμβαίνει και ανοίγει δρόμους για την εισαγωγή της απαγορευμένης μέχρι τότε προοδευτικής Λογοτεχνίας και Ποίησης στην εκπαίδευση και για τον επαναπροσδιορισμό της νεοελληνικής Ιστορίας. Στην δε τριτοβάθμια εκπαίδευση, κυριαρχεί στους τομείς των πολιτικών και κοινωνικών επιστημών και της ιστορίας με βαρύνοντες εκπροσώπους και εισάγει στη χώρα μας τη (νεοσύστατη και διεθνώς) Φιλοσοφία των Επιστημών.
Έτσι, ακόμα και αν δεν εκπροσωπούνταν ή μειοψηφούσε συνδικαλιστικά, η εκπαιδευτική Αριστερά επηρέαζε ευρύτερα με τις ιδέες και τη δράση της.
Ο κεφαλαιώδους σημασίας νόμος 1566/85 του ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωσε στοιχεία αυτών των ιδεών και αυτής της δράσης στο πλαίσιο ενός αναγκαίου συστημικού εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης.
Στα επόμενα χρόνια, μέχρι το 2010, η δράση της εκπαιδευτικής Αριστεράς εντοπίστηκε στη συνδικαλιστική δραστηριότητα: Οικονομικές διεκδικήσεις και υπεράσπιση εργασιακών δικαιωμάτων (απεργίες 1987, 1990, 1997, 2006, κινητοποιήσεις για την κατάργηση της επετηρίδας το 1998). Σήκωσε ακέραιο το πολιτικό και οργανωτικό βάρος που της αναλογούσε σε μεγάλης κλίμακας και βαρύνουσας πολιτικής σημασίας αγώνες, όπως η απόκρουση του νόμου Κοντογιαννόπουλου 1990 – 91 (με νεκρό τον Νίκο Τεμπονέρα), η απόκρουση του νόμου Αρσένη (1997 – 98), οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις του 1999 και του 2003, η εξέγερση της νεολαίας μετά τη δολοφονία του μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008.
Η είσοδος νέων αριστερών εκπαιδευτικών, χωρίς δεσμεύσεις από τα κόμματα του επίσημου πολιτικού σκηνικού και ο σχηματισμός των Παρεμβάσεων στη δεκαετία του ’90 δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για νέες μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης, με χαρακτηριστικά την οριζόντια δικτύωση, τη συλλογικότητα και την αυτονομία. Και ταυτόχρονα, για τη διαμόρφωση ενός κινήματος Παιδείας, που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες εξελίξεις και κοινωνικές ανάγκες.
Αυτή όμως η δυνατότητα εκφράστηκε απλώς σε στιγμιότυπα. Η συνολική πορεία δεν εξελίχτηκε έτσι. Η παραταξικοποίηση συνέχισε να κυριαρχεί, λειτουργώντας σαν μοχλός υπαγωγής του εκπαιδευτικού κινήματος στο κυρίαρχο τότε πολιτικό οικοδόμημα. Οι γενικές συνελεύσεις κατέληξαν σε μεταφορές των φοιτητικών αμφιθεάτρων του ’70, αποξενώνοντας και απομακρύνοντας το ζωντανό σώμα των εκπαιδευτικών.
Στο περιεχόμενο της δράσης τους οι αριστερές παρατάξεις αναλώθηκαν σε μια πλειοδοσία από οικονομικά αιτήματα και απεργιακές προτάσεις. Αυτός ο οικονομίστικος «ριζοσπαστικός» ρεφορμισμός επενδύονταν με πολιτικά πλαίσια καταγγελίας, του ιμπεριαλισμού, των μονοπωλίων, της ΕΕ και των κυβερνήσεών τους. Ενδιάμεσα, έλειπε οποιοδήποτε ουσιαστικό σχέδιο και πλαίσιο δράσης στον κοινωνικό χώρο της Παιδείας, οποιαδήποτε με άμεση ή γενικότερη έννοια μορφωτική πρωτοβουλία ή προσπάθεια στήριξης, σταθερής συνέχειας και δικτύωσης όσων αυθόρμητα και περιστασιακά εκδηλώνονταν.
Οι αναφορές στα θέματα Παιδείας ήταν κατά κανόνα προσχηματικές, ώστε να δίνεται μια ευρύτερη «κοινωνική» διάσταση στα οικονομικά αιτήματα, είτε γενικόλογα καταγγελτικές, στο πλαίσιο ενός παρωχημένου ιδεολογίζοντος λόγου, μακριά από τις εξελίξεις και τις ανάγκες της εποχής. Υπήρξε άγνοια είτε αυτάρεσκη άρνηση ενασχόλησης με τη σύγχρονη έρευνα στην Παιδαγωγική, στη Διδακτική, στη Γνωστική Ψυχολογία. Οι εφαρμογές τέτοιων ερευνών τα τελευταία 40 χρόνια στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, είτε επίσης αγνοήθηκαν, είτε απορρίφθηκαν ταυτιζόμενες συλλήβδην με τα νεοφιλελεύθερα εργασιακά και εκπαιδευτικά μέτρα στο πλαίσιο του «σχολείου της αγοράς», που προωθήθηκε παγκόσμια.
Έτσι, το κεντρικό σύνθημα «Δημόσια, ενιαία δωρεάν υποχρεωτική 12χρονη εκπαίδευση» έμεινε ένα κενό περιεχομένου κέλυφος. Που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι παρά μια ιδεατή έκφραση του σημερινού σχολείου «Γενικής Παιδείας», όπου «μπαίνουμε και κάνουμε τη δουλειά που ξέρουμε και δεν μας τη λέει και κανείς».
Φτάσαμε έτσι τσαλαβουτώντας σε λιμνάζοντα νερά στην «εποχή των δολοφόνων».
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ
Στα πέντε πρώτα μνημονιακά χρόνια (2010 – 15) σημειώθηκαν στο χώρο της εκπαίδευσης εξελίξεις αντίστοιχες με αυτές που σημάδεψαν ολόκληρη την κοινωνία και την πολιτική. Η εκπαίδευση και οι εκπαιδευτικοί συρρικνώθηκαν οικονομικά. Εφαρμόστηκαν φόρμουλες κατάργησης των οργανικών θέσεων και μαζικές μετατάξεις και απολύσεις. Έκλεισαν δημόσια σχολεία όλων των κατηγοριών και εξαφανίστηκαν στοιχειώδεις παροχές, που εξασφαλίζουν τη φοίτηση (θέρμανση, καθαριότητα, χαρτί, βιβλία, κιμωλίες, μετακίνηση στις επαρχίες, κατ’ οίκον διδασκαλία). Παρ’ όλα αυτά, οι εκπαιδευτικοί στη χώρα μας, ομόθυμα, όπως είπαμε, βρήκαν τρόπους να κρατήσουν ανοιχτά τα σχολεία για το σύνολο της νεολαίας και να αποτρέψουν σε μεγάλο βαθμό κατά γράμμα είτε κατά πνεύμα την εφαρμογή των μνημονιακών νόμων για την εκπαίδευση, μέχρι τον Γενάρη του ’15, που αυτοί καταργήθηκαν (ή ανεστάλησαν).
Στον συνδικαλιστικό χώρο η ΠΑΣΚΕ καθηγητών κυριολεκτικά εξαφανίστηκε και το 2013 για πρώτη φορά δημιουργείται πλειοψηφία των αριστερών παρατάξεων στην ΟΛΜΕ, που διατηρείται και το 2015. Η συνδικαλιστική δράση στο διάστημα αυτό επικεντρώθηκε στα μέτωπα του κλεισίματος των σχολείων, των απολύσεων και της αξιολόγησης. Στο τελευταίο αξίζει ιδιαίτερη μνεία, καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού Δημόσιου εκδηλώθηκε οργανωμένη στάση μιας δυναμικής μερίδας, που επέδρασε αποφασιστικά στη στάση του συνόλου του κλάδου και στην τελική έκβαση (αναστολή του νόμου, πριν την κυβερνητική αλλαγή του Γενάρη του ’15).
Η πρώτη, «αντιμνημονιακή» περίοδος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κίνησε καταστάσεις στο ρημαγμένο τοπίο της εκπαίδευσης: Κατάργηση της τράπεζας θεμάτων και πάγωμα του νόμου Αρβανιτόπουλου, επαναλειτουργία των ειδικοτήτων στα ΕΠΑΛ και επαναπρόσληψη των απολυμένων. Παραπέρα: Ο υπουργός Αριστείδης Μπαλτάς υπήρξε, το αμέσως προηγούμενο διάστημα, ο επικεφαλής της συλλογικότητας των εκπαιδευτικών του ΣΥΡΙΖΑ, που επεξεργάστηκε τις θέσεις για ένα «ενιαίο σχολείο Θεωρίας και Πράξης», ό,τι πιο αξιόλογο έχει να παρουσιάσει ως ιδέες και προτάσεις η Αριστερά τα τελευταία 30 χρόνια. Έτσι, οι παρεμβάσεις κορυφής αυτής της περιόδου, τόσο σε συμβολικό – αξιακό επίπεδο (συζήτηση για την «αριστεία» και μέτρα για τα «πρότυπα»), όσο και σε πρακτικό – διοικητικό – εργασιακό (εκλογές διευθυντών, μέτρα στοιχειώδους συμμόρφωσης με τη νομιμότητα στο εργασιακό και στα προγράμματα και φορολόγηση του ασύδοτου ιδιωτικού κεφαλαίου στην εκπαίδευση) προκάλεσαν θορυβώδεις αντιδράσεις των μηχανισμών που θίγονταν.
Η στάση της συνδικαλιστικής Αριστεράς στις παρεμβάσεις αυτές υπήρξε στην καλύτερη περίπτωση αμήχανη και στη χειρότερη συμβαδίζουσα με τις αντιδράσεις των θιγόμενων (με παιδαριώδεις και αντιφάσκουσες προφάσεις και ιδεολογήματα).
Στην τρέχουσα μνημονιακή περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ο «κομματικός» υπουργός Φίλης πάγωσε όλες τις πρωτοβουλίες Μπαλτά. Ο μηχανισμός των προηγούμενων χρόνων παραμένει ενεργός, σαμποτάροντας οποιαδήποτε σκέψη ή κίνηση αλλαγών και ευελπιστώντας σε μια ταχεία επάνοδο των πολιτικών δυνάμεων που τον ανέθρεψαν.
Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις της Αριστεράς, χωρίς ουσιαστικά κοινωνική απεύθυνση στο χώρο και βυθισμένες στη γνωστή μιζέρια και στην ιδεολογίζουσα αφασία τους, στην πράξη συμβάλλουν ιδιότυπα σε αυτό το σαμποτάζ. Ταυτόχρονα, καθώς πλειοψηφούν στα συνδικαλιστικά όργανα, εισπράττουν όλη τη φθορά από την παραπέρα γραφειοκρατικοποίηση, απομαζικοποίηση και απόσπαση των σωματείων από το ζωντανό σώμα της εκπαίδευσης. Με αυτό τον τρόπο στρώνουν το χαλί είτε στην τελική διάλυση, είτε στην δυναμική επάνοδο με νέες μάσκες των παλιών επιτηδείων.
Με άλλα λόγια: Η αντιπολιτευόμενη Αριστερά διανύει στον συνδικαλιστικό χώρο των εκπαιδευτικών την ίδια αυτοκαταστροφική πορεία, που διανύει ο ΣΥΡΙΖΑ στο πεδίο της πολιτικής διακυβέρνησης. Η ατολμία, η ανεπάρκεια, η έλλειψη ιδεών και σχεδίου, η απομόνωση από τις κοινωνικές δυνάμεις, που θεωρεί ότι εκφράζει, συνεπιφέρουν στην πράξη την υπαγωγή της στους σχεδιασμούς του συστήματος για πλήρη πολιτική παλιννόστηση της προηγούμενης περιόδου. Αποδεικνύοντας έτσι, ότι οι πολιτικές εκφράσεις της Αριστεράς βρίσκονται πολύ πιο κοντά μεταξύ τους και πολύ πιο μακριά από τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, απ’ ό,τι οι ίδιες φαντάζονται.
ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΓΕΝΙΑ
Οι παράγοντες που εκτέθηκαν, συμβάλλουν ο καθένας από τη σκοπιά του, συμπληρωματικά και αντιφατικά ταυτόχρονα, στη συντήρηση και στην αναπαραγωγή του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος, συναποτελώντας ταυτόχρονα στοιχεία του.
Αν όμως το σχολείο «σαπίζει» στη στασιμότητα και η κοινή γνώμη παραμένει μαζί του προσκολλημένη σε εκπαιδευτικά πρότυπα άλλων εποχών, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα ζωντανά «αντικείμενα της εκπαίδευσης, δηλαδή τα παιδιά. Δραστικές και δραματικές αλλαγές συντελούνται την τελευταία (τουλάχιστον) 15ετία στη σκέψη, στη δράση και στη συμπεριφορά της νέας γενιάς, κάτω από τις επιδράσεις των εξελίξεων στην τεχνολογία και στον ευρύτερο πολιτισμικό περίγυρο.
Η άμορφη, «οριζόντια» πληροφόρηση των νέων αντανακλάται στις επίπεδες οθόνες αφής. Ο γραπτός λόγος μεταλλάσσεται σε οπτικά σήματα επικοινωνίας, ενώ ο προφορικός (αυξανόμενα μινιμαλιστικός σε εκφράσεις και νοήματα) διεξάγεται κυρίως από απόσταση (μέσω των κινητών), καθώς στις άμεσες επαφές τα στόματα παραμένουν κλειστά, όταν το βλέμμα είναι κολλημένο στο φωτεινό ορθογώνιο, που στέλνει selfies ή εικονογράμματα στο facebook, μετρώντας τα likes.
Η κατάσταση αυτή επιφέρει ενδεχομένως αλλαγές στη δόμηση, στις μορφές και στις λειτουργίες της σκέψης, ίσως και στην ίδια τη φύση της ως συνειδητής ή «ανακλαστικής με ορισμένο βαθμό πολυπλοκότητας» νοητικής δραστηριότητας. Αλλαγές, που είναι νωρίς για να αξιολογηθούν στην ολότητά τους και που ίσως συμβάλλουν στη ραγδαία αύξηση των φαινομένων, που συνηθίζουμε να εντάσσουμε στην ευρεία ομπρέλα των «μαθησιακών δυσκολιών». Είναι άραγε αυτή η αύξηση ένδειξη του φτωχέματος των νοητικών διεργασιών (όπως συνηθίζουμε να την ερμηνεύουμε) ή ένδειξη του βαθέματος του χάσματος ανάμεσα στην σύγχρονη, εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα και το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα;
Θεμελιώδεις «θετικές» αρχές της διδακτικής πράξης, όπως οι επαγωγικές συνειρμικές συνδέσεις και η αφαιρετική σχέση αιτίου – αιτιατού, φαίνονται συχνά ως μη νοητές και αναγνωρίσιμες από ευρεία μάζα εφήβων. Ίσως να είναι από τη φύση τους πλέον ανεπαρκείς στο να προκαλέσουν συνδέσεις και ερμηνείες μέσα σε αυτόν τον αδιαβάθμητο και αέναα μεταβαλλόμενο ωκεανό δεδομένων, και να χρειάζονται ριζικό μετασχηματισμό.
Πόσο μάλλον οι «αρνητικές» παραδοσιακές δομές της κατεστημένης διδακτικής, όπως: ο «δασκαλοκεντρισμός», η γραμμικότητα και ο κατακερματισμός του διδακτικού χρόνου, η δικτατορία του άτεγκτου αναλυτικού προγράμματος, η «κλειστή» αίθουσα. Η μόνη ανταπόκριση, που μπορεί κανείς να βρει σε αυτή την απαρχαιωμένη κατάσταση, είναι στο βόλεμα στον διδακτικό συντηρητισμό και στην πνευματική αδράνεια. Το «συλλογικό φαντασιακό» αυτής της κατάστασης, η δωδεκάχρονη υποχρεωτική «Γενική Παιδεία», που ουσιαστικά προβάλλεται από τα συνδικαλιστικά όργανα, ελάχιστα θελκτικό είναι και σε καμιά περίπτωση δεν αρθρώνει πειστική απάντηση στο «σχολείο της αγοράς». Και ιδιαίτερα, όταν σε συνθήκες κυριαρχίας του πλαισίου των Πανελλαδικών αυτοϋπονομεύεται, καθιστώντας άχρηστο στις δυο τελευταίες Λυκειακές τάξεις το 90% αυτού που χαρακτηρίζεται «Γενική Παιδεία».
Ως μόνο «εκπαιδευτικό αποκούμπι» για τους εφήβους μέσα σε αυτή την κατάσταση, απομένει η λειτουργική χρηστικότητα της φροντιστηριακού τύπου διδασκαλίας και μάθησης, που ψευδώς ταυτίζεται, ως «κοινή άποψη», με τη «γνώση» της Γλώσσας, των Μαθηματικών, της Ιστορίας, των Φυσικών Επιστημών.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Υπάρχουν δρόμοι διεξόδου από αυτό τον λαβύρινθο και δυνάμεις, που θα τους ανοίξουν;
Μπορεί το σχολείο να αλλάξει, χωρίς να διώξει τους μαθητές του (όπως επιχείρησαν ο Αρσένης, η Διαμαντοπούλου και ο Αρβανιτόπουλος);
Μπορεί να εκφράσει τις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας, χωρίς να απορροφηθεί από την δικτατορία της «αγοράς»;
Μπορεί να δώσει δομημένη πληροφόρηση, χωρίς διδακτισμό; Μπορεί να συντονιστεί με τα ενδιαφέροντα και τις δράσεις των εφήβων, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα την ποιότητά του και ουσιαστικοποιώντας τις απαιτήσεις του; Μπορεί να αναπτύξει τη φαντασία, τις κλίσεις και τις δεξιότητες των νέων, χωρίς να κατηγοριοποιηθεί και να κατηγοριοποιήσει;
Μπορεί να επιτύχει ένα αυτόνομο πλαίσιο μόρφωσης, πολιτισμού, κατάρτισης και πιστοποιήσεων, χωρίς να κόψει τις γέφυρες με τις ανώτερες βαθμίδες της Εκπαίδευσης; Μπορεί να διατηρήσει, ουσιαστικοποιώντας και εκσυγχρονίζοντάς την, την ριζωμένη αξιακή – πολιτισμική προσδοκία της ελληνικής κοινωνίας από τα παιδιά της;
Μπορούν να ταραχτούν τα λιμνάζοντα νερά του εκπαιδευτικού κλάδου μέσα από την αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου του, χωρίς να σπρωχτεί στην βαρβαρότητα και στην ανθρωποφαγία, που βιώνουν οι συνάδελφοί μας στον ιδιωτικό τομέα και στα καθεστώτα του άγριου καπιταλισμού; Μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε τα συνδικάτα μας, χωρίς να τα γυρίσουμε ακόμα πιο πίσω ή να τα διαλύσουμε;
Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τους πανίσχυρους μηχανισμούς και τις ακόμα πιο ισχυρές προκαταλήψεις και ριζωμένες πρακτικές, που συντηρούν και αναπαράγουν τη σημερινή κατάσταση;
Μπορούμε με υπευθυνότητα και αξιοπιστία απέναντι στα παιδιά και στους γονείς τους να δικτυώσουμε μορφωτικές – πολιτιστικές δράσεις, που θα δημιουργούν δεδομένα μέσα στο κύριο σώμα της Εκπαίδευσης και όχι στις παρυφές της και θα καταγράφονται στη συλλογική μας συνείδηση και πρακτική;
Πλήθος τέτοιων ερωτημάτων μπορεί να διατυπωθεί, αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε.
45 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο, το τρομερό σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» μπορεί, στο ημίφως της σημερινής κατάστασης, να αναγνωστεί ως ένα σύγχρονο δίλημμα:
Εκπαίδευση για το «ψωμί» ή Παιδεία Ελευθερίας;
Νοούμε τα δυο σκέλη του διλήμματος όχι ως αντιθετικούς, αλλά ως συμπληρωματικούς παράγοντες σε αλλαγές δομών και αντιλήψεων, που οι ανάγκες τους πηγάζουν από όλους τους πόρους της κοινωνίας μας.
Θα επανέλθουμε.