ΕΓΩ ΑΝΑΠΛΗΡΩΝΩ, ΕΣΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΝΕΙΣ, ΑΥΤΟΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΝΕΙ…

Της Άννας Σεμερτζή, αναπληρώτριας δασκάλας από τη Θεσσαλονίκη

Κάθε χρόνο βρισκόμαστε να υποδεχόμαστε “το πρώτο κουδούνι” με αγωνία για την νέα «τοποθέτηση», τα χαρτιά που έχουμε, τις προϋπηρεσίες που μετράμε, τα τηλέφωνα πριν για τη σειρά στον πίνακα, μια μάχη για το ποιος πρόλαβε να συγκεντρώσει τα χρυσά προσόντα, την ανάλυση πιθανοτήτων για το πως θα την βγάλεις και φέτος.

Συζητήσεις επί συζητήσεων στην πρωτοβάθμια, ρουτίνα, ανακάλυψη των καλύτερων κενών, εκεί που θα είναι πιο εύκολα, φήμες πριν γνωρίσεις συναδέλφους, παιδιά και σχολείο, να μη μιλήσουμε για πόλη και χωριό… Η σχέση της αναπλήρωσης όπως έχει θεσμοθετηθεί και αναπαράγεται με περισσή θρασύτητα, σαν μια μόνιμη, κατασκευασμένη κατάσταση εκπαιδευτικής αδυναμίας από πλευράς υπουργείου, που πέρα από την πρώτη είδηση και το κέρδισμα των εντυπώσεων σταθερά απαξιεί τόσο τα επαγγελματικά δικαιώματα των εργαζομένων της εκπαίδευσης όσο και τα εκπαιδευτικά δικαιώματα των μαθητών, με ευαλωτότητα ή χωρίς.

Οι διεκδικήσεις για μόνιμους διορισμούς, όπως προσδιορίστηκε κινηματικά από μεγάλη μερίδα του εκπαιδευτικού κόσμου το προηγούμενο μήνα, συγκρούεται με την αναλγησία του υπουργείου να προσδώσει ένα μοντέλο που να μην καταπατά κατοχυρωμένα ακαδημαϊκά δικαιώματα, όπως το βασικό πτυχίο. Ακόμη, με την παρούσα ποσόστωση όπως νομοθετήθηκε, το υπουργείο ενισχύει τη φήμη του κοινωνικά για να ευχαριστήσει την πλειοψηφία του άνεργου κόσμου, που σε καιρούς οικονομικής λιτότητας και εγγεγραμμένης πια επισφάλειας, το όνειρο για μια σταθερή επαγγελματική σχέση είναι το τρόπαιο ενός διαρκούς αγώνα επιβίωσης.

Η ζούγκλα που μας επιβάλλεται από τους αρμόδιους πολιτικούς φορείς, είναι συγκοινωνούν δοχείο που διαπερνά όλη την πυραμίδα της κοινωνικής σχέσης σε ένα εργασιακό καθεστώς επισφάλειας.

Κάθε χρόνο κάθε ένας και κάθε μία από εμάς συναντά ανθρώπους που δεν τους γνωρίζει και ούτε αυτοί αντίστοιχα , όμως με λύπη διαπιστώνουμε ότι όλοι έχουν έτοιμη την εικόνα. Αν είσαι δασκάλα ειδικής αγωγής σε θέση παράλληλης στήριξης, προσηνές παράδειγμα, στα μάτια τους είσαι “η κοπέλα της παράλληλης”. Σε περιμένουν τις περισσότερες φορές για να τους ανακουφίσεις από μια δύσκολη περίπτωση, για να σου πουν τι πρέπει να κάνεις, για να σε κολακέψουν στην αρχή αλλά αν δεν συνταχθείς με τη νόρμα του σχολείου και έχεις την ατυχία να έχεις και εσύ εκπαιδευτική γνώμη, τότε εν ολίγοις σε περιμένουν τα δύσκολα. Μπορεί να συναντήσεις από αδιαφορία, μέχρι προσβολή και ευγενικό κατσάδιασμα, γιατί αυτοί είναι παλαιότεροι και ξέρουν. Που πας ψαράκι;

Οι αναπληρωτές μέσα στα σχολεία αν έχουν την ατυχία να μην τους γνωρίζει το υπόλοιπο εκπαιδευτικό προσωπικό και αν δεν τους έχουν δεχτεί ως φυσικές οντότητες, είναι οι αόρατοι των σχολείων, οι πιο διστακτικοί και συνήθως δυσκολεύονται να οικειοποιηθούν τον χώρο δουλείας και να νιώσουν ότι ανήκουν και τους ανήκει. Νιώθουμε έντονα τη ματαιότητα της βραχύβιας εκπαιδευτικής παρέμβασης, η δική μας συνέπεια να εκπληρώσουμε τον εργασιακό μας ρόλο σε συνδυασμό με το να προσδιοριστούμε κοινωνικά και πολιτικά σε ένα άγνωστο περιβάλλον συνήθως έχει ως συνέπεια από συνθήκες “καλύτερα μη μιλά” ως επιβολή και επίδειξη γνώσεων. Το σχολείο με αυτό τον τρόπο λειτουργεί και δεν έχει σε τίποτα να διαφοροποιηθεί από μια εταιρεία όπου στέλνεις το βιογραφικό σου και περνάς από φιλικό μεν, αδιόρατο δε, έλεγχο και εγκρίσεις ή όχι της επαγγελματικής σου εμπειρίας και κοινωνικού status.

Η αγάπη για τα παιδιά, το μεράκι να δημιουργήσεις ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον με την όποια δυνατότητα μπορείς να έχεις, υποσκάπτεται από πολύ νωρίς και βρίσκεσαι συνέχεια να ενσωματώνεις την αυτοεκπληρούμενη προφητεία “φάτους πριν σε φάνε” ή “μια χρονιά είναι θα περάσει” και οι χρονιές μαζεύονται και όλη αυτή η συστημική τοποθέτηση επειδή εσύ είσαι αναπληρωτής και όχι μόνιμος κοινωνικοποιείται σε μια ασαφή διχοτόμηση και εναντίωση που διαπερνά ολόκληρο τον κλάδο.

Τον περασμένο μήνα τέτοιου είδους προστριβές ανακυκλώθηκαν για ακόμη μία φορά με αποτέλεσμα το ελπιδοφόρο όπως καταγράφηκε απεργιακό κίνημα να σιγάσει γρήγορα, να μη δημιουργήσει εστίες όπου όλοι οι εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να δουν από τα εργασιακά τους κενά ως τα πιο βαθιά πολιτικά (ας επιτραπεί εδώ η συνειρμική έννοια του πολίτη ως πιο προσιτή σε ευρύ κοινωνικό μέρος) και παιδαγωγικά με τα οποία ούτως η άλλως βρίσκονται καθημερινά στην προσπάθεια να τα αντιμετωπίσουν, άλλοι με περισσότερη και άλλοι με λιγότερη ειλικρίνεια.

Η κοινωνική και εργασιακή ρευστότητα δεν αναπληρώνεται όταν έχεις το καθημερινό άγχος για να μπορείς να σταθείς σύμφωνα με τα δικά σου αξιακά πιστεύω για ένα σχολείο ενάντια σε κάθε είδους ρατσισμό, κοινωνικό, εργασιακό, πολιτικό.

Οι μόνιμοι διορισμοί υπόσχονται την αλλαγή στην ανεργία αλλά στον εργασιακό στίβο αυτή είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Η πλευρά που, απ’ ό,τι φάνηκε, η πλειοψηφία επιλέγει να αντικρίσει.

“Βλέπει μακρύτερα κείνος ο γλάρος που πετάει ψηλότερα.”

Όπως ο μύθος του γλάρου Ιωνάθαν ο οποίος δεν σταμάτησε στιγμή να πιστεύει στα πουλιά και στη συνεχή ανακάλυψη και ανατροπή των δεδομένων, έτσι και ο κάθε δάσκαλος/α από εμάς που βρίσκεται να αναπληρώνει μια θέση, ένα σχολικό κενό, έχει τη δύναμη να διεκδικήσει όσα θέλει και πιστεύει για ένα αξιοπρεπές για αυτόν/ην και τους συναδέλφους του/της σχολείο.

Το δημοκρατικό σχολείο το οποίο δεν θα αναπαράγει το μίσος, οφείλει πρώτα να μην ιεραρχεί τους εργαζόμενους του, από το πρώτο κουδούνι. Η εκπαιδευτική ισότητα μπορεί να είναι μόνο καθολική αλλιώς είναι λειψή και ανεπαρκής. Ο κίνδυνος ο κάθε εργαζόμενος να νιώσει ντροπιασμένος και αηδιασμένος δεν τον εμψυχώνει να αντισταθεί στην εργασιακή βαρβαρότητα και αυτό δεν ενισχύεται με κανένα ακαδημαϊκό κριτήριο παρά μόνο με δομικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που θα στοχεύουν στην άρση της αυθαιρεσίας.

Στο διάλειμμα θα βρισκόμαστε, στο γραφείο θα τα λέμε, μαζί θα καπνίζουμε και θα συζητάμε αναπληρωτές, μόνιμοι και ό,τι άλλο χαρακτηρισμό σκαρφιστεί το υπουργείο για να πλαισιώσει τα καθολικά εργασιακά μας δικαιώματα.

Οι αντιστάσεις μας ας είναι καθημερινές και συλλογικές …