Για τον νέο νόμο πλαίσιο για τα Α.Ε.Ι. και την αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Ορέστης Πολυχρονιάδης*

Το τελευταίο διάστημα έρχονται μια σειρά από νομοσχέδια για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που φέρνουν ριζικές αλλαγές τόσο στους όρους φοίτησης όσο και στον τρόπο που υπάρχουν τα πτυχία. Είτε μιλάμε για τον νόμο Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη, που έχει ήδη ψηφιστεί, είτε για τον νέο νόμο πλαίσιο είναι ξεκάθαρο ότι οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν ριζικά τον μέσο φοιτητή. Με ποιο τρόπο όμως; Το αφήγημα της κυβέρνησης είναι ότι πρόκειται για μια αναβάθμιση του πανεπιστημίου. Συμβαίνει όμως αυτό;

Σε καμία περίπτωση ο νέος νόμος πλαίσιο δεν έρχεται να απαντήσει στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα του Πανεπιστημίου. Τα παραπάνω νομοθετήματα, σε συνέχεια αναδιαρθρώσεων όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, έχουν ξεκάθαρη κατεύθυνση την εντατικοποίηση των όρων σπουδών, την διάλυση της ενιαίας κατοχύρωσης που προσφέρουν μέχρι σήμερα τα πτυχία, σε άλλους κλάδους πιο πολύ και σε άλλους λιγότερο, και την πλήρη διάλυση των φοιτητικών συλλόγων.

Αρχικά, έχουμε τον ήδη ψηφισμένο νόμο Κεραμέως  – Χρυσοχοΐδη όπου με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) ήδη απ’ το σχολείο βάζει τους εν δυνάμει φοιτητές σε μια ατομική λογική προκειμένου να περάσουν στο πανεπιστήμιο. Αυτή η λογική κορυφώνεται στη συνέχεια καθώς ο φοιτητής σπουδάζει με όρια φοίτησης, δηλαδή υπό τον βούρδουλα της διαγραφής. Παράλληλα οποιαδήποτε διεκδίκηση μέσα στο πανεπιστήμιο, ακόμα και για τα πιο βασικά πράγματα, καθίσταται εν δυνάμει παράπτωμα, το οποίο σαν κύρωση θα έχει την παύση σπουδών για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμα και την διαγραφή του φοιτητή. Όλα αυτά ενώ δρομολογείται η συνεχής παρουσία της αστυνομίας μέσα στα πανεπιστήμια, άρα εκτός απ’ τις κυρώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω υπάρχει και η πιθανότητα της εν δυνάμει καταστολής. Αν αναλογιστούμε τα γεγονότα των τελευταίων μηνών στο ΑΠΘ ή ακόμα και παλαιότερα στην ΑΣΟΕΕ η καταστολή φαντάζει πλέον περισσότερο ως κανονικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε παρά ως πιθανότητα. Τέλος, τα ίδια τα ΑΕΙ πιέζονται να εφαρμόσουν τις παραπάνω αλλαγές, αφού η χρηματοδότηση τους είναι συνδεδεμένη με την «αξιολόγηση».

Στην παραπάνω κατάσταση έρχεται να κουμπώσει και ο νέος νόμος πλαίσιο. Το ν/σ αυτό πολύ κομβικά μπορούμε να το συνοψίσουμε στους τρεις παρακάτω άξονες. Αρχικά, έχουμε τις αλλαγές στα προγράμματα σπουδών. Μιλάμε για την πλήρη διάλυση της συλλογικής κατοχύρωσης σε επίπεδο επαγγελματικών δικαιωμάτων και της ενιαιότητας των πτυχίων. Ουσιαστικά ο φοιτητής πλέον θα δημιουργεί ατομικά το πτυχίο του, με τα μαθήματα – κατευθύνσεων που επιλέγει, και τα επαγγελματικά δικαιώματα που κατοχυρώνει, π.χ. η επαγγελματική επάρκεια ενός πτυχιούχου, θα καθορίζεται από τις παραπάνω επιλογές. Άρα δημιουργούνται απόφοιτοι διαφορετικών ταχυτήτων και πτυχία πολλών κατηγοριών από εκεί που ήταν ενιαία (τα πτυχία) και κατοχύρωναν κάποια απτά δικαιώματα στον εργασιακό χώρο, έτσι αποτελούσαν (τα ενιαία πτυχία) και την βάση για ενιαία ένταξη στην αγορά εργασίας, ενώ τώρα με το νέο νόμο πλαίσιο μετατρέπονται σε στείρα πιστοποιητικά γνώσης που πρακτικά δεν κατοχυρώνουν τίποτα στον απόφοιτο.

Γιατί όμως αυτό είναι μη συμφέρον για κάποιον/κάποια φοιτητή/φοιτήτρια; Το ΥΠΑΙΘ ισχυρίζεται ότι αυτή η τομή θα αναβαθμίσει τα πτυχία τόσο σε επίπεδο διεπιστημονικότητας όσο και στην επιλογή τον πτυχίων απ’ τους αποφοίτους. Όσα σαθρά επιχειρήματα και να βρει το ΥΠΑΙΘ η αλήθεια είναι μία. Από εκεί που με βάση ένα πτυχίο η διαπραγμάτευση των όρων εργασίας μπορούσε εν δυνάμει να γίνει συλλογικά, καθώς οι εργαζόμενοι είχαν ίδιους και ισότιμους τίτλους σπουδών, άρα η ένταξη στην αγορά εργασίας είχε την ίδια βάση, τώρα η διαπραγμάτευση αυτή μετατρέπεται σε μια πλήρως ατομική υπόθεση, ενισχύοντας μια τάση που υπάρχει σχεδόν καθολικά στην αγορά εργασίας, καθώς ο καθένας έχει διαφορετικά «προσόντα». Παράλληλα ενισχύεται και η λογική της δια βίου μάθησης και επανακατάρτισης, όχι λόγω πρακτικών διαφορών στην αγορά εργασίας ή λόγω εξέλιξης του κλάδου, αλλά κυρίως στη βάση της λογικής ότι για την μη εύρεση θέσεων εργασίας φταίει ο ίδιος ο εργαζόμενος που δεν είναι αρκετά καταρτισμένος, ωθώντας τους αποφοίτους σε ένα ατελείωτο «κυνήγι» πιστοποιήσεων – τίτλων  σπουδών. Μια λογική αντίστοιχη του «προσοντολογίου», πολύ περισσότερο και καλύτερα γνωστή στους  φοιτητές των Παιδαγωγικών και Καθηγητικών Σχολών μελλοντικούς εκπαιδευτικούς.

Έπειτα, για να διασφαλιστεί ότι οι παραπάνω αλλαγές θα εφαρμοστούν στην ολότητά τους, έρχεται ο νέος τρόπος συγκρότησης των Φοιτητικών Συλλόγων μέσα από ενιαία ψηφοδέλτια και ηλεκτρονικές ψηφοφορίες. Οι φοιτητικοί σύλλογοι διαχρονικά αποτελούσαν την δομή αυτή μέσα από την οποία οι φοιτητές συλλογικά διασφάλιζαν τα συμφέροντα τους, διαμορφώνοντας έτσι τόσο την καθημερινότητα τους μέσα στην σχολή αλλά και την προοπτική τους στην αγορά εργασίας. Με την μετατροπή τους σε δομές αντίστοιχες των δεκαπενταμελών συμβουλίων των μαθητικών κοινοτήτων που υπάρχουν στα σχολεία, τα παραπάνω χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν παύουν να υπάρχουν και η δομή αυτή μετατρέπεται σε ατομική υπόθεση διαμεσολάβησης που εν τέλει δεν θα διεκδικεί και τίποτα ουσιαστικό.

Τέλος έχουμε τα συμβούλια διοίκησης και τις αλλαγές στον τρόπο που λαμβάνουν αποφάσεις τα ιδρύματα στο εσωτερικό τους. Ουσιαστικά πλέον όλες τις καίριες αποφάσεις για την λειτουργία ενός ιδρύματος θα τις παίρνει ένα συμβούλιο το οποίο θα απαρτίζεται, εκτός από μέλη τις πανεπιστημιακής κοινότητας, και από εξωπανεπιστημιακούς παράγοντες (π.χ. σύμβουλοι του Υπουργείου Παιδείας). Αυτό καταργεί στην πράξη κάθε δημοκρατική λειτουργία των οργάνων του πανεπιστημίου και πετάει εντελώς έξω τους φοιτητές, δηλ. το μεγαλύτερο κομμάτι της ακαδημαϊκής κοινότητας, από τις διαδικασίες αυτές. Αυτό το μέτρο έχει διττό ρόλο. Από την μια υπονομεύονται ακόμα περισσότερο οι φοιτητικοί σύλλογοι, από εκεί που ήταν το όργανο μέσα απ’ το οποίο οι  ίδιοι φοιτητές είχαν λόγο μέσα στα όργανα διοίκησης του πανεπιστημίου, τώρα δεν θα έχει κανένα λόγο μέσα σε αυτά, ενώ από την άλλη το άσυλο καταργείται στην ολότητα του. Αυτό γιατί εξωπανεπιστιμιακοί παράγοντες καταλήγουν να έχουν λόγο και παρέμβαση στις αποφάσεις του πανεπιστημίου, πολύ περισσότερο από ότι οι ίδιοι οι φοιτητές.

Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι το μέλλον, για όποιο φοιτητή δεν επιλέξει τον ατομικό δρόμο, σε περίπτωση που εφαρμοστούν όλα τα παραπάνω, προβλέπεται δυσοίωνο. Από την μια δηλαδή θα έχουμε μία καθημερινότητα με υπερεντατικοποιημένους ρυθμούς σπουδών (αλυσίδες μαθημάτων, χαμηλά όρια δήλωσης, κ.λπ.) χωρίς να κατοχυρώνεται τίποτα στο πτυχίο, αφού παύει να υπάρχει ο όρος του κλάδου και του ενιαίου πτυχίου κι από την άλλη θα έχουμε την ποινικοποίηση των φοιτητικών αγώνων και διεκδικήσεων οι οποίοι θα χαρακτηρίζονται ως έκνομοι με βάση τον νόμο Κ-Χ. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μετατροπή των φοιτητικών συλλόγων σε απλές δομές ατομικής εκπροσώπησης, οι οποίες δεν θα έχουν λόγο στις αποφάσεις του πανεπιστημίου λόγω της θέσπισης νέων συμβουλίων ιδρυμάτων (διάλυση αυτοδιοίκητου), οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην περαιτέρω εξατομίκευση και προσαρμογή μας σε μια εξαιρετικά καταστροφική προοπτική για τους νέους ως μελλοντικούς – αυριανούς εργαζόμενους.

Συνεπώς οι αλλαγές αυτές έρχονται να δημιουργήσουν αποφοίτους έτοιμους να αποδεχθούν μια κατάσταση που υπάρχει στην αγορά εργασίας, ως κάτι που δεν αλλάζει. Μια κατάσταση, όπου η εργασιακή ανασφάλεια και η κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων εντάθηκε ακόμα περισσότερο με την ψήφιση και εφαρμογή του νόμου Χατζηδάκη, ο οποίος ελαστικοποιεί πλήρως τις εργασιακές σχέσεις, με απλήρωτες υπερωρίες, χαμηλούς μισθούς, αλλά και με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στη νεολαία της τάξης του 40%.

Φυσικά ως αυτονόητη προϋπόθεση για να περάσουν και εδραιωθούν οι παραπάνω επιλογές – πολιτικές της κυβέρνησης της Ν. Δ. είναι το τσάκισμα της οργανωμένης αμφισβήτησης στο εσωτερικό των σχολών και των χώρων εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η προσπάθεια ποινικοποίησης του συνδικαλισμού και μετατροπής των συνδικάτων και συλλόγων σε ακίνδυνες ατομικές δομές. Αυτό φαίνεται τόσο στον νόμο Χατζηδάκη, όπου πατώντας πάνω σε νόμους προηγούμενης κυβέρνησης δημιουργεί  ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την κήρυξη απεργίας και φακελώνει τα μέλη των σωματείων αλλά και από την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου το 2019, τον νόμο Κ-Χ και τον νέο νόμο πλαίσιο (ΟΠΠΙ, ενιαία ψηφοδέλτια, ηλεκτρονικές ψηφοφορίες).

Σε αυτή την βάση λοιπόν γίνεται ξεκάθαρο πως τόσο η κατάργηση του ασύλου όσο και η πανεπιστημιακή αστυνομία έρχονται ουσιαστικά να διασφαλίσουν την απρόσκοπτη εφαρμογή όλων των παραπάνω αναδιαρθρώσεων σε επίπεδο καθημερινότητας και προοπτικής και σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζουν την ασφάλεια την πανεπιστημιακής κοινότητας. Το άσυλο αποτέλεσε και αποτελεί ένα βασικό κεκτημένο των φοιτητών και των εργαζόμενων μέσα στο οποίο μπορούσαν και μπορούν να παλεύουν διασφαλίζοντας τα καθημερινά υλικά τους συμφέροντα και προοπτικές προστατευμένοι από την κρατική καταστολή και παρέμβαση.

Το επόμενο κρίσιμο διάστημα καλούμαστε, ως φοιτητές, να  απαντήσουμε στην παραπάνω κατάσταση και στην μαύρη προοπτική που μας περιγράφεται. Σε όλη αυτή την κατάσταση η απάντηση πρέπει να δοθεί μέσα από τους συλλογικούς μας φορείς, στη βάση της διεκδίκησης των υλικών μας συμφερόντων και τη διαμόρφωση της προοπτικής μας, κόντρα στην ατομική ύπαρξη και την απάθεια.

 Διεκδικούμε ανθρώπινους ρυθμούς σπουδών ενάντια στην περαιτέρω εντατικοποίηση μας και πειθάρχηση στα πρότυπα του μελλοντικού ελαστικά εργαζόμενου που μας ετοιμάζουν.

Διεκδικούμε πτυχία με ενιαία επαγγελματική κατοχύρωση στο αντικείμενό μας για να μπορούμε μετέπειτα να διεκδικούμε καλύτερες εργασιακές συνθήκες κι όχι πιστοποιητικά γνώσης που δεν θα διασφαλίζουν κανένα επαγγελματικό δικαίωμα και θα πρέπει να κάνουμε διαρκείς μετεκπαιδεύσεις, με ατομική μας ευθύνη.

Όλα αυτά για να επιτευχθούν χρειάζονται την άμεση απάντησή μας μέσω των συλλογικών δομών που προσπαθούν (κυβέρνηση και ΥΠΑΙΘ) μανιωδώς να διαλύσουν, τους φοιτητικούς μας συλλόγους. Τη δυνατότητα που έχουν οι φοιτητές να συνευρίσκονται μαζικά και να παλεύουν μέσα από αυτές τις συλλογικές δομές είναι που τρέμει η κυβέρνηση και γι’ αυτό φέρνει αυτές τις αναδιαρθρώσεις.

Είναι αναγκαία, περισσότερο από οποιαδήποτε στιγμή του παρελθόντος, η περαιτέρω μαζικοποίηση των διαδικασιών των φοιτητικών συλλόγων προκειμένου να απαντήσουμε σε όλα αυτά και να ανατρέψουμε την εφαρμογή αυτών των πολιτικών, διασφαλίζοντας μια καλύτερη καθημερινότητα και προοπτική. Πρέπει λοιπόν να γίνει αντιληπτό προς πάσα κατεύθυνση, ότι αυτός ο νόμος δεν θα περάσει. Θα μπλοκάρουμε κάθε αιχμή οποιουδήποτε νόμου μας τσακίζει την καθημερινότητα και το μέλλον μας. Όσο και να προσπαθούν δεν πρόκειται να τους περάσει.

*Φοιτητής του τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Ο. Π. Α. (πρώην Α.Σ.Ο. Ε.Ε.) και μέλος του Φοιτητικού Συλλόγου του Ο. Π. Α. «Σωτήρης Πέτρουλας»