Γιατί για το εθνικό εορτολόγιο ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος δεν «τελείωσε ποτέ»;

Παπαδοπούλου Λένα, δασκάλα στο Μειονοτικό  Δημοτικό Σχολείο Γλαύκης στην  Ξάνθη

Οι ιστορικές επέτειοι, οι εθνικές εορτές, οι παραδόσεις, είναι ο τρόπος εγκαθίδρυσης μιας ερμηνείας της ιστορίας από τα εθνικά κράτη, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η αίσθηση κοινής ταυτότητας, ισχυροποιούνται οι δεσμοί αφοσίωσης, εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και νομιμοποιείται η κρατική πολιτική.[1] Η θεσμοθέτηση των επετείων είναι μια πολιτική λειτουργία– διαδικασία του κράτους, που χρησιμοποιεί το παρελθόν ως εργαλείο, η μπορεί ακόμα και να το κατασκευάζει, έχει συγκεκριμένους ιδεολογικούς στόχους για να στηρίξει και να ενδυναμώσει το δικό του αφήγημα και να διαμορφώσει τη συλλογική μνήμη. Οι επέτειοι με την τελετουργία που ακολουθείται , τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται, οι στολές, οι σημαίες, τα εμβατήρια κ.ά. διαμορφώνουν μια κοινή γλώσσα μέσα στο εθνικό σώμα, αποσαφηνίζουν την εθνική ταυτότητα ώστε να γίνει κατανοητή και τη μετατρέπουν σε ιστορική αφήγηση και πρακτική. Τα κριτήρια επιλογής συγκεκριμένων στιγμών τη ιστορίας για τον επετειακό εορτασμό υπακούουν στις ανάγκες της συγκυρίας . Οι επέτειοι που επιλέγονται πρέπει να λειτουργούν συσπειρωτικά και όχι διαιρετικά να βάζουν τα όρια ανάμεσα σε εχθρούς και φίλους του έθνους, να ενδυναμώνουν την αίσθηση του κοινού παρελθόντος, αλλά και της συνοχής στο παρόν.[2]

Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου οι δυνάμεις και τα κράτη που πρόεκυψαν εγκαθίδρυσαν την εξουσία τους, νομιμοποίησαν τη δράση τους, διόρθωσαν τα «αμαρτήματά» τους και εξωράισαν τη μνήμη, μέσα από τις παραδόσεις, τις γιορτές, τις τελετές, την ανέγερση μνημονικών τόπων και την εκπαίδευση. Ο ψυχρός πόλεμος που ακολούθησε μετά την απελευθέρωση έκανε τις νέες διευθετήσεις και προσδιόρισε εχθρούς και φίλους. Αναπτύχτηκαν νέα ιστορικά αφηγήματα και επιλέχτηκαν στιγμές από το παρελθόν που θα εξυπηρετούσαν τη νέα κατάσταση πραγμάτων ανάμεσα σε Δύση (φιλελευθερισμός ) και Ανατολή (κομμουνισμός).[3]

Σε αυτό το σημείο της εργασίας αξίζει να καταγραφεί σύντομα, με ποιες επετείους γιόρτασαν τη λήξη του πολέμου και τον τρόπο που εξωράισαν το «ένοχο παρελθόν», δύο από τις χώρες της Ευρώπης, η Γερμανία και η Γαλλία.

Στην ηττημένη Δ. Γερμανία, τα εγκλήματα πολέμου ταυτίστηκαν αποκλειστικά με το ναζισμό, απαλλάσσοντας από τις ευθύνες το γερμανικό λαό. Η επέτειος που γιόρτασε η Βόννη μετά τον πόλεμο ήταν η 20η Ιουλίου, με την όποια τιμούσε τους στρατιωτικούς που συνωμότησαν εναντίον του Χίτλερ το 1944. Η καθιέρωση αυτής της επετείου υπήρξε μια εστιασμένη ιστορική πολιτική του γερμανικού κράτους, για να καταστήσει σαφή τη διάκριση ανάμεσα σε καλούς Γερμανούς και κακούς Ναζί και συγχρόνως να αποκρύψει τη δράση των Γερμανών αντιστασιακών κομμουνιστών τους οποίους θα τιμούσαν στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Ακόμα μια άλλη επέτειος που γιορτάζει η Γερμανία είναι η μέρα λήξης του πολέμου στις 8η Μαΐου, μια ημέρα διλήμματος για τους Γερμανούς, ήττας και απελευθέρωσης. Ο Χέλμουτ Κολ στην 40η επέτειο της λήξης του πολέμου, την καθιέρωσε ως μέρα θλίψης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος και για τους Γερμανούς πεσόντες. Μέρα συμψηφισμού θυτών και θυμάτων. Δυο άλλα γεγονότα «τελετουργίες», χωρίς να είναι επέτειοι, που σφράγισαν την αποδοχή των ευθυνών του γερμανικού λαού απέναντι στο ολοκαύτωμα είναι, η δίκη του Άουσβιτς την οποία παρακολούθησαν τα ΜΜΕ, μαθητές, φοιτητές και είχε φρονιματιστικο χαρακτήρα και η συμβολική βωβή γονυκλισία το 1970 του καγκελαρίου Βίλλυ Μπραντ και αντιστασιακού, στο μνημείο του γκέτου της Βαρσοβίας. Στο εσωτερικό της Γερμανίας από το 1968, ξεσπάει ένας εμφύλιος ανάμεσα σε πατεράδες και παιδιά για το ναζιστικό παρελθόν του γερμανικού λαού.[4]

Στη Γαλλία επίσης γιορτάζουν τη λήξη του πολέμου στις 8 Μαΐου και η κρατική εξουσία προσπάθησε πολύ αργότερα, από το 1990 και μετά, να «λύσει τους κόμπους» και να αυτοαθωωθεί για τις σκοτεινές πτυχές που αφορούσαν την κυβέρνηση του Βισύ, τη συνεργασία με τους Ναζί, τις εκτοπίσεις Εβραίων, μαζί με τον πόλεμο στην Αλγερία και την αποικιοκρατική πολιτική. Από μέρος της νομοθετικής εξουσίας θεσπίζονται τρεις νόμοι που καταδικάζουν το ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, τα εγκλήματα κατά των Εβραίων και προτάσσουν το ελεύθερο δικαίωμα συνεχούς αναψηλάφησης του παρελθόντος και καταλογισμού ευθυνών καλλιεργώντας την ιστορική συνείδηση. Ωστόσο, η απόδοση ευθυνών και η διαχείριση των τραυμάτων, νομοθετικά, έχει ως επακόλουθο μια πατερναλιστική διευθέτηση της ιστορίας.[5]

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις λοιπόν, γιορτάζεται το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου στις 8 Μαΐου, η ημέρα αυτή σηματοδοτεί την αντίσταση και τη νίκη των λαών απέναντι στο φασισμό για όλη την Ευρώπη και αποτέλεσε ένα ενοποιητικό αφήγημα που χρησίμευσε για την νομιμοποίηση των μεταπολεμικών κυβερνήσεων. Η Ελλάδα παρότι υπήρξε από τη μεριά των νικητών, είναι η μοναδική χώρα που δε γιορτάζει την απελευθέρωση της από τους Γερμανούς, ούτε τη λήξη του πολέμου, αλλά την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου(28ηΟκτωβρίου), που επετειακά δεν τέλειωσε ποτέ.[6] Επιλέχθηκε η 28η Οκτωβρίου ως επετειακός εθνικός τόπος μνήμης για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γιατί είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ταιριάζουν με το «συναινετικό» μετεμφυλιακό αφήγημα, σε αντίθεση με την Αντίσταση. Απέκτησε συμβολική σημασία και συγκέντρωνε όλους τους μύθους περί ενός λαού, με «αδιάπτωτη ακμή, ηρωισμό και τεραστία ιστορία», κατά το Βασιλιά Γεώργιο. Συνδέθηκε με τις πρώτες νίκες απέναντι στους Ιταλούς. Δεν αμφισβητήθηκε από καμία πολιτική δύναμη, ήταν σύσσωμοι οι Έλληνες εναντίον του Άξονα. Υπήρξε η μοναδική επέτειος που γιορτάστηκε, πριν από την επίσημη καθιέρωσης της, από τους ίδιους τους πολίτες και τις αντιστασιακές οργανώσεις από τον καιρό της Κατοχής, για να τιμήσουν την προσφορά του Έλληνα στρατιώτη.[7]

Η 8η Μαΐου στην Ελλάδα δε γιορτάζεται, γιατί μετά την απελευθέρωση ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά και μετά τη λήξη του πολέμου, ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος.[8] Τα ευρωπαϊκά κράτη μετά τον πόλεμο στηρίχτηκαν στο μύθο της παλλαϊκής αντίστασης για να δημιουργήσουν το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης. Ο ιδρυτικός αυτός μύθος της Ενωμένης Ευρώπης δεν περιελάμβανε την Αντίσταση των Ελλήνων, γιατί ήταν συνδεμένη με την Αριστερά. Η αντίσταση αποσιωπήθηκε απαξιώθηκε. Η πλευρά που νίκησε στον εμφύλιο δεν ήθελε να συνδεθεί το νικηφόρο μήνυμα της λήξης με την Αριστερά. Οπότε επιλέχθηκε η λήθη και η αποσιώπηση της Εθνικής Αντίστασης παρά να αναδεχθεί η Αριστερά ως πατριωτική δύναμη και ως καθοριστικός παράγοντας της νίκης του φασισμού, ενάντια σε ένα μεταπολεμικό αφήγημα, που οικοδομούσε η συντηρητική διακυβέρνηση στην Ελλάδα. Η επίκληση σε ένα εαμικό παρελθόν αντίστασης μπορούσε να αποτελέσει αιτία για διώξεις και περιθωριοποίηση. Έτσι η Αντίσταση δεν αποτέλεσε ένα εθνικό τόπο μνήμης.[9] Ο εμφύλιος που ακολούθησε τη λήξη του πολέμου αποτέλεσε το φίλτρο μέσα από το οποίο οι μελλοντικές γενιές αντελήφθησαν την κατοχή και την αντίσταση.[10]

Η επίσημη μνήμη των νικητών ανακατασκεύασε το παρελθόν, ώστε να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες του ψυχρού πολέμου. Οι θεσμοί της εξουσίας και οι ηγεμονικές ομάδες διαμόρφωσαν τη συνολική αντίληψη για το παρελθόν, ένα παρελθόν εύπλαστο στο παρόν και οικοδόμησαν το ερμηνευτικό πλαίσιο. Η μνήμη για την κατοχή και την Αντίσταση διαιρέθηκε εξαιτίας του εμφυλίου, σε δύο στρατόπεδα, δύο ταυτότητες, η Δεξιά των νικητών και η Αριστερά των ηττημένων. Δημιουργούνται δυο ερμηνευτικά πλαίσια με κωδικοποίηση των γεγονότων της εποχής με λέξεις κλειδιά, εικόνες, αφηγήσεις, σύμβολα.[11]

Το ερμηνευτικό πλαίσιο των συντηρητικών μεταπολεμικών κυβερνήσεων στην Ευρώπη της Δεξιάς, διαμορφώνεται σύμφωνα με την ιδεολογία του ψυχρού πολέμου που ακολουθείται στην Ευρώπη, που συμψηφίζει τα εγκλήματα πολέμου αποσιωπώντας το ρόλο των δοσίλογων των συνεργατών των νάζι που αποτελούν μια υπολογίσιμη οικονομική δύναμη απαραίτητη στην ανάγκη ανασυγκρότησης των κρατών. Αθωώνει τους ένοχους, εξωραΐζει τη μνήμη, αποδίδοντας το κακό με έναν μεταφυσικό τρόπο στο πρόσωπο του Χίτλερ και εξομοιώνει θύτες και θύματα, το ολοκαύτωμα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με τα δείνα του γερμανικού λαού από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων, με τους βιασμούς Γερμανίδων από τον Κόκκινο Στρατό κυρίως, με την αιχμαλωσία γερμανών στρατιωτών από Σοβιετικούς. Γενικότερα το ερμηνευτικό πλαίσιο της μνήμης που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά επικεντρώνεται στη δυτική θεώρηση του πολέμου όπου το κέντρο βάρους πέφτει στις νικηφόρες επεμβάσεις των συμμάχων, στην αποσιώπηση του ρόλου των σοβιετικών στρατιωτών στην έκβαση του πολέμου, οι οποίοι είχαν τα περισσότερα θύματα, και στον τονισμό της γερμανο-σοβιετικής συνεργασίας, πριν την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, με σκοπό την απεικόνιση του Στάλιν ως συνεργάτη του Χίτλερ. Σε αυτό το πλαίσιο το ερμηνευτικό στήθηκε η αντικομουνιστική προπαγάνδα και ο κίνδυνος του ερυθρού ιμπεριαλισμού σε όλη την Ευρώπη υπηρετώντας τις προτεραιότητες του Ψυχρού πολέμου.[12]

Φωτογραφία των νέων του χωριού Ηλιολούστου (Κιλκίς) πριν φύγουν για τον πόλεμο. Προέρχεται από την έκθεση που παρουσίασε ο Σπύρος Λαζαρίδης με τίτλο ”Μνήμη πρώτων Μελάφτσα”

Στην Ελλάδα το πλαίσιο που διαμόρφωσε η Δεξιά για την Αντίσταση και την Αριστερά περιελάμβανε, τα εγκλήματα των κομμουνιστών, την τρομοκρατία της ΟΠΛΑ, το πλιάτσικο, το παιδομάζωμα, τη βίαιη στρατολόγηση στο ΔΣΕ, τα αποσχιστικά σχέδια για τη Μακεδονία. Γενικότερα απέδωσαν στην αντίσταση της Αριστεράς έναν προδοτικό ρόλο, αφού δεν πολέμησαν από πατριωτικά αισθήματα, αλλά με σκοπό να μετατρέψουν την Ελλάδα σε κομμουνιστική χώρα και να υπηρετήσουν το Στάλιν.[13] Ο πατριωτισμός ήταν το προνομιακό πεδίο της Δεξιάς συνυφασμένος με τον εθνικισμό. Με αυτό τον τρόπο νοηματοδότησης του παρελθόντος, ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας αποκαθάρθηκε από αριστερές κοινωνικές αναφορές, υπέστη τον προκρούστειο σωφρονισμό που επέβαλλε το μετεμφυλιακό αφήγημα της Δεξιάς.[14]

Η Αριστερά διαμόρφωσε και αυτή το αντίπαλο ερμηνευτικό πλαίσιο για τη νοηματοδότηση της βιωμένης εμπειρίας του πολέμου που περιελάμβανε, την ηρωική εαμική αντίσταση, τον προδοτικό ρόλο των ταγμάτων ασφάλειας, τη βία της λευκής τρομοκρατίας, την εξορία, τις φυλακίσεις στα ξερονήσια, την προσφυγιά στις Ανατολικές χώρες, για να κατασκευάσει την ανάλογη συλλογική μνήμη.[15] Η Αριστερά μεταπολεμικά, επέλεξε επίσης τη λήθη και την αποσιώπηση του εμφυλίου, ένα σημείο σύμπτωσης νικητών και ηττημένων. Η επιλογή της αποσιώπησης του εμφυλίου από την μετεμφυλιακή Αριστερά έγινε για να σταματήσουν οι διώξεις και οι πολιτικές διακρίσεις σε βάρος των αγωνιστών και να θεμελιωθεί η Δημοκρατία. Η σιωπή και η λήθη επίσης, ήταν ανάγκη της κοινωνίας μετά το τραυματικό πρόσφατο παρελθόν. Ωστόσο, ενώ ο εμφύλιος αποσιωπήθηκε στην επίσημη μνήμη των δύο αντιπάλων, ζούσε στην ατομική μνήμη και κρατούσε την πρωτοκαθεδρία σε σχέση με τις μνήμες της κατοχής. Οι μνήμες του εμφυλίου αποτελούσαν κρίσιμες στιγμές στη ζωή των ανθρώπων και για αυτό καταγράφηκαν σε προσωπικά κείμενα- μαρτυρίες.[16]

Η Αριστερά ως αντίβαρο της αποσιώπησης του εμφυλίου και των τραυματικών γεγονότων, επιλέγει να αναδείξει την Εθνική Αντίσταση μετεμφυλιακά, να ξαναγράψει την ιστορία, να δικαιώσει το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς ως πατριωτικής δύναμης, να αποδώσει τις ευθύνες των Δεκεμβριανών και του εμφυλίου στην αντίπαλη πλευρά. Όλη αυτή η προσπάθεια της Αριστεράς για ηθική δικαίωση και πολιτική αποκατάσταση στη συλλογική μνήμη, γίνεται μέσα από την παραγωγή και έκδοση μαρτυριών από το 1960 και πέρα, όπου καταγράφονται οι βιωμένες εμπειρίες των αγωνιστών σε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα.[17]

Ο εορτασμός και η μνημόνευση της Αντίστασης έγινε αποκλειστικά υπόθεση της Αριστεράς και κάθε χρόνο στην εφημερίδα Αυγή από το 1951 μέχρι το 1967 δημοσιεύονταν επετειακά κείμενα για την μέρα της ίδρυσης του ΕΑΜ (27 Σεπτεμβρίου του 1941) και την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου( 25 Νοεμβρίου του 1942). Τα δημοσιεύματα αυτά αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά την ίδια την Αριστερά.[18] Μια άλλη προσπάθεια να γιορτασθεί η Αντίσταση ήταν, όταν το δημοτικό συμβούλιο της Νίκαιας το 1956 κήρυξε την 17η Αυγούστου, ημέρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς, ως ημέρα εθνικής εξάρσεως και ανατάσεως.[19]

Η κατάσταση αλλάζει από το 1960 με την Ένωση Κέντρου στην εξουσία η όποια για να αποδυναμώσει τη Δεξιά και την εθνικοφροσύνη, αναζητά συμμαχίες στην Αριστερά, προβάλει ένα άλλο αφήγημα για τα γεγονότα του 40 και θεσμοθετεί τον εορτασμό δύο επετείων. Η πρώτη ήταν η επέτειος της απελευθέρωσης της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου του 1944. Η κυβέρνηση Παπανδρέου καθιερώνει τον εορτασμό της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς, την πρώτη Κυριακή μετά της 12 Οκτωβρίου. Εκείνη τη χρονιά γιορτάστηκε η απελευθέρωση στην Ακρόπολη στις 18 Οκτωβρίου του 1964, αλλά δεν επαναλήφθηκε. Η δεύτερη επέτειος ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου η οποία γιορτάστηκε με πρωτοβουλία της ΕΔΑ το 1962 και η κυβέρνηση ανέλαβε τη διοργάνωση του εορτασμού το 1964. Η τελετή πραγματοποιήθηκε στη γέφυρα του Γοργοποτάμου με παρουσία κυβερνητικών αξιωματούχων και πλήθος κόσμου, αλλά έγινε έκρηξη νάρκης με 13 νεκρούς και 45 τραυματίες. Τις ημέρες που ακολούθησαν η Αντίσταση και ο επετειακός εορτασμός της, έγινε το κεντρικό θέμα συζήτησης. Η ΕΡΕ που εκπροσωπούσε τη συντηρητική δεξιά παράταξη κατηγόρησε την κυβέρνηση για αδυναμία να επιβάλλει την τάξη. Η ΕΔΑ η παράταξη της Αριστεράς θεώρησε ότι η έκρηξη της νάρκης ήταν σχεδιασμένη ενέργεια εκφοβισμού, με σκοπό να αμαυρώσει τον εορτασμό και να ενοχοποιήσει την Αριστερά. Επίσης κατηγόρησε τον Παπανδρέου για συγκάλυψη των γεγονότων. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να μην επαναληφθούν οι εορτασμοί. [20]

Παρότι οι δυο αυτές προσπάθειες εορτασμού δεν είχαν αίσια έκβαση, ωστόσο ωφέλησαν πολιτικά τον Γεώργιο Παπανδρέου που βγήκε κερδισμένος από την επιλογή του να αναγνωρίσει την Αντίσταση, το πάγιο αίτημα της Αριστεράς. Κατά αρχάς προβλήθηκε η προσωπικότητα ενός ηγέτη που προσπαθεί να υπερβεί τα εμφύλια πάθη και συγχρόνως κατόρθωσε να απονομιμοποιήσει την εθνικοφροσύνη – Δεξιά, αναγνωρίζοντας την πατριωτική δράση του ΕΑΜ- ΕΛΛΑΣ. Η αντιπαράθεση άλλαξε χαρακτήρα και από εθνικόφρονες μη εθνικόφρονες πέρασε στη διαίρεση Δεξιά- Αντιδεξιά, η οποία θα κυριαρχήσει μετά το 1974. Όμως από την στιγμή που θεσμοθετήθηκε ο εορτασμός η Αντίσταση έγινε υπόθεση ενός ευρύτερου αντιφασιστικού χώρου και σταδιακά αποσυνδέθηκε από την Αριστερά. Το γεγονός αυτό είχε ως επακόλουθο να δημιουργηθεί μια αντιπαλότητα ανάμεσα στην Αριστερά και την Ένωση Κέντρου για τον πολιτικό χαρακτήρα της Αντίστασης, μιας κρίσης στις σχέσεις των δύο παρατάξεων, που γνώρισε κλιμακώσεις ανάλογα με την πολιτική συγκυρία.[21]

Οι προσπάθειες εορτασμού και αναγνώρισης της Αντίστασης διακόπηκαν από τη χούντα των Συνταγματαρχών το 1967, η οποία υπήρξε η πιο ακραία εκδοχή της εθνικοφροσύνης.[22] Η μεγαλύτερη διαστρέβλωση της Αντίστασης έγινε από τη Δικτατορία η οποία κατασκεύασε τη δική της εκδοχή για τη δεκαετία του 40 μέσω της όποιας αυτονομιμοποιήθηκε απέναντι στη φαυλοκρατία της προδοτικής Αριστεράς. Ενσωμάτωσε την Αντίσταση στην αντικομουνιστική αναδημιουργία του κράτους και ψήφισε το νόμο «Περί Εθνικής Αντιστάσεως» τον 179/69 όπου αναγνώριζε ως εθνικές πράξεις, τις αντικομουνιστικές δράσεις των δοσίλογων και των παραστρατιωτικών συμμοριών στον Εμφύλιο.[23]

Κατά τη μεταπολίτευση από το 1974 έως το 1981 η Αριστερά προσπαθεί να βρει την ηθική δικαίωση των αγώνων της. Ειδικότερα το ΚΚΕ εμφανίζεται στο προσκήνιο νομιμοποιημένο, προσπαθεί να διεκδικήσει θεσμικό ρόλο, να καταγραφεί η δύναμη και η απήχηση του κοινοβουλευτικά, προβάλλοντας την εαμική αντίσταση ως σταθερή πολιτική και ταυτοτική αναφορά, το ίδιο συμβαίνει και στο ΚΚΕ εσωτερικού.[24] Εντωμεταξύ παρουσιάζεται μια φρενίτιδα παραγωγής και έκδοσης των αυτοβιογραφικών τεκμηρίων της αριστεράς, ως μορφής πολιτικής παρέμβασης. Δημιουργείται μια κουλτούρα αντιστασιολογίας μέσω της οποίας γίνεται προσπάθεια να συγκροτηθεί η ταυτότητα της Αριστεράς και να διαμορφωθεί η συλλογική μνήμη.[25]

Επετειακά η κατάσταση αλλάζει με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τον Αύγουστο του 1982 και την καθιέρωση ως ετήσιου πανελλαδικού εορτασμού της Εθνικής Αντίστασης, την επέτειο της μάχης του Γοργοποτάμου στις 25 Νοέμβριου. Επίσης αποκαταστάθηκαν ηθικά και υλικά οι αγωνιστές της Αντίστασης.[26] Η θεσμική αναγνώριση της εαμικής αντίστασης μετατρέπει την Αντίσταση σε Εθνική Αντίσταση παίρνοντας το επίθετο εθνική μπροστά για να σημάνει τη νέα εκκίνηση της ιστορίας πέρα από τα πάθη και τα τραύματα του παρελθόντος, αποδίδοντας ρόλο κομιστή συμφιλίωσης στον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο οποίος στα χνάρια του πατέρα του ενσωματώνει τα πάγια αιτήματα της Αριστεράς, ζωντανεύει την αντίθεση Δεξιάς- Αριστεράς ή Αντιδεξιάς , αποκομίζοντας πολλαπλά οφέλη όπως ψήφους και αποδυνάμωση της Δεξιάς , παρουσιάζοντας την προσκολλημένη στο εμφυλιακό αφήγημα. Σε αυτό συμβάλει και η Νέα Δημοκρατία, αρνούμενη το νομοσχέδιο για την αναγνώριση της Αντίστασης .[27] Όπως αναφέρει ο Χανδρινός το ΠΑΣΟΚ ενσωματώνει την Αντίσταση στην εθνικιστική αντιδεξιά προπαγάνδα του και προβάλλεται ως συνέχεια της εαμικής παράταξης απέναντι στη δοσολογική Δεξιά.[28] Έξαλλου το ΠΑΣΟΚ δεν το βάραινε η ήττα του εμφυλίου. Ωστόσο, το επίθετο Εθνική που προστέθηκε στην Αντίσταση αφήρεσε την Αντίσταση από την Αριστερά, έχασε το διακριτό στίγμα της Αριστεράς και έγινε αντίσταση όλων. Αποχρωματίστηκε όπως υποστήριξε ο Ηλίας Ηλιού και μετατράπηκε σε βάση του νομιμοποιητικού συστήματος και σε σύμβολο εθνικής ενότητας.[29]

Το ΚΚΕ παρακολουθώντας την Αντίσταση να «απολιτικοποιείται» και από εαμική να γίνεται εθνική, επιχειρεί να την συνδέσει με την Αριστερά και να την εντάξει ξανά στο δικό του παρελθόν. Αποσύρει τη στήριξη και την ανοχή του στο ΠΑΣΟΚ και αναπτύσσει πολιτική αντιπαράθεσης. Στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας επικαλείται την αντιστασιακή δράση του κόμματος και προσπαθεί να ξαναδώσει στην Αντίσταση πολιτικό χαρακτήρα. Έτσι το 1985 απέχει από την αποχρωματισμένη κυβερνητική φιέστα στο Γοργοπόταμο και καλεί τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων να τιμήσουν την Εθνική Αντίσταση στις πόλεις έδρες των νομών, επαρχιών, εκεί όπου αναπτύχτηκε και γιορτάστηκε η Εθνική Αντίσταση.[30]

Από το 1985 και μετά το ΚΚΕ πραγματοποιεί μια σειρά εκδηλώσεων που περιλαμβάνει καταθέσεις στεφάνων, χορούς, εκδρομές σε μαρτυρικά χωριά, ανεγέρσεις μνημείων. Το 1988 τους εορτασμούς ανέλαβαν οι αντιστασιακές οργανώσεις και έτσι η γιορτή του Γοργοποτάμου ξαναγύρισε στα χέρια των ανθρώπων που θεωρούσαν ότι ήταν κληρονομιά τους. Ωστόσο, η Εθνική Αντίσταση κατοχυρώθηκε στη μνήμη των ανθρώπων με το ΠΑΣΟΚ και αυτή η σχέση αποδείχτηκε ισχυρή. Με τη συγκυβέρνηση(1989) το ΠΑΣ0Κ είναι αποδυναμωμένο, η Αντίσταση γίνεται ξανά υπόθεση της Αριστεράς και στον εορτασμό του Γοργοποτάμου επιστρέφει δυναμικά ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της προόδου.[31]

Το ΚΚΕ από το 1991 μπαίνει σε μια νέα φάση στη διαχείρισης του παρελθόντος και αυτό επηρεάζει τόσο την πολιτική του επιχειρηματολογία, όσο και την επετειακή του πρακτική. Προτάσσει την απαξιωμένη, εξοβελισμένη μνήμη του εμφυλίου και επιχειρεί μια καινούρια ερμηνεία μέσα από την αναθεώρηση του κόμματος για τα γεγονότα του 40. Η επίκληση του αποσιωπημένου εμφυλίου, γίνεται τη στιγμή που το ΚΚΕ θέλει να διαφοροποιηθεί από το ΠΑΣΟΚ και από το Συνασπισμό από τον οποίο αποχώρησε το 1991. Ο Εμφύλιος με το επαναστατικό του παρελθόν συγκροτεί μια νέα πιο ριζοσπαστική ταυτότητα για το ΚΚΕ. Έτσι το τραυματικό παρελθόν έρχεται στο προσκήνιο και το 1996, εμφανίζονται δημοσιεύματα σχετικά με την εμφύλια σύρραξη και το ΔΣΕ.[32] Πολύ αργότερα όμως, το 2006 και τους πρώτους μήνες του 2007 γιορτάζεται από το ΚΚΕ η επέτειος των εξήντα χρόνων από την ίδρυση του ΔΣΕ ( 28 Οκτωβρίου 1946) σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος και σε κλειστή εκδήλωση στον Περισσό.[33]

Ο εορτασμός των επετείων είναι μια πολιτική επιλογή, εξαρτάται από τα πολιτικά συμφραζόμενα, είναι πεδίο αντιπαράθεσης διαφορετικών ιδεολογικών απόψεων, σημείο διαφορετικών νοηματοδοτήσεων, όπου συνομιλούν το παρελθόν με το παρόν, όπου αναδύεται η συλλογική και η ατομική μνήμη, στιγμή όπου αποκρυσταλλώνεται η ιστορική μνήμη.[34]

Βιβλιογραφία

Βόγλης Πολυμέρης, «Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα», Τα Ιστορικά, τόμος 25ος, τεύχος 47, 2007, σ.437-456.

Κόκκινος Γιώργος, «Το γαλλικό παράδειγμα: οι νόμοι για την ιστορική μνήμη, 1990-2008 », στο, Κόκκινος Γ., Λεμονίδου Ε., Αγτζίδης Β. (επιμ), Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη, Ταξιδευτής, Αθήνα, 2010, σ. 86-129.

Πασχαλούδη Ελένη, «Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας», στο, Δορδανάς Σ., Λάζου Β., κ.ά. (επιμ.), Κατοχική βία, 1939-1945. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία, Ασίνη, Αθήνα, 2016, σ. 415-435.

Φλάισερ Χάγκεν, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Νεφέλη, Αθήνα, 2008.

Χανδρινός Ιάσονας, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές και θεσμικές εννοιολογήσεις από το 1941 στο σήμερα», στο, Γαρδίκα Κ., Δρουμπούκη Α.Μ., κ.ά (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος –Κατοχή –Αντίσταση –Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 191-213.

Hobsbawm Eric, «Μαζική παραγωγή παραδόσεων: Ευρώπη, 1870-1914», στο, Hobsbawm Eric, RangerTerence (επιμ.), Η επινόηση της παράδοσης, Θεμέλιο, Αθήνα, 2004.


Σημειώσεις
  1. HobsbawmEric, «Μαζική παραγωγή παραδόσεων: Ευρώπη, 1870-1914», στο, Hobsbawm Eric, RangerTerence (επιμ.), Η επινόηση της παράδοσης, Θεμέλιο, Αθήνα, 2004, σ. 297-298.

  2. Πασχαλούδη Ελένη, «Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας», στο, Δορδανάς Σ., Λάζου Β., κ.ά. (επιμ.), Κατοχική βία, 1939-1945. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία, Ασίνη, Αθήνα, 2016, σ. 415-435, σ. 416.

  3. Φλάισερ Χάγκεν, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Νεφέλη, Αθήνα, 2008, σ. 61-62, 76,87.

  4. Στο ίδιο, σ. 69-71, 94-95.

  5. Κόκκινος Γιώργος , «Το γαλλικό παράδειγμα: οι νόμοι για την ιστορική μνήμη, 1990-2008 », στο, Κόκκινος Γ., Λεμονίδου Ε., Αγτζίδης Β. (επιμ), Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη, Ταξιδευτής, Αθήνα, 2010, σ. 86-129, σ. 88, 124-125.

  6. Βόγλης Πολυμέρης, «Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα», Τα Ιστορικά, τόμος 25ος, τεύχος 47, 2007, σ.437-456,σ. 439.

  7. Πασχαλούδη Ελένη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, .ό.π., σ. 418

  8. Βόγλης Πολυμέρης, «Η δεκαετία του 1940…,.ό.π., σ. 439.

  9. Πασχαλούδη Ελένη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, .ό.π., σ. 416-418.

  10. Βόγλης Πολυμέρης, «Η δεκαετία του 1940…,.ό.π., σ. 439.

  11. Στο ίδιο, σ.442-443.

  12. Φλάισερ Χάγκεν, Οι πόλεμοι της μνήμης…,ό.π., σ.62,68-69.

  13. Βόγλης Πολυμέρης, «Η δεκαετία του 1940…,.ό.π., σ. 443.

  14. Χανδρινός Ιάσονας, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές και θεσμικές εννοιολογήσεις από το 1941 στο σήμερα», στο, Γαρδίκα Κ., Δρουμπούκη Α.Μ., κ.ά (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος –Κατοχή –Αντίσταση –Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 191-213, σ.197.

  15. Βόγλης Πολυμέρης, «Η δεκαετία του 1940…,ό.π., σ. 443.

  16. Στο ίδιο, σ, 439-441.

  17. Στο ίδιο, σ, 448-449.

  18. Πασχαλούδη Ελένη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σ. 419.

  19. Χανδρινός Ιάσονας, «Εθνική Αντίσταση…,ό.π., σ.201.

  20. Πασχαλούδη Ελένη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σ. 419-422.

  21. Στο ίδιο, σ. 422-423.

  22. Στο ίδιο, σ. 423.

  23. Χανδρινός Ιάσονας, «Εθνική Αντίσταση…,ό.π., σ.203.

  24. Πασχαλούδη Ελένη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σ. 423.

  25. Χανδρινός Ιάσονας, «Εθνική Αντίσταση…,ό.π., σ.205.

  26. Πασχαλούδη Ελένη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σ. 423-424.

  27. Στο ίδιο, σ. 425.

  28. Χανδρινός Ιάσονας, «Εθνική Αντίσταση…,ό.π., σ.207.

  29. Βόγλης Πολυμέρης, «Η δεκαετία του 1940…,ό.π., σ. 453-454.

  30. Πασχαλούδη Ελένη, «Η Εθνική Αντίσταση στον…, ό.π., σ. 427-428.

  31. Στο ίδιο, σ. 429-430.

  32. Στο ίδιο, σ. 432.

  33. Βόγλης Πολυμέρης, «Η δεκαετία του 1940…,ό.π., σ. 437.

  34. Βόγλης Πολυμέρης, «Η δεκαετία του 1940…,ό.π., σ. 438.