Γιώργος Λιάμπας
Ο Γιάννης Μηλιός στο τελευταίο του βιβλίο επιχειρεί, συνομιλώντας γόνιμα και υπερβαίνοντας κριτικά παραδοχές της ιστοριογραφίας γύρω από το θέμα, να προσεγγίσει-ερμηνεύσει τα ζητήματα της ελληνικής εθνογένεσης, της Επανάστασης και της κρατικής διαμόρφωσης. Με θεωρητική συνέπεια και τεκμηρίωση κινείται εκτός των πλαισίων της αμφίπλευρης ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας κι επιχειρεί να αναδείξει παρασιωπήσεις, στρεβλώσεις, εκβιασμένες «ερμηνείες» κυρίως όμως να φωτίσει το υπόστρωμα των υλικών σχέσεων και τις συνοδές ιδεολογικοπολιτικές πραγματικότητες, επί των οποίων γεννήθηκε και διαμορφώθηκε η ελληνική κρατική οντότητα.
Για τον Μηλιό η ελληνική Επανάσταση «αποτελεί […] ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα διαμόρφωσης ενός εθνικού καπιταλιστικού κράτους και ενός εθνικού καπιταλιστικού σχηματισμού στην ευρωπαϊκή ήπειρο: την Επανάσταση στο εσωτερικό μιας α-εθνικής Αυτοκρατορίας, η οποία εγκαθίδρυσε ένα από τα πρώτα stricto sensu εθνικά καπιταλιστικά κράτη στην Ευρώπη» (σ. 22)
Προκειμένου να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του αξιοποιεί δημιουργικά τη σχετική μαρξιστική θεωρητική παρακαταθήκη και αποσαφηνίζει με ευκρίνεια τις κεντρικές, για την ανάλυσή του, έννοιες «εθνικισμός – έθνος».
Ο Μηλιός υποστηρίζει ότι «ο εθνικισμός και το έθνος δημιουργεί μια τομή και μια νέα κατάσταση στο εσωτερικό των κοινωνικών σχηματισμών στους οποίους αναπτύσσεται, και αναδιατάσσει ριζικά τον τρόπο υπαγωγής των πληθυσμών (των κοινωνικών τάξεων) στην εξουσία καθώς εγκαινιάζει την εποχή του «πολίτη» και των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων» (σ. 61), υιοθετώντας τις ακόλουθες θεωρητικές προκείμενες: ο εθνικισμός παράγεται ως πολιτικοποίηση των μαζών κι έχει ως υλική βάση την έμμεση υπαγωγή και πύκνωση των οικονομικών-κοινωνικών σχέσεων της υπαίθρου στο κεφάλαιο· δεν είναι τα έθνη που δημιουργούν τον εθνικισμό αλλά το αντίθετο· το έθνος αναδύεται στο εσωτερικό ενός καπιταλιστικού κοινωνικού χώρου ή σχηματισμού με συντελεσμένη ενσωμάτωση ευρύτερων και συμπαγών κοινωνικών συνόλων· το έθνος συνδέεται με την απαίτηση για κράτος, το οποίο με τη σειρά του οργανώνει θεσμικά το «λαό», εκφράζει «τη βούληση του έθνους» μέσω διαδικασιών «αντιπροσώπευσης» (δημιουργία «πολίτη») κι εγκαθιδρύει ένα νέο τύπο επιβολής των κυρίαρχων τάξεων πάνω στις κυριαρχούμενες (σ. 60,63).
Η ελληνική περίπτωση, κατά το Μηλιό, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση από τη συγκεκριμένη διαδικασία ανάπτυξης του εθνικισμού και της συνακόλουθης απαίτησης έθνους–κράτους.
Στα καθ’ ημάς, η ευρεία εθνική πολιτικοποίηση των μαζών (ανάπτυξη του εθνικισμού) συντελέστηκε, πάνω στο έδαφος της υποκατάστασης του «ασιατικού» τρόπου παραγωγής από μια αλματώδη ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων και των διαδικασιών οικονομικής, ιδεολογικής και πολιτικής ενοποίησης του αγροτικού χώρου με τα αστικά κέντρα, κυρίως στις περιοχές του νότιου ελλαδικού χώρου και των νησιών από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα (σ. 15,157).
Η Επανάσταση, με τη σειρά της, αποτέλεσε την πολιτική συμπύκνωση της μεταλλαγής των παραγωγικών σχέσεων και την κοινωνική «συμμαχία της αστικής τάξης (έμποροι, πλοιοκτήτες, προαγοραστές-τοπάρχες μεγάλης κλίμακας, ενοικιαστές φόρων σε ευρύτερο περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο), των φιλελεύθερων διανοουμένων, των ενδιάμεσων στρωμάτων που είχαν ενταχθεί στις νέες υπό εξέλιξη αστικές περιοχές (μεταξύ αυτών οι μικρού και μεσαίου βεληνεκούς προαγοραστές και έμποροι, όπως και άλλοι ενδιάμεσοι και τοπικοί πολιτικοί μεσολαβητές) των αγροτών, των τεχνητών, των προλεταρίων (ναυτών κλπ) και άλλων φτωχών στρωμάτων της εποχής υπό την ηγεμονία της αστικής εθνικιστικής στρατηγικής και των φιλελεύθερων ιδεών του Διαφωτισμού» (σ. 124)
Απότοκο της συγκεκριμένης διαδικασίας δεν θα είναι άλλο παρά, η από την πρώτη στιγμή της έκρηξης της Επανάστασης, η διακήρυξη του ριζοσπαστικού-διαφωτιστικού χαρακτήρα της, η θέσπιση αντίστοιχων αστικών-αντιπροσωπευτικών θεσμών και η διαδικασία ίδρυσης ενός (καπιταλιστικού) συνταγματικού κράτους (σ. 107).
Η Επανάσταση διέλυσε τις μορφές τοπικής εξουσίας, κατέστησε τον εθνικισμό και την αστική πολιτική ιδεολογία κυρίαρχες σε σχέση με τις θρησκευτικές και κοινοτιστικές και διαμόρφωσε τους όρους για την κυριαρχία, την επέκταση και τη διάχυση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων σε όλους τους οικονομικούς τομείς της εποχής (σ. 158). Τα Συντάγματα που ψηφίστηκαν από τις Εθνοσυνελεύσεις (ειδικά του 1827) εγκαθιδρύουν «ένα θεσμικά πρωτοπόρο για την εποχή του αστικό, ρεπουμπλικανικό, αντιπροσωπευτικό κράτος» παρά τη βοναπαρτικού τύπου παρένθεση του Καποδίστρια (σ. 17). Αντανακλούν επίσης την πολιτική έκφραση τόσο της κοινωνικής–ταξικής συμμαχίας αλλά και την πάλη μεταξύ των ιδιαίτερων ταξικών συμφερόντων η οποία εκδηλωνόταν πάντοτε διαμεσολαβημένα από την «ομογενοποιητική» λειτουργία του εθνικισμού (σ. 125). Τα λαϊκά στρώματα μέσω της μαζικής πολιτικής κι ένοπλης στράτευσής τους ανέδειξαν νέους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες και διαμόρφωσαν μια οιονεί πολιτική δύναμη που με την ενεργή της παρέμβαση κατάφερνε να περιφρουρήσει το ριζοσπαστικό-φιλελεύθερο θεσμικό πλαίσιο του κράτους της Επανάστασης, να ακυρώσει κάθε προοπτική πώλησης των «εθνικών γαιών» (τα οθωμανικά κτήματα), και να διατηρηθεί το καθεστώς χρήσης της γης από τους ίδιους τους αγρότες – μικροπαραγωγούς, αποτρέποντας το σχηματισμό μεγάλων έγγειων ιδιοκτησιών στις απελευθερωμένες περιοχές (σ. 117). Ωστόσο, όσο κι αν η εξέλιξη του ζητήματος των «εθνικών γαιών» κι ο δημοκρατικός ριζοσπαστισμός των Συνελεύσεων εκφράζουν σε μεγάλο βαθμό την ταξική δυναμική των λαϊκών στρωμάτων, εν τέλει, «όπως συνέβη στην περίπτωση και άλλων αστικών–εθνικών επαναστάσεων, τέτοιες λαϊκές δυναμικές ηγεμονεύονται κατόπιν (και καταστέλλονται) από τη θεσμική-κρατική συγκρότηση της νέας αστικής τάξης» (σ. 126).
Ο Μηλιός και σε παλαιότερη εργασία του, αναγνωρίζει στη διαδικασία εθνικής συγκρότησης μια «τάση ελευθερίας» (απαίτηση απελευθέρωσης από μια Αυτοκρατορία ή κατάργησης ενός «δυναστικού» καθεστώτος, διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων) και μια «τάση ολοκληρωτισμού», η οποία περιέχει την εθνική εξομάλυνση – ομογενοποίηση ως εσωστρεφή ροπή και τον εθνικιστικό επεκτατισμό ως εξωστρεφή ροπή (σ. 65,66).
Η Επανάσταση, ως φορέας αυτού του σχήματος, έθεσε από την πρώτη στιγμή το πλαίσιο της μετέπειτα επεκτατικής στρατηγικής του ελληνικού κράτους (Μεγάλη Ιδέα, σ. 179) καθώς «η ενσωμάτωση-υπαγωγή της νέας αυτής εθνικιστικής κινητικότητας του πληθυσμού στις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας περνάει μέσα από τις διαδικασίες κρατικής συγκρότησης και τον αλυτρωτισμό» (σ. 157). Η βάση για την εθνική επιδίωξη να αναθεωρηθούν τα σύνορα που είχαν χαραχτεί από τη Διπλωματία των Μεγάλων Δυνάμεων και να ενωθούν όλοι οι ομοεθνείς στο «Πρότυπο Βασίλειο» δεν ήταν η ελληνογλωσσία των χριστιανικών ελίτ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (σ. 183-188) ούτε μόνο η ταχεία οικονομική ανάπτυξη εντός της κρατικής επικράτειας (σ. 160), αλλά κυρίως, το γεγονός ότι με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ενισχύθηκε κι εξαπλώθηκε η οικονομικά ηγεμονική παρουσία του ελληνικού κεφαλαίου στις σημαντικότερες πόλεις των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας, της Νότιας Ρωσίας και της Αιγύπτου πλαισιωμένη από ένα ευδιάκριτο μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα (σ. 188). «Η παρουσία των ελληνικών κοινοτήτων στο εξωτερικό έκαναν να φαίνεται εφικτή η προοπτική της γεωγραφικής επέκτασης του ελληνικού κράτους στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου το ελληνικό στοιχείο διατηρούσε μια ηγεμονική οικονομική και κοινωνική θέση» (σ. 192) καθώς, εν ταυτώ, «οι εθνικοί διανοούμενοι και ιστορικοί «αποδεικνύουν» την ιστορική «συνέχεια» και την (δια μέσου των αιώνων) «ελληνικότητα των εδαφών αυτών. Δεν μένει παρά να ακολουθήσει η ελληνική σημαία» (σ. 193).
Διεισδυτική και καίρια είναι η κριτική του Μηλιού στην ιστοριογραφική παράδοση (δεξιά και αριστερή) είτε εκείνης που υποστηρίζει το αφήγημα της αδιάσπαστης εθνικής συνέχειας μέσω της ακατάπαυστης και ακατάβλητης αντιστάσεως του ελληνικού λαού είτε εκείνης που εισηγείται το ερμηνευτικό σχήμα της «εξάρτησης και της υπανάπτυξης» είτε εκείνης, της πιο σύγχρονης, που θεωρεί μηχανιστική αντιγραφή και υπερβολικά μοντέρνο τον χαρακτήρα των επαναστατικών θεσμών για τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες του ελληνικού χώρου και για ένα λαό που στερούνταν την πολιτική και ιστορική ωριμότητα για κάτι τέτοιο. (σ. 203-209). Σ’ αυτού του είδους την προσέγγιση, ο Μηλιός, συμφωνώντας με τον Gunnar Hering (Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, ΜΙΕΤ, 2004), διακρίνει, στην πραγματικότητα, το φόβητρο των πολιτικά ενεργών μαζών και θεωρεί ότι πίσω από το λόγο των σύγχρονων «επίσημων» ιστορικών και δημοσιολόγων που θέλουν το ελληνικό έθνος χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις απαξιώνεται η ίδια η Επανάσταση ως επαναστατική διαδικασία και «στην ουσία εκφράζουν το φόβο της παγιωμένης πλέον καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων απέναντι στην οποιαδήποτε κίνηση των μαζών, πολύ περισσότερο απέναντι στη δυνατότητα και τη δυναμική μιας επανάστασης», η οποία, κατά το συγγραφέα, «γίνεται σήμερα, διακόσια χρόνια μετά, απολύτως αναγκαία για την κοινωνική πλειοψηφία» (σ. 143-145, 229)
Το βιβλίο του Γιάννη Μηλιού αποτελεί μια συνεκτική, συγκροτημένη και συνεπή με τη θεωρητική ματιά του συγγραφέα, επισκόπηση της διαδικασίας γέννησης του ελληνικού κράτους.