των Βασίλη Μακρή, Δημήτρη Μαριόλη, Ντίνου Παντελίδη
Το Αυτόνομο Στέκι Εκπαίδευσης αποτέλεσε το πιο σημαντικό ίσως βήμα συγκρότησης μιας ανταγωνιστικής στα κυρίαρχα ρεύματα, εκπαιδευτικής συλλογικότητας. Προπομποί της ύπαρξής του ήταν το αυτόνομο στέκι στη Μεθώνης, το οποίο λειτούργησε ως λέσχη όπου συνδικαλιστικά σχήματα αλλά και εκπαιδευτικοί (αδιόριστοι στην πλειοψηφία) συντόνιζαν τις δράσεις τους και η πρώτη μεγάλη συνέλευση στο Πολυτεχνείο το 1989 όπου δεκάδες εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας επιχείρησαν για πρώτη φορά να διατυπώσουν κοινό πολιτικό λόγο, κοινό πλαίσιο αιτημάτων, δράσης και συντονισμού.
Το Αυτόνομο Στέκι Εκπαίδευσης λειτούργησε από τον Οκτώβριο του 1991 έως τον Ιούλιο του 1992. Στους λίγους μήνες λειτουργίας του, αποτέλεσε τόπο συνάντησης, ζυμώσεων, αντιπαραθέσεων και παραγωγής απόψεων, μιας ομάδας δασκάλων, που αργότερα, στην πλειοψηφία τους, έπαιξαν ενεργό ρόλο στη συγκρότηση και τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας των Παρεμβάσεων. Στις δεκάδες ώρες συνεδριάσεων και συζητήσεων του Στεκιού, γεννήθηκαν μερικές από τις ιδέες που αποτέλεσαν αργότερα τον πυρήνα της φυσιογνωμίας των Παρεμβάσεων: η αυτονομία των σχημάτων, η αντιιεραρχική δομή και η λειτουργία τους σε δίκτυο, η ανεξαρτησία και η αντιπαλότητα με τον κομματικό κατεστημένο συνδικαλισμό, η αντιπαράθεση με την αξιολόγηση, ο μαχητικός ακτιβισμός και οι αντισυναινετικές λογικές παρέμβασης, η ανάγκη διαμόρφωσης ενός ριζοσπαστικού λόγου για το σχολείο. Από τις εξωστρεφείς δράσεις του Στεκιού, αξίζει να θυμηθούμε, την περίφημη αφίσα με το Σαρλό και κεντρικό σύνθημα «Το σχολείο – φυλακή είναι εδώ», την έκδοση και μαζική διακίνηση του φυλλαδίου και το Υπαίθριο Γλέντι στη Μαράσλειο τον Ιούνιο του 1992, στο οποίο συμμετείχαν πάνω από 200 εκπαιδευτικοί.
Στα κείμενα του φυλλαδίου, μπορούμε να διακρίνουμε την πολιτική άποψη του Αυτόνομου Στεκιού για τη συγκυρία αλλά και για τη συγκρότηση μιας νέας συλλογικότητας με χαρακτηριστικά αυτονομίας από τις κρατικές καθεστωτικές κομματικές απόψεις. Επίσης, άρθρα και κείμενα για την εκπαιδευτική συγκυρία, την αξιολόγηση μαθητών και εκπαιδευτικών, την εξομοίωση κλπ.
Επρόκειτο για μια πολιτική και εκπαιδευτική συγκυρία εξαιρετικά δύσκολη και άγονη, γεγονός που αντανακλάται και στα κείμενα του φυλλαδίου του Στεκιού. Η συγκυβέρνηση της ΝΔ και του Συνασπισμού (ΚΚΕ-ΕΑΡ) τον Ιούνιο του 1989 και, ακολούθως, η οικουμενική ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Συνασπισμού με πρωθυπουργό τον Ξ. Ζολώτα, αφόπλισαν πολιτικά και ιδεολογικά την αριστερά και άνοιξαν το δρόμο στην επέλαση της ΝΔ. Με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη, η κυβέρνηση της δεξιάς προχώρησε στην προώθηση μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης και βαθιά συντηρητικής πολιτικής. Την ίδια στιγμή, η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού», σηματοδοτούσε μια στρατηγικού χαρακτήρα ήττα για την αριστερά και τροφοδοτούσε τις θεωρίες για το τέλος της ιστορίας και την αιώνια λάμψη του καπιταλισμού. Ήταν η χρυσή εποχή του νεοφιλελευθερισμού, η παντοδυναμία της ΔΑΠ στα πανεπιστήμια έμοιαζε αδιαμφισβήτητη ενώ στην πρωτοβάθμια, η παρουσία της εκπαιδευτικής αριστεράς περιοριζόταν στην παράταξη της ΔΕΕ (ΔημοσιοΥπαλληλική Ενότητα Εκπαιδευτικών) που αποτελούσε τη συνδικαλιστική έκφραση του ενιαίου Συνασπισμού και κινούνταν σε συναινετική κατεύθυνση. Σε αυτό το κλίμα, το νομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου, το κίνημα των καταλήψεων, η δολοφονία Τεμπονέρα, οι ογκώδεις διαδηλώσεις και τα οδοφράγματα που οδήγησαν στην απόσυρση του νομοσχεδίου και την παραίτηση του υπουργού, δημιούργησαν νέα δεδομένα στο νεολαιίστικο αλλά και στο εκπαιδευτικό κίνημα.
Η συνολική ιδεολογική υποχώρηση που ακολούθησε την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η επιβολή του νεοφιλελευθερισμού με δόγμα το τέλος της Ιστορίας από τα κόμματα εξουσίας, δημιούργησαν και τους όρους για τη συγκρότηση ταξικής αντιπολίτευσης σε χώρους δουλειάς και στην εκπαίδευση. Η ανάγκη να απαντηθεί το ιδεολόγημα της εθνικής οικονομίας, να ενταθούν οι εργατικές αντιστάσεις στα οικονομικά μέτρα, τη λιτότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων οργανισμών, τις εργασιακές σχέσεις, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, η εντατικοποίηση της δουλειάς, η σύνδεση μισθού – αποδοτικότητας, οι ιδεολογικοί στόχοι του 1264, ο ΔΥΚ, κλπ. αποτέλεσαν τους όρους για το συντονισμό των διάσπαρτων εργατικών συσπειρώσεων και αγωνιστών-στριών στους εργασιακούς χώρους και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση.
Στην πρωτοβάθμια, το δυναμικό του χώρου της αυτονομίας είχε ήδη διαμορφώσει ένα ριζοσπαστικό στίγμα με την μειοψηφική αλλά δυναμική παρουσία του, μετά τα μέσα της δεκαετίας ’80. Αξιολόγηση εκπαιδευτικών, εξομοίωση, επιμόρφωση, βαθμολογία μαθητών, μαθητικές παρελάσεις και εκκλησιασμοί ήταν μερικά από τα ζητήματα που έθεταν οι αυτόνομες ομάδες σε μια συγκυρία παντοδυναμίας της ΠΑΣΚ στους Συλλόγους Δασκάλων και Νηπιαγωγών.
Η διάσπαση της ΚΝΕ το φθινόπωρο του 1989 και η μαζική αποχώρηση στελεχών από το ΚΚΕ, η διάσπαση, νωρίτερα, του ΚΚΕ εσωτερικού σε ΕΑΡ και ΚΚΕ εσ. – Ανανεωτική Αριστερά, οι αποχωρήσεις από το ΠΑΣΟΚ από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, δημιούργησαν το έδαφος για τη συγκέντρωση ενός πολιτικού δυναμικού που αναζητούσε, μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες και πρωτόγνωρες συνθήκες, νέους δρόμους πολιτικής και συνδικαλιστικής έκφρασης αλλά και μιας προσπάθειας να κατατεθεί μια πρόταση για το περιεχόμενο του σχολείου απέναντι κυρίως στο αξιακό μέρος του ν.1566/1985. Στο χώρο της εκπαίδευσης, το δυναμικό αυτό συνέβαινε να χαρακτηρίζεται από τρία χαρακτηριστικά: μεγαλύτερη μαζικότητα και μαχητικότητα, ταχύτατη είσοδο σε ένα χώρο εργασίας με μακρά συνδικαλιστική παράδοση και σύνδεση των κοινωνικών ζητημάτων (εργατικοί αγώνες, κρατική καταστολή, κλπ) με τα ζητήματα της εκπαίδευσης. Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Μια πολιτική κουλτούρα που εδραζόταν σε κοινές κινηματικές εμπειρίες, όπως το κίνημα ενάντια στον 815, το φοιτητικό κίνημα στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες όπου η παρουσία της αριστεράς ήταν πλειοψηφική, οι ιδέες της αντιαυταρχικής αγωγής.
Σε αυτές τις συνθήκες, πολιτικού κατακερματισμού και νέων αναζητήσεων, κάθε συλλογικότητα, αλλά και κάθε περιοχή έμοιαζε να ακολουθεί το δικό της δρόμο και να κάνει τις δικές της επιλογές. Ήταν οι αυτόνομες/ανεξάρτητες ομάδες που λειτουργούσαν σε επίπεδο Συλλόγων στην Αττική (αρχικά στο Περιστέρι, στο Κερατσίνι, στη Ν. Ιωνία και στη συνέχεια στο Γληνό, την Ελευσίνα, τη Γλυφάδα, και τον Αριστοτέλη), ήταν η συγκρότηση, με όρους παράταξης, της Ριζοσπαστικής Κίνησης Θεσσαλονίκης, ήταν η συσπείρωση γύρω από το περιοδικό Ρωγμές στην Πάτρα, ήταν το περιοδικό Εκπαιδευτική Κοινότητα, ήταν οι ενιαίες αριστερές κινήσεις της Κρήτης, αλλά και το περιοδικό Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, με κύρια όμως αναφορά στη δευτεροβάθμια. Δρόμοι παράλληλοι που έμοιαζαν αλλού να τέμνονται και αλλού να αποκλίνουν.
Η συγκρότηση του «Αυτόνομου Στεκιού» αποτέλεσε ένα ποιοτικό βήμα για τον αυτόνομο ριζοσπαστικό χώρο στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Οι διεργασίες που οδήγησαν σε αυτό το βήμα, και κυρίως η διαμόρφωση όρων συντροφικής συζήτησης και δράσης, αναπτύχθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, μέσα στη σχολική χρονιά 1990 – 1991. Ήταν τον Οκτώβρη του 1990 (στα γραφεία του Δικτύου για τα πολιτικά και κοινωνικά Δικαιώματα) η συνάντηση για την έκδοση κοινής προκήρυξης των Σχημάτων ενάντια στο Π.Δ. για την εξομοίωση. Ήταν η κάθοδος στις εκλογές του ΚΥΣΠΕ της «Απόπειρας Παρέμβασης». Ήταν οι δεκάδες συναντήσεις σε σπίτια και καφενεία για την ανταλλαγή απόψεων.
Χρειαζόταν η μαζικοποίηση του κινήματος των αδιόριστων και η ανάπτυξη αγώνων στην εκπαίδευση το διάστημα 1994-1997 για να συναντηθεί το ριζοσπαστικό δυναμικό με όρους κινήματος και ισότιμης συνεργασίας μεταξύ συντρόφων και όχι συμφωνίας πολιτικών δυνάμεων. Και κάπως έτσι, να γεννηθεί, να μαζικοποιηθεί και να ριζώσει το ανεξάρτητο αγωνιστικό ρεύμα των Παρεμβάσεων στην πρωτοβάθμια. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία…