ΑΣΕΠ και Προσοντολόγιο: παραλλαγές στο ίδιο θέμα;

Αλέξανδρος Πατραμάνης

Η εξαγγελθείσα αλλαγή στον τρόπο πρόσληψης/διορισμού των εκπαιδευτικών, που, σύμφωνα με τις διαρροές, (θα) καθιστά την επιτυχία στις εξετάσεις τού ΑΣΕΠ προϋπόθεση για την ένταξη στη διαδικασία τού προσοντολογίου, έχει, και δικαίως, καταγγελθεί, τόσο από την ΑΣΕ όσο και από τις Παρεμβάσεις, ως ένα σύστημα όχι προσλήψεων αλλά απολύσεων[1]. Ωστόσο, η κριτική αυτή αντιμετωπίζει το προσοντολόγιο τού Γαβρόγλου και τις εξετάσεις ΑΣΕΠ της Κεραμέως ως, ας μου επιτραπεί ο αγγλισμός, ρετάλια από το ίδιο τόπι ύφασμα και, κατά συνέπεια, α) αδυνατεί να προβεί “σε μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης” και να δει την αλλαγή αυτή με όρους διαφοροποίησης ανάμεσα στη φιλελεύθερη και νεοφιλελεύθερη πτέρυγα τού αστικού μπλοκ εξουσίας και β) περιορίζεται στις προφανείς και άμεσες συνέπειες για τους αναπληρωτές και τις αναπληρώτριες παραγνωρίζοντας τις βαθύτερες και ουσιαστικότερες αλλαγές που προοιωνίζει για το σύνολο των εκπαιδευτικών.

Έχοντας απορρίψει εκ προοιμίου την υπόθεση ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται σε μια αντιπολιτευτική στάση που ασκεί κριτική με τη χειρουργική ακρίβεια βαριοπούλας και β) σε μια μυωπικά συνδικαλιστική αντίληψη που, ευελπιστώντας να προσκομίσει πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη (;), πριμοδοτεί τον κατακερματισμό τού κλάδου, στο παρόν σχόλιο επιθυμώ αποκλειστικά και μόνο να υπενθυμίσω τις ασυνέχειες και τομές ανάμεσα στο φιλελεύθερο και το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα του αστισμού.

Ποια είναι η λογική που διαπερνά το προσοντολόγιο Γαβρόγλου; Σε απλά ελληνικά: “Κορίτσι μου, γνωρίζω πολύ καλά ότι δε χρειάζονται τρία πτυχία, δυο μεταπτυχιακά και ένα διδακτορικό για να διδάξεις πρακτική αριθμητική στην τρίτη δημοτικού, αλλά τι να κάνω. Η “ασθένεια του διπλώματος”[2], που μαστίζει και την αγορά εργασίας των εκπαιδευτικών, με αναγκάζει να προσαρμοστώ στις υπάρχουσες συνθήκες και να νομοθετήσω εκ των υστέρων κάτι που έτσι και αλλιώς ισχύει, είτε μας αρέσει είτε όχι”. Θα ονομάσω αυτή την αντίληψη φιλελεύθερη.

Ποια η λογική που διαπερνά τις εξετάσεις ΑΣΕΠ της Κεραμέως; “Αγόρι μου, δε με ενδιαφέρει εάν σπούδασες στο ΕΚΠΑ ή το Χάρβαρντ, αν πήγες στο Κέμπριτζ ή τη Σορβόννη. Όλα αυτά θα τα δούμε εάν και εφόσον περάσεις τις δικές μου εξετάσεις και διαπιστώσω ότι διαθέτεις τις ορθές -παιδαγωγικά, κοινωνικά, πολιτικά, φιλοσοφικά- απόψεις και εμφορείσαι από τις αντίστοιχες αξίες”. Θα ονομάσω αυτή την αντίληψη νεοφιλελεύθερη.

Ποια η διαφορά τους; Στον πλουραλισμό τής πρώτης η δεύτερη προτάσσει το δικαίωμά της να αποφασίζει τι είναι και τι δεν είναι επιστήμη και ποιες αξίες είναι αποδεκτές και ποιες όχι. Με άλλα λόγια, το κράτος διεκδικεί εκτός από το μονοπώλιο τής έννομης βίας και το μονοπώλιο επικύρωσης όχι μόνο της επιστημονικής γνώσης αλλά και του αξιακού κώδικα των υπαλλήλων του[3]. Ο έκδηλος αυταρχισμός αυτής της επιλογής κονιορτοποιεί κάθε προσπάθεια συγκρότησης θεσμικών προϋποθέσεων άσκησης κριτικής -αρχή καταστατική κάθε επιστημονικού υποδείγματος αλλά και κάθε μορφής αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας- που, έστω και τυπικά, αποτελούσε τη βάση τού απερχόμενου πολιτικού φιλελευθερισμού[4]. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη, που εν πολλοίς βασίζεται στην ολέθρια, τόσο για θεωρητικούς όσο και για πρακτικούς λόγους, ταύτιση δημόσιου και κρατικού[5], δεν έρχεται να αναιρέσει τα αποτελέσματα τής ελεύθερης αγοράς αλλά να τα υποτάξει στις δικές της ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές προκείμενες[6]. Και τα πράγματα δε θα μπορούσαν να είναι αλλιώς.

Εάν κάτι έμαθαν οι νεοφιλελεύθεροι από την κατάρρευση τού οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού την περίοδο τού μεσοπολέμου είναι ότι α) τα “ιδιωτικά ελαττώματα” δε μετατρέπονται πάντα και αυτόματα σε “δημόσια οφέλη”[7], β) η ρύθμιση μέσω της αόρατης χείρας τής αγοράς[8] ούτε προκύπτει αυθόρμητα στη βάση κάποιου ανθρωπολογικού υπόβαθρου ούτε και τα αποτελέσματά της είναι αναγκαστικά τα βέλτιστα, αν όχι για την άρχουσα τάξη, τουλάχιστον για την αναπαραγωγή τού συστήματος[9], αλλά γ) σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται η σιδηρά χείρα τού κράτους όχι μόνο για να επιβάλλει σε όλες τις σφαίρες τού κοινωνικού -οικονομία, πολιτική, δίκαιο, πολιτισμός, επιστήμη-, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου τού κράτους, μια “ανταγωνιστική τάξη” αλλά και να διασφαλίσει, με κάθε τρόπο, ότι τα αποτελέσματα τής αγοράς δε θα παραβιάζουν το status quo και δε θα θέτουν εν αμφιβόλω την ταξικότητα τής κοινωνικής αναπαραγωγής[10]. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο α) ότι ο συντομότερος αλλά και πιο πετυχημένος ορισμός τού νεοφιλελευθερισμού είναι η διαλεκτική ενότητα “ελεύθερης αγοράς και ισχυρού κράτους”[11], β) ότι ως πολιτική ιδεολογία συχνά χαρακτηρίζεται ακόμα και από τους ίδιους ως “συντηρητικός φιλελευθερισμός”[12] ή γ) ότι αποτελεί την τυπικά αντιφατική αλλά διαλεκτικά αναγκαία σύνθεση κράτους δικαίου και ντεσιζιονισμού[13].

Κλείνω πριν κουράσω. Ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί η διάκριση που προτείνω για να υποστηριχτούν θεωρητικά ανίερες συμμαχίες, θνησιγενή μέτωπα, συνδικαλιστικά κομπρεμί και εκλογικές συμπαρατάξεις είναι υπαρκτός. Ωστόσο, α) κάτι τέτοιο δεν είναι στις προθέσεις μου, β) ο αντίστροφος κίνδυνος είναι εξίσου υπαρκτός και γ) σε κάθε περίπτωση ο αγώνας ενάντια στο νέο (sic) σύστημα απολύσεων δε μπορεί να διεξαχθεί έξω και πέρα από το συνολικότερο αίτημα για μια ενιαία, ελεύθερη, δημόσια, δωρεάν παιδεία για όλους και όλες. Στην αντίθετη περίπτωση, θα αναγκαστούμε να ζήσουμε σε ένα καθεστώς κατακερματισμένης, αυταρχικής, ιδιωτικής, εμπορευματοποιημένης εκπαίδευσης για λίγους και εκλεκτούς. Hic rhodus, hic salta.

  1. Η, ενδεχομένως και καλόπιστη, κριτική ότι παρόμοια συστήματα επιλογής εκπαιδευτικών ισχύουν και σε χώρες τής δυτικής Ευρώπης όχι μόνο δεν είναι πραγματολογικά ορθή αλλά παραβλέπει και το γεγονός ότι σε καμία από τις εν λόγω χώρες οι αναπληρώ(τρι)ες δεν αποτελούν το 30% των εκπαιδευτικών. Με άλλα λόγια, πουθενά οι αναπληρώ(τρι)ες δεν αναπληρώνουν τον εαυτό τους και μόνο. Τελευταίο, αλλά χαρακτηριστικό, παράδειγμα αποτελεί η εισαγωγή των αγγλικών στα νηπιαγωγεία όπου οι αντίστοιχες θέσεις καλύφθηκαν στο σύνολό τους από αναπληρώ(τρι)ες.

  2. βλ. Dore Ronald, (1976), The Diploma Disease: Education, Qualification and Development, Berkeley: University of California Press. Βασική στη συνολική προβληματική τού Dore είναι η παρατήρηση ότι η πληθώρα των πτυχίων ασκεί πληθωριστικές τάσεις στην αγορά εργασίας με την έννοια ότι όλο και περισσότερα τυπικά προσόντα χρειάζονται για την κατάληψη της ίδιας θέσης, πραγματολογικό δεδομένο που το αξιοποιεί για να ασκήσει κριτική στη θεωρία τού ανθρώπινου κεφαλαίου.

  3. Αναρωτιέται ο Μαρξ: Τι είναι, άλλωστε, οι εξετάσεις για την πρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων αν όχι “η αποφασιστική στιγμή τής γραφειοκρατικής πράξης πίστεως”. Και συνεχίζει: “Οι ‘εξετάσεις’ δεν είναι παρά μια μασονική φόρμουλα, η νομική αναγνώριση τής γνώσης τού πολίτη ως προνόμιου. …. Η εξέταση δεν είναι τίποτε άλλο από το γραφειοκρατικό βάπτισμα της γνώσης, η επίσημη αναγνώριση τής μετουσίωσης τής εγκόσμιας σε ιερή γνώση (εννοείται ότι σε κάθε εξέταση ο εξεταστής τα ξέρει όλα)”, Marx Karl (1978) [1843-4] Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, μετάφραση Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήσης, 89-90, η έμφαση στο πρωτότυπο.

  4. Δυο παραδείγματα από τη νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία των επιστημών που, ενώ φαινομενικά υπερασπίζονται την αρχή τής κριτικής στη βάση τής “αγοράς [και άρα του ανταγωνισμού] των ιδεών”, στην ουσία εξαιρούν τη δική τους θέση και την τοποθετούν στο απυρόβλητο: η “αρχή τής διαψευσιμότητας” τού Karl Popper είναι η ίδια μη διαψεύσιμη καθώς αποτελεί το μόνο κριτήριο επιστημονικότητας κάθε θεωρίας ή και επιστήμης (Popper Karl, (2002) [1959], The Logic of Scientific Discovery, London: Routledge) και η “άρρητη γνώση” τού Michael Polanyi που, καθώς αποτελεί τη βάση κάθε γνώσης, δεν επιδέχεται κριτικής ακριβώς επειδή είναι άρρητη (Polanyi Michael, (1967), The Tacit Dimension, London: Routledge & Kegan Paul).

  5. βλ. σχετικά, Κωτσάκης Δημήτρης, (2012), 3+1 Κείμενα, Αθήνα: Εκδόσεις των συναδέλφων.

  6. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίληψης είναι η ΕΒΕ, η οποία αποτελεί μια κατάφωρη παραβίαση των αρχών τής ελεύθερης αγοράς καθώς αλλοιώνει τα αποτελέσματα μιας ανταγωνιστικής διαδικασίας με άμεση κρατική παρέμβαση σε κάποια τύποις αυτοδιοικούμενα ιδρύματα. Το εάν η κίνηση αυτή αποσκοπεί στο να αυξήσει τον κύκλο εργασιών τής ιδιωτικής εκπαίδευσης, να περικόψει κονδύλια από την ήδη υποχρηματοδοτούμενη τριτοβάθμια εκπαίδευση ή/και να την συρρικνώσει περαιτέρω, να συγκροτήσει μια ενδο-πανεπιστημιακή αγορά, ή όλα τα παραπάνω, είναι προς διερεύνηση.

  7. Μαντεβίλ Μπερνάρντ ντε (2008) [1723], “Ο μύθος των μελισσών ή ιδιωτικά ελαττώματα, δημόσια οφέλη”, στο Δρόσος Διονύσης, (επιμ.), (2008), Αρετές και συμφέροντα. Η Βρετανική ηθική σκέψη στο κατώφλι της νεωτερικότητας, Αθήνα: Σαββάλας / Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.

  8. Smith Adam, (2018) [1772], Έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών, εισαγωγή Γιάννης Μηλιός, μετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος, επιμέλεια Νίκος Θεοχαράκης, Αθήνα: Πεδίο.

  9. Όπως άλλωστε είχε ξεκαθαρίσει και ο Μίλτον Φρίντμαν, βασικός ρόλος τής κυβέρνησης είναι “να παρέχει τα μέσα ώστε εμείς να μπορούμε να τροποποιούμε τους κανόνες [τού παιγνιδιού]….και να επιβάλλει τη συμμόρφωση των λίγων που, στην αντίθετη περίπτωση, δε θα συμμετείχαν στο παιγνίδι”, Friedman Milton, (1982) [1962], Capitalism and freedom, London: The University of Chicago Press. σ. 29 (δική μου έμφαση). Και εάν υπάρχει κάποια αμφιβολία για το ποιοι βρίσκονται πίσω από το “εμείς”, ας θυμηθούμε ότι έννοιες όπως λαός, έθνος ή δήμος, πόσο μάλλον τάξη, είναι παντελώς απούσες από το νεοφιλελεύθερο λεξιλόγιο καθώς απορρέουν από ένα μεθοδολογικό κολλεκτιβισμό που οδηγεί στον “ολοκληρωτισμό”, βλ Hayek Friedrich, (1952), The Counter Revolution of Science: Studies on the Abuse of Reason, Illinois:The Free Press.

  10. Για τη σχέση κλασικού φιλελευθερισμού και νεοφιλελευθερισμού, βλ. Αγγελίδης Μανόλης, (1993), Φιλελευθερισμός: Κλασικός και νέος. Ζητήματα συνέχειας και ασυνέχειας στο φιλελεύθερο επιχείρημα, Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα και Δρόσος Διονύσης, (1994), Αγορά και Κράτος στον Adam Smith. Κριτική της Αναδρομικής Θεμελίωσης του Νεοφιλελευθερισμού, Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.

  11. Αυτός άλλωστε είναι ο τίτλος μιας από τις πρώτες μελέτες για το θατσερισμό, βλ. Gamble Andrew, (1988), The Free Economy and the Strong State. The Politics of Thatcherism, London,‎ Macmillan Education Press, αλλά και της ομιλίας τού συνταγματολόγου τού ναζισμού Carl Schmitt στους βιομηχάνους τού Ruhr το 1932, βλ. Cristi Renato, (1998), Carl Schmitt and Authoritarian Liberalism: Strong State, Free Economy, Cardiff, University of Wales. Για μια μαρξική ανάλυση τού νεοφιλελευθερισμού στη βάση αυτή βλ. Bonefeld Werner, (2017), The Strong State and the Free Economy, London: Rowman and Littlefield. Για την έννοια της διαλεκτικής ενότητας στην πολιτική φιλοσοφία τού νεοφιλελευθερισμού βλ, Scibarra Chris Matthew, (1995), Marx, Hayek, and Utopia, New York: State University of New York Press.

  12. Gissurarson Hannes, (1987), Hayek’s Conservative Liberalism, New York: Garland Publishing και Espada João Carlos, (2016), The Anglo-American Tradition of Liberty: A View From Europe, London: Routledge.

  13. Cristi Renato, (1984), Hayek and Schmitt on the Rule of Law, Canadian Journal of Political Science, vol. 17, no. 3, 521-535 και Scheuerman William, (1997), The unholy alliance of Carl Schmitt and Friedrich A. Hayek, Constellations, vol. 4, no. 2, 172-188.