Από τον Δεκέμβρη στη Βάρκιζα: ο αιματηρός δρόμος της αστικής παλινόρθωσης

Δημήτρης Μαριόλης

«η πολιτική της Εθνικής Ενώσεως με την συμμετοχήν του ΕΑΜ εις την Κυβέρνησιν μας ήνοιξε τας πύλας της Ελλάδος, εις τρόπον ώστε την 3η Δεκεμβρίου 1944, αντί να είμεθα ημείς εξόριστοι και το ΕΑΜ Κράτος, να είμεθα ημείς Κράτος και το ΕΑΜ Στάσις»

Γεώργιος Παπανδρέου[1]

Στις 16 Φεβρουαρίου 1945 και ενώ το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ είχε ήδη εγκατασταθεί στα Τρίκαλα, ο υπασπιστής του στρατηγού Σαράφη, Λευτέρης Σκαμπαρίνας, επισκέφτηκε τον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος μαζί με τους αχώριστους συντρόφους του μαυροσκούφηδες είχαν καταλύσει σε μια ταβέρνα της πόλης, σε κλίμα γενικής κατήφειας. Στην προτροπή του Σκαμπαρίνα να επισκεφτεί τον στρατηγό για να υπογράψει τη διαταγή αποστράτευσης του ΕΛΑΣ, όπως προέβλεπε η συμφωνία της Βάρκιζας, ο Άρης απάντησε σε έντονο ύφος: «Πες του στρατηγού ότι εγώ δεν υπογράφω τέτοια διαταγή».[2] Όπως είναι γνωστό, με βάση τη μαρτυρία του ίδιου του Σκαμπαρίνα, την ίδια ημέρα, ο Άρης πείστηκε τελικά να προσέλθει στο Γενικό Στρατηγείο και, μετά από συζήτηση σε συντροφικό κλίμα με τον Σαράφη, υπέγραψε. Η ταλάντευση του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, ο οποίος αποτελούσε την πλέον προβεβλημένη προσωπικότητα της αντίστασης με τεράστια επιρροή στα μέλη του ΕΑΜ και τους αντάρτες και τις αντάρτισσες του ΕΛΑΣ και, σε δεύτερο χρόνο, η ανοιχτή και έμπρακτη διαφωνία του με τη συμφωνία της Βάρκιζας και τη γενικότερη πολιτική του κόμματος, δεν αποτελούσε εσωκομματική εξαίρεση. Από την μειοψηφία του Πολιτικού Γραφείου μέχρι τους καπετάνιους και τα μέλη του κόμματος, η ανοιχτή αμφισβήτηση και η δυσαρέσκεια για την πολιτική γραμμή και τις επιλογές που ακολούθησε το ΕΑΜ από τη συμφωνία του Λίβανου και μετά είναι ένας παράγοντας που η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ δεν μπορεί να αγνοήσει.[3] Και είναι αυτό το κλίμα έντονης δυσαρέσκειας στη βάση του κόμματος, η βαθιά ταξική πόλωση, αλλά και η λαϊκή οργή για τη διάψευση των προπολεμικών κοινωνικών και πολιτικών προσδοκιών, ιδιαίτερα μετά το αιματοκύλισμα των μαζικών εαμικών διαδηλώσεων στις 3 και 4 Δεκέμβρη, που αποτελούν την κινητήρια δύναμη της εαμικής δυναμικής και της ανυποχώρητης μαχητικότητας, την ίδια στιγμή που η ηγεσία του κόμματος αντιμετωπίζει τη μάχη του Δεκέμβρη ως μια μορφή ένοπλης διαπραγμάτευσης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ζέβγος, «από το απόγευμα της 4ης Δεκέμβρη σε Αθήνα και Πειραιά «δημιουργιέται επαναστατική κατάσταση και η σύρραξη τείνει να γενικευτεί».[4] Οι 33 ημέρες της μάχης της Αθήνας, επί της ουσίας ήταν μια αναμέτρηση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τη Βρετανική Αυτοκρατορία – το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα που κατέφθασε σταδιακά στην Αθήνα για να αναμετρηθεί με τον ΕΛΑΣ ανήλθε στους 80.000 άνδρες, δηλαδή ήταν κατά 25.000 άνδρες μεγαλύτερο από εκείνο που ήρθε στη χώρα το 1941 για να συμβάλει στην απόκρουση της γερμανικής επίθεσης, και τρεις φορές μεγαλύτερο από το βρετανικό σώμα που υπερασπίστηκε την Κρήτη.[5] Να σημειώσουμε ότι, ενώ κορυφωνόταν η μάχη του Δεκέμβρη και οι Βρετανοί έστελναν στην Αθήνα όλο και περισσότερα στρατεύματα για να κάμψουν την αντίσταση του ΕΛΑΣ και του λαού της Αθήνας, μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1944 και 25 Ιανουαρίου 1945, διεξαγόταν η μάχη των Αρδεννών, η οποία αποτελούσε την τελευταία μεγάλης κλίμακας επίθεση του Γ΄ Ράιχ , κατά μήκος των συνόρων του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, με σκοπό την κατάληψη του ποταμού Μεύση και του λιμανιού της Αμβέρσας.

 

Η οξυμένη ταξική πόλωση και η ευρεία δυσαρέσκεια στην εαμική βάση ωστόσο, είναι ένα μόνο ερμηνευτικό εργαλείο για τη στάση του ΕΑΜ στη συγκεκριμένη περίοδο των πρώτων μηνών της απελευθέρωσης που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλή πύκνωση του ιστορικού χρόνου. Γιατί είναι ακριβώς η περίοδος, από τον Οκτώβριο του 1944 έως τον Φεβρουάριο του 1945, όπου, όπως πικρόχολα αλλά ακριβέστατα σχολίαζε αργότερα ο Γ. Παπανδρέου, το ΕΑΜ μετατράπηκε από εν δυνάμει εξουσία, σε αποσυνάγωγη και εν διωγμό πολιτική δύναμη. Οι απηνείς διωγμοί που ακολούθησαν τη συμφωνία της Βάρκιζας, η πρωτοφανής επιχείρηση ιδεολογικής αποεαμοποίησης του πληθυσμού και η εκπαραθύρωση της Αριστεράς και του ΚΚΕ από την πολιτική ζωή του τόπου που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια όλης της δεκαετίας του ’40, έχουν την αφετηρία τους σε αυτό το σύντομο, αλλά τόσο κρίσιμο χρονικό διάστημα.

Παρά τους συμβιβασμούς που υποχρεώθηκε να κάνει στο Λίβανο και την Καζέρτα, παρά την υποδειγματική νομιμότητα που επέδειξε στην κρίσιμη συγκυρία της απελευθέρωσης, ακριβώς τη στιγμή δηλαδή που είχε στο στρατιωτικό και πολιτικό του έλεγχο το σύνολο σχεδόν της χώρας εκτός από την Αθήνα, παρά την αδιαμφισβήτητη πολιτική του επιλογή για ομαλές δημοκρατικές πολιτικές εξελίξεις και συνεργασία με τις συμμαχικές δυνάμεις, το ΕΑΜ συνιστούσε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Ακριβώς γιατί αποτελούσε ένα συντριπτικά πλειοψηφικό λαϊκό ρεύμα, που έκφραζε τα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και των κοινωνικών της συμμάχων και, επιπλέον, αγωνιζόταν για μια νέα πολιτική και κοινωνική τάξη πραγμάτων ριζικά διαφορετική από την προπολεμική.

Η στρατηγική συντριβής και περιθωριοποίησης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ διατυπώθηκε με ευκρίνεια και σιδερένια αποφασιστικότητα από τον Churchill όταν για παράδειγμα τηλεγραφούσε από τις πρώτες μέρες των Δεκεμβριανών στον Scobie ότι «βασικός μας στόχος είναι η συντριβή του ΕΑΜ» ή όταν τέσσερις μήνες μετά εκτιμούσε ότι «οι συνεργάτες των Γερμανών στην Ελλάδα έκαναν σε πολλές περιπτώσεις ό,τι μπορούσαν για να προστατέψουν τον ελληνικό πληθυσμό από την καταπίεση των Γερμανών(…)Ο κύριος εχθρός είναι οι κομμουνιστές(…)Η πολιτική μας είναι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος σε τρεις ή τέσσερις μήνες και η αδιάλλακτη εχθρότητα προς τους κομμουνιστές, όποια τακτική και αν ακολουθούν»[6]. Το κλειδί εδώ είναι η φράση «όποια τακτική και αν ακολουθούν». Η μεταπολεμική αποκατάσταση των καθεστώτων αστικής δημοκρατίας που βρίσκονταν υπό την επιρροή της Μεγάλης Βρετανίας, αποτελούσε σημαντικό μέρος του αγγλικού σχεδίου, ακριβώς γι’ αυτό, από τα πρώτα χρόνια του πολέμου, συγκεντρώνει σε συμμαχικό έδαφος όλες τις εξόριστες κυβερνήσεις των κατακτημένων χωρών.[7] Στην περίπτωσή μας, οι Βρετανοί επιδίωκαν να κρατήσουν με κάθε τίμημα την Ελλάδα στον έλεγχό τους και να αποκαταστήσουν την προπολεμική τάξη πραγμάτων προστατεύοντας τους θαλάσσιους δρόμους προς την Ινδία και τις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής. Εγγύηση για αυτούς τους στόχους αποτελούσε η επάνοδος του Γεώργιου του Β΄ και εμπόδιο καθοριστικής σημασίας το ΕΑΜ, γι’ αυτό, όποια τακτική και αν ακολουθούσε, η πολιτική περιθωριοποίησή του, εν ανάγκη και η συντριβή του με στρατιωτικά μέσα, αποτελούσε μόνιμο στόχο τους. Την ίδια πάνω κάτω στρατηγική, ακολούθησε και η νέα κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος που κέρδισε τις βρετανικές εκλογές στις 26/7/1945. Παρά τις αυταπάτες που έτρεφε το ΕΑΜ για την κυβερνητική εναλλαγή στη Βρετανία, η κυβέρνηση των εργατικών είχε από πολύ νωρίς ξεκαθαρίσει ότι επιδιώκει να επιβάλλει μια ελληνική κυβέρνηση που θα της επιτρέψει να κτίσει μια «μεγαλύτερη και καλύτερη Μάλτα στο ελληνικό έδαφος». Την ίδια στρατηγική, για δικό τους λογαριασμό βέβαια, ακολούθησαν αμέσως μετά και οι Αμερικανοί με κοινό παρανομαστή, τη συντριβή του εαμικού μπλοκ.

Σε αυτόν ακριβώς το στόχο ευθυγραμμίστηκαν και συσπειρώθηκαν, το προπολεμικό πολιτικό κατεστημένο, η αστική τάξη και τα κοινωνικά μεσοστρώματα που αναδύθηκαν από την κόλαση της κατοχής και αισθάνονταν μια ιδιαίτερη ταξική ανασφάλεια, ειδικά για τα κατοχικά υπερκέρδη που είχαν συσσωρεύσει με αθέμιτα μέσα,[8] όπως και το μειοψηφικό αλλά πολυπληθές και δυναμικό πολιτικό και στρατιωτικό δυναμικό του δωσιλογισμού και των ταγμάτων ασφαλείας. Τα κοινωνικά, ταξικά συμφέροντα αυτών των κοινωνικών τάξεων και ομάδων, μπορούσαν να υπηρετηθούν μόνο με ανηλεή κοινωνικό πόλεμο που θα έφτανε αδίστακτα πέρα από τα όρια μιας πολιτικής κρατικής καταστολής και διώξεων. Έτσι, για το αντιεαμικό μπλοκ, η μονομερής κήρυξη του εμφυλίου ήταν μια εξαιρετικά συμφέρουσα επιλογή, την οποία ακολούθησε με αταλάντευτη αποφασιστικότητα προκειμένου να παρακάμψουν «την ιδεολογική και πολιτική τομή που επέφερε η Κατοχή, επαναφέροντας τη χώρα στα δεδομένα του προπολεμικού αντικομμουνισμού και των εργασιακών σχέσεων του Μεσοπολέμου».[9]

Για αυτές λοιπόν τις κοινωνικές ομάδες, που λειτουργούσαν αδίστακτα και κυνικά μέσα σε καθεστώς μιας ιδιόμορφης «πρωταρχικής συσσώρευσης», ο εμφύλιος πόλεμος αποτελούσε τη «συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»[10], μια διαδικασία που μεγιστοποιούσε τη χρησιμότητά τους στο διεθνές αντικομμουνιστικό στρατόπεδο και εξασφάλιζε τη συνεχή ροή χρημάτων και πόρων.[11] Είναι χαρακτηριστικό, ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, τόσο για την εκεχειρία μετά τη μάχη του Δεκέμβρη, όσο και για την ίδια τη συμφωνία της Βάρκιζας, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι κυνικοί και ρεαλιστές Βρετανοί – οι οποίοι εκτιμούσαν ότι ήταν αδύνατον να επικρατήσουν στρατιωτικά στην ελληνική ύπαιθρο[12] – έπρεπε να επαναφέρουν στην τάξη και να πιέσουν εκπροσώπους των αστικών πολιτικών δυνάμεων που, θεωρώντας δεδομένη την βρετανική στρατιωτική υποστήριξη, προέβαλαν εξωφρενικές απαιτήσεις. Να σημειώσουμε εδώ, ότι η αδυναμία των Βρετανών να διασπάσουν τις αμυντικές γραμμές του ΕΛΑΣ πέρα από τα όρια της Αττικής ήταν μια ακόμα ένδειξη των δυσκολιών που συναντούσαν έξω από το αστικό πεδίο της Αθήνας – τελευταίο επεισόδιο των εχθροπραξιών ήταν οι μάχες που δόθηκαν στο χώρο των Θερμοπυλών όπου δύο ταξιαρχίες ιππικού του ΕΛΑΣ κατατρόπωσαν τα βρετανικά στρατεύματα, τα οποία υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν αφήνοντας πίσω τους κατεστραμμένα δύο τανκς και οχτώ θωρακισμένα αυτοκίνητα.[13] Ο ΕΛΑΣ εξακολουθούσε να έχει τον πλήρη έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της υπόλοιπης χώρας, ενώ οι στρατιωτικοί επιτελείς του διαβεβαίωναν την ηγεσία του ΕΑΜ για τη δυνατότητά του ΕΛΑΣ να αντιμετωπίσει τους Βρετανούς και να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του.

Απέναντι σε αυτή την ξεκάθαρη στρατηγική του αντιεαμικού μπλοκ, το ερώτημα είναι ποια πολιτική γραμμή ακολούθησε το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Στο νέο μεταπολεμικό τοπίο, το ΕΑΜ καλείται να επαναπροσδιορίσει όλα τα δομικά στοιχεία του προγραμματικού του λόγου, καθώς ο ένας βασικός στόχος συγκρότησής του, δηλαδή, η απελευθέρωση της χώρας, έχει πλέον επιτευχθεί και εκκρεμεί η διασφάλιση της δημοκρατικής διαδικασίας, ώστε ο λαός να αποφασίσει ελεύθερα για το μέλλον του – και εδώ δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε τον διαταξικό και μαζικότατο χαρακτήρα των εαμικών οργανώσεων. Χωρίς τη δυνατότητα να απαντήσει στον ωμό εκβιασμό των Βρετανών για διακοπή της βοήθειας της Ελλάδας σε τρόφιμα (γεγονός που πρακτικά θα σήμαινε έναν νέο πιο θανατηφόρο κύκλο λιμοκτονίας του πληθυσμού), χωρίς διεθνή ερείσματα, με τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί ως μια αντισυμμαχική αίρεση και να απομονωθεί πλήρως διεθνώς, αφού οι μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνεχίζονταν, η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ δεν διέθετε σαφείς απαντήσεις ούτε εύκολες λύσεις. Πολύ περισσότερο που, παρά τη δυσκολία επικοινωνίας με τα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα, ο απόηχος της συνάντησης κορυφής Stalin και Churchill τον Οκτώβριο του 1944 στη Μόσχα, καθώς και μια σειρά άλλες ενδείξεις, δεν άφηναν περιθώριο στην ηγεσία του ΚΚΕ για παρερμηνείες σχετικά με την αναγνώριση την πρωτοκαθεδρίας της Μ. Βρετανίας στην Ελλάδα και ευρύτερα στον χώρο της Μεσογείου.[14]

Σε αυτή την κατεύθυνση, της πολιτικής ομαλότητας από τη μία και της ανάγκης να απαντηθεί η λευκή τρομοκρατία, εγγράφεται η αποδοχή της Συμφωνίας της Βάρκιζας όπως και οι επιλογές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ μετά από αυτήν. Ήδη, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, ο Ιωαννίδης, οργανωτικός γραμματέας του ΚΚΕ, ειδοποιεί όλες τις κομματικές οργανώσεις ότι η βασική κατεύθυνση της πολιτικής του κόμματος είναι ο αγώνας για δημοκρατικές ελευθερίες και για την ομαλοποίηση των εξελίξεων στη χώρα αλλά ταυτόχρονα συμβουλεύει να συνεργαστούν με τους καπετάνιους του ΕΛΑΣ σε κάθε περιοχή και να αποκρύψουν σημαντικές ποσότητες όπλων. Μια ενέργεια με πολύ μικρή αποτελεσματικότητα, που απλώς σηματοδοτούσε ότι το κόμμα είχε επιλέξει την πολιτική πάλη χωρίς όμως να εγκαταλείψει τελείως την πιθανότητα ένοπλης αντιπαράθεσης στο μέλλον. Αντίστοιχα, την ίδια στιγμή, το μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ Γ. Ζέβγος – και μάλιστα από τους διαφωνούντες στη συμφωνία του Λίβανου[15] – διατυπώνει μια νέα εκδοχή του λαϊκού μετώπου, καλώντας σε δημοκρατική, αντιφασιστική ενότητα, σε δημοκρατικό και αντιφασιστικό μέτωπο.[16]

Ο θρίαμβος του αντιεαμικού μπλοκ, με τις μοναρχικές δυνάμεις και το δωσιλογισμό να επικρατούν συντριπτικά στο εσωτερικό του, διαμόρφωσε τη μεταπολεμική ελληνική ιδιαιτερότητα, όπου, οι συνεργάτες και οι δωσίλογοι δικαιώθηκαν, ενώ οι μαχητές της αντίστασης αντιμετωπίστηκαν ως εγκληματίες. Το αφάνταστο και αβάσταχτο πολιτικό και κοινωνικό τίμημα που πλήρωσε το ΕΑΜ και κάθε ένα από τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του, δεν μπορεί να αποτυπωθεί στο χαρτί ούτε σε καμιά ιστορική ή κοινωνιολογική μελέτη. Αυτό το τίμημα, και οι πληγές που θα αφήσει πίσω του, θα καθορίσει για δεκαετίες ως μοναδική, την πολιτική επιλογή του εαμογενούς πολιτικού δυναμικού στην πολιτική της δημοκρατικής ομαλότητας και του ειρηνικού δρόμου της πολιτικής πάλης.

Το εαμικό κίνημα, με την ευθύνη της ηγεσίας του ΚΚΕ και της πολιτικής που ακολούθησε, ήταν η μετωπική πολιτική πρωτοβουλία που απελευθέρωσε μια απίστευτη κοινωνική δυναμική, μετουσίωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε καθημερινή πολιτική πάλη και ένοπλο αγώνα ενάντια στον κατακτητή, ενεργοποίησε υπόγεια ρεύματα που βρίσκονταν σε λανθάνουσα μορφή, ενοποίησε την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας σε ριζοσπαστική κατεύθυνση διεκδικώντας μια ριζικά διαφορετική μεταπολεμική κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων. Απελευθέρωσε ένα μεγάλο μέρος της χώρας και δημιούργησε τις βάσεις που πάνω τους άνθισαν οι λαογέννητοι θεσμοί της αντίστασης. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές επιλογές που ακολούθησε είναι υπεράνω κριτικής. Σημαίνει ωστόσο, ότι το εαμικό κίνημα επέλεξε να αναμετρηθεί με τα υψηλότερα και κρισιμότερα διακυβεύματα της δεκαετίας του ’40 και αυτό αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που δεν μπορεί κανείς να το προσπεράσει εύκολα. Στη δύσκολη μεταπολεμική συγκυρία, όρθωσε το ανάστημά του και αντιμετώπισε ένοπλα δύο αυτοκρατορίες. Χωρίς σαφή στρατηγική; Με αντιφάσεις και ταλαντεύσεις; Σε ακατάλληλο χρόνο; Πιθανόν. Ωστόσο το έπραξε και πλήρωσε το τίμημα. Αν ήταν αδύνατη ή όχι η επιλογή της επανάστασης ή έστω της αποφασιστικής ένοπλης αναμέτρησης με μια ριζοσπαστική εθνικοαπελευθερωτική δημοκρατική προοπτική αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ γιατί πολύ απλά μια τέτοια επιλογή δεν δοκιμάστηκε όταν οι συσχετισμοί ήταν κατάλληλοι. Αδύνατη αποδείχτηκε η πολιτική της διαπραγμάτευσης και του συμβιβασμού, με πολιτικά ή με ένοπλα μέσα.

Το ΕΑΜ, παρά τις αντιφάσεις και τις ταλαντεύσεις που σημειώνονται στην πολιτική του, παρά τις συμφωνίες που υπέγραψε και την επιμονή του (ακόμα κι όταν κάτι τέτοιο έμοιαζε αδύνατον) στις ομαλές πολιτικές εξελίξεις, ήταν σταθερά προσανατολισμένο σε μία νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων, την οποία και διεκδίκησε, στις σύνθετες και δύσκολες μεταπολεμικές συνθήκες. Δηλαδή, στην περίοδο όπου η πολιτική γραμμή των λαϊκών μετώπων, εξαιρετικά αποτελεσματική στο διάστημα της κατοχής, αναμετριόνταν με τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της καθώς η στρατηγική της αντίπαλης πλευράς ήταν σαφέστατα η ανάκτηση και διασφάλιση της αστικής εξουσίας και διαμέσου της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας». Ήταν, λοιπόν, το ΕΑΜ, το μέτωπο, το οποίο αναμετρήθηκε με όλα τα κρίσιμα διακυβεύματα της δεκαετίας του ’40, συσπειρώνοντας γύρω του τη λαϊκή εργαζόμενη πλειοψηφία και εκπροσωπώντας τα ταξικά της συμφέροντα.

  1. Γεώργιος Παπανδρέου, Κείμενα, τομ. Β΄, Εκδόσεις Βλάσση, 1990, σ. 267

  2. Λευτέρης Σκαμπαρίνας, Ο υπασπιστής του στρατηγού Σαράφη θυμάται και γράφει, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2005, σ. 228-230

  3. Μιχάλης Λυμπεράτος, Στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, Κοινωνική πόλωση, Αριστερά και αστικός κόσμος στη μεταπολεμική Ελλάδα, Από τα Δεκεμβριανά στις εκλογές του 1946, Βιβλιόραμα, σ. 116-131

  4. Γιάννης Ζέβγος, Η Λαϊκή Αντίσταση του Δεκέμβρη και το νεοελληνικό πρόβλημα, Εκδοτικός οργανισμός «Ο Ρήγας», Αθήνα 1946, σ.46

  5. Γιώργος Μαργαρίτης, « Η μάχη της Αθήνας. Το στρατιωτικό προοίμιο», στο Από την απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά, μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας, Πρακτικά συνεδρίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2016, σ. 559-560

  6. F.O. 371/48267 R7423 Churchill προς Sargent, 22/4/1945, στο Θανάσης Σφήκας, Οι Άγγλοι εργατικοί και ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, Φιλίστωρ, 1977, σ. 92

  7. Προκόπης Παπαστράτης, «Η διαδικασία της Απελευθέρωσης, το πολιτικό προοίμιο του Δεκέμβρη», στο Από την απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά, μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας, Πρακτικά συνεδρίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2016, σ. 547-548

  8. Για παράδειγμα: «Σύμφωνα με την Εφορία, δεκαέξι κατηγορίες επιχειρήσεων είχαν πραγματοποιήσει τεράστια κέρδη από τον Απρίλιο του 1941. Ανάμεσά τους βρίσκονταν εργολάβοι δημοσίων έργων, κατασκευαστικές εταιρίες ναυαγιαιρέσεων, εταιρίες εισαγωγών, καπνοβιομηχανίες, βαμβακοβιομηχανίες, οινοποιίες, βιομηχανίες δέρματος και επεξεργασίας ελαιολάδου, παραγωγοί τροφίμων και, φυσικά, τράπεζες». Αρχείο Τσουδερού, Σειρά Γ. Φάκελος 7,I (14): Εφορία προς το Υπουργείο Οικονομικών, 13/10/1945, στο Θανάσης Σφήκας, Οι Άγγλοι εργατικοί και ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, Φιλίστωρ, 1977, σ. 95

  9. Λυμπεράτος, ό.π., σ. 22

  10. Ο Θωμαδάκης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η ανασυγκρότηση ήταν ταυτόχρονα μια σύγκρουση οραμάτων ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες που η καθεμιά έβλεπε με δικό της τρόπο – και με βάση τα δικά της συμφέροντα – την ανασύνταξη της χώρας» υποστηρίζοντας ότι ο εμφύλιος ήταν μια «κατεξοχήν κοινωνική κρίση με προφανείς ενδείξεις ταξικής διαμάχης» : Βλ. Thomadakis Stavros, “Stabilization, Development and Government Economic Authority”, στο Iatrides John, Wrigley Linda (eds), Greece at the Croassroads. The Civil War and its Legacy, The Pennsylvania State University Press, Pennsylvania 1995, σ. 174, στο Μαργαρίτης, Γιώργος, Ιστορία του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου 1946-1949, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005, τόμος 1, σελ. 114

  11. Ο Porter, δήλωνε στο περιοδικό Collier’s στις 20/9/1947, ότι στόχος της ελληνικής κυβέρνησης ήταν «να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση των προνομίων μιας μικρής κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους που αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα

  12. Σφήκας, ό.π., σ. 45

  13. Ζέβγος, ό.π., σ. 62

  14. Γιάννης Γ. Γιανουλόπουλος, Ο μεταπολεμικός κόσμος, Ελληνική και Ευρωπαϊκή ιστορία (1945-1963), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1992, σ. 57-64

  15. «Οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ στο Λίβανο, απομονωμένοι, ξεπέρασαν τα πλαίσια των εντολών, που τους είχαν δοθεί και δημιούργησαν τελειωμένο γεγονός στο ΕΑΜ με την υπογραφή μιας συμφωνίας που διευκόλυνε την αντίδραση στο αντεθνικό της έργο». Ζέβγος, ό.π., σ. 26

  16. Ζέβγος, ό.π., σ. 103

Αναδημοσίευση από: https://commune.org.gr/blog-33/index.html?fbclid=IwAR2VMTxPMb3hr4SRvoGRDBDIF8s65_Cl4lrTzMarydQSPWRbKqXU64sCl1w