Μιχάλης Λυμπεράτος*
Με αφορμή την επανάκαμψη των ανιστόρητων βδελυγμάτων αμφισβήτησης αναφορικά με την ηρωική ενέργεια των Μανώλη Γλέζου και Λάκη Σάντα να υποστείλουν και να ξεσκίσουν τη γερμανική σημαία στις 31 Μαΐου 1944, είναι ανυπερθέτως επιβεβλημένο να τελειώσει τελεσίδικα αυτή η αθλιότητα.
Βασική προϋπόθεση να μπορέσουν κάποιοι να διαβάσουν (είναι σε ελληνικά) την καταχώριση στην εφημερίδα «Ακρόπολις» της Κυριακής 1η Ιουνίου 1941, που ανακοινώνει ότι «κατά τη νύκτα της 30ης προς την 31ην Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα Γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών», κάτι για το οποίο διενεργούνταν «αυστηραί ανακρίσεις και οι ένοχοι και οι συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου».
Και η ανακοίνωση αυτή δόθηκε στη δημοσιότητα, αφού οι Γερμανοί είχαν αγανακτήσει για την απρέπεια του ελληνικού λαού να συμπεριφέρεται απαξιωτικά στα γερμανικά στρατεύματα και να χειροκροτεί (και να φυγαδεύει) Βρετανούς στρατιώτες και αιχμαλώτους που είχαν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα μετά τη γερμανική εισβολή. Είναι χαρακτηριστικό το επιμύθιο της γερμανικής ανακοίνωσης για τα «θλιβερά» γεγονότα της Ακρόπολης.
Γιατί αν και «αι Γερμανικαί στρατιωτικαί αρχαί προσεπάθησαν μέχρι σήμερον να συμπεριφερθώσι προς τον Ελληνικόν λαόν από πάσης όψεως ευμενώς», ο ελληνικός λαός δεν έδειξε να ανταποκρίνεται στη χειρονομία αυτή. Μάλιστα οι αγανακτισμένοι για τις ελληνικές απρέπειες Γερμανοί υπόσχονταν, όπως το διατύπωνε ο φρούραρχος Αθηνών, ότι αν οι διαταγές τους δεν «θέλουσιν εισακουσθή, αυταί θα επιβαλώσι μετά λύπης των αυστηρότατας κυρώσεις».
Ανταποκρινόμενη σε αυτή την απαίτηση η κυβέρνηση Τσολάκογλου διά στόματος του ίδιου του «πρωθυπουργού» της, όπως το ανακοίνωνε την ίδια εκείνη μέρα η εφημερίδα, εκδηλώνοντας τη λύπη του για τις «ανόητες εκδηλώσεις ολίγων ασυνείδητων ατόμων» διέταξε την απόλυση και την αποστράτευση των αρχηγών Αστυνομίας Πόλεως και Χωροφυλακής Αθηνών, αλλά και την απόλυση, και μάλιστα άνευ συντάξεως, των διοικητών των αστυνομικών τμημάτων των περιφερειών Ακρόπολεως και Αθηναϊκής Λέσχης, όσο και των αξιωματικών υπηρεσίας και αρχιφυλάκων και απλών αστυνομικών που εκτελούσαν υπηρεσία, όταν εκδηλώθηκαν οι «απρέπειες» των Ελλήνων (τον διοικητή του Β’ Αστυνομικού Τμήματος, Κ. Μαρκουλάκη, και τον διευθυντή της Υποδιεύθυνσης Αστυνομίας Πόλεως, Ν. Τσαούση).
Οσοι, δε, είχαν συλληφθεί σε προηγούμενες εκδηλώσεις χλευασμού των Γερμανών στρατιωτών, η κυβέρνηση υποσχόταν ότι θα δικάζονταν πάραυτα και απειλούνταν με τρία χρόνια εξορία. Ανάμεσα σε αυτούς και δύο αδελφές νοσοκόμες που έστρεψαν τα νώτα τους (οπίσθια σ.σ.) σε «ιππότες Γερμανούς αξιωματικούς» που βρέθηκαν στο νοσοκομείο όπου αυτές εργάζονταν.
Μάλιστα, αν ο λαός επέμενε να μην εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στον γερμανικό στρατό, αφού χάρη στη «μεγαλοθυμίαν του Φύρερ» δεν υφίσταται «άλλους κόλαφους» ο ελληνικός λαός, για τους διαπράξαντες «το θλιβερόν επεισόδιον της Ακροπόλεως διετάχθησαν αυστηραί ανακρίσεις και ο Εισαγγελεύς Πλημμελειοδικών Αθηνών κ. Μικρουλέας διετάχθη υπό του υπουργού της Δικαιοσύνης κ. Λιβιεράτου, όπως ενεργήση αυστηρότατας ανακρίσεις διά το λυπηρόν επεισόδιον». Μάλιστα «διετάχθησαν δύο αντεισαγγελείς να μεταβούν επί τόπου και εν συνεργασία μετά των οργάνων Ασφαλείας ώστε να προβούν εις την ανεύρεσιν και άμεσον σύλληψιν των υπεύθυνων δια τον σκληρόν κολασμόν της πράξεώς των».
Στο πλαίσιο αυτών των μέτρων έρχονταν και οι δηλώσεις του αρχηγού του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος, Γ. Μερκούρη, του ίδιου που προσπάθησε να συγκροτήσει την Ελληνική Λεγεώνα και να οργανώσει την αποστολή Ελλήνων στρατιωτών στο Ανατολικό Μέτωπο, κάτι για το οποίο «τιμήθηκε» από την κυβέρνηση Λογοθετόπουλου με τη θέση του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας στα 1943, ο οποίος έσπευσε να εκφράσει την «οδυνηρή του κατάπληξη» για την «αυθαίρετη και ακατανόμαστη πράξη της κλοπής της σημαίας του Ράιχ από την Ακρόπολη».
Ηταν κάτι που ήταν αδύνατο «να ήταν έργο Ελληνα, ανεξάρτητου την ψυχή και το φρόνημα», αλλά, αντίθετα, ήταν έργο κατώτερου ανθρώπου με ταπεινά ένστικτα, «υπηρετούντος ξένα συμφέροντα» (το γνωστό αντικομμουνιστικό motto). Για τον Ελληνα φασίστα, «η ξενόδουλος αυτή πράξη, η μολύνουσα τον ιερόν βράχον της Ακροπόλεως, παραδίδεται εις την γενικήν περιφρόνησιν και αποδοκιμασίαν».
Το πόσο η ενέργεια αυτή παραδόθηκε στη γενική αποδοκιμασία αποδεικνύεται από το δέος και τον θαυμασμό που απόλαυσαν στη ζωή τους ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας. Αλλά και από το γεγονός ότι, παρά τις διώξεις και τους εκβιασμούς, όσοι γνώριζαν εκ του σύνεγγυς την ενέργεια, και πρώτα από όλα ο αστυφύλακας πάνω στον οποίο έπεσαν οι δύο νέοι μετά την ενέργειά τους, ο Παναγιώτης Βουτόπουλος, δεν κατέδωσαν τίποτα και κανέναν, σε μια εποχή που το φιλότιμο και ο πατριωτισμός πήγαιναν χέρι χέρι.
Ηταν τότε που μεγάλο τμήμα αστυνομικών προσχώρησε στο ΕΑΜ για να υποστεί απίστευτες διώξεις και εξευτελισμούς στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Αφησε όμως ως στίγμα και την επιβεβαίωση της ενέργειας του Γλέζου και του Σάντα ακόμα και στην «Αστυνομική Επιθεώρησις» του Σεπτεμβρίου του 1950, παρότι ήταν εποχή που μόλις είχε περιοριστεί η βιομηχανία καταδικαστικών αποφάσεων από τα στρατοδικεία του Εμφυλίου.
Αντίθετα, σήμερα κάποιοι ψελλίζουν εκ νέου τα περί ψεύδους και μιας ανύπαρκτης ενέργειας. Είναι οι ίδιοι που αμφισβητούν το Ολοκαύτωμα και τα εκατοντάδες μαρτυρικά χωριά και πόλεις στην Ελλάδα. Είναι εκείνοι που αξιοποιούν την αφέλεια ή την ηλιθιότητα των οπαδών τους και διασπείρουν «λογικές αμφιβολίες».
Και αποδίδουν κάποιοι σε αυτές νόημα, επειδή δεν μπορούν να αντιληφθούν το μεγαλείο των ανθρώπων που στρατεύονται για τον συνάνθρωπο και το πολιτικό τους φρόνημα τους καθιστά την απόλυτη άρνηση όσων διαβιούν μέσα στον καιροσκοπισμό, τον φιλοτομαρισμό, τον χαφιεδισμό και την προδοσία. Οπως το έλεγε ο Μανώλης, η στερνή μου εξομολόγηση: Να μη δολοφονηθούν και οι μνήμες.
* Ιστορικός
αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των συντακτών