ΤΟ BREXIT ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΩΝ[1]

του Άλαν Πόσενερ [2]

Μετάφραση: Δημήτρης Τσουκάλης

Σημείωμα του μεταφραστή

Δημοσιεύουμε πιο κάτω μετάφραση άρθρου στη γερμανική εφημερίδα Die Welt, με θέμα το δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία.[3]

Εκείνο που προφανώς συνάγεται ως συμπέρασμα από τα γραφόμενα του αρθρογράφου, παρά τα δικά του διαφορετικά συμπεράσματα, είναι ότι  οι Βρετανοί αποφάσισαν με καθαρά πολιτικά κριτήρια.

Και τα κριτήρια αυτά ήταν οι ασκούμενες για δεκαετίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές είτε από τη Μάργκαρετ Θάτσερ  είτε  από το συνεχιστή της ίδιας πολιτικής, Τόνι Μπλερ.

Όταν το 52% του πληθυσμού μιας χώρας παίρνει μια τόσο σοβαρή απόφαση για το μέλλον  του και το μέλλον της χώρας του, κόντρα  σε ένα ολόκληρο εγχώριο και παγκόσμιο σύστημα  εξουσίας, τότε η εξήγηση δεν μπορεί να δίνεται με ανορθολογικούς όρους, όπως κάνει ο αρθρογράφος. Με ψυχολογικά κριτήρια. Με το μίσος ή την αγάπη.

Αν για μεγάλο τμήμα πληθυσμού φαντάζει ή προτείνεται ως λύση σήμερα, μετά από δεκαετίες  «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού», ένα  φασιστικού τύπου μοντέλο, αυτό δεν έχει να κάνει  με την ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων.

Είναι αποτέλεσμα των ασκούμενων πολιτικών που αντιμετωπίζουν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, περίπου,  ως παράπλευρες απώλειες .

Οι πύργοι των τραπεζών  του καπιταλισμού-καζίνο μπορεί να «φλογίζουν» τα όνειρα  μερίδας νέων αλλά και μεγαλύτερων,  που μεγαλώνουν  με την ελπίδα  μιας  πλούσιας κοσμοπολίτικης ζωής. Δεν αρκούν όμως να δώσουν απαντήσεις στις  αγωνίες και τις ανάγκες μιας ολόκληρης χώρας.

Ο Άλαν Πόσενερ, σύμφωνα με πληροφορίες που μπορεί κανείς να βρει με μια μικρή αναζήτηση στο διαδίκτυο, αριστερός «επαναστάτης» στα νιάτα του και στη «χρυσή εποχή» του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, ακολουθώντας τα βήματα πολλών ομοϊδεατών του, όπως ο Γιόσκα Φίσερ και ο κόκκινος Ντάνι, γίνεται σήμερα σταυροφόρος του συστήματος. Η αδικία, η φτώχεια και οι ανισότητες δεν τον  ενοχλούν πια, αυτόν και πολλούς άλλους στην Ευρώπη και στη χώρα μας,  από την «υπεύθυνη», την  «πρόθυμη», την «κυβερνώσα» ή όπως αλλιώς θέλετε αριστερά.  Όλα αυτά είναι «αναγκαία κακά» για την επιβίωση του συστήματος που κάποτε ήθελαν να ανατρέψουν.

Σε κάθε περίπτωση το άρθρο έχει ενδιαφέρον όχι μόνο για όσα αποκαλύπτει αλλά περισσότερο για όσα αποκρύπτει.

Ακούγεται αξιοπερίεργο. Με το δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι Βρετανοί εκδικήθηκαν επιτέλους τη Μάργκαρετ Θάτσερ.

Ήξεραν ότι η Βρετανία για να είναι μεγάλη έπρεπε να αποδεχτεί τον Καπιταλισμό, το ελεύθερο εμπόριο και την Ευρώπη. Έπρεπε να πάψει να μοιρολογεί για την αυτοκρατορία και τα χαμένα μεγαλεία. Να πάψει να ελπίζει σε έναν «σοσιαλιστικό παράδεισο στα σύννεφα»  επιδοτούμενων κρατικών επιχειρήσεων που δεν  παράγουν  τίποτα.

Τα πρώτα χρόνια του 1980, με την έναρξη της εποχής  ξεκίνημα της Θάτσερ, ταξίδεψα με μια ομάδα μαθητών το Μάντσεστερ. Επισκεφτήκαμε εργοστάσια και  φιλοξενηθήκαμε από ανθρακωρύχους. Οι μαθητές μας, από φτωχές οικογένειες της πόλης Σπαντάου, είχαν σοκαριστεί από τη φτώχεια και την αθλιότητα των κατοικιών. Κάποιοι ήταν έτοιμοι να βάλουν να κλάματα.

Πολλά βράδια ξενύχτησα πίνοντας με τους παλιούς ανθρακωρύχους, οι οποίοι με φιλοξενούσαν. Ο οικοδεσπότης ήταν Πολωνός από το Κατοβίτσε ο οποίος κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δραπέτευσε στην Αγγλία, για να γλιτώσει από τους Ναζί.

 Ήθελε να πολεμήσει ως στρατιώτης. Δεν χρειάστηκε. Για τη νίκη δούλεψε ως εργάτης στα ανθρακωρυχεία και νίκησε με το δικό του τρόπο.

Μετά ήρθε η Θάτσερ και έκλεισε τα προβληματικά ανθρακωρυχεία. Ήμουν μαζί του. Διανοητικά. Συναισθηματικά ήταν αλλιώς. Στο τέλος μιας τέτοιας νύχτας, ο Μαρκ, μου χάρισε ένα χάλκινο αγαλματίδιο. Παρίστανε έναν περήφανο  ανθρακωρύχο με τη λάμπα αερίου  και τη σκαπάνη του.

Η εξέγερση των αποκλεισμένων απέναντι στους νικητές

Το δημοψήφισμα ήταν η εξέγερση των ανθρώπων των οποίων   η Θάτσερ τους τσάκισε  την περηφάνια. Μετά από χρόνια ταξικού πολέμου από τα πάνω το δημοψήφισμα ήταν η εκδίκηση των μεγαλύτερων σε ηλικία, των  χαμένων και των  αποκλεισμένων, απέναντι στους νέους και τους κερδισμένους  της παγκοσμιοποίησης.

Η Θάτσερ είχε δίκιο. «Δεν υπάρχει εναλλακτική πολιτική», έλεγε και είχε δίκιο. Το κοινωνικό κράτος δεν μπορούσε να χρηματοδοτηθεί. Η κρατική βιομηχανία δεν ήταν ανταγωνιστική και η χώρα βούλιαζε. Το Λονδίνο ήταν για μένα όπως και για τους μαθητές ένα σοκ. Σκουπίδια παντού, ποντίκια στη Regent Street, θυμός στα πρόσωπα.  Η  λύση στα μπαρ των Πανκ “no future”. Έτσι δεν πήγαινε άλλο.

Ο θλιβερός, συναισθηματικός των αντιευρωπαίων

Μετά το δημοψήφισμα οι νικητές  γρήγορα θα γίνουν εχθροί.

Οι μεν θέλουν μια μοντέρνα, απορρυθμισμένη, ευέλικτη Αγγλία. Περισσότερη Θάτσερ. Για αυτούς η Ε.Ε. είναι ένα γραφειοκρατικό, σχεδόν σοσιαλιστικό, τέρας.

Οι άλλοι θέλουν επιστροφή στα χρόνια του 1970. Το σύνθημά τους είναι προστασία της Μεγάλης Βρετανίας από την παγκοσμιοποίηση, εργαλείο της οποίας είναι οι «Βρυξέλες»

Δεν γνωρίζει κανείς τη Μεγάλη Βρετανία , εάν δεν κατανοεί τον παράγοντα  μίσος. Το μίσος, όπως πάντα,  απέναντι στη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Τόνυ Μπλερ. Αυτό εκπορεύεται από τον Τζέρεμι Κόρμπιν τόσο όσο από τον Νειτζελ Φάρατζ.

Ο Φάρατζ είναι ο ανθρωπάκος του καφενείου. Ο Κόρμπιν είναι ο κουλτουριάρης με τα tweet. Και οι δύο με τον αντιαμερικανισμό τους, τον αντιευρωπαϊσμό τους, με τον θλιβερό, συναισθηματικό πατριωτισμό τους έχουν πιο πολλά κοινά απ` όσα θα νόμιζε κανείς.

Ο αγώνας ανάμεσα στο χτες και το αύριο δεν είναι φιλολογικός. Η λίρα θα συνεχίσει να πέφτει. Οι επενδυτές θα αποφεύγουν τη χώρα. Οι τιμές των κατοικιών θα αυξάνουν αλλά δεν θα βρίσκουν αγοραστές. Οι συντηρητικοί θα διασπαστούν. Οι Εργατικοί είναι ήδη διασπασμένοι.

Μια μαλακή εκδοχή του φασισμού είναι το μέλλον του Ukip

Το Ukip,  που πέτυχε το στόχο του, πρέπει να ριζοσπαστικοποιηθεί για να συνεχίσει παίζει πολιτικό ρόλο. Το μέλλον του βρίσκεται σε μια μαλακή εκδοχή του φασισμού για τους ανθρώπους θύματα της οικονομικής κρίσης.

Η Αγγλία σε λίγα χρόνια μπορεί να μοιάζει με τη Γαλλία.

Διαμαρτυρόμενη, διασπασμένη και ανίκανη   να μεταρρυθμιστεί.

Είναι μια συμφορά.

Μετά  το πρώτο  ταξίδι με τους μαθητές επισκεπτόμουν συχνά τη Μεγάλη Βρετανία. Χρόνο με το χρόνο φαινόταν ότι η Αγγλία πήγαινε καλύτερα. Όλο και περισσότεροι  πύργοι τραπεζών ξεφύτρωναν. Οι άνθρωποι στους δρόμους φαινόταν πιο σίγουροι και πιο  χαρούμενοι. Κι όχι μόνο στο Λονδίνο. Ακόμα και στο Μάντσεστερ, το οποίο είχα επισκεφτεί πριν ένα χρόνο, σπίτι σπίτι, με αφορμή τις κοινοβουλευτικές εκλογές, με ομάδα βουλευτών του Εργατικού κόμματος.

Η Ευρώπη σε καμιά συζήτηση δεν είχε θέση.

Πάντα η κουβέντα γύριζε στη Θάτσερ και τον Μπλερ.

Τα σπίτια που ανήκαν κάποτε στην κοινότητα είχαν ιδιωτικοποιηθεί. Πολλοί ιδιοκτήτες δεν μπόρεσαν να τα κρατήσουν όπως έπρεπε και τα πούλησαν σε επενδυτές οι οποίοι τα νοίκιασαν σε μετανάστες και φοιτητές. Από γειτονιά έγινε  απρόσωπος χώρος κατοικίας. Κανείς δε γνώριζε κανέναν πλέον.

Η  Αγγλία ήταν πάντα μια   χώρα χωρίς φτιασιδώματα

Τη μοντέρνα, και χαρούμενη Αγγλία, το Λονδίνο που εξέλεξε για Δήμαρχο το Σαντίκ Χάν, την Αγγλία που έστελνε τα παιδιά της στο Παρίσι για σπουδές, που έκανε ταξιδάκια αναψυχής στο Βερολίνο και τη Νέα Υόρκη δεν τη γνώρισαν οι κάτοικοι του Μάντσεστερ. «Όποιος ζει στη σκιά δεν μπορεί να δει» έγραφε ο Μπέρτολ Μπρέχτ .

Όλοι αυτοί έκαναν την παρουσία τους ορατή.

Τώρα νομίζω ότι καταλαβαίνω.

Η Αγγλία ήταν πάντα η χώρα με τους δικούς της κανόνες. Η χώρα της πάλης των τάξεων, των Χούλιγκαν, των Mersey-Beats και του Punk Rock. Η χώρα που μόνη της στάθηκε απέναντι στους Ισπανούς, στους Γάλλους και τους Γερμανούς. Η  χώρα με τα πλανητικά  όνειρα.

Σήμερα το  όραμα μια άλλης Αγγλίας  είναι πιθανό. Μιας πικρής  Αγγλίας στις στάχτες. Απομονωμένης και θλιβερής.

Κάποτε ένας Πολωνός ανθρακωρύχος ήρθε στο Μάντσεστερ για να σώσει τη χώρα του και την Αγγλία από τον Χίτλερ. Πλέον κανένας Πολωνός δεν μπορεί να έρθει στην Αγγλία. Κοιτάζω το χάλκινο αγαλματίδιο και κουνάω λυπημένος το κεφάλι μου.


[1] Αναδημοσίευση άρθρου που δημοσιεύτηκε στις 25 Ιουνίου 2016 στην γερμανική εφημερίδα Die Welt, το πρωτότυπο άρθρο εδώ

[2] Ο Άλαν Πόσενερ είναι δημοσιογράφος γερμανοεβραϊκής καταγωγής από τον πατέρα και αγγλοσκωτσέζικης καταγωγής από τη μητέρα. Εργάστηκε ως σύμβουλος σπουδών σε Γυμνάσιο του Σπαντάου, στο Βερολίνο, από το οποίο αποχώρησε γιατί «ήταν βαρετό», όπως δήλωσε ο ίδιος. Στα φοιτητικά του χρόνια ήταν στέλεχος του μαοϊκού κομμουνιστικού κόμματος KPD-AO. Είναι συγγραφέας αρκετών βιβλίων με πολιτικό, ιστορικό περιεχόμενο (Τα περισσότερα βιογραφίες). Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Die Welt», της οποία υπήρξε και αρχισυντάκτης στην κυριακάτικη έκδοση.

[3] Ο Πρωτότυπος τίτλος του άρθρου στα γερμανικά είναι: “Der Brexit ist die Rache der Abgehängten” που στην ακριβή του μετάφραση στα ελληνικά θα τον αποδίδαμε ως: “Το Brexit είναι η εκδίκηση των ξεκρέμαστων”