Γιώργος Λιάμπας
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης με το βιβλίο του «Δωσίλογοι. Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής», εκδ. Αλεξάνδρεια, αγγίζει ένα θέμα που ακόμη και σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά τη λήξη του Β΄.Π.Π., εξακολουθεί να αποτελεί ταμπού καθώς δεν έχει απασχολήσει τη δημόσια σφαίρα με τη βαρύτητα που φέρει.
Το συγκεκριμένο βιβλίο επιχειρεί να διαρρήξει το πέπλο της θεσμικά επιβεβλημένης σιωπής και συσκότισης και να άρει, στο μέτρο που του αναλογεί, το συνεπαγόμενο καθεστώς συλλογικής άγνοιας που επικρατεί για το ζήτημα της συνεργασίας των Ελλήνων με τους κατακτητές την περίοδο 1941-1944.
Ένα πέπλο σιωπής που επιβλήθηκε στο δημόσιο βίο όχι μόνο γιατί σημαντικό τμήμα των συνεργατών του κατακτητή αποτελούσε οργανικό κομμάτι της πολιτικά κυρίαρχης, μεταπολεμικά, παράταξης των εθνικοφρόνων της μοναρχικής Δεξιάς, αλλά και γιατί εξυπηρετούσε το στρατηγικό στόχο του πολιτικού αποκλεισμού και της δίωξης της Αριστεράς. Ο στόχος αυτός υπηρετήθηκε με συνέπεια από όλες τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις τόσο της Δεξιάς όσο και του Κέντρου, οι οποίες τόσο με τις θεσμικές πρόνοιες που έλαβαν, τη μη εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, κυρίως όμως με την πολιτική χειραγώγηση της Δικαιοσύνης και τη μετατροπή της σε μηχανισμό ατιμωρησίας επέβαλαν ένα καθεστώς τεχνητής αμνησίας και αμνήστευσης που όμως ήταν αδύνατον να καλύψει τη χαίνουσα πληγή της ηθικής και πολιτικής αδικίας στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Χαραλαμπίδης συστηματικά και τεκμηριωμένα ανοίγει κι ερευνά όλη τη βεντάλια των παραμέτρων που απαρτίζουν το φαινόμενο της συνεργασίας με τον κατακτητή, όπως αυτή εκδηλώθηκε στο νομό Αττικής καθ’ όλη τη διάρκεια της ιταλογερμανικής κατοχής (Απρίλιος 1941-Οκτώβριος 1944). Σε τρία ξεχωριστά μέρη εξετάζει τις πτυχές της πολιτικής συνεργασίας (κυβερνήσεις συνεργασίας), της οικονομικής συνεργασίας (δουλεύοντας με/για τους Γερμανούς), της ένοπλης συνεργασίας (Ελληνικά Σώματα Ασφαλείας, Ευζωνικά Τάγματα Ασφαλείας Αθηνών, Μπλόκα της Κατοχής)· περιγράφει τη δράση των συνεργατών και αναδεικνύει τόσο τις διαδικασίες εμφάνισης και ανάπτυξης του φαινομένου της συνεργασίας όσο και το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου έλαβε χώρα.
Το πολύ σημαντικό στο βιβλίο του Χαραλαμπίδη είναι ότι εξετάζει το φαινόμενο της συνεργασίας όχι ως μια προκατασκευασμένη κι αναλλοίωτη συνθήκη που επιβλήθηκε από τον κατακτητή στον κατακτημένο, αλλά ως μια εξελισσόμενη διαδικασία εκατέρωθεν πρωτοβουλιών κι ανταποκρίσεων που διαμόρφωναν σταδιακά το κατάλληλο πλαίσιο για ολοένα αυξανόμενου βαθμού σχέσεων αλληλεξάρτησης και αλληλοεξυπηρέτησης.
Ο Χαραλαμπίδης υποστηρίζει ότι η συναίνεση, κυρίως, και όχι ο εξαναγκασμός αποτέλεσε τη βάση της συνεργασίας. Τα κοινά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα των δύο πλευρών ήταν αυτά που εξαρχής παρουσίαζαν τη συνεργασία ως μονόδρομο και διαμόρφωναν σταδιακά το πλαίσιο της υλοποίησής της σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης και διοίκησης. Ενώ η παροχή από την πλευρά του κατακτητή οικονομικών κινήτρων και καθεστώτος ασυλίας σε συγκυρία γενικευμένης οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης, διαμόρφωσαν το γόνιμο έδαφος στο οποίο αναπτύχθηκε η συνεργασία σε ατομική βάση.
Η εξ’ αρχής κρατική-διοικητική συνεργασία με τον κατακτητή υπονόμευσε τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας, εξασθένησε τις αντιστάσεις της στη στρατιωτική κατοχή και καλλιέργησε ένα κλίμα γενικευμένης συνεργασίας με τον κατακτητή τα δύο πρώτα χρόνια της Κατοχής. Το γεγονός ότι η ανατροπή αυτού του κλίματος υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε το αντιστασιακό κίνημα, υπογραμμίζει ότι το κυρίαρχο αφήγημα για την ύπαρξη μόνο μιας μικρής μειοψηφίας Ελλήνων που συνεργάστηκε με τους κατακτητές, δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.
Για τον Χαραλαμπίδη είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι η συνεργασία σε επίπεδο κυβέρνησης / διοίκησης είχε σαφές πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο κι ότι ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας δεν προέκυψε με την εμφάνιση, την ενδυνάμωση και τη δράση του αντιστασιακού κινήματος αλλά από το καθεστώς και τα φαινόμενα συνεργασίας με τον κατακτητή.
Τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής η ελληνική κυβέρνηση ευθυγραμμίζεται με τον αντικομουνιστικό αγώνα της ναζιστικής Γερμανίας κι επικαλούμενη τον κίνδυνο ανατροπής του κοινωνικού καθεστώτος αναλαμβάνει, επωμιζόμενη το κύριο βάρος της βίας, την εξόντωση του εσωτερικού αντιπάλου (ΕΑΜ) με την κάλυψη που της πρόσφερε η παρουσία του ξένου στρατιωτικού κατακτητή. Τα φονικά μπλόκα σε Κοκκινιά, Καλογρέζα, Ταμπούρια, Δουργούτι από το Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο του 1944 με πρωταγωνιστικό ρόλο των Ελλήνων συνεργατών αποτελούν τις κορυφώσεις της αιματηρής δράσης των δωσιλογικών οργάνων και τις ανεξίτηλες μνημονικές αναφορές για το επελθόν συλλογικό τραύμα.
Διαβάζοντας για τη δράση των συνεργατών και τη μετέπειτα τύχη που τους επιφύλαξε η ελληνική πολιτεία, δια της ελληνικής Δικαιοσύνης, δεν είναι λίγες οι φορές που σταματάς το διάβασμα και κλείνεις το βιβλίο γιατί σε κατακλύζει η οργή κι η αγανάκτηση, όσο κι αν είσαι προϊδεασμένη από μια σχετική γνώση της, περιορισμένης για το θέμα, βιβλιογραφίας. Ωστόσο συνεχίζεις γιατί θέλεις και πρέπει να μάθεις, βαθύτερα και πλατύτερα· κι όταν έχεις διαβάσει και την τελευταία γραμμή είσαι βέβαιος ότι το βιβλίο πετυχαίνει και τη σιωπή να σπάσει και την άγνοια να περιορίσει και το μέγεθος του ανεπούλωτου τραύματος και της συντελεσμένης αδικίας να αναδείξει.