Χαράλαμπος Νούτσος
Στη σειρά «Συμβολές στην Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης» ο Χαράλαμπος Νούτσος κυκλοφόρησε πρόσφατα το τέταρτο βιβλίο του με τίτλο Ένας φιλοσοφικός οδηγός για την Παιδαγωγική. Α. Δελμούζος και Α. Schopenhauer (Ιωάννινα 2023). Σε όλα τα βιβλία της σειράς ο Νούτσος καταπιάνεται κάθε φορά με ένα θέμα από το χώρο της Ιστορίας της νεοελληνικής εκπαίδευσης, που το διαπραγματεύεται φωτίζοντας άγνωστες πτυχές του, πάντα με μια ματιά αναλυτική, κριτική και τεκμηριωμένη.
Στην παρούσα εργασία, που φιλοξενείται στον ιστότοπο της Εκπαιδευτικής Λέσχης, ο συγγραφέας στρέφει το ερευνητικό του ενδιαφέρον στη μελέτη των ιδεών από τις οποίες κυριαρχείται ο Δελμούζος, όταν, το 1907 συναντάται με το σοσιαλιστή Γ. Σκληρό στην Ιένα της Γερμανίας. Ο Νούτσος επικρίνει και καταρρίπτει με πειστικό τρόπο τους ισχυρισμούς που διατυπώνει σχετικά σε βιβλίο του ο Ν. Τερζής περί νεοκαντιανού «ηθικού σοσιαλισμού» του Δελμούζου τονίζοντας, αντίθετα, την έντονη επιρροή που είχε ασκήσει ο Schopenhauer πάνω του, προτού γνωρίσει τον Σκληρό και επηρεαστεί από τις μαρξιστικές-σοσιαλιστικές ιδέες του τελευταίου.
Νίκος Σύφαντος
Εδώ, το βιβλίο σε μορφή flipbook:
https://www.flipbookpdf.net/web/site/e1a6995de9fd08141401905dd7a222d7cd826ca4202406.pdf.html
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΝΟΥΤΣΟΣ
Ένας φιλοσοφικός οδηγός για την Παιδαγωγική
Α. Δελμούζος και A. Schopenhauer
Ιωάννινα 2023
© Χαράλαμπος Νούτσος
Γλυκήδων 17, 45221 Ιωάννινα
e-mail: [email protected]
Είναι γνωστό, σ’ όσους και όσες διερευνούν πρόσφατες όψεις της ιστορίας της νεοελληνικής εκπαίδευσης, πως ο Αλέκος Δελμούζος συνάντησε στην Ιένα (Jena) της Γερμανίας το Γεώργιο Κωνσταντινίδη (θα γίνει λίγο αργότερα γνωστός με το ψευδώνυμο Γ. Σκληρός), πιθανότατα στις αρχές του 1907. Ο Δελμούζος παρακολουθούσε μαθήματα Παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο της πόλης και ο Σκληρός ήταν από το 1905 φοιτητής της Ιατρικής στο ίδιο πανεπιστήμιο.
Στις πολύωρες μεταξύ τους συζητήσεις ο Δελμούζος γνώρισε τις σοσιαλιστικές αντιλήψεις και την εκδοχή του μαρξισμού (Γκ. Πλεχάνωφ) την οποία είχε υιοθετήσει ο Σκληρός, όταν σπούδαζε προηγουμένως στη Ρωσία. Όπως θα γράψει αργότερα ο ίδιος ο Δελμούζος, εκείνη η συνάντησή του με το Σκληρό υπήρξε σταθμός στη μετέπειτα ζωή του.
Το γεγονός εκείνης της συνάντησης και των συζητήσεών τους δεν αμφισβητείται, μια και βεβαιώνεται τόσο από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές όσο και από έγκυρες ιστορικές μαρτυρίες τρίτων. Αυτό που σύγχρονοι μελετητές της δράσης και του έργου του Δελμούζου επιχείρησαν ν’ αμφισβητήσουν είναι ο βαθμός και η διάρκεια της τότε προσχώρησής του στο μαρξισμό-σοσιαλισμό του Σκληρού.
Θα παρουσιάσω και θα κρίνω αλλού αυτές τις φιλότιμες προσπάθειες, τύπου Ε.Π. Παπανούτσου και Άννας Φραγκουδάκη, να υποβαθμίσουν ποικιλότροπα τη σοσιαλιστική-μαρξιστική περίοδο της κοινωνικής τροχιάς της βιογραφίας του Δελμούζου το 1907 στη Γερμανία. Εδώ θα κρίνω συστηματικά μια σχετικά πρόσφατη συνθετική εργασία για την «Παιδαγωγική» του Δελμούζου, που είχε υποβληθεί ως υφηγεσία στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., το 1981, και για την οποία ο συντάκτης της επαίρεται, στη «δεύτερη συμπληρωμένη» έκδοσή της (2006 = 2010), πως ο «οργανικός πυρήνας και το πλαίσιο της μονογραφίας του 1981 ανταποκρίνεται και στις σημερινές περιστάσεις» [sic].[1]
Θα δείξω, λοιπόν, τεκμηριωμένα και σύμφωνα με τους κοινά αποδεκτούς κανόνες του επιστημονικού πεδίου της ιστορίας πως η διαφημιζόμενη έως σήμερα «ανακατασκευή» της υποτιθέμενης «κοινωνικοπολιτικής αφετηρίας του Δελμούζου», όπως τη φιλοτέχνησε ο συντάκτης της, δεν είναι απλά και μόνο μια ατεκμηρίωτη έκθεση της κοινωνικής τροχιάς της πρώιμης βιογραφίας του Δελμούζου∙ είναι πρώτιστα μια πλασματική, δηλ. ανιστόρητη κατασκευή της, που αποτελεί ταυτόχρονα παράδειγμα προς αποφυγήν για νέους ιστορικούς της νεοελληνικής εκπαίδευσης.
I
Ο συγγραφέας (του λοιπού σ.) της υφηγεσίας τοποθετεί αυθαίρετα τη λεγόμενη «κοινωνικοπολιτική αφετηρία» στα πρώτα χρόνια της παραμονής του Δελμούζου στη Γερμανία (1903-1907), ως εάν η προηγούμενη κοινωνική τροχιά της βιογραφίας του και ειδικότερα τα χρόνια των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (1897-1903) βρίσκονταν πέρα ή πάνω από την κοινωνία, την πολιτική και την ιδεολογία εκείνης της περιόδου στην Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω εδώ για τις σιωπηρές ιδεολογικές παραδοχές μιας τέτοιας αυθαίρετης, δηλ. δογματικά προβαλλόμενης κατασκευής. Σημειώνω μόνο πως, εάν αποσιωπήσουμε ή παραβλέψουμε για κάποιους λόγους την ανάλυση της φοιτητικής περιόδου στη βιογραφία του Δελμούζου, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε ορθά απόψεις της μετέπειτα δράσης και των τοποθετήσεών του στο πεδίο της ιδεολογίας. Ελπίζω να επανέλθω αλλού διεξοδικά σ’ αυτό το ζήτημα. Εδώ θα δώσω πιο κάτω μόνο ορισμένες συναφείς νύξεις.
Η διαφημιζόμενη «ανακατασκευή» του σ., την οποία θα κρίνω αμέσως πιο κάτω, είναι έκδηλα περιοριστική, μια και συσχετίζει αποκλειστικά και μονοσήμαντα τη λεγόμενη «κοινωνικοπολιτική αφετηρία» με τεκμήρια μαρξιστικών και σοσιαλιστικών αντιλήψεων του Δελμούζου αρχικά στη Γερμανία και αργότερα (μετά το 1907) στην Ελλάδα. Τα τεκμήρια αυτά δεν προέρχονται από συστηματική ιστορική έρευνα κι ούτε ερμηνεύονται στα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν για να επικριθούν απόψεις αριστερών διανοουμένων για το Σκληρό και το Δελμούζο και να φιλοτεχνηθεί τελικά η εικόνα ενός Δελμούζου που, κατά τον σ., «εκινείτο ιδεολογικά στο χώρο του ηθικού σοσιαλισμού», όταν συνάντησε το Σκληρό.[2] Φτάσαμε έτσι στη διαφημιζόμενη «ανακατασκευή» της κοινωνικοπολιτικής αφετηρίας του Δελμούζου, δηλ. στην επιδίωξη του σ. «να αποκτηθεί μια ολοκληρωμένη αντίληψη για τον άνθρωπο και τη δράση του στο επίπεδο αυτό».[3] Χωρίς, λοιπόν, να μακρηγορήσω, θα δείξω αμέσως πιο κάτω πως ο ισχυρισμός του σ. για τον «ηθικό σοσιαλισμό» του Δελμούζου στα χρόνια της παραμονής του στη Γερμανία είναι απλώς μια ευφάνταστη, πλασματική κατασκευή, για τους επόμενους συγκεκριμένους λόγους.
1. Στο βιβλίο του ο σ. –ούτε και στη β΄ έκδοσή του– δεν προσκομίζει κάποιο ιστορικό τεκμήριο ή έστω κάποια έμμεση ιστορική ένδειξη για τις σχέσεις του Δελμούζου με κύκλους και διανοούμενους του λεγόμενου τότε «ηθικού σοσιαλισμού» των νεοκαντιανών και σύστοιχα των τότε εκπροσώπων της λεγόμενης ρεβιζιονιστικής τάσης (π.χ. Ed. Bernstein) στους κόλπους του κόμματος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας (SPD). Πότε και πώς ο Δελμούζος στη Γερμανία γνώρισε και ήρθε σε επαφή με διανοούμενους αυτών των χώρων ή έστω με δημοσιεύματά τους παραμένει ζητούμενο στην ευφάνταστη «ανακατασκευή» του σ., για την οποία έκρινε «αναγκαίο να προσκομιστούν και νέα [sic] στοιχεία».[4]
2. Αντί για «νέα στοιχεία», ο σ. επέλεξε να πρωτοτυπήσει με τον τρόπο του: Μέσα σε πέντε σελίδες του βιβλίου του (σελ. 48-53) κατασκεύασε μια εκδοχή της «συζήτησης στη Γερμανία για τον ηθικό σοσιαλισμό»[5] και, χωρίς κάποια ρητή ή έστω έμμεση συσχέτιση με ομόλογες τότε αντιλήψεις του Δελμούζου, θεώρησε ως «άμεσο συμπέρασμα» [sic] αυτής της εκδοχής ή «παρέκβασης» το «γεγονός ότι ο Δελμούζος εκινείτο ιδεολογικά […] στο χώρο του ηθικού σοσιαλισμού […]».[6] Ακόμα περισσότερο, ισχυρίστηκε εντελώς δογματικά πως η μεταγενέστερη κριτική του Δελμούζου στο γνωστό βιβλίο του Σκληρού ήταν το «αντικαθρέφτισμα [sic] της διαμάχης μεταξύ ηθικών σοσιαλιστών και μαρξιστικής ορθοδοξίας στο πλαίσιο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας».[7] Είναι ολοφάνερο πως η υποχρέωση του ιστορικού να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του έχει εδώ καταργηθεί βάναυσα και η λήψη του ζητουμένου ή το «εν αρχή αιτείσθαι», κατά τον Αριστοτέλη, προσδιόρισε τη συλλογιστική του σ.
3. Ο ίδιος δεν αρκέστηκε σ’ αυτή την πρωτοτυπία του. Ισχυρίστηκε παράλληλα πως «είναι, επίσης, αναμφισβήτητο πως [ο Δελμούζος στη Γερμανία] είχε έρθει σε επαφή με το έργο του Kant –και πρέπει να επισημανθεί εδώ πως η συζήτηση για τον ηθικό σοσιαλισμό των νεοκαντιανών είναι εκείνη που έφερε στην επικαιρότητα και αναζωογόνησε το ενδιαφέρον για το έργο του Kant κατά τα χρόνια της παραμονής του Δελμούζου στη Γερμανία».[8] Παρατηρώ, ωστόσο, πως οι τρεις από τις τέσσερις ενδείξεις, τις οποίες προσκομίζει εδώ ο σ. για να θεμελιώσει την εν λόγω «επαφή», είναι μεταγενέστερες από τα χρόνια της παραμονής του Δελμούζου στη Γερμανία. Κι ακόμα περισσότερο, πρόκειται για απλές, ρητές ή έμμεσες αναφορές μόνο του ονόματος του Kant, όπως και η γνωστή φράση «κατηγορική προσταγή», που τοποθετούνται στα χρόνια 1908 και 1914. Όσο για την τέταρτη ένδειξη, σε γράμμα του Γ. Παπανικολάου προς το Δελμούζο στη Γερμανία (1907), αυτή πρέπει να διαβαστεί στα ιστορικά της συμφραζόμενα, τα οποία αγνοεί ο σ. και τα οποία οδηγούν σε διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα, όπως θα δείξω τεκμηριωμένα πιο κάτω.
4. Στη βιασύνη του ο σ. να αναδείξει με κάθε κόστος τη φιλόδοξη «ανακατασκευή» του –εξ ου και η επαναλαμβανόμενη «λήψη του ζητουμένου»– δεν πρόσεξε την εξόφθαλμη αντίφαση στην οποία έπεσε, επιδιώκοντας να αντικρούσει την άποψη της Ρένας Πατρικίου για την καθοριστική επίδραση του Σκληρού στο Δελμούζο. Έτσι, λοιπόν, ο σ., επειδή δεν ερεύνησε συστηματικά, δηλ. ιστορικά, αυτή την επίδραση, γράφει αρχικά πως η άποψη της Πατρικίου για το θέμα της εν λόγω επίδρασης «δεν μπορεί να σταθεί» και ταυτόχρονα, λίγες αράδες πιο κάτω για το ίδιο θέμα, θα ισχυριστεί εμφαντικά πως «θα ήταν άστοχο να παραγνωρίσει κανείς την επίδραση του Σκληρού πάνω [sic] στη διαμόρφωση του Δελμούζου»![9] Κι όλα αυτά τα πομπώδη χωρίς ιστορική έρευνα και ανάλυση του γεγονότος της γνωριμίας Σκληρού – Δελμούζου στη Γερμανία.
5. Αυτή η σημαίνουσα απουσία ιστορικής έρευνας είναι κατάδηλη και στις δυο εκδόσεις της υφηγεσίας του σ. Συγκεκριμένα, στην πρώτη έκδοση αρκέστηκε να παραπέμψει απλώς, δηλ. χωρίς κριτικά σχόλια, σε μια υποσημείωση (σελ. 55, σημ. 184) τη μεταθανάτια έκδοση του βιβλίου του Δελμούζου (Μελέτες και πάρεργα, σελ. 411 κε.), ενώ στη δεύτερη έκδοση της υφηγεσίας του περιορίστηκε απλώς να παραθέσει (σελ. 218-220) το κείμενο των σχετικών σελίδων του βιβλίου του Δελμούζου, χωρίς έστω κάποια σύντομα σχόλια. Στη θέση της πασίγνωστης κριτικής των πηγών –άρα της ιστορικής ανάλυσης– ο σ. προτίμησε στη «2η συμπληρωμένη έκδοση» του βιβλίου του την αντιγραφή απλώς του κειμένου των πηγών!
6. Αυτή η προ-επιστημονική πρακτική στην ιστορική έρευνα έχει βέβαια βαρύτατο τίμημα. Ο σ. είτε δεν πρόσεξε είτε σιωπηλά αποσιώπησε όσα σημαντικά γράφει στις ίδιες σελίδες του κειμένου του ο Δελμούζος για τη συνάντησή του με το Σκληρό στην Ιένα. Επιλέγω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Το πρώτο βιβλίο που μου έδωσε [ο Σκληρός] ήταν το κοινωνικό [= Κομμουνιστικό] μανιφέστο του Marx (και Engels). Σα να μ’ άρπαξε ένα σιδερένιο χέρι από τα σύννεφα στο χώμα. Ο κλονισμός και ο θαυμασμός ήταν τέτοιος, που σε σχετικές πολύωρες συζητήσεις με το Σκληρό […] δεν μπορούσα ν’ αντιτάξω παρά ασήμαντα επιχειρήματα».[10] Πώς ήταν δυνατό κάποιος που, όπως ισχυρίζεται ο σ., «εκινείτο τότε ιδεολογικά στο χώρο του ηθικού σοσιαλισμού» να μην είχε έστω ακούσει τον τίτλο του περιώνυμου βιβλίου των Μαρξ και Ένγκελς και τη σχετική συζήτηση γύρω απ’ αυτό, έτσι που, διαβάζοντάς το, να πέσει «από τα σύννεφα στο χώμα»; Μόνο κάποιος που, όπως τότε ο Δελμούζος, δεν είχε την παραμικρή «επαφή» με τη συζήτηση-διαμάχη για τον «ηθικό σοσιαλισμό». Είναι ολοφάνερο πως αυτή η σημαντική –μεταγενέστερη βέβαια– μαρτυρία του Δελμούζου κατεδαφίζει πλήρως την ευφάνταστη «ανακατασκευή» του σ. και δείχνει συνάμα το σιωπηρό πολιτικο-ιδεολογικό στόχο του να μειώσει την καθοριστική επίδραση του Σκληρού στη θεωρητικο-πολιτική διαμόρφωση του Δελμούζου, δηλ. τελικά να αμφισβητήσει την τότε πλήρη προσχώρησή του στο σοσιαλισμό-μαρξισμό του Σκληρού. Βαφτίζοντας ο σ. το Δελμούζο «ηθικό σοσιαλιστή» νόμισε πως έτσι μπορούσε ακόμα να εξηγήσει τη μεταγενέστερη απομάκρυνση του Δελμούζου από το σοσιαλισμό-μαρξισμό του συνιδεάτη του στην Ιένα της Γερμανίας. Θα αναλύσω αλλού διεξοδικά αυτό το ζήτημα.
7. Άφησα τελευταία την παρουσίαση ενός σημαντικού τεκμηρίου, που κονιορτοποιεί πλήρως τη διαφημιζόμενη «ανακατασκευή» του σ. Γράφει, λοιπόν, ο Δελμούζος στο πιο πάνω μεταθανάτιο βιβλίο του για τη στροφή του προς τη σπουδή της Παιδαγωγικής, όταν η ανάγνωση του βιβλίου του Φ. Φωτιάδη, Το γλωσσικόν μας ζήτημα κ’ η εκπαιδευτική μας αναγέννησις (1902,) υπήρξε για τον ίδιο «αποκάλυψη σωστή»: «Και άρχισε πάλι δουλειά τραχιά και δύσκολη, φωτισμένη όμως τώρα από σκοπό που έλαμπε εμπρός μου φωτεινός και ασάλευτος. Τον οδηγό μου κάθε άλλο παρά σε ειδικούς τον ζήτησα. Για μήνες πολλούς ξυπνούσα και κοιμώμουν με τον Schopenhauer. Κάποια βαθύτερη ανάγκη με είχε σπρώξει σ’ αυτόν. Το λεπτό, το συγκεντρωμένο και συστηματικό πνεύμα προσπαθούσε να βάλη τάξη και ρυθμό στο χάος. Και σιγά σιγά τα πόδια πατούσαν στερεά στη γη. Και τότε ξαναπήγα στο πανεπιστήμιο».[11]
Ο σ. της υφηγεσίας αποσιώπησε πλήρως αυτή την τόσο σημαντική και αποκαλυπτική αυτοβιογραφική μαρτυρία του Δελμούζου. Δεν μπορώ να δεχτώ πως ο σ. δε διάβασε ολόκληρο το σχετικό αυτοβιογραφικό κείμενο του Δελμούζου. Δικαιούμαι, λοιπόν, να εικάσω βάσιμα πως αποσιώπησε συνειδητά και σκόπιμα αυτό το χωρίο, μια και μόνο η απλή ανάγνωση-παράθεσή του δείχνει πόσο το περιεχόμενό του ανατρέπει πλήρως την απόπειρα του σ. να βαφτίσει «ηθικό σοσιαλιστή» το Δελμούζο, πριν από τη γνωριμία του με το Σκληρό. Ο Δελμούζος, ομολογεί ο ίδιος, είχε συνεπαρθεί από την ανάγνωση του έργου του Schopenhauer κι αυτός στάθηκε «οδηγός» του έως τη «στιγμή» που συνάντησε το Σκληρό. Το έργο του Schopenhauer ήταν άσχετο με τον «ηθικό σοσιαλισμό» των νεοκαντιανών και φυσικά με τον ιδεολογικό και πολιτικό ρεβιζιονισμό της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Ο σ., μην μπορώντας να διερευνήσει τις θεωρητικές και ιδεολογικές οφειλές του Δελμούζου στον «οδηγό» του, επέλεξε να ρίξει στο καλάθι των αχρήστων αυτό το σημαντικότατο τεκμήριο της πρώιμης διανοητικής κατεύθυνσης του Δελμούζου και να επινοήσει αυθαίρετα, δηλ. ατεκμηρίωτα, τον «ηθικό σοσιαλισμό» του Δελμούζου. Τις απαιτήσεις της κοπιαστικής ιστορικής έρευνας για την κοινωνική τροχιά του Δελμούζου υποκατέστησε στην υφηγεσία του σ. ο πομφόλυγας της «ανακατασκευής».
II
Θα επιχειρήσω, λοιπόν, να διερευνήσω τις σχέσεις του Δελμούζου με τη φιλοσοφία του Schopenhauer, κρίνοντας αρχικά, όπως επιβάλλουν οι κοινές απαιτήσεις του επιστημονικού πεδίου της ιστορίας, την αξιοπιστία της εν λόγω αυτοβιογραφικής διαβεβαίωσης του Δελμούζου για την επιλογή του «οδηγού». Ιδού ένας πρώτος αμητός της διερεύνησής μου.
Στις αρχές Νοεμβρίου 1906, ο νεαρός απόφοιτος της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ο μετέπειτα παγκόσμιας φήμης γυναικολόγος Γεώργιος Παπανικολάου, γράφει από την Κύμη της Εύβοιας στο φίλο των φοιτητικών του χρόνων Δελμούζο –ήταν τότε στην Ιένα και δεν είχε γνωρίσει ακόμα το Σκληρό– και τον παρακαλεί, ανάμεσα σ’ άλλα, για τα επόμενα: «Τώρα μόλις προσπαθώ να μάθω λίγη ιστορία, που δεν είχα ιδέα. Μα ύστερα απ’ αυτήν τι να διαβάσω; Πε μου εσύ που ξέρεις∙ τι να διαβάσω για να μπορώ –δε μου λείπει το αίσθημα– να ξεζουμίζω ένα φιλολογικό βιβλίο;»[12]
Ο Δελμούζος θα απαντήσει σ’ αυτό το γράμμα του φίλου του και επιπλέον θα τον συμβουλέψει πώς να μελετήσει ιστορία της φιλοσοφίας. Η σχετική περικοπή είναι αποκαλυπτική: «Αν αρχίσης ιστορ[ία] της φιλοσοφίας, χωρίς να στηρίζεσαι σε ορισμένο σύστημα, θα σε φέρουν οι διάφοροι κόσμοι μόλη σου την αντίσταση ανήμπορο απ’ ανατολή σε δύση και από νότο στο βορρηά, γιατί θα λείπει το ωρισμένο μέτρο που θα μετρά τα πράμματα. Μα έτσι μόνο το πολύ πολύ κακός εκλεκτικός γίνεται κανένας. Απ’ όσα μου γράφεις βλέπω πως δεν ηύρες ακόμα τον παιδαγωγό σου. Ανάγκη να γυρίσης στα περασμένα γιατί εκεί θα βρης ό,τι γυρεύεις, όχι μόνο λόγια λογικά αλλά και χαρακτήρα μεγάλο. Παραδόσου για κάμποσο καιρό στα χέρια του, νοιώσε τι θα πη συστηματική μελέτη του κόσμου, ζήσε τον κόσμο του κι ύστερα δε θα σου είναι αναγκαίοι οι μικροί φίλοι σου. Προτού το γράψω θα κατάλαβες τ’ όνομα: Schopenhauer. Ο μόνος Γερμανός φιλόσ[οφος] που κατώρθωσε να λέη μεγάλα με την απλούστερη και φωτεινότερη μορφή».[13]
Το περιεχόμενο αυτής της περικοπής επιβεβαιώνει χωρίς αμφισημία την πιο πάνω, μεταγενέστερη (1948), αυτοβιογραφική μαρτυρία του Δελμούζου για την καθοριστική επίδραση που άσκησε σ’ αυτόν η φιλοσοφία του Schopenhauer έως τις αρχές του 1907 στην Ιένα, δηλ. λίγο πριν συναντήσει το Σκληρό. Είναι ταυτόχρονα κατάδηλο πως κάθε «ανακατασκευή» τύπου Τερζή για τον «ηθικό σοσιαλισμό» του Δελμούζου, μαζί με τις σιωπηρές ιδεολογικο-πολιτικές στοχεύσεις της, ανήκει στο χώρο της φαντασίας και όχι της ιστορίας.
Ο Δελμούζος, στην ίδια απάντησή του, ξέχωρα από τη ρητή υπεραξίωση της φιλοσοφίας του Schopenhauer, υποδεικνύει στον Παπανικολάου και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προχωρήσει στη συστηματική μελέτη των έργων του Γερμανού φιλοσόφου: «Αρχίζεις από τα “Parerga und Paralipomena” [ακολουθούν συγκεκριμένες βιβλιογραφικές αναφορές]. Από εκεί θα οδηγηθείς –το λέει μόνος του– με τι σειρά πρέπει να τον διαβάσης και θα ιδής τι προϋποθέτει η φιλοσοφία του. Δεν είπα πρώτα τον Πλάτωνα, γιατί φοβάμαι μήπως η μεγάλη απόσταση σε κάνει να σταθής απέναντί του άδικος. Ο Schopenhauer θα σε οδηγήση σ’ αυτόν».[14]
Η απλή έστω μνεία του ονόματος του Kant απουσιάζει εδώ σ’ αυτή τη δελμούζεια μεθοδική υπόδειξη της φιλοσοφικής ανάγνωσης. Προς μεγάλη έκπληξη του Παπανικολάου, που ανταπαντάει, ρωτώντας συνάμα: «Αν την άνοιξη είμαι ζωντανός, θα αρχινήσω, σύμφωνα με τις οδηγίες Σου, τη συστηματική μελέτη του μεγάλου πεσσιμιστή. Θα μου επιτρέψης όμως μια ερώτηση: Δε θα ήταν καλύτερα να πάρω παιδαγωγό τον Καντ; […] Δεν τολμώ πια να Σου ζητήσω ολάκερο γράμμα παρά δυο λέξεις μονάχα απάνω στην ερώτηση: Μπορώ ναρχίσω από τον Καντ;»[15]
Δεν γνωρίζω εάν και τι απάντησε ο Δελμούζος σ’ αυτή την ερώτηση του Παπανικολάου. Γνωρίζω, όμως, πως ο «οδηγός» του Δελμούζου είχε ασκήσει συστηματική κριτική στη φιλοσοφία του Kant, την οποία προφανέστατα είχε διαβάσει ο Δελμούζος, που «για μήνες πολλούς» ξημεροβραδιαζόταν με τη μελέτη της φιλοσοφίας του Schopenhauer. Πράγματι στον πρόλογο του έργου του, Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση (Dei Welt als Wille und Vorstellung), ο Schopenhauer διατύπωσε τις επόμενες κριτικές παρατηρήσεις στη φιλοσοφία του Kant. Συνοπτικά: 1. Τα κυριότερα συγγράμματά του συγκροτούν ασφαλώς το πιο σημαντικό γεγονός που παρουσιάστηκε στη φιλοσοφία τις δύο τελευταίες χιλιετίες. 2. Η φιλοσοφία του, όπως φυσικά κι εκείνη του Πλάτωνα, πρέπει να μελετηθεί σε βάθος από όσους θα επιχειρήσουν να διαβάσουν και να κατανοήσουν όσα ο ίδιος ο Schopenhauer αναπτύσσει στο παρόν βιβλίο του για τη φιλοσοφία. 3. Η φιλοσοφία του Kant είναι σε πολλά σημεία λαθεμένη. Για να βοηθήσει, λοιπόν, τους αναγνώστες του βιβλίου του να κατανοήσουν την κριτική του σ’ αυτή τη λαθεμένη φιλοσοφία του Kant, επέλεξε να συντάξει ειδική προσθήκη με τίτλο «Κριτική της καντιανής φιλοσοφίας», την οποία ενέταξε στον πρώτο τόμο του εν λόγω βιβλίου του. Γι’ αυτό και ο Schopenhauer συμβουλεύει τους αναγνώστες του να διαβάσουν πρώτα αυτή την προσθήκη κι έπειτα να μελετήσουν την έκθεση των δικών του φιλοσοφικών αντιλήψεων.[16]
Ο δίαυλος προς τη φιλοσοφία του Kant, όπως και προς εκείνη του Πλάτωνα, περνούσε για το Δελμούζο μέσα από την ανάγνωση και κατανόηση των κριτικών παρατηρήσεων του Schopenhauer στην ειδική προσθήκη του.[17] Αν, λοιπόν, ο Δελμούζος στη Γερμανία, πριν το 1907, απόχτησε μια ορισμένη γνώση της καντιανής φιλοσοφίας, αυτή οφειλόταν αποκλειστικά στη μελέτη των έργων του Schopenhauer. Μπορώ, έτσι, να ισχυριστώ πως η πολύ μεταγενέστερη απλή επίκληση του ονόματος του «μεγάλου Kant» από το Δελμούζο στη γνωστή Δίκη του Ναυπλίου –την οποία επικαλείται ο Τερζής ως ένδειξη της «επαφής» του με τη φιλοσοφία του Kant– απηχεί απλώς την ταυτόσημη διατύπωση από τον «Πρόλογο» του βασικού έργου του Schopenhauer: «was der grosse Kant geleistet hat».[18]
Τα αμέσως ιστορικά τεκμήρια εκείνης της εποχής θεμελιώνουν πειστικά τον ισχυρισμό μου πως ο Δελμούζος στη Γερμανία, πριν γνωρίσει το Σκληρό, δεν ήρθε σε «επαφή» με το έργο του Kant διαμέσου κάποιου νεοκαντιανού ή ηθικού σοσιαλιστή, όπως φαντάστηκε ο Τερζής, αλλά διαμέσου του «οδηγού» του, δηλ. των φιλοσοφικών έργων του Schopenhauer. Γνώρισε, μ’ άλλα λόγια, όσο και όπως, το έργο και τη φιλοσοφία του Kant αποκλειστικά μέσα από την οπτική του «μόνου Γερμανού φιλοσόφου, που κατώρθωσε να λέη μεγάλα με την απλούστερη και φωτεινότερη μορφή», δηλ. του Schopenhauer.
Θα επιχειρήσω πιο κάτω να δείξω και τους υποκειμενικούς λόγους για τους οποίους ο Δελμούζος δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή με εκπροσώπους των νεοκαντιανών και των ηθικών σοσιαλιστών. Εδώ οφείλω να θέσω και να προσπαθήσω να απαντήσω σε δυο αλληλένδετα βασικά ερωτήματα: Για ποιους λόγους ο Δελμούζος διάλεξε ως «οδηγό» του στις παιδαγωγικές του μελέτες –στην «τραχιά και δύσκολη δουλειά του»– έναν φιλόσοφο και όχι κάποιον από τους τότε γνωστούς εκπροσώπους της θεωρητικής Παιδαγωγικής στη Γερμανία (π.χ. τον J.F. Herbart, τον Έρβαρτο, όπως μεταφράστηκε το όνομά του στα ελληνικά) ή κάποιον από τους «ειδικούς» παιδαγωγούς; Για ποιους λόγους ανάμεσα στους τότε γνωστούς φιλοσόφους επέλεξε τον Schopenhauer;
III
Ακόμα κι αν υποθέσω πως, στα πρώτα βήματά του προς την Παιδαγωγική, ο Δελμούζος δε γνώριζε σε βάθος την ιστορία και τα κύρια ρεύματα της Παιδαγωγικής στη Γερμανία, θα μπορούσε ταχύτατα να αναπληρώσει την έλλειψη «οδηγού», υιοθετώντας το παιδαγωγικό «σύστημα» κάποιου γνωστού παιδαγωγού. Δεν το έπραξε, όπως ρητά ομολογεί ο ίδιος, και πρέπει έτσι να εικάσω πως και σ’ αυτό το ζήτημα υπήρξε καθοριστική η ανάγνωση του έργου του Φ. Φωτιάδη. Ο Δελμούζος, επιζητώντας ενότητα και τάξη στον παιδαγωγικό τρόπο του σκέπτεσθαι, υιοθέτησε την κατάλληλη και πρόσφορη υπόδειξη του Φωτιάδη: «Την οργανική ενότητα στα εκπαιδεφτικά υλικά θα την κατορθώσει τώρα η φιλοσοφία. Αυτή στο εξής θα προσπαθεί να κάνει τη μόρφωση θεωρητική και πρακτική, επιστημονική και καλλιτεχνική, ηθική και κοινωνική».[19] Έτσι μπορώ να εξηγήσω ιστορικά γιατί ο Δελμούζος διάλεξε ως «οδηγό» του φιλόσοφο και όχι παιδαγωγό.
Ως προς το δεύτερο αλληλένδετο ερώτημα, μια πρώτη πειστική απάντηση, όπως είδαμε πιο πάνω, δίνει ο ίδιος ο Δελμούζος τόσο στο γράμμα του προς τον Παπανικολάου (1906) όσο και στο πολύ μεταγενέστερο αυτοβιογραφικό κείμενό του (1948): Βρήκε στη φιλοσοφία του Schopenhauer δυο βασικά πράγματα, που έλειπαν έως τότε στη σκέψη του και στον τρόπο να προσεγγίζει και να κατανοεί τις παιδαγωγικές θεωρίες και την εκπαιδευτική πράξη: Ένα «ωρισμένο σύστημα και μέτρο, που θα μετρά τα πράμματα» κι έναν κατάλληλο τρόπο να βάζει «τάξη και ρυθμό στις σκέψεις» του και στην «τραχιά και δύσκολη» παιδαγωγική μελέτη του.
Δεν υπήρχαν άραγε αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα στο έργο άλλων γερμανών φιλοσόφων της εποχής του (π.χ. νεοκαντιανοί) ή στη φιλοσοφία του ίδιου του Kant;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, δηλ. η εξήγηση της επιλογής της φιλοσοφίας του Schopenhauer ως «οδηγού», ανάγεται αποκλειστικά στην κατανόηση της έως τότε κοινωνικής τροχιάς της βιογραφίας του Δελμούζου. Θα υποστηρίξω, λοιπόν, τα επόμενα:
Ο επίδοξος ποιητής Δελμούζος –το αυτοβιογραφικό κείμενό του βρίθει από τέτοιες αναφορές, τόσο για τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα όσο και για την πρώτη περίοδο της παραμονής του στη Γερμανία– αρχίζει κυρίως από το 1905 να συμφιλιώνεται με την ιδέα πως «δεν ήταν ποιητής».[20] Δεν έπαψε βέβαια, όπως ομολογεί ο ίδιος, να γράφει ποιήματα. Μπορώ, λοιπόν, να ισχυριστώ πως η έως τότε συστηματική ενασχόληση με την ποίηση και γενικότερα με τη λογοτεχνία υπήρξε η γέφυρα που τον έφερε κοντά σ’ ένα φιλοσοφικό έργο, που όχι μόνο αναδείκνυε με πολλαπλές παρεκβάσεις στη Μουσική, το Δράμα, την Τραγωδία και ιδίως τη Λυρική ποίηση –προνομιακό πεδίο των ποιητικών δοκιμών του Δελμούζου– την πολλαπλή αξία της καλλιτεχνικής-αισθητικής εμπειρίας, αλλά και ήταν γραμμένο με έξοχο λογοτεχνικό τρόπο.
Δεν διαθέτω τεκμήρια για την πρώτη γνωριμία του Δελμούζου με το έργο του Schopenhauer. Μπορώ μόνο να εικάσω πως ο Δελμούζος γνώρισε το έργο του σε κάποιον «λογοτεχνικό κύκλο», σαν κι εκείνον που μνημονεύει ο ίδιος στη Βαϊμάρη,[21] την περίοδο που η απήχηση της σκέψης του Schopenhauer απλωνόταν ευδιάκριτα από το χώρο της φιλοσοφίας στο πεδίο της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής κριτικής.[22] Όπως έχει εξάλλου τονιστεί πολλές φορές, η «γοητεία» του έργου του Schopenhauer «δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ανάστημά του ως λογοτέχνη».[23] Πρόκειται δηλ. για βασικό γνώρισμα της γραφής του, το οποίο τόνιζαν τόσο θιασώτες των φιλοσοφικών του αντιλήψεων όσο και παλαιότεροι και σύγχρονοι ιδεολογικοί αντίπαλοί του. Έτσι π.χ. ο μαρξιστής φιλόσοφος Γκ. Λούκατς, σ’ ένα από τα γνωστά βιβλία του, θα γράψει απερίφραστα: «Αναμφίβολα, ο Σοπενχάουερ, ο Κίρκεγκωρ και ο Νίτσε είχαν σημαντικά φιλοσοφικά χαρίσματα: Π.χ. μεγάλη δυνατότητα για θεωρητική αφαίρεση, όχι όμως από φορμαλιστική άποψη, αλλά ως ικανότητα για εννοιολόγηση φαινομένων της ζωής, για την κατασκευή νοητικής γέφυρας ανάμεσα στην άμεση ζωή και στην πιο αφηρημένη ιδέα […]».[24]
Από μια ανάλογη οπτική μελετώντας ο Δελμούζος το έργο του Schopenhauer, θα διαπιστώσει εύκολα πως οι έως τότε εμπειρίες του στη Γερμανία, όπως τις κατέγραψε αργότερα στο αυτοβιογραφικό κείμενό του, ως «πόνο βαθύ», «αγωνία», «απόγνωση», «μαρτυρικές νύχτες που [τον] έσπρωχναν στο γκρεμό», ως «κατρακύλισμα στο πιο βαθύ σκαλοπάτι», ως «χάος» κτό.,[25] μεταφράζονταν και ερμηνεύονταν φιλοσοφικά στις αναλύσεις του «οδηγού» με θεωρητική αφετηρία μια σκοτεινή καθολική βουλητική πραγματικότητα. Σ’ αυτή τη φιλοσοφική γλώσσα αναγνώριζε ο ίδιος ευδιάκριτα και κυρίως εννοιολογημένη την έως τότε πολλαπλά απαισιόδοξη εμπειρία της διαμονής του στη Γερμανία και ταυτόχρονα διέκρινε τους τρόπους και τα μέσα της μεταστοιχείωσής της σε θεωρητική γνώση.
Ο Δελμούζος έβρισκε έτσι τον «οδηγό» ή τον «παιδαγωγό» του, όπως έγραφε στον Παπανικολάου. Η δελμούζεια ανάγνωση του έργου του Schopenhauer βασίστηκε καθοριστικά στις αναλύσεις της «μιας μοναδικής σκέψης» (ein einziger Gedanke) της συλλογιστικής του γερμανού πεσιμιστή φιλοσόφου, που υποστήριζε πως η Βούληση (Wille) είναι η «ουσία του κόσμου και ο πυρήνας όλων των φαινομένων», ενώ ο Νους (Intellekt) μόνο το «δευτερεύον, το μερικό και το παράγωγο».[26] Ο καντιανός Λόγος (Vernuft) δεν μπορούσε να προσφέρει με «απλή και φωτεινή μορφή» φιλοσοφικές απαντήσεις, δηλ. κατανοητή και κατάλληλη εννοιολόγηση στη γενικευμένη τότε βαθιά απαισιοδοξία του Δελμούζου.[27] Οι απαντήσεις που αναζητούσε ο Δελμούζος σε θεωρητικό και προσωπικό επίπεδο σχετίζονταν καθοριστικά με το ανορθολογικό υπόστρωμα της καθολικής Βούλησης. Αυτή ήταν τότε το κλειδί που διέκρινε ο Δελμούζος στις φιλοσοφικές αναλύσει του Schopenhauer, θεωρώντας πως θα του άνοιγε την είσοδο προς «κάθε άλλη αληθινή γνώση» του εαυτού του και του κόσμου.[28] Ειδικότερα αυτή η κεντρική έννοια στη φιλοσοφία του «οδηγού» προσανατόλιζε και υποκειμενικά το δελμούζειο εκπαιδευτικό εθνοκεντρισμό, που άρχισε τότε να «ξανοίγεται ολοένα και καθαρώτερα»: Τη βούληση για την οικοδόμηση ενός άλλου σχολικού συστήματος στην Ελλάδα.[29]
IV
Είναι μάλλον βέβαιο πως ο Δελμούζος, ξέχωρα από την κεντρική έννοια της Βούλησης, προσέλαβε στο νέο διανοητικό του δρόμο κι άλλες έννοιες από το φιλοσοφικό οπλοστάσιο του «οδηγού» του, όπως εκείνη της «ανίας» (Langeweile).[30] Ιδιαίτερα απασχόλησε τότε το Δελμούζο το ζήτημα της «ελευθερίας της βούλησης» (die Freiheit des Willens) σε σχέση με τη διδασκαλία και την εξουσία του παιδαγωγού-δασκάλου στο σχολείο.[31] Μπορώ, με λίγα λόγια, να υποστηρίξω πως η θεωρητική διαμόρφωση του Δελμούζου προσανατολίστηκε, έως τις αρχές του 1907 στην Ιένα, με βάση τις κεντρικές έννοιες της φιλοσοφίας του Schopenhauer. Μ’ αυτές θα επιχειρήσει, χωρίς αποτέλεσμα, όπως θα γράψει ο ίδιος, να αντικρούσει το Σκληρό, όταν θα συναντηθούν στην ίδια πόλη.
Η κύρια συνεισφορά του «οδηγού» βρίσκεται βέβαια στη συγκεκριμένη κατεύθυνση που πρόσφερε το φιλοσοφικό του έργο στην «τραχιά και δύσκολη» παιδαγωγική μελέτη του Δελμούζου. Αυτή η κατεύθυνση σήμαινε πρώτ’ απ’ όλα την υιοθέτηση μιας σύστοιχης και αποτελεσματικής παιδαγωγικής θεωρίας για το «σκοπό που έλαμπε εμπρός [του] φωτεινός και ασάλευτος» –ένα νέο σχολείο στην Ελλάδα.
Με βάση την αναμφισβήτητη επίδραση της φιλοσοφίας του «οδηγού» στο Δελμούζο, θα επιχειρήσω αμέσως πιο κάτω να συγκροτήσω και να θεμελιώσω μια νέα ερμηνεία για τους αρχικούς προσανατολισμούς και το περιεχόμενο των παιδαγωγικών σπουδών του Δελμούζου στη Γερμανία, υπό το φως των σχετικών αναλύσεων του Schopenhauer. Αυτό σημαίνει, μ’ άλλα λόγια, πως θα απαντήσω στο ερώτημα με ποιους τρόπους και σε ποιο βαθμό, σε σχέση με την «αποκάλυψη» του βιβλίου του Φωτιάδη, προσδιόρισε ο «οδηγός» την παιδαγωγική τροχιά της βιογραφίας του Δελμούζου στη Γερμανία, πριν από τη γνωριμία του με το Σκληρό. Πρόκειται για ερώτημα που δεν έχει τεθεί, όσο γνωρίζω, στην έως τώρα ιστορική έρευνα γι’ αυτή την περίοδο της βιογραφίας του Δελμούζου.
Γράφει, λοιπόν, ο Δελμούζος πως έχοντας επιλέξει ως «οδηγό» τη φιλοσοφία του Schopenhauer «ξαναπήγε στο πανεπιστήμιο».[32] Το ρήμα που χρησιμοποίησε ο Δελμούζος είναι ενδεικτικό: Πήγε ξανά, αφού πέρασε μια μεγάλη προσωπική δοκιμασία. Θα δούμε πού πήγε. Εδώ θα επισημάνω πως η επιλογή του πεσιμιστή φιλοσόφου ως «οδηγού» δεν σήμαινε απόρριψη κάθε «ειδικού», ιδιαίτερα στο πεδίο της Παιδαγωγικής, μια και ο Γερμανός φιλόσοφος αναγνώριζε ρητά τον αναγκαίο ρόλο «ειδικών» στο ζήτημα π.χ. της κατάλληλης και ορθής επιλογής των σχολικών γνώσεων. Όπως έγραφε ο ίδιος, εδώ, σ’ αυτό το ζήτημα, έχουν τη θέση τους τα «πιο άξια κεφάλια» (tüchtigsten Köpfen) και οι «πρωτομάστορες κάθε ειδικότητας» (Meistern in jedem Fache).[33] Ο όρος «ειδικοί», που χρησιμοποίησε στο αυτοβιογραφικό του κείμενο ο Δελμούζος, είναι όρος του «οδηγού».
Όταν ο Δελμούζος γράφει πως «ξαναπήγε στο πανεπιστήμιο» δεν εννοεί προφανώς, όπως θα διευκρινίσει ο ίδιος, το πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου πιθανότατα το 1904 είχε παρακολουθήσει, μάλλον ως ελεύθερος ακροατής, μαθήματα των Ul. von Wilamowitz, C. Stumpf και Th. Ziehen.[34] Θα εγκαταλείψει σύντομα τις παρακολουθήσεις του και το Βερολίνο, κουρασμένος, όπως θα γράψει αργότερα (1921), από το «τυραννικό φόρτωμα του ελληνικού πανεπιστημίου».[35] Ο Δελμούζος εννοούσε τώρα το πανεπιστήμιο της Λειψίας και, όπως διευκρινίζει ο ίδιος, τα μαθήματα της «φυσιολογικής ψυχολογίας του Wundt».[36] Πώς εξηγείται αυτή η επιλογή;
Όπως έγραψα σύντομα πιο πάνω, ο Schopenhauer, τοποθετώντας τη Βούληση ως «πυρήνα όλων των φαινομένων της ζωής», αναγόρευε το «γιγνώσκον υποκείμενο» (das erkennende Subjekt) σε «πράγμα καθεαυτό» (das Ding an sich) και έτσι προσδιόριζε ως μόνη ορθή μεθοδολογική αρχή (αξίωμα) διανοητικής κατάκτησης της Φύσης την αφετηριακή κατανόηση του «εαυτού μας» και όχι αντίστροφα.[37] Με δεδομένη, λοιπόν, σύμφωνα με τον «οδηγό», την ενότητα και την ταυτότητα της βούλησης με το σώμα και την παράστασή του, δηλ. την καθαυτό βούληση «στο χώρο της εποπτείας του εγκεφάλου» (in der räumlichen Anschaung des Gehirns),[38] ο δρόμος προς τους «ειδικούς» και μάλιστα τους «πρωτομάστορες» της Ψυχολογίας ήταν ευδιάκριτος στο Δελμούζο, χάρη σ’ αυτή τη φιλοσοφική (ιδεαλιστική) τοποθέτηση του «οδηγού». Πρέπει, λοιπόν, να υποθέσω βάσιμα πως αυτές οι θεμελιακές γνωσιολογικές αντιλήψεις του Schopenhauer οδήγησαν το Δελμούζο προς την πανεπιστημιακή σπουδή της τότε Ψυχολογίας. Εξάλλου στα Parerga und Paralipomena, καθημερινό εντρύφημα του Δελμούζου, ο «οδηγός» του εξηγούσε εύληπτα και επικύρωνε τη θεωρία του για το «γιγνώσκον υποκείμενο» στο ιδιαίτερο κεφάλαιο για τις «Ψυχολογικές Παρατηρήσεις» (Psychologische Bemerkungen), όπου, ανάμεσα σ’ άλλα, φιλοτεχνούσε ενδιαφέρουσες παιδαγωγικές συνεπαγωγές για τη λειτουργία της μνήμης.[39] Έτσι μπορώ να εξηγήσω την αρχική ενασχόληση του Δελμούζου με την πανεπιστημιακή Ψυχολογία στη Λειψία.
Ο Δελμούζος δηλ., μόλο που αποφάσισε πλέον ύστερα από τη μελέτη του βιβλίου του Φωτιάδη να αρχίσει παιδαγωγικές σπουδές, επέλεξε να στραφεί πρώτα προς την Ψυχολογία, σύμφωνα με τις φιλοσοφικές θέσεις του «οδηγού» για το «γιγνώσκον υποκείμενο». Έτσι «ξαναπήγε» στο πανεπιστήμιο, αυτή τη φορά στη Λειψία, όπου ο Wundt με το εκεί ψυχολογικό εργαστήριό του ήταν τότε στη Γερμανία ο πιο διάσημος «ειδικός» στην επιστήμη της Ψυχολογίας. Κι αυτή τη φορά, όπως γράφει ο ίδιος, χρειάστηκε «πάλι νέες μελέτες για στοιχεία βασικά», προσπαθώντας να γνωρίσει και να κατακτήσει τη «νέα επιστήμη της
φυσιολογικής ψυχολογίας του Wundt».[40]
Όπως θα γράψει ο ίδιος, δεν βρήκε την ικανοποίηση που περίμενε από τη νέα επιστήμη της «φυσιολογικής ψυχολογίας». Μπορώ να εικάσω βάσιμα πως η απογοήτευσή του εξηγείται εύκολα ως απόρριψη σύστοιχων εκδοχών ενός κυρίαρχου τότε θετικισμού, που δύσκολα θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με το «γιγνώσκον βουλητικό υποκείμενο», όπως το ανέλυσε φιλοσοφικά ο «οδηγός» του. Όπως χαρακτηριστικά θα γράψει ο ίδιος πολύ αργότερα (1948) για εκείνη τη μαθητεία του στη φυσιολογική Ψυχολογία, «όλα [ήταν] εξωτερικά, όλα ανάλυση και περιγραφή […]. Μια πραγματικότητα στυγνή και πολύπλοκη. Η ζωντανή ψυχή [sic] που λαχταρούσα ξέφευγε μέσα από τα δάχτυλά μου και τα πολύπλοκα εργαστηριακά όργανα».[41] Η ποιητική αισθαντικότητα του Δελμούζου και ο γνωσιολογικός ιδεαλισμός του «οδηγού» ήταν δύσκολο να βρουν απαντήσεις στο θετικισμό των εργαστηριακών παρατηρήσεων της φυσιολογικής Ψυχολογίας.
V
Μαζί με την ώθηση που έδωσε στο Δελμούζο η φιλοσοφία του «οδηγού» να στραφεί αρχικά προς την Ψυχολογία, του πρόσφερε συνάμα και μια εύληπτη συγκροτημένη ανάλυση της αγωγής και επιπλέον ορισμένες νύξεις για την ανάγκη της παρακολούθησης και κατανόησης της ίδιας της διδασκαλίας.
Ο Δελμούζος είχε κιόλας προδιατεθεί ευνοϊκά γι’ αυτό το ζήτημα, μελετώντας το βιβλίο του Φωτιάδη. Σ’ αυτό ο Κωνσταντινουπολίτης γιατρός τόνιζε την ανάγκη να μελετηθεί η φύση του παιδιού, μια και, όπως έγραφε, τα παιδιά «θα μας δείξουν πού και πώς πρέπει να τεθεί το ζήτημα της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας» κι αυτά τα ίδια θα «μας υποδείξουν και την αρίστην λύσιν του».[42] Γι’ αυτό, συνέχιζε ο ίδιος, «πραγματολογική μόρφωση με μελάνι και χαρτί δε γίνεται. Πραγματολογική μόρφωση θέλει πρώτ’ απ’ όλα πράματα και δεύτερο δάσκαλο μάστορη που να δείχνει στο μαθητή πώς να εξετάζει τα πράματα».[43]
Αν, λοιπόν, για το Φωτιάδη το κύριο παιδαγωγικό διακύβευμα της ανάλυσής του ήταν η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας στο σχολείο, για τον «οδηγό» η ανάλυση της αγωγής και της διδασκαλίας ήταν ένα από τα προνομιακά θέματα της φιλοσοφίας του. Είναι μάλλον βέβαιο πως ο Δελμούζος μελέτησε τόσο τις πνευματώδεις παρατηρήσεις του «οδηγού» για τη γλώσσα, την ανάγνωση, τα βιβλία, την πολυμάθεια και τους «λόγιους» (Gelehrte),[44] όσο, ιδιαίτερα, το ειδικό κεφάλαιο 28 από τα Parerga und Paralipomena, που τιτλοφορείται «για την Αγωγή» (über Erziehung).[45]
Σ’ αυτές τις αναλύσεις του ο Schopenhauer εξειδίκευε τις σχέσεις ανάμεσα στη βούληση και τη γνώση κατά την περίοδο της παιδικής ηλικίας, εκκινώντας προφανώς από μια ορισμένη παραδοσιακή αντίληψη για τη φύση του «Νου», δηλ. τη φύση γενικά του «Ανθρώπου», κι όχι από κάποια αντίληψη για την ιδιαίτερη, ξεχωριστή «φύση του παιδιού». Παρ’ όλα αυτά, θεωρούσε πως οι «έννοιες πρέπει να γεννιούνται αφαιρετικά [επαγωγικά], από τις κατ’ αίσθηση εποπτείες μας» (aus den Anschauungen).[46] Αυτές οι τελευταίες πρέπει να προηγούνται στο ενέργημα της αγωγής, διότι «το θεμέλιο, δηλ. το γνήσιο περιεχόμενο όλης μας της γνώσης εμπεριέχεται [όχι στις έννοιες] αλλά στην εποπτική σύλληψη του κόσμου». Αυτό είναι, μ’ άλλα λόγια, για τον «οδηγό» το θεμελιακό αξίωμα, ο δρόμος, η πορεία (Weg), που καθορίζει ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί «φυσική αγωγή» (natürliche Erziehung).[47]
Δεν πρόκειται εδώ να επεκταθώ στην παρουσίαση επιμέρους συναφών προτάσεων του Schopenhauer για την εν λόγω «φυσική αγωγή» και την κατάστρωση της «φυσικής σειράς των γνώσεων» (natürliche Reihenfolge der Erkenntnisse)[48] κι ούτε να επισημάνω στο ζήτημα της αγωγής τις οφειλές του στον Kant και τον Έρβαρτο. Θα τονίσω μόνο πως, παρά τις διαφορετικές θεωρητικές τους αφετηρίες, ο Φωτιάδης και ο «οδηγός» συνέκλιναν μεταξύ τους στην ανάδειξη της «πραγματολογικής μόρφωσης» (Φωτιάδης) και της «εποπτικής πρόσληψης του κόσμου» (Schopenhauer) και, συνακόλουθα, στη σύνδεση της παιδαγωγικής θεωρίας με την παρατήρηση της σχολικής-διδακτικής πράξης, ως βασικό περιεχόμενο της παιδαγωγικής μόρφωσης του δασκάλου.
Έτσι εξηγώ και εδώ, όπως πιο πάνω στο ζήτημα της σπουδής της Ψυχολογίας, το σύστοιχο ενδιαφέρον του Δελμούζου για την ίδια την πραγματικότητα της διδασκαλίας και της σχολικής ζωής. Τόσο, λοιπόν, ο Φωτιάδης όσο και ο «οδηγός» προσανατόλισαν εξαρχής το Δελμούζο στη Λειψία (αρχές 1905 – καλοκαίρι 1906) στην παρακολούθηση, ταυτόχρονα με τη «φυσιολογική Ψυχολογία», και της διδακτικής-σχολικής πράξης. Το πρότυπο σχολείο –Ανώτερο Παρθεναγωγείο και Διδασκαλείο Θηλέων– του παιδαγωγού H. Gaudig στην ίδια πόλη πρόσφερε στο Δελμούζο αυτή τη δυνατότητα.
Μόλο που ο Δελμούζος δεν αναφέρει ούτε στο δακτυλόγραφο Υπόμνημά του ούτε στο αυτοβιογραφικό κείμενό του τις τακτικές επισκέψεις του στο σχολείο του Gaudig, κατά το διάστημα 1905-1906, διαθέτουμε, ωστόσο, γι’ αυτές τις επισκέψεις μια σημαντική και αξιόπιστη μαρτυρία. Ο καθηγητής Σωκράτης Κουγέας, μνημονεύοντας πολύ αργότερα τη συνάντησή του με το Δελμούζο στη Λειψία, σημειώνει στο αφιερωματικό κείμενό του, ανάμεσα σ’ άλλα, πως ο τελευταίος «επισκέπτεται συχνά το εις Λειψίαν αρτισύστατον τότε και ύστερα ονομαστόν Σχολείον του Gaudig. Έχει πρόγραμμα να επισκεφθή και άλλα πρότυπα σχολεία της Γερμανίας και ευρίσκεται εις συχνήν αλληλογραφίαν με την Ελληνικήν Πρεσβείαν του Βερολίνου δια την χορήγησιν των σχετικών αδειών».[49]
Οι επισκέψεις του Δελμούζου στο σχολείο του Gaudig τού πρόσφεραν ασφαλώς τη δυνατότητα να διαπιστώνει εποπτικά όψεις του λεγόμενου αργότερα «σχολείου εργασίας» (Arbeitschule), όπως το εννοούσε τότε και επιχειρούσε να το εφαρμόσει στη σχολική-διδακτική πράξη ο Gaudig και οι συνεργάτες του, με βάση κυρίως το επόμενο αξίωμα: «Ο μαθητής πρέπει να έχει μέθοδο».[50] Η αυτενέργεια των μαθητριών στο σχολείο του Gaudig, η ατομική και συλλογική εργασία τους στη σχολική τάξη με βάση συγκεκριμένο σχέδιο, οι ερωτήσεις τους, η αυτόβουλη οργάνωση της κοινότητάς τους, με τις σχολικές γιορτές, τις εκδρομές κτό., οι στενές σχέσεις του σχολείου με τις οικογένειες των μαθητριών έδειχναν έμπρακτα και για πρώτη φορά στο Δελμούζο την κατεύθυνση και το περιεχόμενο μιας νέας πορείας, που θα μπορούσε να τον οδηγήσει κατάλληλα στην πραγμάτωση του δικού του σχολικού ιδανικού στην Ελλάδα.[51] Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε σήμερα, οι επισκέψεις του Δελμούζου στο σχολείο του Gaudig είχαν θετικά και γόνιμα αποτελέσματα στην οργάνωση του γνωστού βολιώτικου σχολείου (1908-1911).
VI
Είναι εύλογο να υποθέσω πως η γνωριμία του Δελμούζου με το σχολείο και τις παιδαγωγικές καινοτομίες του Gaudig, πιθανότατα και με τον ίδιο, του έδωσαν την κατάλληλη ώθηση να μελετήσει συστηματικά τις τότε θεωρητικές τάσεις της γερμανικής παιδαγωγικής και ειδικότερα τις προτάσεις του λεγόμενου «σχολείου εργασίας». Θα αρχίσει έτσι να συγκροτεί τη δική του παιδαγωγική βιβλιοθήκη. Το γεγονός αυτό προκύπτει από τον κατάλογο των παιδαγωγικών βιβλίων, τα οποία, όπως προείπα, δώρισε αργότερα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Οι τίτλοι των βιβλίων, που προφανώς αγοράστηκαν σ’ αυτή την πρώτη περίοδο της διαμονής τους στη Γερμανία, δείχνουν ένα ευρύ πεδίο ψυχολογικών και παιδαγωγικών ενδιαφερόντων: Πρόκειται για βιβλία κυρίως του Ερβάρτου, του W. Rein και του Gaudig. Ταυτόχρονα ο κατάλογος της δωρεάς Δελμούζου είναι και από μια άλλη άποψη ενδιαφέρων: Σ’ αυτόν καταγράφονται οι τίτλοι χαρακτηριστικών μαρξιστικών βιβλίων, που προφανέστατα αγοράστηκαν όταν ο Δελμούζος είχε υιοθετήσει πλήρως το σοσιαλισμό-μαρξισμό του Σκληρού (1907). Πρόκειται αποκλειστικά για συγγράμματα εκπροσώπων της «ορθόδοξης» κι όχι της «ρεβιζιονιστικής» τάσης στο πλαίσιο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας (SPD). Αυτή η ένδειξη δείχνει με τη σειρά της τον πλασματικό χαρακτήρα της «ανακατασκευής» τύπου Τερζή. Θα επανέλθω αλλού συγκεκριμένα σ’ αυτό το θέμα των μαρξιστικών βιβλίων της δωρεάς του Δελμούζου.
Εδώ, μένοντας μόνο στο πεδίο της Παιδαγωγικής, οφείλω να διατυπώσω το επόμενο ερώτημα: Ποιες άλλες παιδαγωγικές τάσεις –εκπρόσωποι και «ρεύματα»– άσκησαν και σε ποιο βαθμό επίδραση στην παιδαγωγική διαμόρφωση του Δελμούζου, πριν γνωρίσει το Σκληρό, με δεδομένο τον προσανατολισμό που ο ίδιος υιοθέτησε, μελετώντας το βιβλίο του Φωτιάδη και τα έργα του Schopenhauer; Απαντώ σύντομα.
Μόλο που τα σχετικά τεκμήρια είναι, όσο γνωρίζω, ανεπαρκή, κρίνω καταρχήν μεθοδολογικά αναγκαίο να αποφύγουμε να υιοθετήσουμε τη συλλογιστική που διατρέχει την έκθεση του Τερζή για τη λεγόμενη «κίνηση της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής στη Γερμανία»[52] και ειδικότερα όσα ο ίδιος γράφει για τους «παιδαγωγικούς πειραματισμούς» και την υποτιθέμενη «ύπαρξη εντατικών [sic] σημείων επαφής με το Δελμούζο», για τους επόμενους λόγους.[53]
1. Αποσιωπώντας, όπως έδειξα πιο πάνω, τη ρητή μαρτυρία του ίδιου του Δελμούζου για την καθοριστική σχέση του με το έργο του Schopenhauer, ο Τερζής καταπιάστηκε φιλότιμα να παρουσιάσει ένα συμπίλημα της λεγόμενης «μεταρρυθμιστικής παιδαγωγικής κίνησης στη Γερμανία» (τέλος 19ου με αρχές του 20ού αιώνα). Στόχος του ήταν να «απογραφούν» μ’ αυτή την «περιγραφική αναδρομή» οι «τάσεις που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο επηρέασαν» τους εκπαιδευτικούς δημοτικιστές, και κυρίως, βέβαια, το Δελμούζο.[54] Φαντάστηκε, λοιπόν, ο σ. πως με μια τέτοια «αναδρομή» θα μπορούσε να φωτίσει το ζήτημα των επιδράσεων που δέχτηκε ο Δελμούζος. Μια τέτοια απόπειρα τύπου Τερζή παραμένει ιστορικά αθεμελίωτη για δυο βασικούς μεθοδολογικούς λόγους: α) Η παραμονή κάποιου, ακόμη και μακροχρόνια, σ’ ένα τόπο δεν συνεπιφέρει υποχρεωτικά κάποια «επαφή» με όλα τα «ρεύματα» ή τάσεις ιδεών, που κυκλοφορούσαν την ίδια περίοδο σ’ αυτό τον τόπο. β) Η «επαφή» και η γνώση αυτών των διανοητικών τάσεων δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε σύστοιχες επιδράσεις. Ο ιστορικός οφείλει, σε μια ανάλογη συγκριτική προσέγγιση, να δείξει με συγκεκριμένα τεκμήρια ποιες υπήρξαν, γιατί και σε ποιο βαθμό αυτές οι υποτιθέμενες επιδράσεις. Διαφορετικά σκιαμαχεί απλώς, αγνοώντας, όπως έδειξα και για παρόμοιο ζήτημα πιο πάνω, τον παραλογισμό της λήψης του ζητουμένου.
2. Θα αρκεστώ εδώ σ’ ένα μόνο παράδειγμα, για να δείξω τον ατεκμηρίωτο χαρακτήρα της συλλογιστικής τύπου Τερζή. Ο σ. ξόδεψε στο βιβλίο του δυο ολόκληρες σελίδες για να παρουσιάσει μια περίληψη παιδαγωγικών αντιλήψεων και εκπαιδευτικών πρακτικών του Γερμανού παιδαγωγού B. Otto και να δείξει έτσι «την ύπαρξη εντατικών σημείων επαφής» των απόψεών του με απόψεις του Δελμούζου.[55] Για να μη μακρηγορώ: Μάταια ψάχνω στο βιβλίο του σ. να βρω κάποιες, έστω έμμεσες, ενδείξεις για «σημεία επαφής» ανάμεσα στον Otto και το Δελμούζο. Τέτοια «επαφή» τότε στη Γερμανία (1905-1906) δεν μπορούσε να υπάρξει για έναν και μοναδικό λόγο: Το ομώνυμο σχολείο του Otto στο Βερολίνο ιδρύθηκε –το σημειώνει εξάλλου και ο ίδιος ο Τερζής!– μόλις το 1906, όταν δηλ. ο Δελμούζος είχε στραμμένο το βλέμμα του στους διδακτικολόγους της Ιένας, και η φήμη του σχολείου άρχισε να εξαπλώνεται όταν ο Δελμούζος είχε πια από καιρό εγκαταλείψει τη Γερμανία (Δεκέμβρης του 1907).
3. Η αμέσως προηγούμενη κριτική μου στην κατασκευή της «περιγραφικής αναδρομής» με διευκολύνει τώρα να διεμβολίσω και από μια άλλη πλευρά την περιώνυμη «ανακατασκευή» του ίδιου, για τη λεγόμενη κοινωνικοπολιτική αφετηρία του Δελμούζου. Εάν ο Δελμούζος «εκινείτο στο χώρο του ηθικού σοσιαλισμού», όπως φαντάστηκε ο σ., γιατί δεν πήγε στο Marburg να ακούει τις παραδόσεις των μαθημάτων του Paul Natorp –από τους «επιφανέστερους εκπροσώπους του νεοκαντιανισμού στην Παιδαγωγική», όπως υποσημειώνει και ο Τερζής[56]– και επέλεξε, αντίθετα, να «αφιερώσει όλη του την προσοχή» στη φυσιολογική Ψυχολογία του Wundt, στο σχολείο του Gaudig και στους «ειδικούς» ερβαρτιανούς διδακτικολόγους της Ιένας; Ο Τερζής δεν σκέφτηκε να θέσει αυτό το ερώτημα, γιατί, όπως προείπα, είχε αποσιωπήσει την καίρια αυτοβιογραφική μαρτυρία του ίδιου του Δελμούζου για την επιλογή του «οδηγού».
VII
Μπορώ να υποθέσω πως ο Δελμούζος πήγε από τη Λειψία στην Ιένα όχι μόνο απογοητευμένος από τον άκρατο εμπειρισμό-θετικισμό της φυσιολογικής Ψυχολογίας, αλλά και επιθυμώντας να γνωρίσει από κοντά τις πανεπιστημιακές παραδόσεις των «ειδικών» διδακτικολόγων στην Ιένα, με προεξάρχοντα τον W. Rein. Ήθελε, μ’ άλλα λόγια, να ενημερωθεί για τις φημισμένες τότε διδακτικές μεθόδους, τη λεγόμενη γενικότερα Διδακτική, κρίνοντας πως θα του ήταν χρήσιμες για το εκπαιδευτικό ιδανικό του. Έτσι μπορώ να εξηγήσω την επιλογή της Ιένας, σύμφωνα με όσα ο ίδιος είχε αποκομίσει από τις σχετικές αναλύσεις της φιλοσοφίας του «οδηγού»: «Την εισαγωγή των παιδιών στη γνώση των πραγμάτων και των σχέσεων του κόσμου με μεθοδικό τρόπο».[57]
Σε λίγο θα διαπιστώσει πως το μπλέξιμό του με τον «ιστό της ξεραγκιανής» ερβαρτιανής Διδακτικής υπήρξε απροσδόκητο και δύσκολα υποφερτό. Οι «ειδικοί» τύπου Rein παρουσίαζαν μια «πραγματικότητα στυγνή και πολύπλοκη» και κατασκεύαζαν για τη διδασκαλία, όπως θα γράψει αργότερα, μια «σιδερένια φορεσιά», που ήταν αδύνατο να συναρπάσει και να υιοθετηθεί από κάποιον που, όπως ο Δελμούζος, «ζητούσε τώρα το δικαίωμα στη ζωή».[58] Ο «οδηγός» του ήταν κι εδώ παρών.
Είναι τώρα φανερό πως, με βάση την προηγούμενη ιστορική ανάλυση, το κύριο αντικείμενο των ψυχο-παιδαγωγικών αναζητήσεων του Δελμούζου, πριν από τη γνωριμία του με το Σκληρό, ήταν η ανεύρεση και υιοθέτηση ενός κατάλληλου μεθοδικού πλαισίου για τη σχολική διδασκαλία. Μπορώ να ισχυριστώ, λοιπόν, πως η θεωρία και οι διδακτικές καινοτομίες του Gaudig στο σχολείο του πρόσφεραν στο Δελμούζο, υπό το φως των σχετικών αναλύσεων του «οδηγού», αυτό το πλαίσιο.
Για να κατανοήσω και να εξηγήσω πληρέστερα το περιεχόμενο των αρχικών ψυχο-παιδαγωγικών αναζητήσεων του Δελμούζου, δηλ. την πρώιμη θεωρητική διαμόρφωσή του, οφείλω να θέσω και να απαντήσω στα επόμενα ερωτήματα, γνωρίζοντας ασφαλώς πως τα σχετικά τεκμήρια είναι σε κάποιο βαθμό επισφαλή.
1. Ο Δελμούζος «οδηγημένος» από τη φιλοσοφία του Schopenhauer απέρριπτε, άραγε, έμμεσα ή σιωπηρά τον επιστημονικό χαρακτήρα της Ψυχολογίας και της Παιδαγωγικής και συνακόλουθα κάποια σύστοιχα εννοιολογικά εργαλεία, που θα του επέτρεπαν ή θα τον διευκόλυναν να προσεγγίσει και να κατανοήσει ορθά τη διδασκαλία στο σχολείο; Η απάντησή μου είναι αρνητική. Μια βιαστική ανάγνωση των μεταγενέστερων αρνητικών κρίσεών του για τη φυσιολογική Ψυχολογία και την ερβαρτιανή Διδακτική αστοχεί προφανώς στην ορθή κατανόηση εκείνης της αρνητικής του κρίσης. Θεωρώ πως ο Δελμούζος απέρριπτε μια ορισμένη εκδοχή της πειραματικής Ψυχολογίας ή, αλλιώτικα, μια ορισμένη ανάγνωσή της, η οποία έτεινε να εξαχνώσει τον πειραματικό χαρακτήρα της σε μονοσήμαντη Φυσιολογία. Πώς και γιατί ο Δελμούζος υπεραξίωσε αυτή την εκδοχή παραμένει ζητούμενο, μια και στο αυτοβιογραφικό κείμενό του και στο δακτυλόγραφο Υπόμνημά του δεν υπάρχει η παραμικρή μνεία για τις παραδόσεις και τα πειράματα, τα οποία παρακολούθησε στο Ψυχολογικό εργαστήριο του Wundt.[59] Ο «οδηγός» του Δελμούζου δεν απέρριπτε, όπως είδαμε, τους «ειδικούς». Πρέπει λοιπόν να υποθέσω πως ο Δελμούζος απέρριπτε το «σχολαστικισμό» και την «επιστημονικοφανή» προσέγγιση της Ψυχολογίας και της Παιδαγωγικής.[60]
2. Μήπως ο ανορθολογικός ιδεαλισμός της φιλοσοφίας του «οδηγού», μόλο που άφηνε πίσω του το «σχολαστικισμό» και την «επιστημονικοφανή» πρόσληψη της αγωγής και της διδασκαλίας, συνέτεινε σε μια μονοσήμαντη υπεραξίωση της παιδαγωγικής-διδακτικής αυτονομίας του πλαισίου, το οποίο υιοθέτησε ο Δελμούζος με αφετηρία τις επισκέψεις του στο σχολείο του Gaudig; Είναι φανερό πως θίγω εδώ ένα κρίσιμο θεωρητικο-πολιτικό ζήτημα, που αναφέρεται στην ιδεολογία του λεγόμενου «σχολείου εργασίας», όπως αυτή συμπυκνώνεται στον προσανατολισμό της παιδαγωγικής του Gaudig και συγκεκριμένα στο αξίωμά του: «Το σχολείο της ελεύθερης πνευματικής δραστηριότητας» (die Schule der freien geistigen Tätigkeit).[61]
Έμμεσος απόηχος αυτής της σχολικής ιδεολογίας ανιχνεύεται σε απαντητική επιστολή του Μ. Τσιριμώκου στο Δελμούζο (25-11-1906). Όπως συνάγεται από το περιεχόμενό της, ο Τσιριμώκος είχε παρακαλέσει το Δελμούζο να του στείλει μια γενική επισκόπηση της γερμανικής εκπαίδευσης. Ο Δελμούζος ανταποκρίθηκε πρόθυμα στην παράκληση του φίλου του και του έστειλε μια μακροσκελή έκθεση γι’ αυτό το θέμα, προφανώς γραμμένη από την τότε δική του οπτική. Μόλο που θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζαμε το περιεχόμενό της, αρκούμαι εδώ να παραθέσω τη σχετική περικοπή από την απάντηση του Τσιριμώκου: «Μου έδωσαν τα χειρόγραφά σου σχεδόν πλήρη ιδέα της Γερμανικής Εκπαιδεύσεως. Μου ενδυνάμωσαν προ πάντων την υπόνοια που τελευταία είχε σχηματισθεί στη σκέψι μου ότι είχα φθάσει σιγά και χωρίς να το καταλάβω σε άκρο αδικαιολόγητο, υποστηρίζοντας αποκλειστικά την επαγγελματική μέθοδο ως την μοναδικήν μέθοδον διδασκαλίας. Βλέπω σήμερα καλλίτερα ότι δίπλα δίπλα πρέπει να συνυπάρξουν και να συνεργασθούν οι παλιές και οι νέες μέθοδες. Εκείνο που χρειάζεται μόνο είναι η ατομικότης, το να είνε κάτι ο δάσκαλος».[62] Μπορώ να διακρίνω εδώ έμμεσα την τότε οπτική του Δελμούζου για τη μη αποκλειστική «επαγγελματική μέθοδο» στο σχολείο και τον κύριο ρόλο του δασκάλου ως «οργανωτή ελεύθερης παιδικής δημιουργίας», σύμφωνα με την τότε αντίληψη του Gaudig.[63]
3. Μήπως η πρόσληψη και υιοθέτηση της φιλοσοφίας του «οδηγού» από το Δελμούζο ευνόησε ποικιλότροπα την υιοθέτηση, από τον δεύτερο, βασικών αντιλήψεων του «γερμανικού ρομαντικού πολιτισμικού εθνικισμού και πρωτίστως της ιδεολογικής παράδοσης του ευρωπαϊκού μετριοπαθούς και πατερναλιστικού συντηρητισμού, που βρίσκεται σε διαρκή ώσμωση με τον μετριοπαθή φιλελευθερισμό», όπως υποστηρίχθηκε σχετικά πρόσφατα;[64] Τρεις σύντομες παρατηρήσεις αρκούν εδώ: α) Η περιοδολόγηση της κοινωνικής τροχιάς της βιογραφίας του Δελμούζου είναι αναγκαία μεθοδολογική προϋπόθεση για τη διερεύνηση του ζητήματος της λεγόμενης «κοσμοθεωρητικής συγκρότησής» του, πριν αναρωτηθεί κάποιος, όπως οι δυο ανωτέρω συγγραφείς, για «τη βαθεία [sic] δομή της σκέψης του Δελμούζου». Οι δυο συγγραφείς αγνοούν τις αυτοβιογραφικές μαρτυρίες του ίδιου του Δελμούζου τόσο για την καθοριστική επίδραση της φιλοσοφίας του «οδηγού» στον αρχικά εκπαιδευτικό προσανατολισμό του, όσο και το «σταθμό» της γνωριμίας του με το Σκληρό. β) Οι δυο συγγραφείς αγνοούν το περιεχόμενο του αρχικού δημοτικισμού του Δελμούζου και συνακόλουθα την καταλυτική επίδραση που άσκησε στις αντιλήψεις του για τις σχέσεις της δημοτικής γλώσσας με το σχολείο, την κοινωνία και το έθνος το «αποκαλυπτικό» βιβλίο του Φωτιάδη, όταν ο Δελμούζος ήταν στη Γερμανία. γ) Αγνοούν, τέλος, τις σχετικές αντιλήψεις του Δελμούζου, όπως αυτές αποτυπώνονται στην ανέκδοτη αλληλογραφία του της πρώτης περιόδου στη Γερμανία, πριν από τη γνωριμία του με το Σκληρό.[65]
4. Ο Δελμούζος, μόλο που ξημεροβραδιαζόταν με τη μελέτη των έργων του Schopenhauer, δεν υπήρξε παθητικός αναγνώστης της φιλοσοφίας του. Αν και πιθανότατα συμφωνούσε με την άποψη του «οδηγού» πως η γλώσσα στην οποία γράφει κανείς είναι έκφραση της «εθνικής φυσιογνωμίας» (Nationalphysiognomie), πρέπει να απέρριπτε ασφαλώς την έννοια του «λαού», τον οποίο ο «οδηγός» φιλοτεχνούσε ως «ένα διαρκώς ανώριμο ενήλικα» (ein ewig unmündiger Souverän), που χρειάζεται διαρκώς κηδεμονία. Ο Schopenhauer κατασκεύαζε μια μεταφυσική έννοια του «αληθινού εθνικού χαρακτήρα» (der wahre Nationalcharakter), μια και, κατά τον ίδιο, ο «όχλος» (der grosse Haufe) και η «κοινωνία» (die Gesellschaft) αποτελούσαν τα πιο ευτελή και άσχημα (Schlechtete) πράγματα στον κόσμο.[66] Αυτές οι αντιλήψεις, όπως και οι σύστοιχες τοποθετήσεις του «οδηγού» για την καθολική αξία των Λατινικών και τα καταστρεπτικά αποτελέσματα από την εισαγωγή των «εθνικών λογοτεχνιών» (Nationalliteraturen) στην ευρωπαϊκή φιλολογία και επιστήμη[67] είναι βέβαιο πως δεν είχαν κάποια επίδραση στη σκέψη του πρώιμου δημοτικιστή Δελμούζου. Ο δημοτικισμός των μαθητικών και φοιτητικών του χρόνων και η καθοριστική επίδραση του έργου του Φωτιάδη ακύρωναν και την παραμικρή επίδραση αυτού του παραδοσιακού συντηρητικού αριστοκρατισμού. Ειδικότερα ο δημοτικισμός του Δελμούζου προσδιόρισε από νωρίς την ιδεολογική του τοποθέτηση για τη γλώσσα και το λαό, που απέκλειε κάθε παραδοχή για την ύπαρξη «μυστικιστικής» σχέσης ενός υπερβατικού «λαού» με το γεωγραφικό περιβάλλον και ιδίως το τοπίο της ελληνικής επαρχίας, δηλ. μια μεταφυσική σχέση με τη φύση και τον κόσμο, όπως συνέβαινε στη λεγόμενη «εθνο-λαϊκή» ιδεολογία του γερμανικού ρομαντισμού, κατά τα χρόνια της παραμονής του Δελμούζου στη Γερμανία.[68]
5. Ο Schopenhauer, όπως έδειξα πιο πάνω, επηρέασε καθοριστικά το Δελμούζο στο ζήτημα του ρόλου των ιδεών στην κοινωνία στο πλαίσιο ενός ιδεαλιστικού βουλητικού ατομοκεντρισμού. Αυτή την αντίληψη θα υιοθετήσει, όπως βεβαιώνει ο ίδιος, όταν θα συναντήσει στις αρχές του 1907 το Σκληρό στην Ιένα: «Οι τελευταίες παιδαγωγικές και φιλοσοφικές μου μελέτες μού έδειχναν μια πραγματικότητα όμοια σχεδόν μ’ αυτή που φανταζόμουν κι έβλεπα και μόνος μου. Κέντρο οι ιδέες και οι δυνατοί, οι ξεχωριστοί άνθρωποι. Η ατομική βούληση κινούσε τον κόσμο».[69] Ούτε «ηθικός σοσιαλισμός» ούτε «εθνο-λαϊκή» ιδεολογία∙ μόνο ο υποκειμενικός ιδεαλισμός του «οδηγού».
Ο ερχομός του Δελμούζου στην Ιένα αποτέλεσε διπλή τομή στην έως τότε ζωή του: Πήρε οριστικό διαζύγιο από την ερβαρτιανή Διδακτική και συνάμα συνάντησε το Σκληρό. Εάν ο έως τότε «οδηγός» του τον διευκόλυνε ν’ απορρίψει την «ξεραγκιανή αράχνη της Διδαχτικής», στην περίπτωση του Σκληρού αποδείχτηκε άσφαιρος. Αυτή τη νέα περίοδο της κοινωνικής τροχιάς της βιογραφίας του παρουσιάζω και αναλύω σε υπό έκδοση μελέτη μου.
Στη σειρά Συμβολές στην Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης κυκλοφορούν:
- Η υποψηφιότητα του Μανόλη Τριανταφυλλίδη στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (1939), Ιωάννινα 2020
- Ο Α. Δελμούζος για τη μεταξική δικτατορία. Μια επαναλαμβανόμενη παρανάγνωση, Ιωάννινα 2021
- Ίων Δραγούμης εναντίον Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ένα αθησαύριστο κείμενο του Αλέκου Δελμούζου (1920), Ιωάννινα 2022.
Πρόκειται για το βιβλίο του Νίκου Π. Τερζή, Η Παιδαγωγική του Αλεξάνδρου Π. Δελμούζου. Συστηματική εξέταση του έργου και της δράσης του, 2η έκδοση συμπληρωμένη, εκδ. Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2006, ανατύπωση 2010. Το παράθεμα στη σελ. 10. Έχω υπόψη μου και την πρώτη έκδοση (1983) του βιβλίου του. ↑
Στο ίδιο, σελ. 57 και 218. ↑
Στο ίδιο, σελ. 44. ↑
Στο ίδιο, σελ. 43-44. ↑
Στο ίδιο, σελ. 48-53. ↑
Στο ίδιο, σελ. 218. ↑
Στο ίδιο, σελ. 57. ↑
Στο ίδιο, σελ. 53. ↑
Στο ίδιο, σελ. 58. ↑
Α. Δελμούζου, Μελέτες και πάρεργα, Αθήνα 1958, τόμ. Β΄, σελ. 442. ↑
Στο ίδιο, σελ. 439. ↑
Σπάραγμα από αδημοσίευτο, όσο γνωρίζω, γράμμα του με ημερομηνία 8-11-1906. Το πρωτότυπο εναπόκειται στα κατάλοιπα του αρχείου Δελμούζου, στη Δημοτική βιβλιοθήκη της Άμφισσας. [Το 1988 είχα συμβουλευτεί συστηματικά το αρχείο, με άδεια και αμέριστη βοήθεια του τότε δημάρχου της πόλης Χρ. Καμπεράκη. Ο φιλέρευνος Τερζής δε θεώρησε σκόπιμο να επισκεφθεί το αρχείο Δελμούζου, ετοιμάζοντας τη «2η συμπληρωμένη έκδοση» του βιβλίου του…] ↑
Δημοσιεύτηκε, με περικοπές, στο άρθρο του Ε.Π. Παπανούτσου, «Δύο γράμματα του Αλέξανδρου Δελμούζου στους Γ. Παπανικολάου και Φώτο Πολίτη», περ. Εποπτεία, τχ. 23 (Ιούνιος 1978), σελ. 493-497. Το παράθεμα από τη σελ. 493. [Δεν είναι ίσως περιττό να σημειώσω πως ο Τερζής αγνοούσε και το 1983 και το 2006 την ύπαρξή τους]. Η έμφαση δική μου. ↑
Στο ίδιο, σελ. 494-495. ↑
Δημοσιεύτηκε στο περ. Νέα Εστία, τχ. 750 (1 Οκτωβρίου 1958), σελ. 1443. Ο Τερζής, ό.π., σελ. 54 παραπέμπει επιλεκτικά σ’ αυτό το γράμμα του Παπανικολάου και αγνοώντας τι προηγήθηκε, δηλ. την αρχική υπόδειξη του Δελμούζου, συμπεριέλαβε την αναφορά του Παπανικολάου στον Kant ως «τεκμήριο» της «επαφής [sic] του Δελμούζου με το έργο του Kant», σελ. 53. ↑
Παραπέμπω στη χρηστική έκδοση, Arthur Schopenhauer, Sämtliche Werke, Band I, Dei Welt als Wille und Vorstellung, Cotta-Verlag, Insel-Verlag 1960 (επιμ. Wolfgang Frhr. Von Löhneysen), σελ. 10-11. ↑
Βλ. στο ίδιο, σελ. 243-372 και 559-716. ↑
Στο ίδιο, σελ. 11. ↑
Φώτης Δ. Φωτιάδης, Το γλωσσικόν ζήτημα κ’ η εκπαιδευτική μας αναγέννησις, Αθήνα 1902, σελ. 85. Θα δείξω σε υπό έκδοση μελέτη μου πώς εννοούσε τότε ο Φωτιάδης την έννοια του «οργανικού». ↑
Α. Δελμούζου, ό.π., σελ. 430. ↑
Στο ίδιο, σελ. 428. ↑
Βλ. π.χ. Eduard Sans, Schopenhauer, PUF, Paris 1993, σελ. 97. Το γενικότερο ζήτημα των επιδράσεων, τις οποίες άσκησε η φιλοσοφία του Schopenhauer στο διανοητικό πεδίο, από το τέλος του 19ου αιώνα και ύστερα στη Γερμανία και έξω απ’ αυτή, ξεπερνάει κατά πολύ τις δυνατότητές μου. Περιορίζομαι έτσι να σημειώσω το βιβλίο του Alain Bouton, La pensée allemande moderne, PUF, Paris 1995, σελ. 32 κε. ↑
Βλ. Christopher Janaway, Σοπενχάουερ, μτφρ. Μάρκος Τσέτσος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σελ. 147. ↑
Μεταφράζω από το Georg Lukacs, The Destruction of Reason, αγγλική μτφρ. Peter Palmer, The Merlin Press, London 1980, σελ. 197. ↑
Βλ. διάσπαρτες καταγραφές του στο Α. Δελμούζου, ό.π., σελ. 429-439. ↑
Γνωρίζω ασφαλώς πως η επιλεκτική αναγραφή εννοιών και φράσεων δεν αρκεί για την κατανόηση ενός φιλοσοφικού έργου. Τις θεώρησα απλώς ως οδοδείκτες της κύριας φιλοσοφικής τάσης του. Βλ. Arthur Schopenhauer, ό.π., τόμ. II, σελ. 277 και passim. ↑
Για σύστοιχες περιγραφές βλ. Α. Δελμούζου, ό.π., σελ. 439. ↑
Arthur Schopenhauer, ό.π., σελ. 253-254. ↑
Α. Δελμούζου, ό.π., σελ. 439. ↑
Βλ. τον τίτλο του ποιήματός του (Langeweile) και με την αφιέρωση «Στους ρωμαντικούς νεανίας», που δημοσιεύτηκε στο περ. Ο Νουμάς, χρονιά Δ΄ (11-6-1906), σελ. 3. Για την έννοια της «ανίας» και τις συσχετίσεις της με τον «εσωτερικό πλούτο του πνεύματος» και γενικότερα τον «πνευματικό βίο» βλ. Arthur Schopenhauer, ό.π., τόμ. IV (Parerga und Paralipomena), σελ. 392 κε. ↑
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο ανέκδοτης απαντητικής επιστολής του Μ. Τσιριμώκου προς το Δελμούζο (2-4-1907). Πρέπει να υποθέσω πως ο Δελμούζος είχε εγκύψει συστηματικά στις σχετικές αναλύσεις του Schopenhauer και ειδικότερα στο κεφάλαιο 25 του έργου του Ο κόσμος ως Βούληση και Παράσταση (βλ. πιο πάνω σημ. 16), όπου ο «οδηγός» τοποθετούσε την «ελευθερία» (die Freiheit) στην «ύπαρξη και στην ουσία» (Sein und Wesen), δηλ. στο «Είναι» (esse) του ανθρώπου και την «αναγκαιότητα» (Notwendigkeit) σε «ό,τι επιτελείται και γίνεται» (das Wirken und Tun), δηλ. στο «ενεργείν» (operari), σελ. 414. ↑
Α. Δελμούζου, ό.π., σελ. 439. ↑
Arthur Schopenhauer, ό.π., τόμ. II, σελ. 740-741. ↑
Όπως σημειώνει ο ίδιος στο επίσημο δακτυλόγραφο Υπόμνημά του (εναπόκειται στο αρχείο Μ. Τριανταφυλλίδη), το οποίο υπέβαλε το 1928 στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, ως υποψήφιος στην έδρα της Παιδαγωγικής. Η ευφάνταστη εικασία του Τερζή πως στο Βερολίνο ο Δελμούζος παρακολούθησε μαθήματα του εκεί καθηγητή W. Dilthey (βλ. Νίκος Π. Τερζής, ό.π., σελ. 203, σημ. 136) δεν επαληθεύεται από τον ίδιο το Δελμούζο. Θεωρώ εντελώς απίθανο, εάν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, να μην είχε αναγράψει στο επίσημο Υπόμνημά του και το όνομα του κατόχου της έδρας Χέγκελ στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Η απουσία αυτή εξηγείται εύκολα, μια και τότε (1904) ο Δελμούζος δεν είχε αρχίσει τις παιδαγωγικές σπουδές του, δηλ. δεν είχε ακόμα «ανακαλύψει» το βιβλίο του Φωτιάδη. Όπως θα διευκρινίσει ο ίδιος αργότερα (1938), «τις παιδαγωγικές σπουδές μου τις άρχισα αργά […]». Βλ. Αλέξανδρος Δελμούζος, Ανάλεκτα (εποπτεία Αλέξης Δημαράς, επιμέλεια Αλεξάνδρα Πατρικίου), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών και Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 2014, σελ. 402. [Πρόκειται για συνέντευξη του Δελμούζου στο περ. Νεοελληνικά Γράμματα (1938), την οποία δεν συμβουλεύτηκε ο φιλέρευνος Τερζής ούτε το 1983 ούτε το 2006, παρόλο που αντιγράφει απλώς το (λαθεμένο) τίτλο της από το βιβλίο του Παπανούτσου για το Δελμούζο]. ↑
Α. Δελμούζου, ό.π., σελ. 430. ↑
Στο ίδιο, σελ. 439. ↑
«Müssen wir die Natur verstehen lernen aus uns selbst, nicht umgekehrt uns selbst aus der Natur.», Arthur Schopenhauer, ό.π., τόμ. II, σελ. 254. ↑
Στο ίδιο, τόμ. V, σελ. 654. ↑
Στο ίδιο, σελ. 681 κε. ↑
Α. Δελμούζου, ό.π., σελ. 439. ↑
Στο ίδιο, σελ. 439. ↑
Φώτης Δ. Φωτιάδης, ό.π., σελ. 151. ↑
Στο ίδιο, σελ. 34. ↑
Πρόκειται για θέματα τα οποία ο Schopenhauer αναλύει στο έργο του Parerga und Paralipomena…, σελ. 533-680. ↑
Στο ίδιο, σελ.736-743. ↑
«Über Erziehung»…, σελ. 736. Μεταφράζω τον όρο «Anschauung» όχι απλώς ως «εποπτείες», αλλά ως «εποπτείες» που συγκροτούνται από ένα ορισμένο σύνολο εξωτερικών αισθητηριακών ερεθισμάτων. Θεωρώ πως αυτό είναι το νόημα του όρου, τον οποίο ο Schopenhauer παίρνει από τον Έρβαρτο. Άρα «άμεση εποπτεία» ή «κατ’ αίσθηση εποπτεία», σύμφωνα με τη σύστοιχη μεταφραστική παράδοση των ελλήνων ερβαρτιανών. ↑
Στο ίδιο, σελ. 736. ↑
Στο ίδιο, σελ. 737. ↑
Σ. Β. Κουγέας, «Ad memoriam…», περ. Νέα Εστία, τχ. 750 (1 Οκτωβρίου 1958), σελ. 1401. Ο Τερζής, ό.π., σελ. 41-43 αναλώνει πάνω από δυο σελίδες στην παρουσίαση παιδαγωγικών αντιλήψεων του Gaudig, για να δείξει την επίδραση γερμανικών παιδαγωγικών απόψεων στο Δελμούζο, αγνοώντας φυσικά αυτή τη μαρτυρία του Κουγέα, με αποτέλεσμα να συγχέει τη δεύτερη επίσκεψη του Δελμούζου (1921-1923) στο σχολείο του Gaudig, την οποία μνημονεύει ο ίδιος στο βιβλίο του, Οι πρώτες προσπάθειες στο Μαράσλειο 1923-1926, Δημητράκος, Αθήνα 1929, τόμ. Α΄, σελ. 311, με εκείνη την πρώτη (1905-1906). ↑
Η βιβλιογραφία για τον Gaudig και το έργο του είναι εκτεταμένη. Περιορίζομαι εδώ να παραπέμψω, για το ανωτέρω αξίωμα, στο Albert Reble, Ιστορία της Παιδαγωγικής, μτφρ. Θ. Δ. Χατζηστεφανίδη και Σοφία Χατζηστεφανίδη-Πολυζώη, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1990, σελ. 470. Πβ. από μια ορισμένη παλαιότερη μαρξιστική οπτική, την ανάδειξη του ίδιου αξιώματος, στο Geschichte der Erziehung (επιμ. Karl-Heinz Günther κ.ά.), Volk und Wissen, Volkseigener Verlag, Berlin 1987, σελ. 626. ↑
Από τα βιβλία που εξέδωσε ο Gaudig τα χρόνια 1905-1906, ο Δελμούζος είναι πολύ πιθανό να προμηθεύτηκε και να μελέτησε το Zur Fortbildung der Schülerinnen der höheren Mädchenschule, Quelle & Meyer, Leipzig 1906. Τα υπόλοιπα έξι βιβλία του Gaudig που αναγράφονται στον κατάλογο της δωρεάς Δελμούζου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης –φωτοαντίγραφό του στο αρχείο μου– αγοράστηκαν, όπως συνάγεται από το χρόνο έκδοσής τους, κατά τη δεύτερη παραμονή του Δελμούζου στη Γερμανία. ↑
Βλ. Νίκος Π. Τερζής, ό.π., σελ. 30 κε. ↑
Στο ίδιο, σελ. 35. ↑
Στο ίδιο, σελ. 31. ↑
Στο ίδιο, σελ. 35-37. ↑
Στο ίδιο, σελ. 54, σημ. 167. Θέλοντας ο Τερζής να βαφτίσει οπωσδήποτε το Δελμούζο «ηθικό σοσιαλιστή», ισχυρίζεται πως εκείνος «γνώριζε τον Paul Natorp ή τουλάχιστον το έργο του». Προστρέχει έτσι σε σχετικό γράμμα του Δελμούζου προς τον Τριανταφυλλίδη (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1908). Βλ. Νίκος Π. Τερζής, ό.π., σελ. 54. Πρόκειται για έωλο ισχυρισμό: Όπως έδειξα αμέσως πιο πάνω, ο Δελμούζος κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Λειψία ενημερώνεται συστηματικά για τις παιδαγωγικές τάσεις της εποχής του. Ενημέρωση δεν σημαίνει βέβαια επίδραση. Ας σημειώσω εδώ πως στον κατάλογο των βιβλίων της δωρεάς του αναγράφεται μόνο το βιβλίο του Natrop, Allgemeine Pädagogik in Leitzätzen (1905) κι όχι το πιο γνωστό έργο του Sozialpädagogik (α΄ έκδοση 1899). ↑
Βλ. «Über Erziehung», …, σελ. 737 («Um dann metodisch […] die Kinder mit den Dingen und Verhältnissen der der Welt bekanntzumachen […]»). ↑
Βλ. τη γλαφυρή κριτική του στη Διδακτική των ερβαρτιανών, στο Α. Δελμούζου, ό.π., σελ. 440. ↑
Χωρίς να μπω εδώ σε λεπτομέρειες, σημειώνω μόνο πως για τον Wundt η Ψυχολογία, ως εμπειρική επιστήμη, διαστέλλεται ρητά τόσο από τη Φιλοσοφία όσο και από τη Φυσιολογία, μια και επιδιώκει να αναλύσει και να συλλάβει ως τάσεις (ή νόμους) τις σύνθετες διασυνδέσεις της συνολικής, άμεσης υποκειμενικής εμπειρίας. Βλ. W. Wundt, Grundzüge der physiologischen Psychologie, Engelmann, Leipzig 1902-1905, τόμ. Γ΄, σελ. 777. Μόνο αυτό, από τα υπόλοιπα βιβλία του Wundt, αναγράφεται στον κατάλογο της δωρεάς Δελμούζου. ↑
Έγραφε λίγο αργότερα (1908) σε γράμμα του προς τη γυναίκα του, επικρίνοντας την άκριτη μεταφορά της ερβαρτιανής Διδακτικής από τον Ν. Εξαρχόπουλο: «Δεν μπορείς να φαντασθής τι επικίνδυνοι που είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που επιστημονικοποιούν το φαινόμενο […]». Δημοσιεύεται στο Χαράλαμπος Γ. Χαρίτος, Το Παρθεναγωγείο του Βόλου, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1989, τόμ. Β΄, σελ. 56. ↑
Βλ. Albert Reble, ό.π., σελ. 469 και Geschichte der Erziehung…, σελ. 449. ↑
Φωτοαντίγραφο της αδημοσίευτης αυτής επιστολής του Τσιριμώκου στο αρχείο μου. ↑
Βλ. Albert Reble, ό.π., σελ. 469 και 471 αντίστοιχα. ↑
Αυτά υποστηρίζουν, χωρίς τεκμηρίωση και άλλη διευκρίνιση γι’ αυτή την περίοδο της παραμονής του Δελμούζου στη Γερμανία, οι Γιώργος Κόκκινος και Βασίλης Μπογιατζής, Αναζητώντας “ιερό καταφύγιο”. Ο Αλέξανδρος Δελμούζος και η σύγχρονή του ελληνική διανόηση, Ταξιδευτής, Αθήνα 2017, σελ. 61. Δεν πρόκειται εδώ να κρίνω συνολικά αυτό το βιβλίο, που αποτελεί, με κάποιες προσθήκες, αυτούσια σχεδόν επανάληψη άρθρου του Γ. Κόκκινου από το 2002. Βλ. προς το παρόν τις «362 κριτικές επισημάνσεις, ερωτηματικής μορφής», με τις οποίες το φιλοδώρησε ο Παναγιώτης Νούτσος, Αυτοβιογραφίας αφορμές, Παπαζήσης, Αθήνα 2018, σελ. 291-358. ↑
Για όλα αυτά ελπίζω να επανέλθω διεξοδικά σε μελέτη μου για τις σχέσεις Δελμούζου – Φωτιάδη. ↑
Για όλες αυτές τις ιδεαλιστικές κατασκευές του Schopenhauer, βλ. Parerga und Paralipomena, τόμ. II, σελ. 293 και 643. ↑
Στο ίδιο, σελ. 571. ↑
Περιορίζομαι να παραπέμψω στο παλιό αλλά ακόμα χρήσιμο βιβλίο του George L. Mosse, The crisis of German Ideology, Schocken Books, New York 19812. ↑
Α. Δελμούζου, ό.π., σελ. 441-442. ↑